Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παλαιοβιβλιοπωλεία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παλαιοβιβλιοπωλεία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2021

Το φαινόμενο metabook


Από την πρώτη μου ανάρτηση έως σήμερα πέρασαν κάτι περισσότερο από 12 χρόνια. Ήμουν 23 έγινα 35. Τι κι αν πέρασαν τα χρόνια, τι κι αν οι υποχρεώσεις αυξήθηκαν κι ο χρόνος ο ελεύθερος έγινε λίγος, το βιβλίο εξακολουθεί να είναι κομμάτι της ζωής μου. 

Κυριακή 12 Ιουλίου 2020

Λόγος περί χειρόγραφων σημειώσεων


Οι χειρόγραφες σημειώσεις χαραγμένες σε κίτρινες σελίδες παλαιών βιβλίων έχουν μια απόκοσμη γοητεία. Ίσως και αυτές να έχουν μερίδιο ευθύνης για εκείνη την ιδιαίτερη μυρωδιά των παλαιών βιβλίων που πολλοί προσπάθησαν να φυλακίσουν σε γυάλινα μπουκάλια αλλά ουδείς το κατάφερε. 

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017

Περί εξαντλημένων εκδόσεων κι άλλων δεινών


Πόσο αποθηκευτικό χώρο άραγε θα χρειαζόταν να έχει στη διάθεσή του ένας εκδοτικός οίκος για να διαθέτει στοκ όλων των τίτλων που έχει εκδώσει από την αρχή της λειτουργίας του; Πόσα κτίρια θα πρέπει να μισθώνει ή να κατέχει στην ιδιοκτησία του γεμάτα ράφια με τα αντίτυπα όλων των τίτλων του ώστε να είναι σε θέση να διαθέσει ένα αντίτυπο σε εκείνον τον έναν αναγνώστη που κάποια στιγμή θα θελήσει να το διαβάσει; Κι υπάρχουν εκδοτικοί οίκοι στην Ελλάδα με πολυετή εκδοτική πορεία, η οποία αριθμεί χιλιάδες εκδόσεις. Πόσος χώρος για αποθηκευμένα πολλά αντίτυπα χιλιάδων τίτλων που περιμένουν τους αναγνώστες τους. Γιατί όλα τα βιβλία έχουν δυνητικούς αναγνώστες κι όλοι οι τίτλοι του εκδοτικού οίκου θα πρέπει να κυκλοφορούν ή να βρίσκονται κάπου περιμένοντας. Τότε θα είχαμε βιομηχανία εκδοτικών οίκων. Υπάρχουν και εκδοτικοί οίκοι, βέβαια, που δεν άντεξαν στο χρόνο κι έκλεισαν με αποτέλεσμα οι τίτλοι, η οποίοι έχτιζαν τον εκδοτικό τους κατάλογο να ορφανέψουν μέχρι που κι αυτοί εντέλει εξαφανίστηκαν καθώς κανένας άλλος εκδοτικός δεν τα υιοθέτησε. Κι είναι πολλοί οι εκδοτικοί οίκοι, από τις αρχές του 20ού αιώνα που ξεκινά η ιστορία τους, οι οποίοι εξέδωσαν και μετά έκλεισαν, ορισμένοι μάλιστα με σημαντική ιστορία και πλούσιο εκδοτικό κατάλογο.

Και τα βιβλιοπωλεία πόσο χώρο να έχουν κι αυτά για να χωρέσουν όλη την ελληνική βιβλιοπαραγωγή. Κι είναι μεγάλη η ελληνική βιβλιοπαραγωγή αριθμεί χιλιάδες τίτλους από εκατοντάδες εκδοτικούς οίκους που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο μικρό αναγνωστικό κοινό, βέβαια αν είναι μικρό ακόμη δεν το ξέρουμε με σιγουριά. Μα τα σημερινά βιβλιοπωλεία, μικρά ή μεγάλα δεν έχει σημασία, μετά βίας χωράνε την βιβλιοπαραγωγή των δύο τριών τελευταίων χρόνων κι αυτή όχι όλη. Ίσως να έχουν κι ορισμένους τίτλους του παρελθόντος ανάλογα με το γούστο του κάθε βιβλιοπώλη. Κι όταν μιλάμε για γούστο, τότε σίγουρα μιλάμε για τα μικρά βιβλιοπωλεία, τα συνοικιακά. Μα κι αυτά, πόσα βιβλία να χωρέσουν και πόσο ρίσκο να πάρει αυτός ο μικρός επιχειρηματίας μην τυχόν του ξεμείνουν στα ράφια βιβλία απούλητα που τελικά θα τα πληρώσει από την τσέπη του. Εκτός κι αν είσαι το amazon κι έχεις στη διάθεσή σου χώρους σαν αυτόν που φαίνεται στην παραπάνω εικόνα. Εκατοντάδες τ.μ. γεμάτα μεταλλικά ράφια με εκατομμύρια βιβλία ετοιμοπαράδοτα σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Εμείς όμως ζούμε στην Ελλάδα και τα ελληνικά βιβλία απευθύνονται μόνο σε αυτούς τους λίγους που ξέρουν αυτή τη σύνθετη γλώσσα και μένουν κυρίως σε μια συγκεκριμένη γωνιά του πλανήτη.

Οι εκατοντάδες ελληνικοί εκδοτικοί οίκοι εκδίδουν δεκάδες τίτλους ετησίως, χωρίς το ΕΚΕΒΙ τα νούμερα δεν μπορούμε να τα διευκρινίσουμε. Όλοι παίρνουν ρίσκο, κάποιοι μικρότερο, κάποιοι μεγαλύτερο. Κανείς δεν ξέρει αν αυτό το βιβλίο που πρόκειται να εκδοθεί θα έχει επιτυχία και πόσο αυτή θα διαρκέσει. Τυπώνουν σε ένα μικρό τιράζ και περιμένουν. Πληρώνουν για να προωθήσουν, όσοι έχουν να πληρώσουν. Παλεύουν για μια θέση περιωπής σε ένα βιβλιοπωλείο με κόσμο, όσοι μπορούν. Αν το τιράζ εξαντληθεί σύντομα επανεκδίδουν άμεσα για να ικανοποιήσουν τη ζήτηση. Οι άνθρωποι ζητούν, κατ' επέκταση τα βιβλιοπωλεία ζητούν και τελικά οι εκδοτικοί οίκοι τυπώνουν και στέλνουν. Αν το τιράζ δεν εξαντληθεί σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα, αρχίζουν τα δύσκολα. Τα αντίτυπα που δεν πουλήθηκαν μένουν στην αποθήκη. Περιμένουν, πόσο; ανάλογα το βιβλίο. Αλλά και πάλι πόσο; Κάποιοι στιγμή ο εκδοτικός οίκος θα χρειαστεί το χώρο που καταλαμβάνουν αυτά τα απούλητα για να τοποθετήσει αντίτυπα νέων τίτλων που ενδεχομένως να έχουν μεγαλύτερη επιτυχία και να επιφέρουν περισσότερο κέρδος. Μα φυσικά, δεν δύναται επιχείρηση δίχως κέρδος. Τα επί χρόνια απούλητα αντίτυπα μιας τελικά αποτυχημένης έκδοσης γίνονται βάρος.

Αν όλες οι λύσεις αποτύχουν και το τιράζ δεν πωληθεί, μία είναι η επόμενη λύση: πολτοποίηση. Ο χώρος είναι σημαντικός και τα απούλητα τον καταλαμβάνουν ασκόπως. Πρέπει γρήγορα κι άμεσα να ξεμπερδεύουμε από αυτό το βάρος. Πέταμα με οικολογική συνείδηση. Από την άλλη, αν με χίλιους κόπους προσφορές και παζάρια, το τιράζ πουληθεί, σίγουρα ο εκδότης δεν θέλει να επανεκδώσει τον συγκεκριμένο τίτλο. Το βιβλίο παύει να κυκλοφορεί, όταν κυκλοφορούσε δεν βρήκε το δρόμο που επιτρέπει σε μια επιχείρηση την υγιή πορεία της. Κι αυτό είναι το σωστό, ο εκδοτικός οίκος γίνεται καλύτερος, μαθαίνει τις ανάγκες του αναγνωστικού κοινού, το βιβλίο ενδεχομένως να ξαναγραφτεί καλύτερο ή να ξαναμεταφραστεί με μεγαλύτερη επιμέλεια. Κάποια στιγμή στο μέλλον. Γιατί αν το βιβλίο τελικά αποδειχθεί ότι δεν ήταν τόσο αποτυχημένο όσο το χαρακτήρισαν κάποιοι που έλαβαν υπόψη μονάχα τις πωλήσεις, θα το βρει το δρόμο του.


Κι έρχεσαι εσύ μετά από χρόνια, μοναχικέ αναγνώστη, που κάποια μυστήρια οδός σε οδήγησε σε αυτό το "αποτυχημένο" βιβλίο και ψάχνεις να βρεις αυτό τον εξαντλημένο τίτλο. Κάποιος που θυμάται το γολγοθά του για να ξεφορτωθεί το βάρος μπορεί να γελάει μαζί σου. Του αναφέρεις τον τίτλο και σου κλείνει το τηλέφωνο στα μούτρα. Ούτε να το ακούει δεν θέλει. Τελείωσε, δεν υπάρχει, εξαντλημένο, το θες; δεν με νοιάζει. Κι έτσι που αρνούνται να ικανοποιήσουν τη ζήτησή σου εσύ πεισμώνεις περισσότερο και το θες ακόμη πιο πολύ από πριν. Λες, δεν μπορεί να άνοιξε η γη και να το κατάπιε, κάπου θα υπάρχει ένα αντίτυπο που να με περιμένει. Αυτές οι εξαντλημένες εκδόσεις μας κάνουν περισσότερο βιβλιόφιλους.

Πάνω σε αυτή την ιδέα γεννιέται μια άλλη επιχείρηση που έρχεται να ικανοποιήσει τη ζήτηση που δεν μπορεί να ικανοποιηθεί από τα βιβλιοπωλεία και τους εκδοτικούς οίκους, τα παλαιοβιβλιοπωλεία. Ειδικότητά τους οι εξαντλημένες εκδόσεις, τα βιβλία που σταμάτησαν να κυκλοφορούν, εκείνα που πολτοποιήθηκαν, οι εκδοτικοί οίκοι που έκλεισαν, οι τίτλοι που ορφάνεψαν, τα χάρτινα πλάσματα που θεωρήθηκαν αποτυχημένα επειδή δεν πουλήθηκαν. Αυτοί οι δαιμόνιοι παλαιοβιβλιοπώλες (όπως ο Γιάννης του παλαιοβιβλιοπωλείου Ίστωρ της παραπάνω εικόνας) έχουν αποκτήσει μεγαλύτερη οξυδέρκεια από όλους όσους ανέφερα ως τώρα, ξέρουν να ξεχωρίζουν βιβλία, προσπαθούν να μαντέψουν τις μελλοντικές ανάγκες, δίνουν τιμές εκεί που οι άλλοι τις βρίσκουν έτοιμες. Μα κι αυτά πόσα βιβλία να χωρέσουν; Ξέρεις πόσα τέτοια βιβλία υπάρχουν από την αρχή της τυπογραφίας στα ελληνικά (να το περιορίσουμε με βάση τη γλώσσα); εκατομμύρια. Δεν χωράνε σε ένα μικρό μαγαζί ενός ακόμη πιο μικρού επιχειρηματία.


Κι εδώ έρχεται πια όχι μια επιχείρηση, αφού το χρηματικό κέρδος και οι πωλήσεις δεν είναι ο κύριος σκοπός της, αλλά μια πολιτισμική μονάδα που κοιτά να ικανοποιήσει την ανάγκη του ανθρώπου για ανά-γνώση. Η Εθνική Βιβλιοθήκη κάθε χώρας είναι ο φύλακας της εθνικής βιβλιοπαραγωγής. Εκεί που το κράτος επεμβαίνει στον κόσμο των επιχειρήσεων, αφήνει έξω τους επιχειρηματικούς όρους, και επωφελείται από το πολιτισμικό αγαθό που παράγουν αυτοί. Βάσει νόμου, ο κάθε εκδοτικός οίκος υποχρεούται να αποστέλλει δύο αντίτυπα των βιβλίων που εκδίδει. Είναι αυτά τα δύο βιβλία που θα μείνουν ακόμη κι αν όλα τα άλλα εξαφανιστούν. Κι έχει τους απαραίτητους χώρους μια βιβλιοθήκη για να στεγάσει αυτά τα εκατομμύρια βιβλία; Θα πρέπει να τους βρει το κράτος που ενδιαφέρεται για τον εθνικό πολιτισμό περισσότερο από μια επιχείρηση. Να, η δική μας Εθνική Βιβλιοθήκη μόλις απέκτησε το κτίριο που θα χωρέσει όλους τους θησαυρούς της, τα ολοκαίνουρια ράφια είναι άδεια και περιμένουν να γεμίσουν, όπως φαίνεται και στην εικόνα. Βέβαια δεν είναι μόνο το κτίριο είναι και η τάξη που θα πρέπει να μπει. Γιατί το υλικό υπήρχε και πριν αλλά καθώς δεν υπήρχε ο κατάλληλος χώρος ήταν εγκλωβισμένο σε κούτες χωρίς να ξέρει κανείς την ύπαρξή του ή την ακριβή τοποθεσία του, δεν ήταν Εθνική Βιβλιοθήκη ήταν (κι εξακολουθεί για την ώρα να είναι) μια εθνική αποθήκη βιβλίων. Και βέβαια δεν γίνεσαι βιβλιοθήκη όταν αποκτήσεις ράφια.

Μα είναι στην Αθήνα κι οι αναγνώστες είναι σκόρπιοι στην Ελλάδα, θα μου πείτε. Η Εθνική Βιβλιοθήκη θα έπρεπε να είναι σε κάθε μικρή δημόσια βιβλιοθήκη που υπάρχει σε κάθε γωνιά της μικρής μας χώρας μέσω ενός αόρατου δικτύου που θα ένωνε αναγνώστες και βιβλία, το οποίο θα δημιουργούνταν από τους ακόμη πιο οξυδερκείς από όλους τους παραπάνω επαγγελματίες, επιστήμονες βιβλιοθηκαρίους. Γιατί οι βιβλιοθηκονόμοι είναι επιστήμονες κι όχι επιχειρηματίες με απώτερο σκοπό πάντα το οικονομικό κέρδος, απαραίτητο για την επιβίωση. Θα γίνει άραγε η Εθνική μας Βιβλιοθήκη ο οδηγός όλων των ελληνικών βιβλιοθηκών που προσπαθούν μόνες τους να επιβιώσουν με όποιον τρόπο θεωρεί η κάθε μία σωτήριο; Το νέο κτίριο είναι μια κάποια αρχή αλλά δεν παύει να είναι μόνο μια αρχή. Όλοι ανυπομονούμε να δούμε την εξέλιξή της και ελπίζουμε να υπάρξει εξέλιξη έστω κι αν αυτή χρειαστεί χρόνια πολλά.

Στη βιβλιοθήκη, αναγνώστη, δεν θα ικανοποιήσεις την ανάγκη σου για κατανάλωση αφού δεν μπορείς να αγοράσεις το βιβλίο και να το κάνεις δικό σου. Εκεί ξεχνάς την καταναλωτική σου μανία και συνειδητοποιείς ότι το βιβλίο δεν έχει μόνο έναν αναγνώστη γιατί ζει περισσότερο από εκείνον. Εκεί χαίρεσαι για την ανάγνωση και όχι για την κατοχή. Γι' αυτό μην επιδιώκεις η δημόσια βιβλιοθήκη να είναι μια ακόμη επιχείρηση.

Και μετά είναι και τα ηλεκτρονικά βιβλία, η ιστορία όμως αυτή δεν χωράει και αυτά μέσα της. Είναι από μόνα τους μια άλλη ιστορία η οποία βρίσκεται στην αρχή της και κανείς δεν ξέρει την πορεία της. Την παρακολουθούμε πάντως εμείς οι φίλοι της ανάγνωσης και την υπολογίζουμε.

Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

Ένα βιβλίο για βιβλία ακόμη


Ένα ακόμη βιβλίο για βιβλία, από αυτά που μας αρέσει να διαβάζουμε εδώ, κυκλοφόρησε πριν από μερικούς μήνες από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Η ιδέα της έκδοσης, αλλά εν μέρει και της συγγραφής, ανήκει σε έναν άνθρωπο που περιτριγυρίζεται από βιβλία, ζει και εργάζεται μαζί τους, αγοράζει και πουλάει παλαιά βιβλία. Το παλαιοβιβλιοπωλείο αυτό της Ιπποκράτους (πριν αλλάξει διεύθυνση και μεταφερθεί στην Χαριλάου Τρικούπη), το θυμάμαι από τότε που άνηκε στον προηγούμενο ιδιοκτήτη. Θυμάμαι ένα γκριζομάλλη γεράκο, στον οποίο είχα πάει ως μαθήτρια για να πουλήσω τα παιδικά μου βιβλία, με σκοπό να ελευθερώσω ράφια για τα επόμενα και φυσικά για να αποκτήσω χρήματα για να πάρω άλλα. Τη στιγμή εκείνη τη θυμάμαι ακόμη, γιατί με αυτήν την κίνηση έχασα τα βιβλία εκείνα που με ώθησαν στην ανάγνωση, εκδόσεων που δεν υπάρχουν πια.
Και γιατί μπορεί να είχα αποκτήσει χώρο στη βιβλιοθήκη, χρήματα όμως δεν είχα αποκτήσει, το αντάλλαγμα για μια σακούλα βιβλία ήταν να διαλέξω ένα βιβλίο από τα ράφια του παλαιοβιβλιοπωλείου. Δεν μου είχε φανεί πολύ δίκαια η ανταλλαγή, αλλά την είχα δεχτεί γιατί ήμουν αποφασισμένη να ξεφορτωθώ αυτά τα βιβλία που ήταν πια παιδικά για εμένα.
Όμως δεν ξανά πήγα στο βιβλιοπωλείο αυτό.
Μέχρι που μια μέρα εντελώς τυχαία γνώρισα το νέο ιδιοκτήτη. Φοιτήτρια πια, συμπάθησα αμέσως το μουσάτο κύριο με την πίπα που μιλούσε για τα βιβλία με το ίδιο πάθος που μιλούσε για φαγητό, κρασί και ταξίδια.
Ο μουσάτος αυτός κύριος, λοιπόν, που είναι ο Νίκος Χρυσός, είχε την ιδέα να προτείνει σε 24 συγγραφείς, να γράψουν ιστορίες για βιβλία και να τις δημοσιεύσει στην ιστοσελίδα του παλαιοβιβλιοπωλείου του. Για αρκετές εβδομάδες ανέβαιναν αυτές οι ιστορίες, αλλά ποτέ δεν διάβασα καμία. Παρόλο που γνώριζα την ιδέα, παρόλο που ήξερα ότι θα μου αρέσουν, άνοιγα το link, διάβαζα τον τίτλο, σκρόλαρα και έβλεπα την έκταση της ιστορίας κι ύστερα έκλεινα το παράθυρο λέγοντας πως θα τη διαβάσω κάποια άλλη φορά. Ποτέ δεν διάβασα καμία. 
Αλλά όταν έμαθα ότι όλες οι ιστορίες θα εκδοθούν σε ένα βιβλίο, ανυπομονούσα να κρατήσω στα χέρια μου τις Ιστορίες βιβλίων.
Και να τες λοιπόν, 24 ιστορίες γεμάτες βιβλιοφιλικά επεισόδια. Οι πιο πολλές αναφέρονται στη συγγραφή, αναμφίβολα εξαιτίας το πάθος των δημιουργών τους. Άλλες γραμμένες απλά, τόσο απλά που βαριέσαι, άλλες γραμμένες με ένταση που σου καρφιτσώνονται στη μνήμη, άλλες σου γνωρίζουν καλούς συγγραφείς, αλλά όλες μαζί σου υπενθυμίζουν τη δύναμη των βιβλίων και των λέξεων, του χάρτινου κόσμου που συνεχίζει να δίνει νόημα στις στιγμές που όλα μοιάζουν μάταια.

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

Οι Bouquinistes του Παρισιού


Διαβάζοντας για τους Bouquinistes του Παρισιού, τους βιβλιοπώλες εκείνους που πουλούν παλιά βιβλία στις δύο όχθες του Σηκουάνα δημιουργώντας την αίσθηση ότι το ποτάμι αυτό κυλά ανάμεσα σε δύο βιβλιοθήκες, μου ήρθε στο νου ένα απόσπασμα που είχα διαβάσει σε έναν παλιό βιβλιογραφικό κατάλογο σπάνιων εκδόσεων. Ήταν ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Μαρίνου Σιγούρου Εντυπώσεις από το Παρίσι, έκδοση του 1910 των Παναθηναίων, το οποίο φέρει τον τίτλο "Παλαιοβιβλιοπώλες".
Το ανιγράφω εδώ ολόκληρο για τους λάτρεις των παλιών βιβλίων αλλά και του όμορφου Παρισιού.


«Όταν περνώ, έξω από τη Γαλλική Ακαδημία, στην προκυμαία του Σηκουάνα, σταματώ εμπρός στα ξύλινα κιβώτια των Bouquinistes και κυττάζω τα παλιά βιβλία. Κληρικοί γαλήνιοι, γέροι σοφοί, παρά ξένοι άνθρωποι, νέοι ανήσυχοι διψασμένοι για τη μάθηση, ο κόσμος που αγαπά τα βιβλία, λησμονιέται εκεί με το πρόσωπο βυθισμένο στις ξεθωριασμένες σελίδες και με τη σκέψη φευγάτη στον περασμένο καιρόν ή σε μεταφυσικούς στοχασμούς.
Λίγα βήματα παραπέρα το Παρίσι οργιάζει πολυθόρυβο.
Όλα αυτά τα παλιά βιβλία, τα μικρά μετάλλινα αγαλματάκια, οι μικρογραφίες, τα ειδώλια βλέπουν το φως της ημέρας, αφού θα έμειναν λησμονημένα και παραριγμένα για πολλά χρόνια, σε κλειστά σκοτεινά καταγώγια, σε αραχνιασμένες σοφίτες. Μια μυστική πνοή του Καιρού, κάτι σαν από την ψυχή της Ιστορίας περνάει απάνω από αυτά τα κιβώτια που σκεπάζουν και στολίζουν σαν στεφάνι τις όχθες του Σηκουάνα. Σηκώνεται σαν σκόνη η αναθυμίαση των άψυχων και πλημμυρίζει με χίλιες σκέψεις την φαντασίαν όσων ζούνε με όνειρα.
Και ο περίγυρος, από το Λούβρον ως την Παναγιά του Παρισιού, διηγείται όλη την ιστορία της Γαλλίας. Μαζί με τη σκόνη του δρόμου αναπνέω και τη σκόνη της Ιστορίας, τις αναμνήσεις των εποχών. Βλέπω και αισθάνομαι την εργασία των γενεών που επέρασαν, ταχνάρια ενός λαού.
Τέτοιο θέαμα κάνει κάθε στοχαστική  ψυχή να περιφρονεί τα πράγματα του κόσμου.
Κοντά στα νεκρά παλαιϊκά πράγματα, όπως μέσα σ' ένα κοιμητήρι, νοιώθω την ειρηνική βαθιά θλίψη που εμπνέει το μοιραίο πέρασμα της ζωής.
Αυτά τα βιβλία που πουλιούνται για λίγες πεντάρες, μας δίνουν το πικρότερο μάθημα μιας απελπιστικής σοφίας.
Μια ξεθωριασμένη ψυχή φωλιάζει μέσα στις σκοτεινές σελίδες των, μια θλιβερή γεροντική ψυχή, ένα σιωπηλό πνεύμα του πόνου.
Ρίχνω μια γοργή ματιά στο τυπωμένο χαρτί που θυμίζει τη ματαιότητα της εφήμερης επιτυχίας, την εργασία που περνά άκαρπη και αγνώριστη, την ανώφελη προσπάθεια που χάνεται...
Πόσοι άγνωστοι συγγραφείς! Ονόματα που δεν τα είδα ποτέ, ονόματα που ποτέ δεν τα άκουσα. Ποιός τους ξέρει, και ποιός τους συλλογίζεται τους ευλογημένους  αυτούς ανθρώπους που θυσιάσανε τα ωραιότερα χρόνια της ζωής των σε μιαν εργασία χαμένη και άσκοπη, σ' ένα περιττό κόπο!
Ψηλά τα δένδρα είναι ολοπράσινα από τους ανοιξιάτικους χυμούς και στα κλαδιά γλυκοκελαϊδούν τα πουλιά. Κάτου ο Σηκουάνας κυλά τα θολοπράσινα νερά του. Κ' εγώ, με θλιμμένη ψυχή, συλλογίζομαι όλους αυτούς τους λησμονημένους συγγραφείς, που κοιμούνται, μαζί με το έργο τους, άγνωστοι τον αιώνιον ύπνο.
Το βαθύ πικρό αίσθημα που νοιώθω μοιάζει σαν συμπάθεια και σαν εγωισμός.
Τι τάχα αξίζει να προσθέσει κανείς λίγες ή πολλές σελίδες στην άπειρη πληθώρα του τυπωμένου χαρτιού;
Γυρίζει στο νου μου ο φόβος που βασάνισε σχεδόν όλους όσοι ζήτησαν να διαιωνίσουν (!) τη σκέψη τους επάνω στο χαρτί, που το τρώει ο σκόρος, που το σαπίζει η υγρασία, που το σκίζει ο άνθρωπος.
Ο γερό-bouquiniste δεν σκοτίζεται από τέτοιους στοχασμούς, και φαίνεται ευτυχισμένος γιατί ξέρει πως η Ευτυχία δεν αφίνει να την πιάσουν παρά μόνον όσοι αδιαφορούν ή την περιφρονούν, ή εκείνοι που δεν την έχουν ανάγκη, γιατί όταν γεννήθηκαν, τη βρήκαν σκυμένη από πάνω τους.
Δεν θα συλλογίζεται τη φτώχια του και δεν θα λογαριάζει την ηλικία του. Κάθεται μπροστά στα βιβλία του και όταν δεν τα πουλεί τα διαβάζει. Έτσι γυρτός, ασπρομάλλης, ζαρωμένος, ήρεμος, μου θυμίζει κάποιους γέρους πούχει ζωγραφίσει ο Ρέμπραντ, σκυμένους στην ανάγνωσην ή στην προσευχή, με τη μορφή μισοφωτισμένην από μια περαστικήν αχτίνα, ενώ το κορμί των το σκεπάζει σκιά.
Ζει με εγκαρτέρηση και κυττάζει όλα τα πράγματα με το παρατηρητικό, αλλά ψυχρό και αδιάφορο βλέμμα του φιλοσόφου, που δεν μπορεί τίποτε να τον εκπλήξει, γιατί όλα τα είδε, όλα τα περιμένει και του φαίνονται φυσικά. Τον κόσμο τον πέρνει όπως βρίσκεται, και δεν του φαίνεται και πολύ κακός, ούτε θαρρεί πως πρέπει να διορθωθεί.
Κι' όταν διαβάζοντας του ξεφεύγει ένα σβυμένο ειρωνικό μισοχαμόγελο, θάναι γιατί βρίσκει περιττή κι' άσκοπη τη ματαιοδοξία των σοφών που θέλουν να συστηματοποιήσουν μεθοδικά την τρελλήν αυτή σφαίρα που χωρίς λόγο στρηφογυρίζει ακούραστη μέρα και νύχτα.
Όσα δεν καταλαβαίνει από τ' απούλητα βιβλία που διαβάζει, δεν ζητεί να τα μάθει. Δεν νοσταλγεί ξένες χώρες, γιατί κάνει φανταστικά ταξίδια, σε περασμένους καιρούς και μακρυνούς τόπους που τους γνωρίζει μόνο από τις εικόνες των βιβλίων του, ή που τους ονειρεύεται μισονυσταγμένος, ακίνητος στο σκαμνί του, κυττάζοντας τα θολοπράσινα νερα του Σηκουάνα και περιμένοντας κανένα θεόλστατο πελάτη.
Βλέπει την παρισινή ζωή  να περνά ολημερίς μπροστά του, και στη μορφή του ζωγραφίζεται αυτή η σκέψη:
-Τίποτε δεν με συγκινεί, τίποτα δεν με ενθουσιάζει. Συνήθισα τη θλίψη κ' ελησμόνησα τη χαρά.
Άλλοι περνούν βιαστικοί και αδιάφοροι χωρίς να ρίξουν μια ματιά στα βιβλία. Άλλοι στέκονται και τα φυλλομετρούν και τα κυττάζουν. Φαντάζομαι πως το ξεχασμένο βιβλίο θ' ανατριχιάζει από κρυφή ηδονή, θα νοιώθει χαρά να το ξεφυλλίζουν απαλά σαν να το χαϊδεύουν τα δάχτυλα ενός αγνώστου. Ύστερα από πολυκαιρινή λησμονιά θα έχει την πρόσκαιρην αυταπάτη πως δεν είναι άχρηστο. Κάποιος διαβάτης που κοντοστέκει, μισοδιαβάζοντας με γλήγωρες ματιές, μπορεί να ενδιαφερθεί και από την πιο ανόητη φυλλάδα, ο καθένας μπορεί να βρει στις σελίδες της μιαν ιδέα, μια σκέψη του, κάτι που να τον ενθουσιάσει ή να τον παρηγορήσει.
Ενώ φεύγω το πέρασμα μιας ωραίας κόρης με κάνει να λησμονήσω τα ξεθωριασμένα βιβλία και τους μαύρους στοχασμούς.
Η ξανθή κόμη της αστράφτει στο φως, και στο λαμπρό χαμόγελο του ήλιο φεγγοβολάει πρόσχαρη της φύσης η αιώνια νιότη, που αδιαφορεί για την ανθρώπινη σοφία και που δεν έχει καμμιάν απαισιοδοξία».

Εκατοντάδες ζωγράφοι έχουν εμπνευστεί από τους Bouquinistes του Παρισιού, το ίδιο πολυάριθμες είναι και οι φωτογραφίες που υπάρχουν στο διαδίκτυο για τους ιστορικούς αυτούς βιβλιοπώλες του Σηκουάνα.
Ο πρώτος πίνακας είναι του Tavik Frantisek Simon και φέρει τον τίτλο ο Παλιός Βιβλιόφιλος (Παρίσι, 1926).
Ο δεύτερος είναι του Antoine Blanchard με τίτλο Notre Dame, les bouquinistes, Paris.

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

Σαν σήμερα...

Κάπου μεταξύ ραφιών, βιβλίων, λέξεων και σκόνης περνάν τα χρόνια.
Μεγαλώσαμε και μυαλό δεν βάλαμε, παραμείναμε ροζ.
Μα όπου κι αν είμαστε πάντα στα ίδια μέρη θα επιστρέφουμε.
Πριν πέντε χρόνια αποφασίσαμε να φτιάξουμε αυτό το μπλογκ, να μιλάμε για τις βόλτες μας στους δρόμους και στα βιβλία, γι' αυτά που αγαπάμε, για εκείνα που μας ευχαριστούν. Πέρασαν τα χρόνια και έμαθα να κοιτώ γύρω μου και να βλέπω αναρτήσεις. Οι περισσότερες  έμειναν μόνο στη σκέψη, άλλες έγιναν λέξεις και μπήκαν εδώ, πάντα κάπως λιγότερο σε σχέση με αυτό που ήθελα.
Σαν σήμερα πριν από πέντε χρόνια έγραψα την πρώτη μου ανάρτηση μιλώντας για έναν αγαπημένο χώρο. Έτσι θέλησα να ξεκινήσω, μιλώντας για τη γειτονιά που με έμαθε να αγαπώ τους μύθους.
Για το ίδιο παλαιοβιβλιοπωλείο θέλω να μιλήσω και σήμερα που όσα χρόνια κι αν περάσουν, όποτε θα επιστρέφω στην Αθήνα, θα θέλω να περνώ να κουβεντιάζω. Ακόμη κι αν μετακόμισε μερικά στενά παραπέρα, ακόμη και αν έγινε διαφορετικό από εκείνο που θυμόμουν, μένουν οι άνθρωποι ίδιοι να μου μιλούν για τα σχέδια που ολοκληρώθηκαν.
Στα ευχάριστα να μένουμε, να θυμόμαστε, να κουβεντιάζουμε.
Θυμόμουν τις ζωγραφισμένες στο χαρτί εικόνες, καρφιτσωμένες στο τοίχο ανάμεσα σε ράφια που ήθελαν να εκδοθούν να συνοδεύσουν ένα έτοιμο γραμμένο παραμύθι.
Και να, μαθαίνω τώρα μετά από καιρό, ότι το σχέδιο πραγματοποιήθηκε, το βιβλίο εκδόθηκε και ξεκίνησε το δικό του ταξίδι.
Κρατώ στα χέρια μου το δικό μου αντίτυπο με την αφιέρωση τη γραμμένη για εμένα στην πρώτη λευκή σελίδα.
Το παραμυθένιο παραμύθι του παλαιοβιβλιοπώλη Γιάννη Πανουτσόπουλου με τίτλο Τη νύχτα που ξυπνούσε η Αγνωστούπολη και με την ονειρική εικονογράφηση της Μαρίας Ρήγα ταξιδεύει τον κύριο Αλφάκη, την κυρία Βητούλα, τον Γραμμούλη και τη Δελτούλα μεταξύ Αγνωστούπολης και Λεξούπολης, μεταξύ ονείρου και φαντασίας. Ταξιδεύει όλους εμάς στον μαγικό κόσμο των λέξεων.




Σας ευχαριστώ από καρδιάς που όλα αυτά τα χρόνια έρχεστε εδώ να διαβάσετε τις λέξεις μας, αυτές που προσπαθούν να περιγράψουν τα ταξίδια μας.
Όσοι έχετε ευχαρίστηση αφήστε μας για δώρο (δώρο που από καιρό έχω ζηλέψει) τίτλους βιβλίων προς διάβασμα. 
Σαν να δωρίζατε ένα αγαπημένο βιβλίο σε κάποιον φίλο.   

Τρίτη 2 Απριλίου 2013

Παγκόσμια ημέρα παιδικού βιβλίου


Με την ευκαιρία της σημερινής ημέρας ταξιδεύω πίσω στο χρόνο κάνοντας μια προσπάθεια να θυμηθώ τα βιβλία της παιδικής μου ηλικίας.
Τα πρώτα και τα παλιότερα που μου έρχονται στο μυαλό είναι οι Μύθοι του Αισώπου και κόμικς.  Θυμάμαι τους μύθους του Αισώπου ένα βιβλίο με λίγη εικονογράφηση (αδύνατον να θυμηθώ εκδότη, αμυδρά μόνο ένα ροζ χρώμα στο εξώφυλλο) να το κρατάω και να περιμένω να μου το διαβάσουν.
Ξανά και ξανά τις ίδιες ιστορίες και κάθε φορά η ίδια απόλαυση από την αρχή.
Τα κόμικς όμως ήταν μεγάλη αγάπη. Κάθε καλοκαίρι (το καλοκαίρι ήταν η περίοδος της ανάγνωσης) διάβαζα ξανά και ξανά τα ίδια κόμικς που για κάποιο λόγο υπήρχαν στο σπίτι, Λούκυ Λουκ (μεγάλη αγάπη, αργότερα συγκέντρωσα όλα τα τεύχη, συλλογή που ακόμη κρατώ), Τεν Τεν, Ιζνογκούντ,Τιραμόλα, Μίκυ Μάους, Κάσπερ και εκείνη την ασπόμαυρη γάτα που είχε ένα πολυγωνικό κεφάλι (αδύνατον να θυμηθώ όνομα). Αργότερα προστέθηκε η ασπρόμαυρη Μαφάλντα που από αντίδραση που ήταν ασπρόμαυρη με ξυλομπογιές έκανα κάθε εικόνα έγχρωμη.
Το βιβλίο εκείνο που με ώθησε στην ανάγνωση ήταν
Η καλύβα του μπάρμπα-Θωμά,
είναι το βιβλίο που μνημονεύω ως το πρώτο βιβλίο που διάβασα.
Θυμάμαι επίσης τις Μεγάλες Προσδοκίες, ίσως από τις εκδόσεις Αστήρ γιατί κάτι σαν να μου θυμίζει το εξώφυλλο τώρα που το βλέπω, τις Μικρές Κυρίες και τους Άθλιους σε παιδική έκδοση. Αγαπημένη σειρά τα Πέντε Λαγωνικά που με αγωνία έψαχνα να βρω τη λύση στο μυστήριο. Δυστυχώς όλα τα βιβλία αυτά, σε μια προσπάθεια εξοικονόμησης χώρου, τα έδωσα στο παλαιοβιβλιοπωλείο της γειτονιάς (το παλαιοβιβλιοπωλείο που αργότερα πέρασε στα χέρια του Ν. Χρυσού).
Ένα λάθος που ακόμη μου στοιχίζει.
Από την ηλικία των 12 και μετά τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα αφού είχα ξεκινήσει να σημειώνω τους τίτλους που διάβαζα σε έναν κατάλογο που αργότερα τον ονόμασα "Ψυχής Ιατρείον", συνήθεια που δυστυχώς σταμάτησα 10 χρόνια μετά.
Στην ηλικία εκείνη, λοιπόν, ήρθε στα χέρια μου το Ένα παιδί μετράει τ' άστρα σε δερματόδετη μπορντό έκδοση (δεν μπορώ να φατναστώ βιβλιοθήκη που να μην περιλαμβάνει δερματόδοτες εκδόσεις είναι σαν να πηγαίνει κάτι στραβά). Ο Μέλιος και η Αγράμπελη συντρόφευαν τις ώρες μου και σιγά σιγά απέκτησα όλα τα βιβλία του Λουντέμη, βιβλία που φυλάω σαν θησαυρό. Ένα από αυτά ήταν το πρώτο βιβλίο δώρο από αγαπημένο πρόσωπο με χειρόγραφη αφιέρωση. Ακόμη διάβασα Π. Δέλτα, Κ. Σίνου, Ε. Μπροντέ κι ένα ακόμη αγαπημένο βιβλίο την Ελεωνόρα του Σωτήρη Πανταζή σε δερματόδετη έκδοση, το μόνο βιβλίο μέχρι σήμερα που έχω διαβάσει τρεις φορές.
Στα 13 μου ο κατάλογος μεγαλώνει αρκετά και περιλαμβάνει από κοινού παιδικά βιβλία με βιβλία που σε καμία περίπτωση δεν θεωρούνται παιδικά: Ζ. Σαρή, Ε. Αλεξίου,  Α. Παπαδιαμάντη, Λ. Ζωγράφου, Β. Ουγκώ, Τζ. Στάιμπεκ, Ο. Φαλλάτσι, Ε. Φρομ (Η τέχνη της αγάπης, έχω σημειώσει ότι το άφησα στη μέση και θυμάμαι καλά ότι δεν είχα καταλάβει τίποτα).
Είχα ήδη γίνει πια ένας συστηματικός αναγνώστης κι ας διάβαζα μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες, προλάβαινα και διάβαζα πάνω από 30 βιβλία.
Οι κατάλογοι των επόμενων ετών δεν περιλαμβάνουν καθόλου πια παιδικά βιβλία.

Οι καλύτερες στιγμές της παιδικής ηλικίας είναι σίγουρα τα παιδικά βιβλία που αναμφισβήτητα μελλοντικά γίνονται σπάνιες και δυσεύρετες εκδόσεις.
Μια επίσκεψη στη συλλογή του ΕΛΙΑ, γεμάτη βιβλία και παιχνίδια, θα θυμίσει σε όλους τα χρόνια εκείνα τα παλιά.

Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2009

Κάθε φορά διαφορετικά

Τα στενά της γειτονιάς τα έχω χιλιοπερπατήσει σε διάφορες ηλικίες, με διάφορους ανθρώπους, για διάφορους λόγους. Μα κάθε φορά η βόλτα γίνεται διαφορετική γιατί συνοδεύεται από μια διαφορετική σκέψη, κουβέντα, ανακάλυψη. Φταίει βέβαια ότι τα στενά της Νεάπολης είναι από τα αγαπημένα κομμάτια της Αθήνας. Τα στενά που ποτέ δεν έχω καταλάβει πότε παύουν να είναι Νεάπολη και γίνονται Εξάρχεια ή κάτι άλλο.
Διαφορετική ανακάλυψη, συνεχώς έρχονται στους δρόμους νέα στέκια για καφέ και κουβέντα. Μαγαζάκια που έχουν δημιουργηθεί για να είναι απλά με φαντασία και όρεξη, όπως απλοί είναι οι άνθρωποι που επιλέγουν να καθίσουν στις ξύλινες καρέκλες γύρω από τα μεταλλικά τραπέζια. Τόσο απλοί, που νομίζεις ότι κρατούν ένα σπάγκο και από την άλλη πλευρά βρίσκεται ένα αστέρι, το οποίο έχουν βαλθεί να κατεβάσουν στη γη. Κι αν πάνω στο τραπέζι βρίσκεται και ένα ξύλινο σκάκι τότε η ανακάλυψη δίνει περισσότερα χαμόγελα μιας που επέλεξα άλογα, πύργους και τρελούς να συνοδεύουν τα δικά μου όνειρα.
Και φυσικά χώροι που συγκεντρώνουν βιβλία. Γεμάτοι οι δρόμοι με τέτοιους χώρους είτε νέοι, που τώρα φτιάχνουν τη δική τους ιστορία, είτε παλιοί, που οι άνθρωποι που πέρασαν από μέσα σαν να έχουν αφήσει ένα κομμάτι τους να επιζεί στους τοίχους, στα έπιπλα, στα βιβλία.
Όπως το ιστορικό παλαιοβιβλιοπωλείο στην Ιπποκράτους, απέναντι από το Πολυχώρο του Μεταιχμίου με τα μπορντό κάγκελα. Μπαίνω μέσα και περιμένω να βρω το γεράκο εκείνο που μου έβρισκε τα βιβλία κάποτε. Αντί γι' αυτόν συναντώ το Νίκο που έχει άλλες ιστορίες να μου πει καθώς καπνίζει την πίπα του. Και η πιο πρόσφατη είναι η είδηση ότι ανοίγει νέο μαγαζί με βιβλία second hand στο Γκύζη.
Στα στενά που ξεκάθαρα δεν είναι Νεάπολη αλλά Γκύζη βρέθηκα να περπατώ, στον πολύβουο δρόμο γεμάτο αυτοκίνητα, λεωφορεία, ανθρώπους που στέκονται και χαζεύουν βιτρίνες στα πεζοδρόμια, τα οποία έχουν φτιαχτεί για να περπατάς μόνος και να μην στέκεσαι καθόλου, σαν ξαφνικά να απέκτησα ρόδες και να πρέπει μόνο να κυλώ. Βιτρίνες γυαλιστερές με ρούχα και πράγματα αλλά με βιβλία πουθενά. Στο Γκύζη δεν υπήρχε χώρος με βιβλία σχεδόν δεν το είχα προσέξει. Στρίβω στη Ραγκαβή και από βιτρίνα σε βιτρίνα ψάχνω βιβλία. Βιαστική σαν όλους γύρω σχεδόν το πέρασα αλλά με την άκρη του ματιού μου το ένιωσα, να μπω μέσα να σταματήσω να κυλώ, τουλάχιστον όχι με αυτόν τον τρόπο.
Εξεταστικά κοιτώντας τα ράφια να προσανατολιστώ στο νέο χώρο, να τον κάνω δικό μου, περπατώντας από ράχη σε ράχη, σκόνταψα στο μόνο βιβλίο της Μήτσορα που αναζητούσα μιας και ήταν το μόνο που δεν είχα βρει. Και να το τώρα εδώ στο νέο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς με second hand βιβλία, που άνοιξε για να μου δώσει το βιβλίο, που έψαχνα κοντά ένα χρόνο, στην πρώτη ξεχασμένη έκδοση του '82. Για τη γραφή της Μήτσορα έχω ξαναπεί, μα όσο και να λέω λίγο θα είναι. Διαβάζοντας τις λέξεις της είναι σαν να πιστεύω περισσότερο τα λόγια του ήρωα του Σάλιντζερ που παράθεσα μερικές αναρτήσεις πιο κάτω.
Άραγε αυτή τη σειρά να παίρνουν οι λέξεις όταν σκέφτεται και όταν μιλάει, αυτή;

"Πιο βαθιά μέσα στην γυαλάδα που σερβίρονται φιλιά με θρύμματα πράσινου πάγου πρέπει να προσέχω τα θύματα του πράσινου πάγου σερβίρουνε ζαλάδες. Θέλω να φύγω απ' αυτό το-κρεβάτι στ' όνομα-μου μέσα από μια σειρά γυαλάδες θέλω να εξαφανιστώ. Αυτή η κίνηση βιδώνει το κρεββάτι στα έγκατα της γης. Ξεκόλλα το από πάνω μου δεν είπα τίποτα δεν μπορείς να μ' απαλλάξεις απ' αυτό "το χέρι σου μ' εμπόδιζε να αναπνεύσω" ξέχασα να ανάψω το θερμοσίφωνο δεν είπα τίποτα για το πάγωμα των αναπνευστικών μονοπατιών για τ' άγρια άλογα του Απαραίτητου Αέρα -χαίτες και αφροί πράσινοι. Η μυρωδιά της μέντας έκρυβε την απαίσια μυρωδιά του αιθέρα, δεν είπα τίποτα μόνο "το σώμα σου καίει" και εμένα με παγώνει κάποιος θάνατος."

Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2009

Παλαιοβιβλιοπωλείο της Ηφαίστου stop

palaiovivliopoleio
Το έγραψαν οι εφημερίδες ότι κλείνει το παλαιοβιβλιοπωλείο στο υπόγειο της οδού Ηφαίστου στο Μοναστηράκι. Πωλείται. Τα βιβλία, περιοδικά, λυτά φύλλα, παλιά και μεταχειρισμένα, έχουν ειδικές τιμές προκειμένου να ελαφρώσει ο χώρος, γιατί να αδειάσει εντελώς μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου, μάλλον αδύνατο, εκτός και αν γίνει γενικό πλιάτσικο.
Κυριακή μεσημεράκι, η ατμόσφαιρα διάφανη και ο κόσμος πυκνός στριμώχνεται με διάθεση χαλαρή. Στο παλαιοβιβλιοπωλείο παρατηρείται κίνηση, καμιά δεκαριά άνθρωποι με τα μάτια στραμμένα στα ράφια, με τα χέρια γεμάτα, αγκαλιές που όλο φορτώνονται. Κεφάλια γερτά να ξεψαχνίζουν τις ορατές πλάτες των βιβλίων. Και εκτός από το ψάξιμο, ερωτήματα, είναι αλήθεια; θα συμβεί; πότε; Όχι εντελώς φανερά, σαν ψίθυρος που διατρέχει την ατμόσφαιρα. Ποιο είναι το πραγματικό γιατί, τι υπάρχει από πίσω, είναι οικονομικό ή κάτι άλλο, τι άλλο δηλαδή, ποια είναι η ιστορία που κλείνει ένα τόσο παλιό παλαιοβιβλιοπωλείο, στέκι γνωστό για τα μαζέματά του.

Ο κύριος Σωτήρης πίσω από τον πάγκο και τα γυαλιά του βγάζει την ετυμηγορία της τιμής, κόβει τα βιβλία, κόβει και τον υποψήφιο αγοραστή, πόσο το λαχταρά, μέχρι πού θα πήγαινε για να αποκτήσει το ξεδιαλεγμένο μέσα από τους όγκους τρόπαιό του και αποφαίνεται. Η φάση του παζαρέματος είναι σχεδόν αυτονόητη, αν και ελαφρύ, άλλοτε σε παρακλητικό άλλοτε σε αδιάφορο άλλοτε αποφασιστικό, ανάλογα. Η στιγμή της πληρωμής, της πλαστικής σακούλας, της αναχώρησης.



Ένας χώρος ξέχειλος από χαρτί. Αντίτυπα με ράχες σπασμένες, άνισα ζυγισμένα το εξώφυλλο με το οπισθόφυλλο, τσαλακωμένα με σελίδες τσακισμένες, σκονισμένα, λεκιασμένα ή απλά βρώμικα, σημειωμένα, υγρασμένα με μια μυρωδιά που τρυπάει τον αέρα και επιτίθεται στα ρουθούνια, παρατεταγμένα σε πάγκους και ράφια, ντανιασμένα σε στήλες που συγκρατούν η μια την άλλη ξεκινώντας από το έδαφος, δεμένα και άδετα. Ράφια παντού μέχρι το ταβάνι, πάνω από δύο μέτρα μου φάνηκαν, σκάλες που κατηφορίζουν, σειρές τα αστυνομικά, τα Βίπερ, οι εκδόσεις του Γαλαξία, οι αισθηματικές Νόρες. Χωρισμένα κατά θέμα ελληνική και ξένη λογοτεχνία στο βάθος του πρώτου δωματίου, ιστορία και πολιτική δεξιά μπαίνοντας, λεξικά στο πέρασμα, το άλλο δωμάτιο με πιο ειδικά, νομικά, παιδικά, ιατρικά και βάλε. Εντελώς αδύνατον να τα δει κανείς όλα. Μακριά η αλυσίδα της διακίνησης και διάχυσης του βιβλίου, κρίκος της και τα παλαιοβιβλιοπωλεία, παράταση παρουσίας, ελπίδα του συλλέκτη, του φοιτητή, του κυνηγού της ευκαιρίας. Ένα κατάστημα ανακύκλωσης.

Όταν πρωτοτυπώνονται τα βιβλία και κάθονται στους πάγκους των βιβλιοπωλείων φρέσκα, λαμπερά, μελανομυριστά, είναι όλα ίδια. Σαν περάσει ο καιρός, αρχίζουν να σπανίζουν έως ότου να εξαφανιστούν από το πρόσωπο της αγοράς. Τότε αρχίζει η αναζήτηση ενός αντιτύπου που να έχει απομείνει ξεχασμένο, πουλημένο για δεύτερη φορά δεύτερο χέρι. Και το τότε μπορεί να μην απέχει και πολύ από την χρονολογία έκδοσης. Μπορεί να είναι πέντε δέκα χρόνια, και όχι πραγματικά παλιά, αιώνων, και τέτοια.

Πάει το παλαιοβιβλιοπωλείο της οδού Ηφαίστου, ο κύκλος του κλείνει αλλά ο κύκλος των βιβλίων του είναι δυνατόν να μην κλείσει αν βρουν καινούρια στέγη. Ας κάνουμε την βόλτα μας προς τα εκεί, κάτι θα βρούμε σίγουρα να τραβήξει την περιέργειά μας, το ενδιαφέρον μας, κάποια σκέψη ή ανάμνηση.

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2008

Κάπου στην Ιπποκράτους

Αναρωτιόμουν πώς θα ξεκινήσω, πάντα οι αρχές με δυσκολεύουν. Μήνες αναρωτιόμουν ποια θα είναι η αρχή αλλά δε θα το παραδεχτώ. Μέχρι που τα βήματα μου με οδήγησαν σε ένα γνώριμο μέρος, που όποτε μπαίνω ο χρόνος μάλλον σταματάει ή απλά ξεχνάω ότι κυλάει. Ένας χώρος γεμάτος βιβλία, ναι αλλά βιβλία διαφορετικά από αυτά που συνήθως βλέπω, εκείνα που πια έχω μάθει να αναγνωρίζω από τη ράχη τους.
Να λοιπόν ποια θα είναι η αρχή μου: η βόλτα μου, μια μέρα με ήλιο χωρίς δουλειά, στο παλαιοβιβλιοπωλείο εκείνο που ξέρω ότι θα με περιμένουν βιβλία κρατημένα για εμένα.
Χαρούμενη έκπληξη να ανοίγεις κούτες με βιβλία ξεχασμένα γεμάτα αναμνήσεις ανάμεσα στις σελίδες τους, σημάδια παλιών κατόχων, που ίσως τώρα πια να μη ζουν, βιβλία που φυλακίζουν αρώματα άλλων εποχών. Κοίτα ένα μπλοκ επιταγών του ’50, γέλια, να πας να εξαργυρώσεις μια τέτοια επιταγή να σε κοιτάνε όλοι και να σε θεωρούν τρελό, γιατί δεν είμαι;
Ναι όντως, αυτή η παραλαβή διαφέρει. Ναι όντως ζηλεύω γιατί τα ράφια τα καινούρια είναι γεμάτα γυαλιστερά εξώφυλλα χωρίς σκόνη.
Ανοίγεις ένα άλλο και η πρώτη σελίδα είναι γραμμένη με χοντρά άγρια γράμματα. Μπλε λέξεις χαραγμένες για πάντα στη σελίδα που θα έπρεπε να είναι άσπρη. Και από κάτω ένα όνομα που τυχαίνει να είναι και στο εξώφυλλο, για φαντάσου.
Ράφια γεμάτα με βιβλία που όλοι νομίζουν πεθαμένα και αναζητούν ματαίως σε συστήματα και Διαδίκτυο. Μα ποιος τους είπε ότι πεθαίνουν τα βιβλία;
Περνούσε η ώρα χωρίς να τη σκέφτομαι και οι άνθρωποι μπαινόβγαιναν, δια μαγείας δεν ήταν βιαστικοί, όπως κι εγώ, ήθελαν κουβέντα και ο παλαιοβιβλιοπώλης ήταν πρόθυμος. Δε μιλούσα, μόνο άκουγα και χάζευα τις ράχες, κολλούσα σε κάτι, το βιβλίο αυτό της Μήτσορα είναι εξαντλημένο από τις εκδόσεις Οδυσσέας, για δες, δεν είναι ανάγκη να περιμένω πότε θα επανεκδοθεί από τον Πατάκη, και επανερχόμουν στην κουβέντα που τώρα είχε περάσει στο σινεμά.
Κάπου στην Ιπποκράτους σε ένα μικρό μέρος γεμάτο με παλιά βιβλία, κουβέντες και ζεστούς ανθρώπους ένιωσα ξαφνικά ευτυχία, όπως κάθε φορά εκεί μέσα.
Και να ’μαι τώρα να κρατάω τη σακούλα με τα έξι καινούρια βιβλία μου, που περίμενα να ανοίξω όταν θα έγραφα αυτές τις γραμμές. Έξι καινούρια βιβλία που κάθε φορά που θα τα κοιτώ θα θυμάμαι τη μέρα εκείνη, τις κουβέντες που άκουσα, τις λέξεις που μου διάβασαν χωρίς ακόμα να έχουν εκδοθεί.