Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βιογραφίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα βιογραφίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 18 Ιουνίου 2017

Αγάπη για το βιβλίο, ενός εκδότη


"Οι ουμανιστικές σπουδές βοηθούν τον άνθρωπο να καταλάβει τον άνθρωπο. Δεν απομακρύνθηκα ούτε στιγμή από αυτή την αλήθεια. Δεν υποτιμούμε τις άλλες σπουδές, όμως με το κομπιούτερ μόνο δεν μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος. Αν δεν διαβάσει το βιβλίο και δεν εθιστεί στη γνώση και την περιέργεια, πώς θα νιώσει τον διπλανό του και τον κόσμο γύρω του;
Στο βιβλίο είμαι 60 χρόνια, εξακολουθώ να το αγαπώ, όπως και τη δουλειά που κάνω, διότι αυτό μου δίνει ζωή.
Από το 1952 ξεκίνησα να εργάζομαι για το βιβλίο. Το 1960 έκανα νέα αρχή με δικό μου παλαιοβιβλιοπωλείο στην οδό Ιπποκράτους 23, σε 10 τ.μ. και έκανα τα πάντα μόνος μου. Το 1978 μετακόμισα απέναντι, στην Ιπποκράτους 8 όπου και βρίσκομαι σήμερα. Πιστεύονται βαθιά στον παιδευτικό λόγο, ταυτίζω το βιβλίο με τη ζωή και την ύπαρξη του ανθρώπου. Ακονίζει το νου, βαθαίνει τον συναισθηματικό κόσμο, καλλιεργεί τη γλώσσα, ξυπνάει τη συνείδηση, προωθεί την αυτογνωσία, ενισχύει την πίστη στις μεγάλες ανθρώπινες αξίες που καταξιώνουν και ομορφαίνουν τη ζωή. Συμβάλλει αποφασιστικά στη διαμόρφωση συνειδητών και υπεύθυνων πολιτών. Επιμένω ότι, αν έχουμε να προσφέρουμε κάτι στους νέους, αυτό είναι η δυνατότητα να αγαπήσουν το βιβλίο. 
Έχοντας τόσα χρόνια εκδοτικής διαδρομής αλλά και συνδικαλιστικής δράσης αναγνωρίζω πλέον ότι οι εκθέσεις βιβλίων έχουν καταντήσει κοσμικά γεγονότα, δεν προβάλλουν τη βιβλιοφιλία. Αν κάπου πρέπει να προβληθεί το βιβλίο είναι μέσα στο σχολείο. Να γίνει αναπόσπαστο μέρος της σχολικής ζωής του παιδιού από την πρώτη τάξη του δημοτικού ως το τελευταίο έτος του Πανεπιστημίου. Εκεί πρέπει να πάνε οι συγγραφείς και οι εκδότες, στις τάξεις και στα αμφιθέατρα. Παράλληλα, θεωρώ ότι πρέπει να δίνονται κίνητρα στους νέους. Να δίνουμε τη δυνατότητα οι εκδότες, σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας, σε μαθητές και φοιτητές να αγοράζουν με έκπτωση λογοτεχνικά και ιστορικά βιβλία. Τα παιδιά πρέπει να μπουν στα βιβλιοπωλεία. Πρέπει να στήσουμε συγκροτημένες και επαρκείς βιβλιοθήκες στο σχολείο, στις γειτονιές στους δήμους. Ωστόσο, γνωρίζω καλά πως πάνω απ' όλα απαιτείται πολιτική βούληση και ένα αξιόπιστο εκπαιδευτικό σύστημα. Αναγνωρίζω όμως ότι στον εκδοτικό τομέα έχουν γίνει σημαντικά βήματα. Ευτυχώς σήμερα είναι αρκετοί εκδότες, μικροί και μεγάλοι, που εκδίδουν ποιοτικό βιβλίο. Ακόμα σημαντικότερο είναι ότι υπάρχει και παιδικό βιβλίο ποιότητας. Κι αν κάτι έχω να συμβουλεύσω έναν νέο εκδότη, δεν είναι άλλο από το να βγάζει καλά βιβλία και να μην περιμένει να γίνει αμέσως πλούσιος. Η ποιότητα σε καθιερώνει. Γιατί ο αναγνώστης που θα πάρει ένα βιβλίο στα χέρια του και θα το καμαρώσει, ποτέ δεν θα το πετάξει, δεν θα το εγκαταλείψει ούτε το βιβλίο, ούτε τον εκδότη του."

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2016

Για την Γεωργία Σάνδη


Γεωργία Σάνδη (1804-1876), ένας ιδιαίτερος, μορφωμένος, ανοιχτόμυαλος, φιλελεύθερος άνθρωπος που έζησε σε μια εποχή που δεν ήταν κατάλληλη για εκείνη. Όμως δεν ανέχθηκε την οπισθοδρομική κοινωνία στην οποία ζούσε, αντέδρασε, προσπάθησε να την αλλάξει. Το μεγαλύτερο λάθος της: ήταν γυναίκα μορφωμένη, γυναίκα σκεπτόμενη. Καμιά φορά τυχαίνει να ξέρουμε τόσα πολλά για τη ζωή ενός συγγραφέα κι όμως να μην έχουμε διαβάσει τίποτα δικό του. Αυτό να σημαίνει άραγε ότι η προσωπικότητα ενός λογοτέχνη υπερίσχυσε του έργου του; Το μόνο σίγουρο είναι ότι η προσωπικότητά της και η ιδιοσυγκρασία της είναι αυτά που έμειναν στην ιστορία, ο τρόπος που ντυνόταν, που φερόταν, ο χωρισμός από τον πρώτο άντρα της και οι μετέπειτα συχνές εναλλαγές ερωτικών συντρόφων. Η ιδιαίτερη σχέση της με τον Σοπέν που έχει αναφερθεί σε προηγούμενη ανάρτηση, έχει απασχολήσει και τον κινηματογράφο μέσω της ταινίας Impromptu. Έζησε ως καλλιτέχνης και συναναστράφηκε με τους πιο γνωστούς καλλιτέχνες της εποχής της, οι οποία την σέβονταν και αναγνώριζαν την αξίας της.

Επιτέλους έφτασε η στιγμή να διαβάσω μερικές λέξεις της.
Τυχαία συναντήθηκα με μία προσφορά του τίτλου "Ημερολόγιο της καρδιάς", από την οποία δεν μπορούσα να μην επωφεληθώ. Όπως φανερώνει και ο τίτλος του βιβλίου, περιέχει αποσπάσματα από τα ημερολόγια της, καθώς και επιστολές που αντάλλασσε με τον Γκυστάβ Φλωμπέρ αποδεικνύοντας την φιλία και τον αλληλοσεβασμό που έτρεφαν. Την έκδοση του ημερολογίου προλογίζει η εγγονή της Ορόρ Σάνδη που προφανώς είχε και την ευθύνη της έκδοσης των προσωπικών σκέψεων της γιαγιάς της. Πρόκειται για διάσπαρτες σημειώσεις που κρατούσε η Σάνδη, οι οποίες εκτείνονται μεταξύ των ετών 1833-1840 αλλά και τα έτη 1852 και 1868. Είναι η εποχή που είναι 30 ετών, έχει αποκτήσει φήμη, έχει φέρει στον κόσμο δύο παιδιά και ο αποτυχημένος γάμος της λήγει οριστικά μέσω διαζυγίου. Είναι πια ελεύθερη να ζήσει και να ερωτεύεται. Για έρωτα και αγάπη μιλούν οι περισσότερες προσωπικές της σημειώσεις. Αρχικώς, ερωτεύεται τον 24χρονο Μισέ και φεύγουν για τη Βενετία, εκεί αρρωσταίνει και ερωτεύεται τον γιατρό της, αλλά μετά επανασυνδέεται με τον πρώην της, ο οποίος όμως είναι ψυχρός απέναντί της κι εκείνη μετανιώνει και το μόνο που την κρατά για να μην αυτοκτονήσει είναι τα παιδιά της... Οι τόσες εναλλαγές ερωτικών συντρόφων και ο τόσος έρωτας με κάνουν να πλήττω αφόρητα αλλά δεν μπορώ παρά να παραδεχτώ τη συγγραφική της δεξιοτεχνία, τον λυρισμό και την απαράμιλλη χάρη. Εξάλλου πρόκειται για προσωπικές σκέψεις που ενδεχομένως να μην ήθελε να εκδοθούν.

Αν δεν δώσουμε σημασία στους έρωτές της (εξάλλου και το ότι είναι ελεύθερη να ερωτεύεται ήταν, για την εποχή εκείνη, ένας τρόπος ανεξαρτησίας και αντίδρασης σε μια καταπιεστική κοινωνία που η γυναίκα προορίζεται να είναι η μητέρα των παιδιών της και η σύζυγος του πατέρα των παιδιών της) παρακολουθούμε μέσω των σκέψεων της ένα κομμάτι της καθημερινότητάς της και του ιδιαίτερου κύκλου της. Αγαπά τη μουσική και μιλά συχνά για αυτήν, εξάλλου συνδέεται με στενή φιλία (και όχι μόνο) με τον Λιστ που αργότερα της γνωρίζει τον Σοπέν. Ακούει τον καλό της φίλο να παίζει πιάνο και μέσω των σκέψεων της φανταζόμαστε ότι στο δίπλα δωμάτιο βρίσκεται ο Λιστ και δημιουργεί μουσική.
Και φυσικά βρίσκονται αναφορές για τη θέση της γυναίκας:

"Είναι κάτι καθαγιασμένο, ένας νόμος της φύσης, όχι η αγάπη της αδυναμίας για τη δύναμη αλλά η αγάπη της δύναμης για την αδυναμία. Γι' αυτό, το ανθρώπινο θηλυκό αγαπάει τα μικρά του, γι' αυτό θα έπρεπε κι ο άντρας να αγαπάει τη γυναίκα. Σκέφτηκε όμως να καθαγιάσει με νόμους δουλείας την αναπόφευκτη εξάρτησή της κι έτσι, αντίο γλυκύτητα κι ελευθερία του έρωτα. Ποια γυναίκα θα αποζητούσε την πνευματική ζωή, αν της πρόσφεραν τη ζωή της καρδιάς; Είναι τόσο γλυκό να σ' αγαπούν! Ωστόσο, τις κακομεταχειρίζονται, τις χαρακτηρίζουν ηλίθιες ή τις εγκαταλείπουν, περιφρονούν την αμάθειά τους, ειρωνεύονται τη γνώση τους. Στον έρωτα τους συμπεριφέρονται όπως σε πόρνες, στη συζυγική φιλία όπως σε υπηρέτριες. Δεν τις αγαπούν, τις χρησιμοποιούν, και τις εκμεταλλεύονται κι ελπίζουν να τις υποτάξουν με το νόμο της αφοσίωσης".  

Αυτή ήταν η Γεωργία Σάνδη, μια γυναίκα που μιλούσε για την αγάπη και τον ερώτα, ενώ φορούσε παντελόνια και εισέβαλε σε χώρους που ανήκαν κατηγορηματικά σε άντρες, ενώ παράλληλα πρόδιδε τον έρωτα πριν προλάβει να την προδώσει εκείνος πρώτος.

Όμορφη συνάντηση ελπίζω να ξανασυμβεί στο μέλλον. Πάντα με μαγεύουν οι συγγραφείς του 19ου αιώνα, ίσως γιατί αυτή η εποχή είναι μακριά αλλά παράλληλα πολύ κοντά μας.

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα

Αυτό το βιβλίο συγκεντρώνει όλα όσα θα ήθελα να περιέχει ένα βιβλίο: μύθο, ιστορία, αληθινά γεγονότα, ταξίδι. Παρέμενε χρόνια τώρα στη λίστα με τα βιβλία που θα ήθελα να διαβάσω μέχρι που το εντόπισα σε μια ιδιαιτέρως χαμηλή τιμή στους πάγκους του περιπτέρου που βρίσκεται Ακαδημίας και Ασκληπίου και που εξελίσσεται σιγά σιγά σε ένα μοναδικό βιβλιοπωλείο με βιβλία δεύτερο χέρι.
Πρόκειται για την ιστορία της ζωής του όχι γνωστού Γιάνκου Δανιηλόπολου, ο οποίος γεννήθηκε το 1899 σε ένα χωριό της Ανατολικής Θράκης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, το Βασιλικό. Το μεγάλο ταξίδι της ζωής του ξεκινά το 1910 όταν αφήνει τον τόπο που γεννήθηκε για να μάθει γράμματα στη Μεγάλη του Γένους Σχολή της Κωνσταντινούπολης. Τα σχολικά του χρόνια τα αφηγείται με μια αίσθηση νοσταλγίας, ενώ οι αναμνήσεις του από καθηγητές και τάξεις περιγράφονται τόσα ζωντανά που τολμώ να πω ότι είναι ό,τι πιο όμορφο έχω διαβάσει. Ο τρόπος που εκείνοι οι εκπαιδευτικοί εκείνα τα χρόνια δίδασκαν την ελληνική ιστορία σε ένα μέρος που δεν ήταν Ελλάδα εν μέσω των Βαλκανικών Πολέμων ξεχωρίζει στη σκέψη αυτού του πολυταξιδεμένου ανθρώπου.
Μετά το τέλος των πολέμων, το χωριό του ανήκει πια στη Βουλγαρία, τα σύνορα άλλαξαν και η νέα πρωτεύουσα απείχε πολλά χιλιόμετρα χωρίς δρόμους επικοινωνίας. Οι πόλεμοι των ανθρώπων όμως δεν τελειώνουν έτσι απλά και ο Γιάνκος Δανιηλόπουλος θα αναγκαστεί να γίνει επτά φορές πρόσφυγας, να ταξιδέψει πολύ, να αλλάξει αναρίθμητα επαγγέλματα, να χάσει πολλές φορές την περιουσία του και οτιδήποτε με κόπους είχε κτίσει αυτός και η οικογένειά του.
Με δύναμη, πείσμα και ευφυΐα και καθόλου μιζέρια και γκρίνια θα ξαναρχίσει πάλι από την αρχή τη ζωή του πολλές φορές ώσπου να καταλήξει το 1950 να αφήσει για πάντα τη Μαύρη Θάλασσα και το εμπόριο και να εγκατασταθεί στο ρουμανοπροσφυγικό καταυλισμό του Λαυρίου και να ασχοληθεί για πρώτη φορά με αγροτικές δουλειές.
Μέσα από την αφήγηση των ταξιδιών της ζωής του ζωντανεύει ένα κομμάτι ιστορίας του παρευξείνιου ελληνισμού που εμπλουτίστηκε με ιστορικό και φωτογραφικό υλικό από την εξαιρετική Μαριάννα Κορομηλά. Ο μοναδικός αυτός συνδυασμός εξιστόρησης βιωμάτων και προσθηκών υπό το πρίσμα ενός ιστορικού, δίνουν έναν εντυπωσιακό αποτέλεσμα που σε κανένα βιβλίο Ιστορίας δεν μπορεί να βρεθεί.
Ως αναγνώστρια αισθάνομαι ευγνώμων για την έκδοση αυτού του βιβλίου.
Κλείνοντας το βιβλίο μένω εντυπωσιασμένη από τη ζωή ενός ανθρώπου, ο οποίος αψηφώντας διωγμούς και ξεριζωμούς κατάφερε να παραμείνει ευτυχισμένος και να ζήσει μια πλούσια ζωή κοντά σε ανθρώπους αγαπημένους.

Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2013

Πιο βιβλιοβιβλίο δεν γίνεται


Ένα βιβλίο γεμάτο ιστορίες και αναμνήσεις δοσμένες με διάθεση νοσταλγική συνάμα και πραγματιστική. Ιστορίες που πορεύονται πάνω στην πρόσφατη ιστορία μας, στην εμπλοκή των ανθρώπων με τα γεγονότα και τ’ αντίστροφο, την καταλυτική επίδραση των γεγονότων στις ζωές των ανθρώπων. Ένα βιβλίο που μιλάει συνέχεια για βιβλία, εκείνα του σχολείου, εκείνα που κυκλοφορούσαν στο σπίτι, στο οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον, τα κοινώς αποδεκτά και γνώριμα, εκείνα που επιτρεπόταν να διαβαστούν, τα απαγορευμένα, εκείνα που δεν είχαν ακόμα ακουμπήσει το χαρτί και βρίσκονταν στην διαδικασία του γραψίματος, άλλα κείμενα που ήταν γραμμένα αλλά χρειάζονταν σκηνοθεσία και ερμηνεία θεατρική. Κείμενα και λόγος παντού, το προδίδει κιόλας ο τίτλος του που παραπέμπει ακριβώς στο εργαλείο γραφής Μολύβι φάμπερ νούμερο δύο. Της Άλκης Ζέη, από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, φετινό του Σεπτεμβρίου, το συναντώ στις λίστες των ευπώλητων, όχι πολύ ψηλά μα υπάρχει. Ελπίζω να παραμείνει και να ανέβει. Και εκτός του ότι όλη η αφήγηση κατέχεται από τον πολιτισμό του βιβλίου, αναφέρεται και πιο συγκεκριμένα σε ανθρώπους των εκδόσεων. Στις εκδόσεις Ίκαρος και στις εκδόσεις Κέδρος πιο συγκεκριμένα. Προσπάθειες και οι δυο που έφεραν νέα δεδομένα, που έκαναν την διαφορά με το ύφος, τον χαρακτήρα και τις επιλογές τους. Ζωές και άνθρωποι που ονειρεύονταν έναν καλύτερο κόσμο και όχι μόνο τον ονειρεύονταν, πίστευαν ότι ήταν εφικτό αν… Αξίζει να κυνηγάμε εκείνα τα αν, τις προϋποθέσεις που μπορούν συλλογικά να φέρουν, να φτιάξουν καλύτερες συνθήκες. Αυτά κρατώ γιατί αυτά ακριβώς χρειάζομαι σε τούτη την εποχή.

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

Ένας Χαλεπάς σε καιρούς χαλεπούς!


Ο Μαραμπού διάβασε τη βιογραφία του Γιαννούλη Χαλεπά και μας έστειλε εντυπώσεις, αλλά αυτή τη φορά το θεώρησα μεγάλη σύμπτωση καθώς από καιρό είχα σκοπό να δω την θεατρική παράσταση «Γιαννούλης Χαλεπάς: η κοιμωμένη μου». Έτσι αποφάσισα να «πειράξω» την ανάρτηση του Μαραμπού τοποθετώντας πρόσθετες πληροφορίες σε παρενθέσεις, τις οποίες αποκόμισα από την θεατρική απόδοση της ζωής του.


Ο Γιαννούλης Χαλεπάς διέθετε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που αποδίδονται στους τραγικούς ήρωες της αρχαιότητας (συνεπώς μια παράσταση για τη ζωή του θυμίζει πολύ αρχαίο δράμα). Το πιο γνωστό και διαδεδομένο του έργο είναι η Κοιμωμένη, το επιτύμβιο άγαλμα στο τάφο της Σοφίας Αφεντάκη στο Ά Νεκροταφείο Αθηνών,  κυρίως γιατί αυτό το έργο σηματοδότησε την έναρξη του εγκλεισμού του στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας και στιγμάτισε τον ίδιο ως έναν τρελό και ανισόρροπο άνθρωπο (στο έργο αναφέρεται ότι ο Χαλεπάς είχε γνωρίσει τυχαία την Αφεντάκη που η μορφή της τον μάγεψε. Σμιλεύοντας το επιτύμβιο άγαλμά της ερωτεύτηκε μέσα από την τέχνη του την αγαλματένια φιγούρα της νεκρής).
Ο Χαλεπάς γεννήθηκε το 1851 στον Πύργο της Τήνου, ένα μικρό χωριό που επιβιώνει από την κατεργασία του μαρμάρου και την πώλησή του σε γειτονικές ή περισσότερο μακρινές αγορές. Ο μικρός Χαλεπάς εντυπωσιάζεται από το μάρμαρο και επιδίδεται στην σμίλευσή του, φτιάχνοντας μικρά αριστουργήματα τα οποία έλκουν συχνά τις σκωπτικές παρατηρήσεις και τις επιπλήξεις των οικείων του. Η τέχνη του πατέρα του και των περισσοτέρων συγχωριανών του σημαίνει αδιάκοπο και σκληρό κάματο – «γι' αυτούς η “άλλη τέχνη” δεν υπήρχε παρά μόνο ως πολυτέλεια, ιδιοτροπία ή και τρέλα· το ίδιο έκανε» (ο πατέρας του Ιωάννης είχε μεγάλη επιχείρηση μαραμαρογλυπτικής η οποία τον ανάγκαζε να απουσιάζει εκτός Ελλάδος αφήνοντας την οικογένεια στα χέρια της μάνας).
Ο γλύπτης αρνείται την καριέρα του εμποράκου (που το επέβαλε η οικογένειά του) και καταφέρνει να γραφτεί στο Σχολείο των Τεχνών στην Αθήνα όπου μετακομίζει με την οικογένειά του (στη θεατρική παράσταση η οικογένεια παραμένει στην Τήνο γεγονός που φέρει αντιδράσεις από τη μητέρα που θεωρεί ότι η τέχνη απομακρύνει από εκείνη το γιο της) και αργότερα με την βοήθεια υποτροφίας από το Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας της Τήνου, εγγράφεται στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου. Εκεί διαπρέπει γρήγορα, απαλλαγμένος από την ασφυκτική μέγγενη της μικρής κοινωνίας του και της δύσκαμπτης κριτικής του εγχώριου καλλιτεχνικού κόσμου (το γλυπτό του «Το παραμύθι της πεντάμορφης» αποσπά το πρώτο βραβείο γλυπτικής της Ακαδημίας του Μονάχου).
Ένας καινούριος κόσμος χτίζεται γύρω του, ο οποίος όμως, δύο χρόνια αργότερα, γκρεμίζεται με πάταγο, όταν η διακοπή της υποτροφίας του τον αναγκάζει να γυρίσει στην Αθήνα. Όπως επισημαίνει με έμφαση η συγγραφέας του δοκιμίου, Λήδα Καζαντζάκη, «υποθέτουμε πως ο άλλος καλλιτέχνης, που πήρε τη θέση του Χαλεπά, διέθετε τα προσόντα που απαιτούνται σ' αυτές τις περιπτώσεις... Αυτά δεν αντισταθμίζονται ούτε με βραβεία ούτε με επαίνους ξένων καθηγητών, όσο φημισμένοι κι αν είναι. Έτσι λειτουργούσαν τα πράγματα τότε, έτσι λειτουργούν ακόμα και τώρα. Σ' αυτό δεν έχουν αλλάξει πολλά».
Οι προσπάθειες να ανεξαρτητοποιηθεί και να αναγνωριστεί καλλιτεχνικά αποτυγχάνουν. Μόνο μερικές παραγγελίες ιδιωτών δίνουν διέξοδο στην έκφραση. Δουλεύει 20 ώρες την ημέρα στο υπόγειο του σπιτιού των γονιών του. Η φυγή μέσω της τέχνης. Η μητέρα θεωρεί υπερβολικό να δουλεύει τόσο πολύ, εξωφρενικό, ένα είδος τρέλας. Ο γλύπτης καταβυθίζεται στην κατάθλιψη, αποπειράται να αυτοκτονήσει, δουλεύει εξαντλητικά· γόνιμο έδαφος για να καλλιεργηθεί από τους οικείους του και τους γνωστούς, η εικόνα του παρανοϊκού, του ψυχικά ασθενούς. Επιστρέφει στην Τήνο και τίθεται υπό την γονεϊκή κηδεμονία. Το 1888 ο πατέρας του αποφασίζει τον εγκλεισμό του στο ψυχιατρείο Κέρκυρας.

«Ορκιζόμεθα ότι ο Γιαννούλης Χαλεπάς έπαθεν τας φρένας, το πρώτον, κατά το 1879 έτος. Τα πρώτα της φρενοπαθείας συμπτώματα ήταν γέλως άνευ λόγου, φόβοι, ενίοτε περί της ζωής του, ενίοτε επετίθετο κατά του πατρός του και των οικείων του. Ακολούθως απεπειράθη πολλάκις ν' αυτοχειριασθεί. Εγένετο χρήσις της οικείας θεραπείας άνευ αποτελέσματος. Προϊόντος μάλιστα του χρόνου, έβαινε και βαίνει επί τα χείρω. Ώστε ήδη καθίσταται επικίνδυνος, διότι όχι μόνον κατά των γονέων και οικείων επιτίθεται, αλλά και κατά του τυχόντος: ώστε ο πατήρ του είναι αναγκασμένος να τον έχει αδιαλείπτως υπό φρουράν. Λάβοντες υπ' όψιν, τα ανωτέρω βεβαιούμεν ότι είναι απολύτος ανάγκη η εισαγωγή τούτου εν τίνι φρενοκομείω προς αποφυγήν απευκταίου».

(Κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του στο ψυχιατρείο του απαγόρευαν να σχεδιάζει και να πλάθει και του κατέστρεφαν οτιδήποτε δημιουργούσε, γεγονός που επιβάρυνε την ψυχική κατάσταση του καλλιτέχνη που η μόνη διέξοδός του ήταν η τέχνη του.)         
Με τον θάνατο του πατέρα του το 1902, ύστερα από 14 χρόνια εγκλεισμού, εγκαταλείπει το ψυχιατρείο Κέρκυρας για το πιο οικείο ψυχιατρείο του πατρικού σπιτιού του με δεσμοφύλακα την μητέρα του (η καταπίεση της μητέρας ήταν χειρότερη από αυτή που είχε να αντιμετωπίσει στο ψυχιατρείο). (Το 1916 πεθαίνει η μητέρα του και ο καλλιτέχνης ζει απομονωμένος στην Τήνο εντελώς ξεκομμένος από την τέχνη του, βόσκει πρόβατα και αντιμετωπίζεται ως ο τρελός του χωριού. Χωρίς να διαθέτει τα εργαλεία που χρειάζονταν για να συνεχίσει την τέχνη του αρχίζει ξανά να ασχολείται με τη γλυπτική. Το έργο του γίνεται γνωστό στην Αθήνα και αρκετές προσωπικότητες της εποχής τον επισκέπτονται στην απομόνωσή του. Το 1930 μετά από πιέσεις της ανιψιάς του, Ειρήνη Χαλεπά, εγκαθίσταται στην Αθήνα όπου ζει τα τελευταία του οχτώ χρόνια).
 
Τα γλυπτά της (δημιουργικότερης μετά το θάνατο της μητέρας) περιόδου χάνουν την επιρροή του κλασικισμού που διακρίνουμε στην Κοιμωμένη του 1879 και γίνονται περισσότερο άγρια, εκφράσεις μιας έντονης προσωπικής αγωνίας,  μοντέρνα, σχεδόν κυβιστικά, ακολουθώντας το ευρωπαϊκό ρεύμα της εποχής. Χαρακτηριστικό δείγμα είναι ο καθιστός Οιδίποδας που ομοιάζει εκπληκτικά με τον Σκεπτόμενο άνθρωπο του Ροντέν.

info:

Λήδα Καζαντζάκη (2007). Γιαννούλης Χαλεπάς: Ο σμιλευτής της αγωνίας, εκδόσεις Ηλέκτρα, σ.72.

Γιαννούλης Χαλεπάς, η Κοιμωμένη μου
ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΕΠΟΧΕΣ Κυψέλης 15, Κυψέλη
Συγγραφέας: Γιώργος Χριστοδούλου
Σκηνοθέτης: Γιάννης Μόρτζος
Ηθοποιοί: Γιούλη Ζήκου, Πέτρος Αποστολόπουλος, Λήδα Κατσούδη
3 Οκτωβρίου μέχρι 22 Δεκεμβρίου
Πέμπτη – Παρασκευή – Σάββατο στις 21:30. Κυριακή στις 19:30
Εισιτήρια: Πέμπτη: 10 ευρώ, Παρασκευή και Σάββατο: 18 ευρώ, Κυριακή: 15 ευρώ. Φοιτητικό: 10 ευρώ, άνεργοι δωρεάν (υποχρεωτική αγορά ενός προγράμματος αξίας 5 ευρώ).

Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

Ένας αλλιώτικος θαμώνας βιβλιοθηκών:

Είναι βραδάκι, βάρδια στο γραφείο, λίγος κόσμος, ησυχία, το φως υποχωρεί στον ερχομό του σκοταδιού, όπως σε εκείνη την εικόνα μιας νεαρής γυναίκας με μακριά σκούρα ίσια μαλλιά που ανεμίζει ένα μαύρο πέπλο στο ουράνιο πέρασμά της. Μας σκεπάζει, μας αγκαλιάζει, κατά κάποιο τρόπο μας προστατεύει. Έτσι έρχεται η νύχτα, όχι γιατί αλλάζουν οι θέσεις των πλανητών και των δορυφόρων του ηλιακού μας συστήματος με την διαρκή σταθερή και αδιόρατη κίνηση που μας επιτρέπει να στεκόμαστε όρθιοι στην επιφάνεια της στρογγυλής γης. Καθόμαστε, «για πες τι νέα;». Τι νέα να ειπωθούν τώρα; Η γκρίνια και η μιζέρια εδώ και καιρό τώρα περισσεύουν. Έχουν καταντήσει μια αδιέξοδη επανάληψη που έχει χάσει και τον εκτονωτικό της χαρακτήρα. Τα προσωπικά είναι προσωπικά, έχουν την στιγμή τους. Η καθημερινότητα μοιρασμένη άρα ήδη γνωστή και σχολιασμένη. Τι νέα τώρα; Νέα είναι το βιβλίο που έχω μισοδιαβασμένο δεν ξέρω το τέλος, δεν έχω την ιστορία ολόκληρη. Μα δεν πειράζει, «πες». Είναι Η Οδύσσεια του πλαστογράφου Κωνσταντίνου Σιμωνίδη: η περιπετειώδης ιστορία του Έλληνα που ξεγέλασε την Ευρώπη και παράλληλα εφηύρε την Αρχαιότητα, του Rudiger Schaper, σε μετάφραση Νατάσας Σεχίδου (εκδόσεις Νεφέλη, Οκτώβριος 2012, 260 σ.). Ο Κωνσταντίνος Σιμωνίδης υπαρκτό πρόσωπο γεννημένο την δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα ή στην Σύμη ή στην Ύδρα, δεν είναι γνωστό με βεβαιότητα. Όπως πολλά δεν είναι γνωστά για αυτόν. Σαν το πέπλο της νύχτας να σκέπασε και τα δικά του περάσματα. Γεγονός που δίνει την ευκαιρία στον συγγραφέα να υποθέτει, να χρησιμοποιεί την φαντασία του προκειμένου να συμπληρώσει τα κενά που άφησε η προσεκτική και επίμονη έρευνά του.

Ένα βιβλιοβιβλίο με τα όλα του, μιλά για χειρόγραφα (δεν έχει σημασία αν είναι αυθεντικά εξάλλου το ζήτημα της αυθεντικότητας τοποθετείται σε άλλες διαστάσεις, την ιστορική και την φιλοσοφική), για βιβλιοθήκες (εδώ κυρίως μοναστηριακές, του Αγίου Όρους, της Μονής του Σινά) που κατείχαν και έσωσαν πολύτιμα τεκμήρια από τις οποίες κλέβονται, αρπάζονται, ή και αγοράζονται, δανείζονται. Αναφέρεται στην αναζήτηση των πηγών του παρελθόντος για να ανασυσταθεί με τους όρους της σύγχρονης επιστήμης, για το ενδιαφέρον περί τα φιλολογικά, περί τα θεολογικά. Εκεί στο Όρος η κρυψώνα είναι εντυπωσιακό θέαμα, κύλινδροι περγαμηνών, έγγραφα, σχέδια, κατάλογοι, μέσα σε καλάθια και τσουκάλια, φύρδην μίγδην στο χώμα, στοίβες, μούχλα. Βιβλιοθήκες που επιθυμούν να δημιουργήσουν πολύτιμες συλλογές, όπως του Βρετανικού Μουσείου (παράλληλα με την απόκτηση αρχαιοτήτων), της Οξφόρδης. Αναφέρεται σε βιβλιοσυλλέκτες που κατά κανόνα εντοπίζουν, συγκεντρώνουν, φυλούν αλλά δεν διαβάζουν απαραιτήτως «Έχουν βιβλία και τα βιβλία τους κατέχουν» (σ. 164-165). Η εκπαίδευση του Σιμωνίδη στα μοναστήρια στην αντιγραφή, την επεξεργασία των υλικών, τα κείμενα. Οι πλαστογραφίες του γίνονται αντικείμενο πολεμικής, δημιουργίας στρατοπέδων υποστηρικτών και πολεμίων. Ο Τύπος ασχολείται με το θέμα, η αντιπαράθεση γίνεται μέσα από τις στήλες των εφημερίδων που δημοσιεύουν επιστολές ειδικών, εμπειρογνωμόνων, σχόλια και θέσεις των εκδοτών. Ο Σιμωνίδης ηττάται κατά κράτος, στην Αθήνα, την Γερμανία, την Αγγλία, αποχωρεί από την σκηνή αφού έχει διαθέσει πολλά χειρόγραφα, αυθεντικά και πλαστά δικά του δημιουργήματα. Υπερασπιστής των έργων του διατύπωνε ότι αν το ζητούμενο ήταν η αλήθεια και μόνο η αλήθεια, δεν θα έπρεπε να τυπώνονται ούτε ο Όμηρος ούτε ο Ηρόδοτος, καθώς «ως γνωστόν περιέχουν πολλές αναλήθειες». Δήλωση αληθινή γιατί η πραγματικότητα και η αλήθεια κυκλοφορούν σφιχτά μαζί με άλλες ιδιότητες, όπως για παράδειγμα τις προσωπικές εντυπώσεις, τις ζωηρές αισθήσεις, τις αντιλήψεις και τις προϋπάρχουσες απόψεις, τα μυστήρια κίνητρα και ένα σωρό τέτοιας τάξης πράγματα που όλα μαζί φτιάχνουν πραγματικότητες, ανάλογα με την γωνία του φωτός που πέφτει πάνω τους. Όμως το αίτημα της υψηλής επιστημονικότητας και της σοβαρότητας ήταν πιεστικό τον 19ο αιώνα. Οι επιστήμες του ανθρώπου έπρεπε να αποκτήσουν εργαλεία, μεθόδους και κριτήρια αντίστοιχα των θετικών επιστημών. Η ιστορία του Σιμωνίδη είναι μια αφήγηση με πολλαπλές αναζητήσεις, της ζωής και διαδρομής του, της σκέψης του μέσα στην ρευστότητα της εποχής του, της διάκρισης μεταξύ σοβαρότητας και μη, της αλήθειας, της γνησιότητας, των παγωμένων ορίων μεταξύ του αληθούς και ψευδούς. «Από τη ζωή και το έργο του μαθαίνουμε πώς γίνεται η Ιστορία, επειδή η Ιστορία είναι πάντοτε κάτι κατασκευασμένο, ηθελημένο, καταπιεσμένο, υπερτονισμένο, κατευθυνόμενο. Υπάρχει πολλή αλήθεια στις πλαστογραφίες» (σ. 253), υποστηρίζει ο συγγραφέας που έχει καταγαπήσει τον Έλληνα πλαστογράφο.

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013

Ο άνθρωπος στον καθρέφτη του βιβλίου


"Η Εθνική Βιβλιοθήκη, που στεγαζόταν σε ένα κτίριο του 1901, αρχικά είχε σχεδιαστεί  για να στεγάσει την υπηρεσία του εθνικού λαχείου. Με μια επιβλητική πρόσοψη  σε ένα στενό δρόμο, δεν διέθετε κάτι που να τις προσδίδει ιδιαίτερο κύρος. Στο εσωτερικό, η μαρμάρινη σκάλα που ανέβαινε στριφογυριστή στα γραφεία του πρώτου ορόφου, κοσμούταν από τα γλυπτά σύμβολα της τύχης, που μαρτυρούν ακόμη τον λόγο της ύπαρξης του κτιρίου. Ανάμεσα όμως στις κολόνες του προθάλαμου υπήρχε ένα εντυπωσιακό αναγνωστήριο με έδρανα, ενώ οι ψηλοί τοίχοι ήταν γεμάτοι βιβλία, από πάνω μέχρι κάτω. Ανάμεσα στα ράφια ήταν σκαλισμένα τα ονόματα των μεγάλων συγγραφέων - του Δάντη, του Σαίξπηρ και του Καλδερόν.
Η πολλαπλή χρησιμότητα ενός πρώην βιβλιοθηκάριου, που απολύθηκε από μια κυβέρνηση και αποκαταστάθηκε από μια άλλη, ως υπεύθυνου τεράστιων αιθουσών που φτιάχτηκαν πρώτα για να στεγάσουν ένα λαχείο και κατόπιν μια βιβλιοθήκη, πρέπει να γοήτευε τον Μπόρχες. Ακόμη πιο εντυπωσιακό ήταν το γεγονός ότι ένας από τους προηγούμενους διευθυντές, ο Πωλ Γκρουσάκ, συγκαταλεγόταν ανάμεσα στους ήρωες του Μπόρχες και ήταν τυφλός. Η τυφλότητα και η Εθνική Βιβλιοθήκη φαίνεται να συμβαδίζουν στο Μπουένος Άιρες. Ο συγγραφέας Χοσέ Μάρμολ, διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης έως το 1871, είχε επίσης χάσει την όραση του.
Τη σύμπτωση χαιρέτισε ο Μπόρχες γράφοντας ένα ποιήμα, όταν πλέον είχε εδραιωθεί η θέση του στη βιβλιοθήκη και είχε συνειδητοποίησει ότι η αναπηρία του ήταν μόνιμη. Στο "Ποίημα των Δώρων" ευχαριστεί το Θεό,

που με εξαίσια ειρωνεία
μου χαρίζει ταυτόχρονα το σκοτάδι και τα βιβλία...
Είτε είμαι ο Γκρουσάκ είτε ο Μπόρχες, κοιτάζω
τούτο το αγαπημένο σύμπαν που παραμορφώνεται και σβήνει,
και γίνεται χλομό και ακαθόριστο γκρίζο
που μοιάζει με όνειρο και με τη λησμονιά.

Σε ένα ψηλό και απομονωμένο γραφείο του πρώτου ορόφου ο Μπόρχες έστησε τον θρόνο του."

Στο κτίριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Αργεντινής που έζησε και εργάστηκε ο Μπόρχες δημιούργησε το τελευταίο του έργο ο γάλλος καλλιτέχνης Christian Boltanski που εργάζεται εδώ και δύο χρόνια στο Μπουένος Άιρες, καλεσμένος της Diana Wechsler, έφορος του Museo de la Universidad Nacional de Tres de Febrero.
Το έργο ονομάζεται «Ιπτάμενα βιβλία — προς τιμήν του Χ.Λ. Μπόρχες».
Περίπου 600 βιβλία αιωρούνται στο αίθριο της πρώην Εθνικής Βιβλιοθήκης του Μπούενος Άιρες.
Το μαγικό αποτέλεσμα έρχεται σε ειρωνική αντίθεση με τα άδεια ράφια του κτιρίου που, ποιος ξέρει, μπορεί να στεγάσει την υπηρεσία του εθνικού λαχείου...



Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013

Γιούλα Ζουμπουλάκη

Χρησιμοποιώ αυτόν τον τίτλο γιατί σχεδόν σίγουρα αυτό θα ήθελε και ο συγγραφέας.

Το βιβλίο Η αδερφή μου του Σταύρου Ζουμπουλάκη το διάβασα για έναν και μόνο λόγο: όλοι όσοι το πήραν μου είπαν ότι έχουν διαβάσει καλές κριτικές.
Δεν είχε τύχη να διαβάσω κάποια, αλλά προτίμησα να δω τι έχει να μου πει το ίδιο.
Βιβλίο 69 σελίδων, σα να μη χρειάζονται πολλές σελίδες για να πεις κάτι τόσο μεγάλο.
Αυτοβιογραφικό κείμενο στη μνήμη της αδερφής του συγγραφέα, λύτρωση για τον ίδιο το συγγραφέα που εναποθέτει στο χαρτί σκέψεις και συναισθήματα χρόνων.
Το κύριο πρόσωπο της ιστορίας πάσχει από μία βαριάς μορφής επιληψία, γεγονός που η οικογένεια προσπαθεί να κρατά κρυφό από τον έξω κόσμο. "Δε μιλάμε, δε συζητάμε για όσα μας πονάνε" κίνηση που ο συγγραφέας τερματίζει δείχνοντας ότι ποτέ δεν κατάφερε να δεχτεί την αντίληψη της οικογένειάς του. Λύτρωση.
Λιτό και περιεκτικό ξεφεύγει από μια απλή αυτοβιογραφική εξομολόγηση και οδηγείται στο πλαίσιο του φιλοσοφικού στοχασμού απέναντι στα καίρια ζητήματα της ζωής την αρρώστια, τον πόνο, το θάνατο.
Ο πόνος του αδερφού που διστάζει να χαρεί τις χαρές της ζωής νιώθοντας ότι ένα μέλος της οικογένειας του, ένας άνθρωπος για τον οποίο τρέφει τα πιο τρυφερά συναισθήματα, υποφέρει και ζει καταδικασμένο από μια ανίατη αρρώστια.
Μέσα από τον πόνο, όμως, ο άνθρωπος καταφέρνει τελικά να αντιληφθεί το βαθύτερο νόημα της ζωής.
Το βλέμμα της Γιούλας στη φωτογραφία του εξωφύλλου συντροφεύει κάθε λέξη που περιέχει το μικρό αυτό βιβλίο. Παρόντα και τα διαβάσματα του συγγραφέα και η αγάπη του για τα βιβλία που τον συντρόφευαν όλα τα προηγούμενα χρόνια.

Μερικές από τις κριτικές που αναφέρουν όσοι το αγοράζουν συγκεντρώνονται εδώ.