Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αστυνομική λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αστυνομική λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017

Συναρπαστικά βιβλία για συναρπαστικές ημέρες


Τις ημέρες των εορτών καλό είναι να τις περνάμε με αγαπημένα πρόσωπα, καλύτερο όμως είναι να μας συντροφεύουν ωραία βιβλία, άριστο ο συνδυασμός αυτών των δύο (το καλό φαγητό και ο πολύς ύπνος εξυπακούονται). Φέτος τα Χριστούγεννα με βρήκαν να κρατώ στα χέρια μου ένα μυθιστόρημα αγωνίας, περισσότερο θρίλερ θα το χαρακτήριζα και όχι αστυνομικό καθώς ξεφεύγει από τις κλασικές υποθέσεις των αστυνομικών μυθιστορημάτων. Εξαρχής γνωρίζουμε το δολοφόνο, τους συνεργάτες, τα κίνητρα. Μένει να μάθουμε αν θα τη σκαπουλάρουν, αν η αστυνομία θα τους εντοπίσει και καθώς ούτε η αστυνομία τελικά εμπλέκεται πολύ στην υπόθεση, μένει να μάθουμε αν οι πρωταγωνιστές θα καταφέρουν να επιβιώσουν στον κόσμο που οδηγήθηκαν. Το Out της Νατσούο Κιρίνο από τις εκδόσεις Μεταίχμιο είναι σίγουρα ένα ξεχωριστό βιβλίο που δεν πρόκειται να απογοητεύσει όσους αγαπούν να διαβάζουν τέτοιου είδους λογοτεχνικά βιβλία.

Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2017

Περί τέχνης ο λόγος… λόγω τέχνης ή απλώς… Λογοτέχνης!

Τα καλά βιβλία είναι για να τα μοιραζόμαστε το ίδιο και ο ενθουσιασμός της ανάγνωσης. Μια φίλη αγαπημένη διάβασε δύο βιβλία που της έδωσε μια δική της φίλη αγαπημένη. Βιβλία που επί δύο χρόνια κρατούσε στα ράφια της. Αχ αυτή η παρεξηγημένη αστυνομική λογοτεχνία που πολλοί αρνούνται να πιστέψουν ότι κρύβει διαμαντάκια.

Γράφει η Μ. Ν.

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2017

Ένα πτώμα στη βιβλιοθήκη


Μα τι τίτλος! Διέκρινα ένα ψήγμα τρόμου στην άκρη του ματιού της νέας προϊστάμενης της δημόσιας βιβλιοθήκης, αποσπασμένη εκπαιδευτικός βεβαίως βεβαίως, όταν της έδωσα το βιβλίο για να το δανειστώ. Αλλά όχι, το βιβλίο δεν αναφέρεται σε δημόσια βιβλιοθήκη, δεν θα μπορούσε άλλωστε, δεν είναι το στιλ της Κρίστι. Για τη βιβλιοθήκη μιας έπαυλης πρόκειται.

Φανταστείτε να είχαμε στο σπίτι μας το δωμάτιο που ονειρευόμαστε όλοι να έχουμε, εκείνο που θα είχε συγκεντρωμένα όλα τα βιβλία μας, κι ένα παράξενο πρωινό να βρίσκαμε το παράθυρο παραβιασμένο και πάνω στο χαλί ένα πτώμα. Το δωμάτιο αυτό να ήταν κάπως έτσι: "Η βιβλιοθήκη ήταν ένα πολύ χαρακτηριστικό δωμάτιο των ιδιοκτητών της. Ήταν ευρύχωρη και απέριττη, αλλά και με πολύ ακαταστασία. Είχε μεγάλες παλιές πολυθρόνες και βιβλία μαζί με συμβόλαια και άλλα έγγραφα που ήταν σκορπισμένα στο μεγάλο τραπέζι. Στους τοίχους ήταν κρεμασμένες μια ή δυο καλές, παλιές οικογενειακές προσωπογραφίες και μερικές ακουαρέλες, μάλλον κακού γούστου, της Βικτωριανής εποχής, καθώς και μερικές δήθεν αστείες σκηνές κυνηγιού. Υπήρχε, ακόμα, ένα μεγάλο ανθοδοχείο με μαργαρίτες στη γωνία. Ολόκληρο το δωμάτιο ήταν μάλλον σκοτεινό, αλλά  είχε συμπαθητική ατμόσφαιρα, που μιλούσε για πολύχρονη οικογενειακή χρήση και μακρούς δεσμούς με την παράδοση", ενώ το πτώμα να άνηκε σε ένα νεαρό κορίτσι εντελώς άγνωστο σε εμάς και κανείς μας να μην μπορούσε να καταλάβει τι γυρεύει στο χαλί της βιβλιοθήκης μας. Ακόμη και αν κάποιος από το υπηρετικό προσωπικό ερχόταν να μας ξυπνήσει να μας πει αυτό το φοβερό νέο και πάλι θα αδυνατούσαμε να το πιστέψουμε: "Έβλεπες όνειρο, αγαπητή μου Ντόλλυ. Ήσουν επηρεασμένη  απ' την ανάγνωση της αστυνομικής νουβέλας Το σπασμένο σπίρτο, όπου ο Λόρδος Έντγκμπαστον βρίσκει το πτώμα μιας ωραίας ξανθής πάνω στο χαλί της βιβλιοθήκης... Πτώματα, βρίσκονται πάντα μέσα στις βιβλιοθήκες, όχι όμως επάνω στα χαλιά αλλά μέσα στις... σελίδες των βιβλίων", μπορεί να λέγαμε κι εμείς χαριτολογώντας.

Αυτή η Αγκάθα Κρίστι είναι φοβερή στο να φτιάχνει ατμόσφαιρα και να στήνει το τέλειο σκηνικό εγκλήματος. Ο αναγνώστης εισβάλει αστραπιαία σε χώρους μιας άλλης εποχής, είτε εσωτερικούς, είτε εξωτερικούς, και γίνεται ένας αληθινός θεατής των σκηνών που διαδραματίζονται μπροστά του παρακολουθώντας με αγωνία τις συζητήσεις, προσπαθώντας να καταλάβει τι είναι αυτό  πτώμα και πως διάολο βρέθηκε μέσα σε εκείνη τη βιβλιοθήκη. Διαβάζοντας, σχεδόν με είδα να πίνω τσάι με την μις Μάρπλ τη γεροντοκόρη κουτσομπόλα της περιοχής που γνωρίζει τα πάντα κι έχει την ικανότητα να συνδέει γεγονότα και καταστάσεις που η αστυνομία δεν θα λάμβανε υπόψη της. Είναι γνωστό ότι έχει χάρισμα να εξιχνιάζει και τα πιο παράξενα συμβάντα με τη βοήθεια μικρών, αλλά όχι και τόσο ασήμαντων, λεπτομερειών. Ακόμη και η ίδια η αστυνομία τη συμβουλεύεται όταν φαίνεται η υπόθεση να φτάνει σε αδιέξοδο.    

Βαθιά μέσα μου πάντα ήλπιζα αυτό το βιβλίο να είναι ένα ακόμη βιβλίο για βιβλία. Θα μπορούσε όλη η υπόθεση να εξελίσσονταν στο χώρο της βιβλιοθήκης, ο δολοφόνος να κρύβεται πίσω από μαγικές πόρτες που ανοίγουν όταν τραβήξεις ένα συνδυασμό βιβλίων. Αλλά όχι, η Κρίστι είναι μια αυθεντική συγγραφέας νουάρ λογοτεχνίας. Τίποτα το υπερφυσικό δεν εμπλέκεται στη φαντασία της. Σίγουρα αυτό το βιβλίο δεν κατάφερε να με απορροφήσει τόσο όσο οι Δέκα μικροί νέγροι, αλλά δεν παύει να έχει την μοναδική ατμόσφαιρα που μόνο η πένα της Κρίστι ξέρει να ζωγραφίζει. Κι εξάλλου το είπαμε και σε προηγούμενη ανάρτηση, τα βιβλία της Κρίστι είναι ολιγοσέλιδα, διαβάζονται εύκολα, σε απορροφούν και δρουν ως αγχολυτικά. Το συστήνουν και οι γιατροί, να διαβάζετε ένα μετά το φαγητό ή και πριν από αυτό. Ακόμη, είναι παντός καιρού. Ταιριάζουν και με το χειμωνιάτικο χιονιά αφού είναι ό,τι πρέπει για να τα διαβάζει κανείς κάτω από τα σκεπάσματα, ή με ήχους βροχής και βροντών, αλλά είναι και καλοκαιρινά αναγνώσματα που συνοδεύουν την ηλιοθεραπεία.

Βιβλίο για βιβλία θα έχει η επόμενη ανάρτηση. Ήδη διάβασα τις πρώτες σελίδες του κι ανυπομονώ να φτάσω στις τελευταίες του!

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2016

Αγκάθα Κρίστι: η αρχή ενός έρωτα


Είχα την εντύπωση ότι ένα αστυνομικό βιβλίο δεν μπορεί να απογοητεύσει τον αναγνώστη του, καθώς πάντα θα υπάρχει η αγωνία που θα σε οδηγεί, μηχανικά έστω, στο τέλος της υπόθεσης. Από την εμπειρία που έχω με τα αστυνομικά μυθιστορήματα το συναίσθημα της αγωνίας ξεκινά στην πρώτη σελίδα και τελειώνει μόνο όταν φτάσω στην τελευταία. Σχεδόν πάντα ο φόνος παρουσιάζεται στην πρώτη σελίδα κι ο δολοφόνος στην τελευταία. Οι λέξεις σε υπνωτίζουν, σε κρατούν σφιχτά από το χέρι και βασανιστικά αργά σε οδηγούν στην εξιχνίαση του εγκλήματος. Υπάρχει και διαδραστικότητα, πάντα ο αναγνώστης προσπαθεί να μαντέψει ποιος είναι ο δολοφόνος και να κατανοήσει το κίνητρο της αποτρόπαιας πράξης. Μα τις περισσότερες φορές μαντεύεις λάθος κι υπόσχεσαι ότι την επόμενη φορά θα έχεις γίνει καλύτερος και θα το βρεις. Εξάλλου ο κάθε συγγραφέας έχει το δικό του προσωπικό στιλ, διαβάζοντας όλο και περισσότερα βιβλία του μαθαίνεις να αναγνωρίζεις το ύφος που θα σε βοηθήσει να καταλάβεις ποιον ήρωα θα κάνει δολοφόνο αυτή τη φορά, νομίζεις. 

Τα βιβλία με αυτές τις υποθέσεις κατηγορούνται όλο και περισσότερο ότι παίρνουν τη σκυτάλη από τη ροζ λογοτεχνία με σκοπό να γίνουν τα νέα best sellers που θα μαγέψουν και το γυναικείο κοινό παράλληλα με το αντρικό, στο οποίο ούτως ή άλλως είχαν πέραση. Κλείνω τα αφτιά μου σε αυτούς που μιλάνε για μη ποιοτικά βιβλία, χάσιμο χρόνου κ.λπ. Με αυτήν την κατηγορία ασχολήθηκαν μεγάλοι συγγραφείς κι έχουν γραφτεί πολλές σελίδες με οδηγίες για το πως θα γράψει κάποιος ένα πετυχημένο αστυνομικό μυθιστόρημα. Δηλώνω λάτρης του αστυνομικού, αλλά μόνο του καλού. 

Έφτασε τυχαία στα χέρια μου ένα αστυνομικό βιβλίο που ο βασικός ήρωας είναι το χάρτινο δημιούργημα της Αγκάθα Κρίστι, ο Ηρακλής Πουαρό. Δεν είχε τύχη να διαβάσω ποτέ μου κάποιο από τα βιβλία της Κρίστι (μάλλον αυτές οι εκδόσεις Λυχνάρι φταίνε) και θεώρησα καλή επιλογή να γνωριστώ μαζί της μέσα από ένα βιβλίο της Sophie Hannah που το όνομα Agatha Christie μοστράρει στο εξώφυλλο του βιβλίου και ξεγελά προς στιγμήν τον επίδοξο αναγνώστη σαν να πρόκειται για κάποιο βιβλίο της διάσημης συγγραφέως. Και με όλα αυτά στο μυαλό ξεκίνησα την ανάγνωση του βιβλίο Agatha Christie: έγκλημα με υπογραφή των εκδόσεων Διόπτρα. Σκέτη απογοήτευση. Από την αρχή κάτι δεν μου πήγε καλά. Ανούσιες περιγραφές, πλατειασμός σε σημεία άνευ σημασίας, καμία ροή, καμία αγωνία, όλα ένα τίποτα. Όταν έφτασα στη μέση του βιβλίο αποφάσισα ότι η ανάγνωσή του δεν έχει κανένα απολύτως νόημα. Ή μάλλον είχε ένα νόημα και μάλιστα μεγάλο. Με έκανε να επισπεύσω την ανάγνωση ενός βιβλίο της πραγματικής συγγραφέως.

Έτρεξα στη βιβλιοθήκη να πάρω το πιο διάσημο βιβλίο της. Αυτό που όταν δούλευα στα βιβλιοπωλεία έβλεπα να εξαφανίζεται με γρήγορους ρυθμούς. Οι δέκα μικροί νέγροι, από έκδοση εφημερίδας δυστυχώς κι όχι από τις κλασικές εκδόσεις, βρέθηκε στα χέρια μου και ξεκίνησα την ανάγνωση. Μαγεία! Όλο το σκηνικό μου θύμιζε θεατρικό έργο καθώς το μεγαλύτερο μέρος της υπόθεσης διαδραματίζεται σε ένα δωμάτιο. Δέκα άνθρωποι που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους συγκεντρώνονται σε ένα απομακρυσμένο νησί. Ο καθένας τους έχει λάβει μια πρόσκληση από κάποιον που φαίνεται να τον γνωρίζει καλά. Και οι δέκα έχουν ένα κοινό στοιχείο, όλοι έχουν διαπράξει στο παρελθόν κάποιον φόνο κι έχουν αθωωθεί. Στο νησί που φτάνουν δεν τους περίμενε κανείς οικοδεσπότης. Ένας ένας πεθαίνουν. Ο δολοφόνος είναι ανάμεσά τους αλλά κανείς από τους ήρωες ή από τους αναγνώστες δεν μπορεί να τον βρει. Μόνο όταν η ανάγνωση φτάσει στην τελευταία λέξη η υπόθεση θα ολοκληρωθεί. 

Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιος που να διαβάζει αστυνομικά βιβλία και να μην έχει διαβάσει αυτό το βιβλίο. Αν υπάρχει όμως κάνει ένα μεγάλο λάθος που πρέπει να το διορθώσει αμέσως.

Με χαρά έμαθα ότι οι δέκα μικροί νέγροι παίζονται και σε θεατρικό και μάλιστα για δεύτερη χρονιά. Αν κρίνω από το βιβλίο σίγουρα αξίζει. Πληροφορίες για την θεατρική παράσταση εδώ.

Το βιβλίο που ποτέ δεν ολοκλήρωσα αναζητά τον αναγνώστη που θα το εκτιμήσει περισσότερο.
Δες κι εδώ.

Κυριακή 19 Ιουνίου 2016

Προετοιμασίες για την Πόλη


Το δεύτερο βιβλίο Τούρκου συγγραφέα που διαβάζω και εκτυλίσσεται στην όμορφη Κωνσταντινούπολη. Μετά το εξαιρετικό βιβλίο του Παμούκ, για το οποία είχα γράψει εδώ, σειρά είχε το νέο βιβλίο του Ahmet Ümıt "Έγκλημα στο Πέρα" (που είχα την τύχη να διαβάσω καθώς ένας ευγενικός κύριος το δώρισε στη δημόσια βιβλιοθήκη), ένα νουάρ μυθιστόρημα με τη συνηθισμένη υπόθεση αλλά όχι με την αγωνία των αστυνομικών μυθιστορημάτων.
Η υπόθεση είναι απλή.
Βρισκόμαστε στη χειμωνιάτικη χιονισμένη Κωνσταντινούπολη, στην πρώην ακμάζουσα ελληνική γειτονιά Ταρλάμπασι που τώρα βασιλεύει το έγκλημα γίνεται ένας φόνος το οποίο αναλαμβάνει να ερευνήσει ο αστυνόμος Νεβζάτ με τον βοηθό του Αλή. Ο ένας φόνος ακολουθείται από άλλους, με τον αστυνόμο να μην μπορεί να βρει τη λύση και να βρίσκεται μπλεγμένος σε δύσκολες υποθέσεις με πρωταγωνιστές τη μαφία που κυριαρχεί στην περιοχή.
Αν και τα πολλά ονόματα και τα πολλά πρόσωπα που εμπλέκονται στην υπόθεση με κούρασαν με αποτέλεσμα να μην μπορώ να ακολουθήσω το αστυνόμο στην εύρεση του/ των δολοφόνου/ ων, κατάλαβα πως ούτως ή άλλως δεν ήταν αυτή η βασική επιθυμία του συγγραφέα, γι' αυτό και το βιβλίο ξεχωρίζει από τα συνηθισμένα νουάρ. Μέσα από τα εγκλήματα που φαίνεται να μην έχουν τέλος, ο Ουμίτ παρουσιάζει την σκληρή αλήθεια της όμορφης μεγαλούπολης που δεν είναι άλλη από την απερισκεψία των κατοίκων της και η τάση τους να ξεχνούν.


Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι όλη η υπόθεση τοποθετείται στην γειτονία των Ελλήνων και των Αρμένιων που μετά τα Σεπτεμβιανά και τον βίαιο διωγμό τους, ξέπεσε με αποτέλεσμα σήμερα να είναι η πλέον κακόφημη συνοικία που συγκεντρώνει μαφία, ναρκωτικά, πορνεία και τους δυστυχισμένους ανθρώπους που εμπλέκονται σε όλα αυτά (περισσότερα για τη γειτονιά μπορείτε να διαβάσατε εδώ). Παράλληλα, στο όνομα της ανάπλασης, προστέθηκε άλλος ένας λόγος για να τυραννά την πολύπαθη γειτονιά, οι αγοραπωλησίες των εγκαταλειμμένων σπιτιών, ακόμη καπνισμένων από τις φωτιές, που ξεχωρίζουν για την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική. Σαν η περιοχή να μην μπορεί να ξεχάσει τις μαύρες στιγμές της ιστορίας της Πόλης. Μαζί με αυτήν φαίνεται να μην μπορούν να ξεχάσουν και ορισμένοι κάτοικοι γνώστες της αλήθειας. Τόσο ο Παμούκ όσο και ο Ουμίτ αναφέρονται στα γεγονότα της 6ης και 7ης Σεπτεμβρίου 1955 ως οι πιο ντροπιαστικές ημέρες που έζησε η Πόλη.


Ο πρωταγωνιστής της μυθ-ιστορίας, ο Νεβζάτ μπέη, είναι ερωτευμένος με την Ευγενία, Ρωμιά, τυχαίνει τις ημέρες που εξιχνιάζονται τα εγκλήματα να την έχουν επισκεφθεί συγγενείς από την Αθήνα, παλιοί κάτοικοι της Πόλης που έφυγαν μετά τα αποτρόπαια γεγονότα. Ο συγγραφέας δίνει λόγο στη θεία Φωφώ, η οποία εξιστορήσει με θλίψη τα όσα έζησε. Και καταλήγει η θεία Φωφώ, που μπορεί να είναι και η δική μου θεία:
"Τα σπίτια μας είναι εδώ, οι τάφοι των προγόνων μας είναι εδώ, η ψυχή μας είναι εδώ, αλλά εμείς πήγαμε στην εξορία. Οριστική εξορία... Καλά, εμάς εξόρισαν, μας έδιωξαν και τι έγινε; Πολύ το χάρηκαν; Η χώρα γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη; Η πόλη είδε μεγάλη ακμή και ευημερία; Αντιθέτως, έγινε χειρότερα δυστυχώς. Θα είδες την απελπιστική κατάσταση του Ταρλάμπασι. Ξεχειλίζει η φτώχια, η διαφθορά, η ξεδιαντοπιά κάθε είδους. Ένα αλλόκοτο πράγμα στην καρδιά της πόλης. Λες και κάποιος την καταράστηκε την αγαπημένη μου συνοικία."
Τέσσερις σελίδες που φανερώνουν ότι οι αληθινοί κάτοικοι αυτής της Πόλης δεν έχουν καταφέρει να ξεχάσουν τη δυστυχία που σκόρπισαν ορισμένοι φανατισμένοι (ευτυχισμένος ο λαός που δεν έχει τέτοιους).
Και πράγματι δεν έχουν ξεχάσει, το είδα, το έζησα, σε όσους με αγκάλιασαν βλέποντας σε εμένα τους Έλληνες φίλους που έχασαν. Αυτούς όλους τους ανθρώπους θα πάω να ξανασυναντήσω. Η επόμενη ανάρτηση θα είναι από την καλοκαιρινή, πολυπολιτισμική Ιστανμπούλ με τα ωραία χρώματα. Ανυπομονώ.

Κυριακή 15 Μαΐου 2016

Νεσμπομάνια

"Ο πατέρας μου, Ίαν Μπρόουν, ήταν φανατικός σκακιστής, αν και όχι ιδιαίτερα καλός παίχτης. Τον είχε μάθει σκάκι ο πατέρας του από πέντε χρονών, διάβαζε σκακιστικές επιθεωρήσεις, μελετούσε κλασικές παρτίδες. Εμένα όμως αυτός δεν μου έμαθε σκάκι παρά μόνο όταν ήμουν ήδη δεκατεσσάρων, δηλαδή μετά την πιο δεκτική ηλικία του παιδιού. Παρ' όλα αυτά αποδείχτηκε ότι είχα κλίση και στα δεκάξι μου τον νίκησα για πρώτη φορά. Χαμογέλασε σαν να ήταν περήφανος για μένα, αλλά εγώ ήξερα ότι δεν του άρεσε καθόλου. Έστησα ξανά τα πιόνια και ξεκινήσαμε να παίζουμε τη ρεβάνς. Εγώ είχα τα λευκά, όπως πάντα, ήθελε να με κάνει να πιστεύω ότι μου έδινε τάχα ένα πλεονέκτημα. Ύστερα από μερικές κινήσεις, ζήτησε συγγνώμη και έφυγε για την κουζίνα, όπου ήξερα ότι πήγαινε να πιει μια γερή γουλιά από το μπουκάλι με το τζιν. Όταν γύρισε εγώ είχα αλλάξει θέσεις σε δύο πιόνια, αλλά δεν το κατάλαβε. Τέσσερις κινήσεις αργότερα βρέθηκε να κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό τη λευκή βασίλισσά μου αντίκρυ στον μαύρο βασιλιά του. Και κατάλαβε ότι η επόμενη κίνηση θα ήταν ρουά ματ. Ήταν τόσο αστείο να τον βλέπεις, που δεν κρατήθηκα και έβαλα τα γέλια. Και τότε είδα στην έκφρασή του ότι είχε μαντέψει τι είχε συμβεί. Πετάχτηκε όρθιος και σάρωσε όλα τα πιόνια από τη σκακιέρα. Και μετά με χαστούκισε. Τα γόνατά μου λύγισαν και έπεσα, πιο πολύ από φόβο παρά από το χτύπημα. Ποτέ δεν με είχε ξαναχτυπήσει."

Απολαμβάνω να διαβάζω αστυνομική λογοτεχνία σαν να βλέπω καλή ταινία σε αναπαυτική καρέκλα σκοτεινής αίθουσας ενός μεγάλου κινηματογράφου με άψογη ποιότητα ήχου και εικόνας. Τίποτα δεν μπορεί να μου αποσπάσει την προσοχή κάτι που όσο περνάει τα χρόνια είναι όλο και πιο δύσκολο να το καταφέρει ένα βιβλίο. Καμία σκέψη, κανένας εξωτερικός ήχος. Ακόμα κι αν ο κόσμος καταστρεφόταν εγώ θα έμενα απορροφημένη μέχρι η ιστορία να φτάσει στο τέλος της, μέχρι να εξιχνιαστεί το έγκλημα, μέχρι να αποκαλυφθεί το κίνητρο. 
Η αγάπη για τα αστυνομικά ξεκινάει κάποιο μακρινό καλοκαίρι σε ένα παραλιακό μέρος της Αττικής που αγόραζα μεταχειρισμένα βιβλία τσέπης από πάγκους πανηγυριών σε πολύ καλή τιμή. Με άδειες τσέπες, αναζητώντας απεγνωσμένα βιβλία προς ανάγνωση δίπλα στο κύμα το "ό,τι πάρεις 100 δρχ." φάνταζε θεόσταλτο δώρο. Ποτέ καμία ιστορία δεν με έχει απογοητεύσει. Μπορεί να ήταν τυπωμένα στην χειρότερη έκδοση, μπορεί οι ράχες να κόβονταν και οι σελίδες να σκόρπιζαν, μπορεί το μελάνι να ξέβαφε και οι λέξεις να μουτζουρώνονταν αλλά εγώ πάντα έφτανα στο τέλος της ιστορίας χωρίς τίποτα να με εμποδίσει. Κι όσοι διαβάζουν αυτό το μπλογκ ξέρουν τι σημαίνει η τυπογραφική εμφάνιση ενός βιβλίου για εμένα. Στα αστυνομικά όμως αυτά δεν παίζουν κανένα ρόλο. Ο αναγνώστης είναι μόνος απέναντι στη φαντασία.
Η καλύτερη διαφυγή.

Ο Νορβηγός συγγραφέας Τζο Νέσμπο διεκδικεί το τίτλο του μεγαλύτερου εν ζωή συγγραφέα αστυνομικού στον κόσμο. Έχει παγκοσμίως φανατικό αναγνωστικό κοινό, ακόμη και στη χώρα μας, που αναμένει με αγωνία το επόμενο βιβλίο του. Παγκοσμίως έχει πουλήσει πάνω από 25 εκατομμύρια αντίτυπα. Δεν είναι και λίγο να καταφέρεις κάτι τέτοιο μέσα από τις λέξεις σου. Οι λάτρεις της αστυνομικής λογοτεχνίας υποκλίνονται στην πένα του. Σίγουρα είναι ο ιδανικός συγγραφέας για να ξεκινήσει κάποιος τη μύηση στον κόσμο της αστυνομικής λογοτεχνίας (συν οι πολύ δελεαστικές τιμές του Μεταιχμίου στη σειρά pocket). Πολλά από τα βιβλία του έχουν μεταφερθεί και στον κινηματογράφο, όπως το "Κυνηγοί κεφαλών" από το οποίο δανείστηκα το απόσπασμα της ανάρτησης που αυτή τη φορά δεν αφορά βιβλία αλλά το σκάκι.

Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας αναζητά ικανούς ανθρώπους που θα στελεχώσουν θέσεις επιχειρήσεων. Ξέρει να διαβάζει βιογραφικά αλλά πιο πολύ ξέρει να διαβάζει τους ίδιους τους ανθρώπους που περνούν από την εξονυχιστική συνέντευξη του. Δεν αποτυγχάνει ποτέ να καλύψει τις απαιτήσεις των μεγάλων επιχειρήσεων και να ταιριάψει τον κατάλληλο άνθρωπο στην κατάλληλη θέση αλλά και να αποσπάσει τις πληροφορίες που χρειάζεται. Για να καλύψει τις χλιδάτες ανάγκες του κάνει και μια δεύτερη εργασία, ανιχνεύει τους κατόχους έργων τέχνης μεγάλης αξίας και τα αντικαθιστά με πλαστά. Όπως σε όλα τα καλά αστυνομικά, η ιστορία περιπλέκεται πολύ κι ο αναγνώστης αγωνιά να δει που το πάει ο ταλαντούχος συγγραφέας του βιβλίου που διαβάζει.

Κι αν δεν σας έπεισα, αφήνω να το κάνει η κινούμενη εικόνα, η έτοιμη τροφή για την φαντασία:


Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2015

Ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα


Μου αρέσουν τα αστυνομικά μυθιστορήματα κι ας μην τα διαβάζω συχνά. 
Τα κλασικά αστυνομικά τύπου Σέρλοκ Χολμς που ένας δαιμόνιος ντετέκτιβ προσπαθεί να εξιχνιάσει εγκλήματα, φόνους και ληστείες. Νομίζω ότι η γνωριμία μου με τέτοιου είδους βιβλία ξεκίνησε στο τέλος της πρώτης δεκαετίας της ζωής μου διαβάζοντας τις υποθέσεις εξιχνιάσεων μυστηρίων με τίτλο Τα πέντε λαγωνικά. Με χαρά βλέπω ότι κυκλοφορούν ακόμη από τις εκδόσεις Gutenberg. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι ένα παιδί θα ξεκινούσε να διαβάζει κάποιο από τα βιβλία της σειράς και δεν θα το έφτανε μέχρι το τέλος. Το ίδιο πιστεύω και για κάποιον ενήλικα που ξεκινά να διαβάσει ένα καλό αστυνομικό μυθιστόρημα. Δεν μπορεί να διαβάζεις ένα τέτοιο βιβλίο και να μην έχεις αγωνία να φτάσεις μέχρι το τέλος. 
Τα τελευταία χρόνια η έκδοση και κατ' επέκταση η ανάγνωση αστυνομικών μυθιστορημάτων έχει γίνει μόδα που ξεκίνησε από τις Σκανδιναβικές χώρες και έφτασε ως εδώ με τις εκατοντάδες μεταφράσεις. Πολύ εκδοτικοί οίκοι πια ειδικεύονται εκδίδοντας κυρίως αστυνομικό μυθιστόρημα. Είναι κάτι σαν ευχή και κατάρα, αν εκδώσεις ένα αστυνομικό μυθιστόρημα δεν θα σταματήσεις ποτέ. Θα εκδίδεις μέχρι να γεμίσεις πολλά ράφια βιβλιοπωλείων και σπιτιών. Το ίδιο συμβαίνει και αν ξεκινήσεις να διαβάζεις.

Στην Ελλάδα όμως ακόμη δεν γράφεται καλό αστυνομικό μυθιστόρημα ή τώρα ξεκινούν οι συγγραφείς να καταπιάνονται με υποθέσεις μυστηρίου. Έχουμε όμως δύο εξαιρετικούς συγγραφείς, κατά τη γνώμη μου, σε αυτόν τον τομέα. Ο ένας ήταν ο Γιάννης Μαρής (1916-1979) με τον ήρωα του τον αστυνόμο Μπέκα, που δεν αναγνωρίστηκε όσο ήταν εν ζωή καθώς οι κριτικοί της εποχής θεωρούσαν το συγγραφικό του έργο παραλογοτεχνικό. Πολλά βιβλία του τα διάβασα εξαιτίας εφημερίδας που εξέδιδε τα έργα του κάποια εποχή και τα διέθετε στην κυριακάτικη έκδοση. Ο άλλος είναι ο Κωνσταντινουπολίτης Πέτρος Μάρκαρης που το συγγραφικό του έργο χαίρει μεγάλης εκτίμησης στο εξωτερικό καθώς τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες (Γερμανικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Αγγλικά, Ισπανικά) και έχουν σημειώσει μεγάλη επιτυχία. Ο Κώστας Χαρίτος είναι ο βασικός ήρωας των βιβλίων του. Δεν είχα διαβάσει κάποιο από τα βιβλία του αλλά ήμουν σίγουρη ότι όποιο και να επιλέξω να διαβάσω θα το απολαύσω. Στη βιβλιοθήκη εντόπισα ένα μικρό βιβλίο με επτά ολιγοσέλιδες ιστορίες και δεν δίστασα να το δανειστώ για να ανακαλύψω επιτέλους τις λέξεις του σπουδαίου Μάρκαρη.
Ξεκίνησα να το διαβάζω και σταμάτησα μόνο όταν τελείωσε. Τι πρωτότυπο! Γι' αυτό δεν αγοράζω αστυνομικά, διαρκούν μόνο μία ανάσα και σχεδόν ποτέ δεν ανατρέχεις ξανά σε αυτά. Το να τα βρεις σε κάποια βιβλιοθήκη και να τα δανειστείς είναι το ιδανικότερο.
Η Αθήνα πρωτεύουσα των Βαλκανίων εκδόθηκε το μακρινό 2004 που η Αθήνα βρισκόταν σε έναν άλλο κόσμο καθώς η προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων και οι νίκες στον αθλητισμό ήταν το μόνο που απασχολούσε κατοίκους και πολιτικούς. Οι ιστορίες του περιγράφουν ακριβώς το κλίμα εκείνης της εποχής που η Αθήνα ήταν το κέντρο της Ευρώπης αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά μόνο η πρωτεύουσα των φτωχών χωρών που απαρτίζουν τα Βαλκάνια. Αυτή η ειρωνεία περιγράφεται σε μορφή μικρών ιστοριών μυστηρίου. 
Με καμία αμφιβολία δεν θα διστάσω να διαβάσω όλο το συγγραφικό έργο.

Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2013

Περί αστυνομικών μυθιστορημάτων

Δε διαβάζω συχνά αστυνομικά μυθιστορήματα αλλά όσες φορές έχει τύχη, έχω απολαύσει την ανάγνωση όσο τίποτα. Έπεσα σε καλογραμμένα αστυνομικά μυθιστορήματα ή τελικά είμαι λάτρης αυτών των βιβλίων και δεν το έχω καταλάβει ακόμα;
Από την άλλη, είναι και που η εποχή ευνοεί τη διάδοσή τους, ποτέ τα προηγούμενα χρόνια δεν εκδίδονταν τόσο μεγάλος αριθμός όσο σήμερα. Πολλοί ελληνικοί εκδοτικοί οίκοι έχουν εντάξει στο εκδοτικό τους πρόγραμμα σειρές, οι οποίες στην πλειονότητά τους περιλαμβάνουν πολυσέλιδα αστυνομικά μυθιστορήματα, ογκώδεις βιβλία ξένων, κυρίως, συγγραφέων. Βιβλιοπωλεία που αφιέρωναν δύο ράφια, τώρα αφιερώνουν ολόκληρες βιβλιοθήκες για να χωρέσει το κύριο μέρος της βιβλιοπαραγωγής.


Στα κοινωνικά δίκτυα γίνεται συνεχώς λόγος για το βιβλίο Υπόθεση Jacob, με πολλούς ευχαριστημένους αναγνώστες να αφήνουν διθυραμβικά σχόλια.
Έτσι πείστηκα κι εγώ να ξεκινήσω την ανάγνωσή του, εξάλλου δεν θέλω και πολύ.
Βιβλίο 547 σελίδων (έχω πολλά χρόνια να διαβάσω βιβλίο άνω των 350 σελίδων) το οποίο διάβασα μέσα σε τρεις μέρες, μου έγινε κάτι σαν εμμονή, αν δεν έφτανα στο τέλος δεν θα ηρεμούσα.
Σα να βλέπεις ταινία αγωνίας σε αργό ρυθμό. Αλλά και πάλι η σύγκριση δεν είναι πετυχημένη γιατί ποτέ η ανάγνωση ενός βιβλίου δεν μπορεί να συγκριθεί με τη θέαση μιας ταινίας.
Ίσως η φαντασία του ανθρώπου να είναι το αμέσως μεγαλύτερο χαρακτηριστικό του μετά τη βλακεία.
Ακόμη έχω στο μυαλό μου τις εικόνες που μου δημιούργησε, σαν να πρόκειται για υπαρκτά πρόσωπα, για υπαρκτά γεγονότα, σα να έμαθα για την ιστορία στις ειδήσεις των 8.
Μόνο που δεν έμεινα μόνο στις πληροφορίες (ή παραπληροφορίες) των ειδήσεων και των εφημερίδων μπήκα και στο σπίτι της οικογένειας και σαν κρυφός παρατηρητής παρατηρούσα τις κινήσεις τους, τα βλέμματά τους, τις σκέψεις τους.
Μπήκα στην οικογένεια με το φονικό γονίδιο και μοιράστηκα τις αγωνίες τους.

Δε λέω τίποτα για την υπόθεση, κι αν έλεγα, δεν θα έλεγα τίποτα παραπάνω από όσα γράφονται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

Η Βιβλιοθήκη ως πέτρα του σκανδάλου και χώρος έρευνας μαζί σε ένα

Πολλά αστυνομικά μυθιστορήματα έχουν στο επίκεντρο της δράσης τους βιβλιοθήκες (Το όνομα του ρόδου, Η χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα και άλλα). Ακόμα περισσότερα έχουν εικόνες βιβλιοθηκών στο φόντο τους. Θύματα και θύτες που συχνάζουν σε βιβλιοθήκες, απαντήσεις που κρύβονται σε βιβλία. Κρυμμένα μυστικά σε σελίδες. Σκηνές μυστηρίου και καταδίωξης σε διαδρόμους ραφιών, στα βιβλία και το σινεμά. Στο μυαλό μου έρχονται σχετικά πρόσφατες σκηνές από τον Χάρυ Πότερ με σκοτεινά μάγια, στρόβιλους και καπνούς. Ορισμένα αστυνομικά έχουν την λέξη βιβλιοθήκη στον τίτλο τους.

Η κατάχρηση, το οικονομικό σκάνδαλο έχει βιτρίνα μια πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη στο μυθιστόρημα Το όνειρο του Οδυσσέα του Μάκη Καραγιάννη από τις εκδόσεις Μεταίχμιο που κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 2011, μέσα στο πνεύμα της εποχής.
Η απαρχή της διαφθοράς που ξεκίνησε από φουσκωμένες χρηματοδοτήσεις προς την βιβλιοθήκη οδηγεί στον πλουτισμό και εντέλει στην δίκη και φυλάκιση του δολοφονημένου πρωταγωνιστή Στέφανου Δενδρινού. Η βιβλιοθήκη το πρόσχημα της απάτης (χμ, ελπίζω να μην επηρεάσει αρνητικά μελλοντικές χρηματοδοτήσεις στις «αναπτυσσόμενες» ελληνικές βιβλιοθήκες που ήδη τραβάνε χίλια μύρια ζόρια επιβίωσης) ο κινητήριος μοχλός από την μια πλευρά και η βιβλιοθήκη χώρος απαντήσεων και ψαξίματος. Από την άλλη πλευρά, απανωτάο δημοσιογράφος Οδυσσέας Πανταζής καταφεύγει στην κεντρική Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου στην Θεσσαλονίκη, την Βιβλιοθήκη της Φιλοσοφικής, σε παλαιοβιβλιοπωλείο της οδού Δαγκλή αναζητά και ανατρέχει σε βιβλιακές πηγές, εκεί συναντά συνεργάτες, και κάνει θυελλώδεις συζητήσεις. Γίνονται αναφορές σε βιβλία, το περιβάλλον είναι γεμάτο σελίδες. Αντίθετα, οι επιφανειακοί χαρακτήρες έχουν έπιπλα βιβλιοθήκης αλλά ελάχιστα κατοικημένα με βιβλία. Για την συλλογή μας ένα ακόμα βιβλιοβιβλίο, ελληνικής παραγωγής, με άρωμα του καιρού μας, με απορίες, γιατί και πώς της σημερινής κατάστασης.

Πέμπτη 30 Απριλίου 2009

Μαύρη φιλολογία


Αναρωτιέμαι καμιά φορά για ποιο λόγο κάποια βιβλία καταδικάζονται να χαθούν από τα βλέμματα των ανθρώπων. Για ποιο λόγο μπαίνουν στα χαμηλά ράφια, στο καλάθι των προσφορών, στοιβάζονται στις αποθήκες των βιβλιοπωλείων και των εκδοτικών οίκων με αποτέλεσμα να χαθούν εντελώς με τη συνηθισμένη διαδικασία της πολτοποίησης. Επίσης πάντα μου δημιουργείται η απορία ξεφυλλίζοντας τις εφημερίδες, τα free press, τα περιοδικά για το βιβλίο, τις ιστοσελίδες για ποιο λόγο συναντώ πάντα τους ίδιους και τους ίδιους τίτλους ενώ ξέρω πολύ καλά ότι τα βιβλία τα οποία εκδίδονται είναι περισσότερα. Ποια είναι τα κριτήρια που ένας εκδοτικός οίκος επιλέγει ορισμένους του τίτλους για να διαφημίσει και να προωθήσει; Και φυσικά πάντα οι νέες εκδόσεις, τις παλιότερες ίσως να τις εντοπίσει το βλέμμα καποιου παρατηρητικού αναγνώστη στις διάφορες ξεχασμένες γωνιές των βιβλιοπωλείων.
Άραγε αυτό το κενό να μπορούν τα ιστολόγια να το καλύψουν;

Τη Μαύρη φιλολογία του Πάμπλο Δε Σάντις την ανακάλυψα στο βιβλιοπωλείο των εκδόσεων Opera στο σημείο με τα φθηνά "ταλαιπωρημένα" αντίτυπα. Επειδή όμως το αντίτυπό μου ούτε ταλαιπωρημένο ούτε μεταχειρισμένο είναι και επειδή μαζί με αυτό υπήρχαν άλλα είκοσι στην ίδια κατάσταση αντίτυπα, το κατατάσσω στην κατηγορία των βιβλίων που δεν πουλήθηκαν. Φτάνοντας στην τελευταία σελίδα, έχοντας πραγματικά ρουφήξει όλες τις προηγούμενες, ούτε διακοπη για υπογράμμιση, κρέμεται από πάνω μου ένα τεράστιο γιατί.
Όπως σε όλα τα αστυνομικά μυθιστορήματα, έτσι και σε αυτό, ο συγγραφέας, συμπατριώτης και θαυμαστής του Μπόρχες, έχει την ικανότητα να σε κρατά σε αγωνία με αποτέλεσμα να σε ικανοποιεί μόνο όταν φτάσεις στην τελευταία σελίδα που όλο το μυστήριο έχει πια αποκαλυφθεί, σαν κουβάρι που ξετυλίγεται. Όλο το μυστήριο βρίσκεται γύρω από τα εξαφανισμένα βιβλία του συγγραφέα Ομήρου Μπρόκα. Ο ήρωας και αφηγητής Εστέμπαν Μιρό πιάνει δουλειά στο Ινστιτούτο Εθνικής Λογοτεχνίας, σε ένα κτίριο που μοιάζει συνεχώς να καταρρέει. Εκεί γνωρίζει τους τρεις κριτικούς λογοτεχνίας που δουλεύουν πυρετωδώς για να λύσουν το μυστήριο των εξαφανισμένων βιβλίων και του συγγραφέα φάντασμα. Ο καθένας με τον τρόπο του προσπαθεί να πάρει με τον μέρος του τον ήρωά μας ώστε να τους βοηθήσει στις έρευνές τους. Ο Εστέμπαν Μιρό θα φτάσει μόνος του στη λύση του μυστήριου αφήνοντας τους άλλους σιγά σιγά να πεθαίνουν.
Το κεφάλαιο που μου έκανε περισσότερη εντύπωση αναφέρεται σε μια επίσκεψη σε ένα ψυχιατρείο, όπου οι ασθενείς πάσχουν από ασθένειες που σχετίζονται με τα βιβλία και τη γραφή. Γράφουν ή μάλλον καταγράφουν μανιωδώς ό,τι βλέπουν και ό,τι ακούν γύρω τους. Καταγράφουν όλες τις λέξεις για να μη χαθούν:
"Τα χαρτιά σκέπαζαν εντελώς έναν άντρα που ήταν πεσμένος στο πάτωμα και συνέχιζε να γράφει. Το φως που έμπαινε από το καγελόφρακτο παράθυρο έδινε στο δωμάτιο μια απόκοσμη λευκότητα. Οι τοίχοι ήταν γραμμένοι, οι πόρτες και το πουκάμισο του άντρα ήταν γραμμένα. Οι λέξεις δεν είχαν τη δική τους ύπαρξη΄ αποτελούσαν μόνο μια παροδική διακοπή του λευκού."

Προσθέτω έναν ακόμη τίτλο στον μακρύ κατάλογο Βιβλία για Βιβλία που μοιάζει να μην τελειώνει ποτέ.