Δευτέρα 8 Αυγούστου 2016

Λογοτεχνία και Ολυμπιακοί Αγώνες


Λίγο πριν την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο του Γιώργο Μαυρωτά το Θεώρημα της επτάδας και αποτέλεσε μια πολύ καλή εισαγωγή πριν ο αθλητισμός εισβάλει στη ζωή μας μέσα από τις οθόνες της τηλεόρασης, όπως συμβαίνει κάθε τέσσερα χρόνια τέτοια εποχή. Το καλό αυτής της παγκόσμιας γιορτής του αθλητισμού είναι η γνωστοποίηση και η προβολή όλων των αθλημάτων και η παρακολούθηση αγώνων μεταξύ των καλύτερων αθλητών παγκοσμίως.
Γυρνώντας από ένα ταξίδι στην Ευρώπη στο οποίο συνάντησα σε κάθε πλατεία και σε κάθε δρόμο ανθρώπους να γυμνάζονται, να τρέχουν και να ποδηλατούν, κατάλαβα πόσο μακριά από την κουλτούρα μας είναι ο υγιεινός τρόπος ζωής και πόσο πίσω έχουμε μείνει, προσκολλημένοι στην καθιστική ζωή με καφέ και τσιγάρο, τάση παλαιότερων δεκαετιών. Με όποιον τρόπο και να «εισβάλλει» ο αθλητισμός στη ζωή μας μόνο για καλό μπορεί να είναι, και η λογοτεχνία σίγουρα μπορεί να είναι ένα μέσο. Στην αθλητική λογοτεχνία εντάσσει ο συγγραφέας το βιβλίο αυτό και είναι το πρώτο βιβλίο που διαβάζω και τοποθετείται σε αυτήν την κατηγορία.
Ο συγγραφέας ασχολήθηκε με το πόλο επί δεκαέξι χρόνια, συμμετείχε σε πέντε Ολυμπιάδες ενώ τα τελευταία πέντε χρόνια της καριέρας του ήταν ο αρχηγός της εθνικής ομάδας. Το πλούσιο βιογραφικό του δεν σταματά στον αθλητισμό αφού παράλληλα με την αθλητική καριέρα του σπούδασε στη Σχολή Χημικών Μηχανικών του Ε.Μ.Π., έκανε το διδακτορικό του και σήμερα είναι αναπληρωτής καθηγητής. Αναμφίβολα η ζωή του κρύβει πολλές εντάσεις και εναλλαγές που έπρεπε να αποτυπωθούν στο χαρτί.
Οι δύο αυτές ενασχολήσεις του, αθλητική και ακαδημαϊκή, λογοτεχνούνται μέσω δύο ηρώων, του Λουκά και του Φίλιππου, στενοί φίλοι από την παιδική τους ηλικία. Όλη η πορεία του πρώτου στον αθλητισμό δοσμένη απλά και ευανάγνωστα. Οι επιτυχίες και οι αποτυχίες, οι αγωνίες, οι χαρές, οι διαμάχες και όλα τα υπόλοιπα συναισθήματα του ομαδικού αυτού αθλήματος έρχονται να μυήσουν και τον πιο απαίδευτο αναγνώστη στους όρους του πόλου και στην αξία του αθλητισμού. Ο Φίλιππος ένας φανατικός θαυμαστής και οπαδός του αθλητή Λουκά πετυχαίνει στις εξετάσεις να μπει σε μια ακαδημαϊκή σχολή και ο ζήλος που δείχνει τον οδηγούν στην εκπόνηση διδακτορικού και στη διεκδίκηση ακαδημαϊκής θέσης.
Ο συγγραφέας μάλλον επιλέγει να αναδείξει τον αθλητισμό αλλά και τον ακαδημαϊκό χώρο μέσω της ωραιοποιημένης τους μορφή προς τέρψη του αναγνώστη, δημιουργώντας ένα ανάλαφρο και καλοκαιρινό ανάγνωσμα. Ο Μαυρωτάς, με αρκετή δόση χιούμορ, περιγράφει στιγμές από τη ζωή του μπερδεμένες με τον μύθο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι καθώς έγραφε αυτές τις λέξεις οι μνήμες του γέμιζαν από τις ευχάριστες στιγμές της ζωής του δημιουργώντας ένα βιβλίο που αγαπά τον αθλητισμό αλλά και δευτερευόντως αγαπά και την ακαδημαϊκή έρευνα, τη διδασκαλία και την ενασχόληση του ανθρώπου με την επιστήμη.
Και όλα αυτά τα γράφω καθώς βλέπω την εθνική ομάδα πόλο να αγωνίζεται με εκείνη της Σερβία, που όπως έμαθα, είναι μια χώρα που έχει παράδοση στο άθλημα αυτό. 

Πέμπτη 4 Αυγούστου 2016

Τα βιβλία της βαλίτσας



Τα βιβλία ταξιδεύουν όπως και οι άνθρωποί τους. Στριμώχνονται σε βαλίτσες μπαίνουν, σε αεροπλάνα, καράβια, αυτοκίνητα και από τη μία στιγμή στην άλλη βρίσκονται σε άλλη χώρα, τοποθετούνται σε ξένα ράφια, ακούνε διαφορετικούς ήχους αλλά πάντα τα καλύπτει η ίδια σκόνη, αναπόφευκτα. Ξέρουν ότι είναι σπουδαία, καταλαβαίνουν ότι επιλέχθηκαν με μεγάλη προσοχή και ότι θα διαβαστούν με ευλάβεια. Βεβαίως, στα ξένα μέρη είναι ακόμη πιο πολύτιμα καθώς είναι μοναδικά. Είναι που είναι γραμμένα σε μια σπάνια γλώσσα.
Καταλαβαίνουν κιόλας ότι επιβαρύνονται και με ένα δύσκολο έργο. Οφείλουν να κρατήσουν καλή συντροφιά στον κάτοχό τους, να διαρκέσουν όσο το δυνατόν περισσότερο και να προσφέρουν τη μεγαλύτερη δυνατή παρηγοριά τις ώρες που θα αισθάνεται εκείνη την αβάσταχτη μοναξιά της ξενιτιάς να τον πλακώνει. Για φαντάσου να έχουν κάνει όλα αυτό το ταξίδι, να έχουν σχεδόν τσαλακωθεί με τις τόσες αναταράξεις και με το που θα φτάσει εκείνη η σωτήρια ώρα να ελευθερώσουν τις λέξεις τους, να νιώσουν ότι ο αναγνώστης τους βαριέται. Σίγουρα αυτός θα σκεφτεί ότι έπρεπε να είχε επιλέξει για συνταξιδιώτη κάποιο άλλο βιβλίο, ίσως εκείνο το άλλο που γλυκοκοίταγε στο βιβλιοπωλείο όταν με τις ώρες τα κρατούσε δίπλα δίπλα και έστεκε αναποφάσιστος.
Ποιο βιβλίο θα ήθελε να βρεθεί σε αυτήν την θέση και ποιος αναγνώστης...
Εντελώς αγχωμένα έμειναν να περιμένουν για εκείνη την ώρα της αποκάλυψης και κρυφοκοίταγαν ζηλόφθονα τον ιδιαίτερο πράσινο φίλο τους που είχε ήδη ξεκινήσει να διαβάζεται, να ξαπλώνει στο κρεβάτι, να τεντώνεται, να ξεφυλλίζεται, να αράζει πότε στον καναπέ και πότε στο μαξιλάρι. Ιδιαίτερος γιατί δεν τον είχαν συναντήσει σε κάποιο βιβλιοπωλείο, μάλλον ή ήταν νεοτυπωμένος ή πολύ σπάνιος. Είχε και περίεργο όνομα, άκου Ρωμανός ο ψηφωτής στη Ραβέννα και άλλες βυζαντινές διηγήσεις. Αλλά σίγουρα θα είχε κάτι το πολύ ιδιαίτερο για να ήταν το πρώτο βιβλίο που ξεκίνησε ο κάτοχός τους, δεν εξηγείται αλλιώς.
Όμως βλέπεις, άλλες οι βουλές του Αλλάχ και τίποτα από όλα αυτά που φαντάστηκαν δεν έγινε. Αντ' αυτού έμειναν μόνα τους. Μετά από πολυήμερη αναμονή στριμώχτηκαν πάλι σε μια βαλίτσα και εκ του αποτελέσματος κατάλαβαν ότι ταξίδεψαν το ταξίδι της επιστροφής. Βρέθηκαν από εκεί που ξεκίνησαν, ευτυχώς όχι πάλι στο βιβλιοπωλείο αλλά σε ένα πηγμένο πράγματα σπίτι. Τους έφυγε ένα μεγάλο άγχος, γιατί άκουγαν γνώριμες λέξεις που σημαίνει ότι δεν ήταν πια μοναδικά, επιφορτισμένα με το δύσκολο έργο της απολαυστικής ανάγνωσης, ένιωθαν όμως κι ότι είχαν χάσει και ένα μέρος από τη σπουδαιότητα τους.
Παρ' όλ' αυτά συνεχίζουν να βρίσκονται σε μια μισοανοιγμένη βαλίτσα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, βλέπουν τον άνθρωπό τους να διαβάζει ένα νέο βιβλίο.
Ή ο κάτοχος τους είναι τρελός ή ετοιμάζονται για νέο ταξίδι ή και τα δύο... αλίμονο!

Παρασκευή 29 Ιουλίου 2016

Ο φόβος για το όμορφο


Είναι ό, τι πιο όμορφο έχω αντικρίσει. Αυτή η Πόλη είναι κάτι το διαφορετικό. Ένας απίστευτος συνδυασμός Ανατολής και Δύσης. Ιδιαίτερο αστικό τοπίο, μεγαλειώδες, αυθεντικό, διαχρονικό. Ξεχειλίζει ιστορία, κάθε σοκάκι, κάθε κτίριο, κάθε γέφυρα, ακόμη κι αυτή η θάλασσα είναι αναπόσπαστο κομμάτι ιστορίας. Αιματοβαμμένη. Το απόγευμα που δύει ο ήλιος, τότε είναι που τα χρώματα φαίνονται καλύτερα. Η Κωνσταντινούπολη είναι ένα μείγμα πολλών, όλοι οι πολλοί που πέρασαν, άφησαν εκεί από ένα κομμάτι τους που δεν μπορεί να κρυφτεί από έναν παρατηρητικό ταξιδιώτη ή κάτοικο. Το συναντάς σε κάθε σου βήμα. Και πάντα εκπλήσσεσαι. Από την ομορφιά που δείχνει να μην έχει τέλος.


Η Πόλη αυτή είναι οι λαοί που φιλοξενεί στους κόλπους της, οι θρησκείες τα έθιμα και τα φαγητά τους, είναι τα τζαμιά που συνορεύουν με τις ορθόδοξες εκκλησίες, οι ουρανοξύστες με τις ξύλινες παράγκες, είναι οι μυρωδιές των μπαχαρικών, του τσαγιού και του ναργιλέ, είναι οι φωνές των ανθρώπων και οι κόρνες κάθε είδους οχήματος, μα περισσότερο από όλα είναι αυτή η θάλασσα. Η θάλασσα που αγκαλιάζει όλο το αστικό τοπίο, μπαίνει μέσα του και γλύφει το καυσαέριο, δέχεται μέσα της κάθε ξεπερασμένη ανάγκη των κατοίκων, μεταφέρει σκουπίδια και ανθρώπους και συνεχίζει να επιβιώνει προσφέροντας τροφή και ευχαρίστηση. Αν αφαιρεθεί κάτι από όλα αυτά θα χαθεί ένα σημαντικό κομμάτι.


Όμως, έχω μάθει να τρομάζω με την τόση ομορφιά, είτε είναι από ανθρώπους είτε από αντικείμενα είτε από ιδέες. Κουβαλάνε πάνω τους μια αγέρωχη αυτοπεποίθηση, σαν να μπορούν να συντρίψουν οτιδήποτε δεν μπορεί να σταθεί στο ύψος τους. Ίσως να έχει την ίδια αυτοπεποίθηση και κάποιος που ηγείται μια χώρα που συμπεριλαμβάνει ένα τόσο μεγάλο και τόσο ιστορικό σταυροδρόμι πολιτισμών ή ίσως απλά να προσπαθεί να φαίνεται ότι είναι ισάξιος της.

Ίσως ο φόβος να υποδηλώνει κύρος στο μυαλό κάποιου. Όμως σε εμένα δεν ταιριάζει.
Επιστροφή στο τώρα αγκαλιά με τις φωτογραφίες του χτες. Φωτογραφίες που απεικονίζουν ένα μικρό μέρος της αυθεντικής ομορφιάς ενός τόπου που σχεδόν έκανα σπίτι μου.

Ωραίες αναμνήσεις μιας Πόλης που φτιάχτηκε για να φωτογραφίζεται και να αγαπιέται κι όχι για να τρομάζει τους κατοίκους της. Ίσως να επιστρέψω πάλι όταν τα πνεύματα θα έχουν ηρεμήσει.

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2016

Η αναγκαιότητα της ανάγνωσης


Ένα βιβλίο με αυτόν τον τίτλο δεν θα μπορούσε να λείπει από τη δική μου βιβλιοθήκη. Πόσο μάλλον αν ο συγγραφέας του είναι συνάδελφος βιβλιοθηκονόμος κι είχε την καλοσύνη να μου προσφέρει ένα αντίτυπο από το νεοεκδοθέν βιβλίο του πριν ακόμη ενημερωθώ για την έκδοση.
Στο ολιγοσέλιδο, δυστυχώς, βιβλίο εσωκλείονται σκέψεις που όλοι εμείς οι φανατικοί αναγνώστες έχουμε στο μυαλό μας. Η αγάπη για το βιβλίο, τα διαβάσματα που μας ακολουθούν σε κάθε βήμα και μας έχουν διαμορφώσει, η βαθύτερη σχέση μεταξύ αναγνώστη και αναγνωσμάτων, η θλίψη για όσους δεν έχουν αισθανθεί αυτόν το βαθύτερο δεσμό και οι συλλογισμοί για το πώς αυτό μπορεί να αλλάξει.
Δεν λείπουν από κάθε σελίδα, αναφορές αγαπημένων βιβλίων του συγγραφέα που ο αναγνώστης του δεν μπορεί παρά να χαμογελάσει καταλαβαίνοντας. Αλήθεια πως μπορεί να αντιληφθεί κάποιος τον έρωτα αν δεν έχει διαβάσει το Μονόγραμμα του Ελύτη ή τον Ρωμαίο και Ιουλιέτα του Σαίξπηρ;
Ακόμη, δεν παραλείπεται να συνδεθεί η ανάγνωση και με τις άλλες μορφές τέχνης γιατί ανάγνωση δεν αφορά μόνο στο βιβλίο αλλά και σε ένα μουσικό κομμάτι, σε ένα πίνακα ζωγραφικής, σε ένα θεατρικό έργο. Η τέχνη κι ο άνθρωπος, ο πομπός κι ο δέκτης, έννοιες που όλοι εμείς θαυμάζουμε και αποτελούν σημείο αναφοράς.

«Η ανάγνωση είναι ένας συγκλονιστικός συνδυασμός καλλιτεχνικής δημιουργίας, ένας συγκλονιστικός συνδυασμός ζωής. Καθώς ο αναγνώστης καταδύεται στα μαγικά βάθη των λογοτεχνικών κειμένων, συνδημιουργεί μαζί με τον συγγραφέα κόσμους και ιδέες. Παρασύρεται με τους λογοτεχνικούς ήρωες και ζει μαζί τους αγωνίες, πάθη, έρωτες και άγχη».

Το μανιφέστο Η αναγκαιότητα της ανάγνωσης είναι το πρώτο βιβλίο του Νίκου Σιδέρη και ίσως το πρώτο βιβλίο ενός αποφοίτου τμήματος Βιβλιοθηκονομίας το οποίο διαβάζω. Εύχομαι γρήγορα να εκδοθεί και το επόμενο βιβλίο του κι εύχομαι όλοι οι βιβλιοθηκονόμοι να έχουν αυτήν την τρέλα και τον έρωτα με το βιβλίο. Γιατί η ανάγνωση μπορεί να αλλάξει τον κόσμο κι ας είμαστε όλοι εμείς που το πιστεύουμε γραφικοί και ρομαντικοί.

Περισσότερες πληροφορίες για το βιβλίο μπορείτε να βρείτε εδώ.

Κυριακή 19 Ιουνίου 2016

Προετοιμασίες για την Πόλη


Το δεύτερο βιβλίο Τούρκου συγγραφέα που διαβάζω και εκτυλίσσεται στην όμορφη Κωνσταντινούπολη. Μετά το εξαιρετικό βιβλίο του Παμούκ, για το οποία είχα γράψει εδώ, σειρά είχε το νέο βιβλίο του Ahmet Ümıt "Έγκλημα στο Πέρα" (που είχα την τύχη να διαβάσω καθώς ένας ευγενικός κύριος το δώρισε στη δημόσια βιβλιοθήκη), ένα νουάρ μυθιστόρημα με τη συνηθισμένη υπόθεση αλλά όχι με την αγωνία των αστυνομικών μυθιστορημάτων.
Η υπόθεση είναι απλή.
Βρισκόμαστε στη χειμωνιάτικη χιονισμένη Κωνσταντινούπολη, στην πρώην ακμάζουσα ελληνική γειτονιά Ταρλάμπασι που τώρα βασιλεύει το έγκλημα γίνεται ένας φόνος το οποίο αναλαμβάνει να ερευνήσει ο αστυνόμος Νεβζάτ με τον βοηθό του Αλή. Ο ένας φόνος ακολουθείται από άλλους, με τον αστυνόμο να μην μπορεί να βρει τη λύση και να βρίσκεται μπλεγμένος σε δύσκολες υποθέσεις με πρωταγωνιστές τη μαφία που κυριαρχεί στην περιοχή.
Αν και τα πολλά ονόματα και τα πολλά πρόσωπα που εμπλέκονται στην υπόθεση με κούρασαν με αποτέλεσμα να μην μπορώ να ακολουθήσω το αστυνόμο στην εύρεση του/ των δολοφόνου/ ων, κατάλαβα πως ούτως ή άλλως δεν ήταν αυτή η βασική επιθυμία του συγγραφέα, γι' αυτό και το βιβλίο ξεχωρίζει από τα συνηθισμένα νουάρ. Μέσα από τα εγκλήματα που φαίνεται να μην έχουν τέλος, ο Ουμίτ παρουσιάζει την σκληρή αλήθεια της όμορφης μεγαλούπολης που δεν είναι άλλη από την απερισκεψία των κατοίκων της και η τάση τους να ξεχνούν.


Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι όλη η υπόθεση τοποθετείται στην γειτονία των Ελλήνων και των Αρμένιων που μετά τα Σεπτεμβιανά και τον βίαιο διωγμό τους, ξέπεσε με αποτέλεσμα σήμερα να είναι η πλέον κακόφημη συνοικία που συγκεντρώνει μαφία, ναρκωτικά, πορνεία και τους δυστυχισμένους ανθρώπους που εμπλέκονται σε όλα αυτά (περισσότερα για τη γειτονιά μπορείτε να διαβάσατε εδώ). Παράλληλα, στο όνομα της ανάπλασης, προστέθηκε άλλος ένας λόγος για να τυραννά την πολύπαθη γειτονιά, οι αγοραπωλησίες των εγκαταλειμμένων σπιτιών, ακόμη καπνισμένων από τις φωτιές, που ξεχωρίζουν για την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική. Σαν η περιοχή να μην μπορεί να ξεχάσει τις μαύρες στιγμές της ιστορίας της Πόλης. Μαζί με αυτήν φαίνεται να μην μπορούν να ξεχάσουν και ορισμένοι κάτοικοι γνώστες της αλήθειας. Τόσο ο Παμούκ όσο και ο Ουμίτ αναφέρονται στα γεγονότα της 6ης και 7ης Σεπτεμβρίου 1955 ως οι πιο ντροπιαστικές ημέρες που έζησε η Πόλη.


Ο πρωταγωνιστής της μυθ-ιστορίας, ο Νεβζάτ μπέη, είναι ερωτευμένος με την Ευγενία, Ρωμιά, τυχαίνει τις ημέρες που εξιχνιάζονται τα εγκλήματα να την έχουν επισκεφθεί συγγενείς από την Αθήνα, παλιοί κάτοικοι της Πόλης που έφυγαν μετά τα αποτρόπαια γεγονότα. Ο συγγραφέας δίνει λόγο στη θεία Φωφώ, η οποία εξιστορήσει με θλίψη τα όσα έζησε. Και καταλήγει η θεία Φωφώ, που μπορεί να είναι και η δική μου θεία:
"Τα σπίτια μας είναι εδώ, οι τάφοι των προγόνων μας είναι εδώ, η ψυχή μας είναι εδώ, αλλά εμείς πήγαμε στην εξορία. Οριστική εξορία... Καλά, εμάς εξόρισαν, μας έδιωξαν και τι έγινε; Πολύ το χάρηκαν; Η χώρα γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη; Η πόλη είδε μεγάλη ακμή και ευημερία; Αντιθέτως, έγινε χειρότερα δυστυχώς. Θα είδες την απελπιστική κατάσταση του Ταρλάμπασι. Ξεχειλίζει η φτώχια, η διαφθορά, η ξεδιαντοπιά κάθε είδους. Ένα αλλόκοτο πράγμα στην καρδιά της πόλης. Λες και κάποιος την καταράστηκε την αγαπημένη μου συνοικία."
Τέσσερις σελίδες που φανερώνουν ότι οι αληθινοί κάτοικοι αυτής της Πόλης δεν έχουν καταφέρει να ξεχάσουν τη δυστυχία που σκόρπισαν ορισμένοι φανατισμένοι (ευτυχισμένος ο λαός που δεν έχει τέτοιους).
Και πράγματι δεν έχουν ξεχάσει, το είδα, το έζησα, σε όσους με αγκάλιασαν βλέποντας σε εμένα τους Έλληνες φίλους που έχασαν. Αυτούς όλους τους ανθρώπους θα πάω να ξανασυναντήσω. Η επόμενη ανάρτηση θα είναι από την καλοκαιρινή, πολυπολιτισμική Ιστανμπούλ με τα ωραία χρώματα. Ανυπομονώ.

Τρίτη 14 Ιουνίου 2016

Καιρός για διακοπές

Τα περίεργα και δύσκολα χρόνια που διανύουμε δημιουργούν νέες καταστάσεις που κοντεύουν να γίνουν ρουτίνα καθώς η χώρα αδυνατεί να φύγει από το οικονομικό αδιέξοδο που της έχει επιβληθεί. Ο άνθρωπος όμως είναι κάτι σαν χαμαιλέοντας και προσαρμόζεται σε όποιο κομμάτι γης κι αν τον ακουμπήσουν. Έτσι κι εγώ, όπως κι άλλοι της ηλικίας μου, προσαρμοζόμαστε στο μόνιμο καθεστώς εργασιακής και οικονομικής αβεβαιότητας, ανασφάλειας και μετακίνησης.
Ένα παράδειγμα σε αυτό το εργασιακό καθεστώς είναι οι αναπληρωτές εκπαιδευτικοί. Κάθε καλοκαίρι, εδώ και οχτώ χρόνια μένουν άνεργοι, κάνουν αίτηση και κάποια στιγμή, άγνωστο πότε, τους ζητούν εντός τριών ημερών να παρουσιαστούν στο νομό που έχουν επιλεγεί και τους τοποθετούν σε κάποια σχολική μονάδα για να εργαστούν μέχρι τον Ιούνιο και μετά πάλι από την αρχή. Κι έτσι ζουν χιλιάδες Έλληνες, χωρίς σταθερό μέρος διαμονής, μαθαίνοντας να προσαρμόζονται σε όποιο εργασιακό περιβάλλον τους ανοίξει την πόρτα τους για λίγο. Μαθαίνουμε βέβαια και να απολαμβάνουμε αυτόν τον διαφορετικό εργασιακό τουρισμό όπως τον έχω ονομάσει.

Έτσι λίγο πριν φτιάξω πάλι βαλίτσες για να επιστρέψω από εκεί που ήρθα, θα σας παρουσιάσω ένα πανέμορφο μέρος που αξίζει να επισκεφθείτε κάποια στιγμή στη ζωή σας, πλησιάζει και το τριήμερο του Άγιου Πνεύματος και είναι ό, τι πρέπει για όσους θέλουν να αποδράσουν από την Αθήνα.


Ο επίγειος παράδεισος μου βρίσκεται στη Μεσσηνία ονομάζεται Πολυλίμνιο κι απέχει 31 χιλιόμετρα από τη πρωτεύουσα τον νομού, στο δρόμο που ενώνει την Καλαμάτα με την Πύλο. Ο νέος δρόμος που δημιουργήθηκε δίνει τη δυνατότητα στους Αθηναίους να βρεθούν στην Καλαμάτα σε 2.30 ώρες και να πληρώσουν βέβαια τα πανάκριβα διόδια (13 ευρώ), αλλά ο πανέμορφος αυτός νομός αξίζει. Είναι ο καταπράσινος Ταΰγετος με τα πολλά μονοπάτια πεζοπορίας που όλα οδηγούν σε υπέροχα ποτάμια, είναι οι πεντακάθαρες παραλίες, είναι η Μάνη με την Καρδαμύλη και την Στούπα, είναι η Πύλος, η Μεθώνη, η Κορώνη, η Κυπαρισσία είναι και το ιδιαίτερο Πολυλίμνιο που θα γεμίσουν τον ταξιδιώτη εικόνες.


Το Πολυλίμνιο είναι ένα μέρος που παρόμοιο του δεν έχω ξανά αντικρίσει σε όλη την Ελλάδα, ιδανικό για δροσερό μπάνιο σε γλυκά νερά το καλοκαίρι αλλά και για πεζοπορία δίπλα στους ήχους του νερού που κυλάει τις ηλιόλουστες μέρες των άλλων εποχών.


Ακολουθώντας τις ταμπέλες περνάμε το χωριό Καζάρμα, φτάνουμε στο χωριό Χαραυγή, αφήνουμε το αυτοκίνητο στο πάρκινγκ, κατηφορίζουμε τον χωματόδρομο (περίπου 300 μ.) και φτάνουμε στον καταπράσινο παράδεισο για να ξεκινήσουμε την πεζοπορία (3 χμ.) και να ανακαλύψουμε όλες τις λίμνες που δημιουργούνται από τα ορμητικά νερά του φαραγγιού. Το μέρος πρόσφατα αξιοποιήθηκε και δόθηκε η ευκαιρία να γίνει προσπελάσιμο από όλους. Στο μονοπάτι έχουν τοποθετηθεί ξύλινες γεφυρούλες αλλά και μεταλλικά στηρίγματα που σου επιτρέπουν και σε παροτρύνουν να συνεχίσεις την πεζοπορία και να δεις όλες τις μαγικές λίμνες που η καθεμία έχει και διαφορετικό όνομα Μαυρολίμνα, Κάδη, Καδούλα, του Ιταλού, του Τυχερού κ.λπ.


Έχω περπατήσει εκεί όλες της εποχές, τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού έχει, όπως είναι λογικό, πολύ κόσμο. Η σκιά της πλούσιας βλάστησης σου επιτρέπει να πεζοπορήσεις χωρίς κανένα πρόβλημα, ενώ ο ήχος του νερού καλύπτει κάθε σου σκέψη. Τον περισσότερο κόσμο τον συγκεντρώνει η μεγαλύτερη λίμνη, η Καδούλα που έχει σχήμα καρδιάς κι έναν εκπληκτικό καταρράκτη 25 μέτρων, ενώ γύρω γύρω έχει βράχια για να βουτήξεις στα κρύα νερά άμεσα χωρίς να σε νοιάζει τίποτα.

Σάββατο 11 Ιουνίου 2016

Οι γυναίκες από το Αφγανιστάν


Ο Αλγερινός συγγραφέας που κρύβεται πίσω από το γυναικείο ψευδώνυμο Γιασμίνα Χάντρα (Yasmina Khadra) είναι ο Μοχάμεντ Μουλεσεχούλ (Mohammed Moulessehoul) κι έγραψε το καλύτερο και διαχρονικότερο βιβλίο που διάβασα τους τελευταίους μήνες. Πρόκειται για το βιβλίο τα "Χελιδόνια της Καμπούλ". 
Έχω δηλώσει ξανά ότι με ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τα λογοτεχνικά βιβλία που αναφέρονται στις ανατολικές πολύπαθες χώρες. Μου δίνουν την ευκαιρία να ταξιδέψω σε πόλεις με διαφορετική κουλτούρα που ίσως ποτέ να μην καταφέρω να επισκεφτώ και να γνωρίσω γιατί οι πόλεμοί τους φαίνεται να μην έχουν τέλος. Κι όταν σκέφτομαι ανατολίτικη κουλτούρα το μυαλό μου πάει σε χρωματιστά χαλιά που ίσως και να πετάνε, τη φωνή του Ιμάμη που σε καθηλώνει αρκετές φορές τη μέρα, μυρωδιές από μπαχαρικά και όμορφες μελαχρινές γυναίκες που ψάχνουν λυχνάρια. Και ίσως κάποτε να ήταν έτσι, πόσα χρόνια όμως αυτό έχει πάψει; Γκρεμισμένα σπίτια, σαραβαλιασμένα ήθη και έθιμα, φόβος, φτώχια, τυραννία, πίστη. Οι άνθρωποι αυτών των χωρών μάλλον δεν θα καταφέρουν να βρουν ποτέ την ηρεμία και τη γαλήνη που θα έπρεπε να κυριαρχεί σε όλες τις πόλεις του κόσμου. 
Ο Χάντρα μας ταξιδεύει στην πρωτεύουσα του Αφγανιστάν την εποχή που βρίσκεται υπό την κυριαρχία των Ταλιμπάν και του ισλαμικού ιερού νόμου που απαγορεύει τα πάντα. Στο μόλις 150σέλιδο βιβλίο και μέσα από τη ζωή δύο αντρόγυνων που έχουν επιβιώσει από τον πόλεμο με τους Ρώσους και τώρα αναγκάζονται να επιβιώνουν υπό το καθεστώς τρόμου, ο συγγραφέας μας μεταφέρει όλο το εμπόλεμο κλίμα, όλο τον φόβο των ανθρώπων και την τρέλα που έχει κυριαρχήσει. 
Περισσότερο απ' όλα όμως φανερώνεται η θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Ζήτημα που φαίνεται να αγγίζει περισσότερο τον συγγραφέα που επιλέγει να κρυφτεί πίσω από ένα γυναικείο όνομα. Η γυναίκα που αναγκάζεται να ζει κρυμμένη κάτω από το τσαντόρ της, χωρίς κανένα δικαίωμα, στη σκιά ενός άντρα που την αντιμετωπίζει σαν ζώο ακόμη κι όταν την ερωτεύεται παράφορα. Λιθοβολείται και εκτελείται προς παραδειγματισμό, ταπεινώνεται, μένει φυλακισμένη σε ένα γκρεμισμένο σπίτι, της απαγορεύεται ακόμη και να αναπνεύσει κάτω από τον καυτό ήλιο της Καμπούλ. Κι όλα αυτά στο όνομα κάποιου θεού που τους διατάζει. 
Ζητήματα που η δική μας "πολιτισμένη" δυτική κοινωνία έχει λύσει ή πιστεύει ότι έχει λύσει ή απλά τα έχει σκεπάσει εξαλείφοντας τις ακραίες και κατακριτέες συμπεριφορές.

Σάββατο 4 Ιουνίου 2016

Διαβάζοντας στη βιβλιοθήκη


Σκοτεινιασμένη και προβληματισμένη από υπαλλήλους που για αλλού ξεκίνησαν και αλλού βρέθηκαν, ίσως να βαρέθηκαν στην πορεία ακόμη και τον ίδιο τους τον εαυτό, αναλογίζομαι ποιοι άραγε χρησιμοποιούν τις βιβλιοθήκες και που χρειάζονται.
Λίγοι είναι οι αναγνώστες αυτής της χώρας, αυτό είναι αλήθεια. Όχι πως δεν υπάρχουν, αλλά είναι στατιστικά λιγότεροι από άλλες χώρες. Όσοι διαβάζουν πολύ έχουν μια περίεργη σχέση με το βιβλίο. Θέλουν να το έχουν στη βιβλιοθήκη τους, να το υπογραμμίζουν, να το σημειώνουν και να ανατρέχουν σε αυτό όποτε το θελήσουν. Δυσκολεύονται ακόμη και να το δανείσουν, ίσως να προτιμούν να αγοράσουν ένα άλλο αντίτυπο και να το δωρίσουν παρά να αποχωριστούν το δικό τους. Σε ένα βαθμό τους καταλαβαίνω. Κι εγώ έτσι ενεργώ, όχι για όλα όμως τα βιβλία, για εκείνα  που πραγματικά απόλαυσα. Πολλές φορές μου έχει τύχει να αγοράσω ένα βιβλίο και να μην είναι αυτό που περίμενα, και μετανιώνω για την αγορά και δεν θέλω να μου πιάνει πολύτιμο χώρο στη βιβλιοθήκη μου. Αυτό δεν καταλαβαίνω, εκείνους που δεν θέλουν να αποχωριστούν ακόμη και τα βιβλία που δεν τους άρεσαν, που έχουν περάσει χρόνια και δεν έχουν θελήσει να τα διαβάσουν μετά. Μου θυμίζουν εμένα όταν ήμουν μικρή. Μάζευα ό,τι βιβλίο έβρισκα για να μην είναι τα ράφια άδεια. Μα όταν γέμισαν, έβαλα άλλα ράφια κι όταν γέμισαν κι αυτά, άλλαξα σπίτι κι άρχισα να γεμίζω άλλα ράφια. Και μετά αποφάσισα ότι δεν χρειάζεται να γεμίζω ράφια με βιβλία που άφησα στη μέση και δεν έχω σκοπό ποτέ να συνεχίσω.
Οπότε, οι φανατικοί αναγνώστες δεν είναι συνήθως και χρήστες βιβλιοθηκών, σίγουρα ούτε εκείνοι που δεν έχουν καμία σχέση με το βιβλίο. Υπάρχουν και οι περιστασιακοί αναγνώστες που προτιμούν να ξοδεύουν τα χρήματα τους αλλού και ευχαρίστως θα έμπαιναν σε μια βιβλιοθήκη να δοκιμάσουν να βρουν ένα βιβλίο που θα συντροφεύει τον ελεύθερο χρόνο τους. Αν είναι τυχεροί θα το βρουν ή θα βρουν ένα πρόθυμο υπάλληλο που θα τους βοηθήσει, αν είναι τυχεροί (αυτονόητα δεν αναφέρομαι στις βιβλιοθήκες που παρόλες τις δυσκολίες καταφέρνουν να λειτουργούν, δες και σχετική ανάρτηση). Και ποιοι μένουν;
Αυτά σκεφτόμουν και τακτοποιούσα τα ράφια που δεν θα κουραζομουν να το κάνω ακόμα κι αν το έκανα για όλα τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής μου, και καθώς μπαίνω το παιδικό δωμάτιο βλέπω αυτήν την εικόνα.


Είναι σχεδόν μία, καταμεσήμερο, ο ήλιος καίει, μόλις είχαν σχολάσει, οι σχολικές τσάντες παρατημένες δίπλα, το ίδιο και τα κινητά. Τα παπούτσια δίπλα τους, αραγμένες ως εκεί που δεν πάει. Σχεδόν ζηλεύω την ανεμελιά τους. Έχουν βρει η κάθε μια από ένα βιβλίο και το διαβάζουν. Ούτε που ήξερα ότι είναι εκεί. Διστάζω να μπω μην τυχόν και τις ενοχλήσω. Είναι ήδη αργά με έχουν δει. Αλλά αυτή η εικόνα είναι τόσο απολαυστική. «Κορίτσια έχετε πολλή πλάκα. Μπορώ να σας βγάλω μια φωτογραφία. Μην κουνηθείτε καθόλου. Μην σταματήσετε να διαβάζετε». Την άλλη μέρα ήταν πάλι εκεί, έγιναν μέλη. Τις βρήκα πάλι στο ίδιο σημείο.

Όλοι πρέπει να χρησιμοποιούμε τις βιβλιοθήκες και κυρίως εμείς που διαβάζουμε πολύ. Να προσπαθούμε να τις κάνουμε καλύτερες. Με όποιον τρόπο. Καμιά φορά η παρουσία μας και μόνο αρκεί. Κι αν δεν μας θέλουν εμείς να επιμένουμε. Γιατί πιστεύουμε στην ανάγνωση. Γιατί τα βιβλία είναι να για να διαβάζονται, να αλλάζουν χέρια και να αγαπιούνται.

Τρίτη 31 Μαΐου 2016

Τα βιβλία για βιβλία που πρέπει να έχεις διαβάσει



Ξέρω πόσο σας αρέσουν οι βιβλιολίστες και ξέρω επίσης πόσο αγαπάτε, όπως εγώ άλλωστε, τα βιβλία για βιβλία. Διαβάζοντας, λοιπόν, αυτή τη λίστα με τα 100 βιβλία για βιβλία που με θλίψη διαπίστωσα ότι οι περισσότεροι τίτλοι ποτέ δεν μεταφράστηκαν στα ελληνικά, σκέφτηκα να φτιάξω τη δική μου λίστα με τα αγαπημένα βιβλία για βιβλία. Τα βιβλία εκείνα που αναφέρονται σε μαγικές βιβλιοθήκες με παλιά και ξεχωριστά βιβλία, σε συγγραφείς και αναγνώστες. Η βιβλιολίστα μου έχει βιβλιοβιβλία για όλα τα γούστα, λογοτεχνικά που περιλαμβάνουν αστυνομικά, ιστορικά, συναισθηματικά αλλά και βιογραφίες αλλά και τα μη λογοτεχνικά που περιέχουν βιβλία με συμβουλές από καλούς συγγραφείς, δοκίμια, αλλά και βιβλία για εκδότες και βιβλιοπώλες. Τα μη λογοτεχνικά βιβλία είναι δυνητικά άπειρα αλλά ενδεικτικά τοποθετώ κάποιους αγαπημένους τίτλους. Όλα τα βιβλία που αναφέρονται είναι από τα πιο πιο αγαπημένα, φυσικά τα έχω διαβάσει όλα και σίγουρα κάποια θα μου έχουν ξεφύγει, οπότε συμπληρώστε την με σχόλια. Ας διαβάσουμε γι΄ αυτό που αγαπάμε, ας μιλήσουμε για τη βιβλιοφιλία.

Λογοτεχνικά
  1. Το χάρτινο σπίτι, Carlos María Domínguez
  2. Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης, Italo Calvino
  3. 84, Charing Cross Road, Helene Hanff
  4. Φαρενάιτ 451, Bradbury Ray
  5. Η μοναχούλα, Pierre Pezu
  6. Ο βιβλιοπώλης της Καμπούλ, Asne  Seierstad
  7. Διαβάζοντας τη Λολίτα στην Τεχεράνη, Azar Nafisi 
  8. Το όνομα του ρόδου, Umberto Eco
  9. Διαβάζοτας στη Χάννα, Bernhard Schlink
  10. Η κλέφτρα των βιβλίων, Markus Zusak
  11. Η σκιά του ανέμου, Carlos Ruiz Zafon
  12. Ο φόνος στη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, Roberts John Maddox
  13. Το παράξενο βιβλιοπωλείο του κυρίου Πενάμπρα, Robin Sloan
  14. Η δέκατη τρίτη ιστορία, Diane Setterfield
  15. Το βασίλειό μου για ένα βιβλίο, Allan Bennett
  16. Στο καλό μυθιστόρημα, Laurence Cosse
  17. Η Λέσχη Δουμάς, Arturo Pérez  Reverte
  18. Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης, Luis Sepúlveda
  19. Ένα βιβλίο για πέταμα, Paul Deslamand
  20. Η Μαγική Βιβλιοθήκη, Γιοστέιν Γκάαρντερ, Κλάους Χάγκερουπ
  21. Η τελευταία σελίδα, Gazmend Kapllani
  22. Μαύρη φιλολογία, Pablo de Santis
  23. Ο καθηγητής και ο τρελός, Simon Winchester
  24. Φέρμιν: οι περιπέτειες ενός μητροπολιτικού κατεργάρη, Sam Savage
  25.  Το βιβλίο των χαμένων πραγμάτων, John Connolly
  26.  Ιστορία χωρίς τέλος, Michael Ende
  27. Η νύχτα του συγγραφέα, Amos Oz
  28. Βιβλιομανία, Gustave Flaubert
  29. Η αναγνώστρια, Raymond Jean
  30. Η βιογραφία ενός βιβλίου, Zoran Živković
  31. Η καλλιγράφος του Βοσπόρου, Yasmine Ghata
  32. Οι βιβλιοθήκες μου, Varlam Shalamov
  33. Βιβλιοθήκες γεμάτες φαντάσματα, Jacques Bonnet
  34. Ο παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ, Stefan Zweig
  35. Ο Βιβλιοφάγος: τελικά κάνει καλό το διάβασμα, Klaas Huizing
  36. Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο, Άλκη Ζέη
  37. Το μυστικό της τελευταίας σελίδας, Νίκος Χρυσός
  38. Ιστορίες βιβλίων, επιμ. Νίκος Χρυσός
  39. Η χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα, Δημήτρης Μαμαλούκας
Mη λογοτεχνικά
  1. Περί συγγραφής: το χρονικό μιας τέχνης, Stephen King
  2. Πώς να γράψετε ένα μυθιστόρημα αγωνίας [και δράσης], Patricia Highsmith
  3. Επιστολές σ’ ένα νέο συγγραφέα, Vargas Liosa Mario
  4. Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή, Rainer Maria Rilke
  5. Η τέχνη της γραφής. Συμβουλές σε ένα νέο συγγραφέα, Anton Pavlovich Chekhov
  6. Εκδόσεις χωρίς εκδότες, André Schiffrin
  7. Ζερόμ Λεντόν, Jean Echenoz
  8. «Σαν να διάβασα ένα βιβλίο». Ο βιβλιοπώλης της Εστίας αφηγείται, Νίκος Παντελάκης
  9. Αναμνήσεις επί χάρτου: κείμενα για τη βιβλιοφιλία, Umberto Eco
  10. Μην ελπίζετε να απαλλαγείτε από τα βιβλία, JeanClaude Carrière, Umberto Eco
  11. Περί Βιβλιοθηκών, Συλλογικό έργο
  12. Σαν ένα μυθιστόρημα, Daniel Pennac
  13. Πώς να μιλάμε για βιβλία που δεν έχουμε διαβάσει, Pierre Bayard
  14. Η σιωπή των βιβλίων, George Steiner
  15. Ιστορία του βιβλίου, Frederic Barbier
  16. Πως και γιατί διαβάζουμε, Harold Bloom
  17. Γιατί να διαβάζουμε τους κλασικούς, Italo Calvino
  18. Η τέχνη του στίχου, Jorge Luis Borges
  19. Το επόμενο βήμα του Γουτεμβέργιου, Χριστίνα Μπάνου
  20. Ιστορία της ανάγνωσης στον δυτικό κόσμο, Συλλογικό έργο
  21. Σελίδες στην οθόνη ή σε χαρτί, Συλλογικό έργο
  22. Το βιβλίο των χαμένων βιβλίων, Stuart Kelly
  23. Περί ανάγνωσης και βιβλίων, Arthur Schopenhauer
Κι αν θέλετε κι άλλα μπορείτε να βρείτε τα 751 βιβλία για βιβλία του goodreads.

Παρασκευή 27 Μαΐου 2016

Ο Ισπανός που μαγεύει


Πέρασαν έξι ολόκληρα χρόνια από τότε που διάβασα το πιο γνωστό από τα βιβλία για βιβλία του Ισπανού συγγραφέα Κάρλος Ρουίθ Θαφόν. Δεν θυμάμαι και πολλά από αυτήν την ιστορία, μόνο όσα χρειάζονται, δηλ. ότι είναι ένα βιβλίο που μου κράτησε πολύ καλή συντροφιά, το οποίο σίγουρα θα πρότεινα ανεπιφύλακτα σε κάποιον να διαβάσει, ότι το διάβασα μονορούφι κι όταν τελείωσε ήθελα κι άλλο. Στην περίπτωσή του υπάρχει κι άλλο, καθώς το βιβλίο, για καλή μας τύχη, είναι μέρος τριλογίας.
Με πολυετή καθυστέρηση πήρα λοιπόν την απόφαση να διαβάσω το τρίτο μέρος με τον τίτλο "Ο αιχμάλωτος του ουρανού". Συνέχισα με το τρίτο γιατί αφενός έχω ξεχάσει την υπόθεση και αφετέρου γιατί έχω την άποψη ότι οι τριλογίες δεν είναι συνέχειες με την αυστηρή έννοια. Δεν είναι το δεύτερο και τρίτο μέρος του βιβλίου είναι ένα άλλο βιβλίο με κοινούς ήρωες αλλά σε νέες περιπέτειες.

Ο Ισπανός συγγραφέας έχει βρει το μυστικό να καθηλώνει τον αναγνώστη γεγονός που φαίνεται και σε αυτό το βιβλίο που πραγματικά δεν θες να αφήσεις από τα χέρια σου, ακόμα και σε εκείνες τις σελίδες που η ιστορία κάνει κοιλιά θες να συνεχίσεις γιατί έχεις ανοιχτούς λογαριασμούς. Εξάλλου δεν υπάρχουν και πολλές περιπτώσεις που ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να ταξιδέψει στους δρόμους της όμορφης Βαρκελώνης (άραγε εκείνος ο κυματοθραύστης που βλέπεις τη Βαρκελώνη να καθρεφτίζεται στη θάλασσα καθώς ξημερώνει, υπάρχει κι αν ναι εγώ γιατί δεν έκατσα εκεί να περιμένω τον ήλιο να ανατείλει;). Οπότε οι λάτρεις της ισπανικής κουλτούρας δεν έχουν και πολλές επιλογές σε ελληνικές μεταφράσεις.
Αν κι εδώ ο συγγραφέας αναφέρεται στο βιβλιοπωλείο Σεμπέρε & Υιοί, καθώς εκεί εργάζεται ο κεντρικός ήρωας, οι βιβλιοφιλικές αναφορές είναι λίγες σε σχέση με το πρώτο βιβλίο. Τόσο λίγες που αν δεν υπήρχε το πρώτο μέρος της τριλογίας δεν θα το χαρακτήριζα καν βιβλίο για βιβλία. Ακόμη και η περίληψη στο οπισθόφυλλο προετοιμάζει τον αναγνώστη για ένα ακόμη βιβλιοφιλικό ανάγνωσμα, αλλά περισσότερο εξαπατά. Εδώ μας ενδιαφέρει περισσότερο η ιστορία που αφηγείται ο Φέρμιν, η ζωή του στη φυλακή και πώς κατάφερε να δραπετεύσει καθώς σίγουρα επέζησε αφού είναι εδώ και μας μιλάει κι έχει βαλθεί να είναι ο φύλακας άγγελος του Ντάνιελ, ο οποίος είναι ο κεντρικός αφηγητής και ο βασικός ήρωας του πρώτου βιβλίου. Ακόμα κι από το κοιμητήριο των λησμονημένων βιβλίων θα περάσουμε μια βόλτα μονάχα στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου. Εκείνο τον μεγαλειώδες λαβύρινθο από ξεχασμένα βιβλία που εκτενώς είχε περιγραφεί στο πρώτο βιβλίο. Ωστόσο το βιβλίο τελειώνει σαν να υπάρχει και τέταρτο μέρος, όπως δηλαδή και σε όλα τα καλά sequel.

Κυριακή 15 Μαΐου 2016

Νεσμπομάνια

"Ο πατέρας μου, Ίαν Μπρόουν, ήταν φανατικός σκακιστής, αν και όχι ιδιαίτερα καλός παίχτης. Τον είχε μάθει σκάκι ο πατέρας του από πέντε χρονών, διάβαζε σκακιστικές επιθεωρήσεις, μελετούσε κλασικές παρτίδες. Εμένα όμως αυτός δεν μου έμαθε σκάκι παρά μόνο όταν ήμουν ήδη δεκατεσσάρων, δηλαδή μετά την πιο δεκτική ηλικία του παιδιού. Παρ' όλα αυτά αποδείχτηκε ότι είχα κλίση και στα δεκάξι μου τον νίκησα για πρώτη φορά. Χαμογέλασε σαν να ήταν περήφανος για μένα, αλλά εγώ ήξερα ότι δεν του άρεσε καθόλου. Έστησα ξανά τα πιόνια και ξεκινήσαμε να παίζουμε τη ρεβάνς. Εγώ είχα τα λευκά, όπως πάντα, ήθελε να με κάνει να πιστεύω ότι μου έδινε τάχα ένα πλεονέκτημα. Ύστερα από μερικές κινήσεις, ζήτησε συγγνώμη και έφυγε για την κουζίνα, όπου ήξερα ότι πήγαινε να πιει μια γερή γουλιά από το μπουκάλι με το τζιν. Όταν γύρισε εγώ είχα αλλάξει θέσεις σε δύο πιόνια, αλλά δεν το κατάλαβε. Τέσσερις κινήσεις αργότερα βρέθηκε να κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό τη λευκή βασίλισσά μου αντίκρυ στον μαύρο βασιλιά του. Και κατάλαβε ότι η επόμενη κίνηση θα ήταν ρουά ματ. Ήταν τόσο αστείο να τον βλέπεις, που δεν κρατήθηκα και έβαλα τα γέλια. Και τότε είδα στην έκφρασή του ότι είχε μαντέψει τι είχε συμβεί. Πετάχτηκε όρθιος και σάρωσε όλα τα πιόνια από τη σκακιέρα. Και μετά με χαστούκισε. Τα γόνατά μου λύγισαν και έπεσα, πιο πολύ από φόβο παρά από το χτύπημα. Ποτέ δεν με είχε ξαναχτυπήσει."

Απολαμβάνω να διαβάζω αστυνομική λογοτεχνία σαν να βλέπω καλή ταινία σε αναπαυτική καρέκλα σκοτεινής αίθουσας ενός μεγάλου κινηματογράφου με άψογη ποιότητα ήχου και εικόνας. Τίποτα δεν μπορεί να μου αποσπάσει την προσοχή κάτι που όσο περνάει τα χρόνια είναι όλο και πιο δύσκολο να το καταφέρει ένα βιβλίο. Καμία σκέψη, κανένας εξωτερικός ήχος. Ακόμα κι αν ο κόσμος καταστρεφόταν εγώ θα έμενα απορροφημένη μέχρι η ιστορία να φτάσει στο τέλος της, μέχρι να εξιχνιαστεί το έγκλημα, μέχρι να αποκαλυφθεί το κίνητρο. 
Η αγάπη για τα αστυνομικά ξεκινάει κάποιο μακρινό καλοκαίρι σε ένα παραλιακό μέρος της Αττικής που αγόραζα μεταχειρισμένα βιβλία τσέπης από πάγκους πανηγυριών σε πολύ καλή τιμή. Με άδειες τσέπες, αναζητώντας απεγνωσμένα βιβλία προς ανάγνωση δίπλα στο κύμα το "ό,τι πάρεις 100 δρχ." φάνταζε θεόσταλτο δώρο. Ποτέ καμία ιστορία δεν με έχει απογοητεύσει. Μπορεί να ήταν τυπωμένα στην χειρότερη έκδοση, μπορεί οι ράχες να κόβονταν και οι σελίδες να σκόρπιζαν, μπορεί το μελάνι να ξέβαφε και οι λέξεις να μουτζουρώνονταν αλλά εγώ πάντα έφτανα στο τέλος της ιστορίας χωρίς τίποτα να με εμποδίσει. Κι όσοι διαβάζουν αυτό το μπλογκ ξέρουν τι σημαίνει η τυπογραφική εμφάνιση ενός βιβλίου για εμένα. Στα αστυνομικά όμως αυτά δεν παίζουν κανένα ρόλο. Ο αναγνώστης είναι μόνος απέναντι στη φαντασία.
Η καλύτερη διαφυγή.

Ο Νορβηγός συγγραφέας Τζο Νέσμπο διεκδικεί το τίτλο του μεγαλύτερου εν ζωή συγγραφέα αστυνομικού στον κόσμο. Έχει παγκοσμίως φανατικό αναγνωστικό κοινό, ακόμη και στη χώρα μας, που αναμένει με αγωνία το επόμενο βιβλίο του. Παγκοσμίως έχει πουλήσει πάνω από 25 εκατομμύρια αντίτυπα. Δεν είναι και λίγο να καταφέρεις κάτι τέτοιο μέσα από τις λέξεις σου. Οι λάτρεις της αστυνομικής λογοτεχνίας υποκλίνονται στην πένα του. Σίγουρα είναι ο ιδανικός συγγραφέας για να ξεκινήσει κάποιος τη μύηση στον κόσμο της αστυνομικής λογοτεχνίας (συν οι πολύ δελεαστικές τιμές του Μεταιχμίου στη σειρά pocket). Πολλά από τα βιβλία του έχουν μεταφερθεί και στον κινηματογράφο, όπως το "Κυνηγοί κεφαλών" από το οποίο δανείστηκα το απόσπασμα της ανάρτησης που αυτή τη φορά δεν αφορά βιβλία αλλά το σκάκι.

Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας αναζητά ικανούς ανθρώπους που θα στελεχώσουν θέσεις επιχειρήσεων. Ξέρει να διαβάζει βιογραφικά αλλά πιο πολύ ξέρει να διαβάζει τους ίδιους τους ανθρώπους που περνούν από την εξονυχιστική συνέντευξη του. Δεν αποτυγχάνει ποτέ να καλύψει τις απαιτήσεις των μεγάλων επιχειρήσεων και να ταιριάψει τον κατάλληλο άνθρωπο στην κατάλληλη θέση αλλά και να αποσπάσει τις πληροφορίες που χρειάζεται. Για να καλύψει τις χλιδάτες ανάγκες του κάνει και μια δεύτερη εργασία, ανιχνεύει τους κατόχους έργων τέχνης μεγάλης αξίας και τα αντικαθιστά με πλαστά. Όπως σε όλα τα καλά αστυνομικά, η ιστορία περιπλέκεται πολύ κι ο αναγνώστης αγωνιά να δει που το πάει ο ταλαντούχος συγγραφέας του βιβλίου που διαβάζει.

Κι αν δεν σας έπεισα, αφήνω να το κάνει η κινούμενη εικόνα, η έτοιμη τροφή για την φαντασία:


Σάββατο 7 Μαΐου 2016

Στο πάρκο του Θερβάντες


Κι αφού περάσεις την υπερσύγχρονη γέφυρα, το αρχιτεκτονικό θαύμα που ενώνει τη δυτική Πελοπόννησο με την ηπειρωτική Ελλάδα (καλύτερα να περάσεις από δίπλα, από τον παλιό καραβίσιο δρόμο, καθώς αυτή η γέφυρα δημιουργήθηκε για να τη θαυμάζεις και όχι να τη χρησιμοποιείς), θα φτάσεις Αντίρριο και θα στρίψεις δεξιά με κατεύθυνση τη Ναύπακτο. Δεύτερη φορά που επισκέπτομαι αυτήν την παραμυθένια πόλη που κάθε γραφικό σοκάκι της μυρίζει ιστορία. Ακόμη και αν είναι αργία κι είναι όλα κλειστά, αξίζει να περιπλανηθείς στα πλακόστρωτα καλντερίμια και να θαυμάσεις την αρχιτεκτονική των παραδοσιακών πετρόκτιστων σπιτιών, αυτά τα υπέροχα σπίτια που πάντα ζηλεύω τους τυχερούς ιδιοκτήτες. Από το ενετικό λιμάνι να ανηφορίσεις προς το ρολόι του Σεραφείμ και να απολαύσεις την πανοραμική θέα της πόλης και του κόλπου έως τη γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου. Αν αντέχεις το περπάτημα, μπορείς να συνεχίσεις την ανηφορική διαδρομή έως το καλοδιατηρημένο κάστρο που βρίσκεται στην κορυφή του λόφου και περιστοιχίζεται από πευκόδασος. Κι από εκεί πίσω πάλι στο λιμάνι.

























Στο ενετικό λιμάνι της Ναυπάκτου βρίσκεται το άγαλμα του αγαπημένου Ισπανού συγγραφέα Μιγκέλ ντε Θερβάντες. Στις 7/10/1571 ο συγγραφέας του Δον Κιχώτη συμμετείχε σε μια από τις σημαντικότερες ναυμαχίες της παγκόσμιας ιστορίας, τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου, πολεμώντας κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αν και βαριά άρρωστος με υψηλό πυρετό προτίμησε να πολεμήσει και δέχτηκε δύο τραύματα ένα στο στήθος και ένα στο αριστερό χέρι. Το άγαλμα που η λιγνή φιγούρα θυμίζει περισσότερο τον ήρωά του, φέρει το δεξί χέρι ανασηκωμένο διότι είναι το χέρι που σώθηκε από τη μάχη, το χέρι που χρησιμοποίησε για να γράψει ένα από τα κορυφαία έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Το άγαλμα του Θερβάντες δεσπόζει στη δεξιά πλευρά του λιμανιού ενώ ο χώρος ονομάστηκε πάρκο Θερβάντες. Σε μαρμάρινες επιγραφές βρίσκεται το χρονικό της ναυμαχίας. 

Η βόλτα σε μία από τις πιο όμορφες πόλεις της Ελλάδος γίνεται καλύτερη μαθαίνοντας τις δονκιχωτικές περιπέτειες του συγγραφέα. Τι κι αν πέρασαν κοντά 450 χρόνια;

Παρασκευή 29 Απριλίου 2016

BookPorn



"Αναγνώστρια, τώρα διαβάζουμε το χαρακτήρα σου. Το σώμα σου υποβάλλεται σε μια συστηματική ανάγνωση από κανάλια πληροφόρησης που αφορούν την αφή, την όραση, την όσφρηση και δέχονται τις παρεμβολές των γευστικών θηλών. Ακόμη και η ακοή έχει το δικό της μερίδιο, έτσι όπως δίνει ιδιαίτερη σημασία στα βογκητά και τις μικρές κραυγές σου. Δεν είναι μόνο το σώμα σου αντικείμενο ανάγνωση: το σώμα σου μετράει μονάχα ως κομμάτι ενός συνόλου από σύνθετα στοιχεία που δεν είναι όλα ορατά ούτε όλα παρόντα, αλλά εκφράζονται με ορατά και άμεσα φαινόμενα: το συννέφιασμα των ματιών σου, το γέλιο σου, τα λόγια που λες, ο τρόπος που μαζεύεις και ξεμπλέκεις τα μαλλιά σου, ο τρόπος που παίρνεις μια πρωτοβουλία και ο τρόπος που υποχωρείς, κι όλα εκείνα τα σημάδια που βρίσκονται στα σύνορα ανάμεσα σ' εσένα και τις συνήθειες και τα ήθη και τη μνήμη και την προϊστορία και τη μόδα, όλοι οι κώδικες, όλα τα φτωχά αλφάβητα με τα οποία ένα ανθρώπινο πλάσμα νομίζει ότι διαβάζει ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα.
Στο μεταξύ, όμως, γίνεσαι κι εσύ, Αναγνώστη, αντικείμενο ανάγνωσης: η Αναγνώστρια επιθεωρεί τώρα το κορμί σου, με τον ίδιο τρόπο που ρίχνει μια ματιά στα περιεχόμενα ενός βιβλίου, το συμβουλεύεται σαν να την έπιασε μια ξαφνική και επίμονη περιέργεια, καθυστερεί, καθώς το ανακρίνει, και περιμένει μια βουβή απάντηση, λες και δεν την ενδιαφέρει μια μερική αυτοψία αλλά μονάχα μια ευρύτερη κατόπτευση του χώρου. Άλλωστε είναι προσηλωμένη σε αμελητέες λεπτομέρειες, ίσως σε κάποιες μικρές χαρακτηριστικές αδυναμίες, για παράδειγμα στο μήλο του Αδάμ που προεξέχει ή στον τρόπο που έχεις να βυθίζεις το κεφάλι στην κοιλότητα του λαιμού της, και τις χρησιμοποιεί για να δημιουργήσει μια κάποια απόσταση, μια κριτική επιφύλαξη ή μια σκερτσόζικη οικειότητα, άλλες φορές, πάλι, δίνει υπερβολική αξία σε μια λεπτομέρεια που ανακάλυψε τυχαία, όπως είναι το σχήμα του σαγονιού σου ή μια ιδιαίτερη δαγκωματιά σου στις πλάτες της, κι από αυτή της την ανακάλυψη εμψυχώνεται και διανύει (διανύεται μαζί) σελίδες και σελίδες από την αρχή ως το τέλος χωρίς να πηδήξει ούτε μια τελεία. Στο μεταξύ, ανάμεσα στην ικανοποίηση που νιώθεις με τον τρόπο της να σε διαβάζει και την κατά γράμμα αναφορά στη φυσική αντικειμενικότητά σου, παρεμβάλλεται μια αμφιβολία: ότι εκείνη δεν σε διαβάζει ενιαίο και αδιαίρετο, όπως είσαι, αλλά χρησιμοποιώντας σε, χρησιμοποιώντας κομμάτια σου αποκομμένα από το όλο πλαίσιο, για να κατασκευάσει έναν φαντασιακό παρτενέρ που μόνο εκείνη γνωρίζει στο μισοσκόταδο του υποσυνείδητου της, και ότι αυτό που τώρα αποκωδικοποιεί είναι ο ίδιος ο απόκρυφος επισκέπτης των ονείρων της και όχι εσύ.
Η ανάγνωση των κορμών τους που κάνουν οι εραστές (εκείνη της συγκέντρωσης του μυαλού και του σώματος που χρησιμοποιούν οι εραστές για να πάνε μαζί στο κρεβάτι) διαφοροποιείται από την ανάγνωση των γραμμένων σελίδων, γιατί είναι γραμμική. Παίρνει ως αφετηρία ένα οποιοδήποτε σημείο, ύστερα πετάγεται εδώ κι εκεί, επαναλαμβάνεται, γυρίζει πίσω, επιμένει, διακλαδώνεται σε παράλληλα και αντιφατικά μηνύματα, συγκλίνει και πάλι, αντιμετωπίζει δυσκολίες, γυρίζει σελίδα, βρίσκει πάλι την άκρη, χάνεται. Μπορεί, βέβαια, κάνεις ν' αναγνωρίσει μια κατεύθυνση, τη διαδρομή προς ένα τέρμα, γιατί τείνει σε μια κλιμάκωση, και μπροστά σ' αυτό το τέρμα εμφανίζονται επαναλαμβανόμενα ρυθμικά μέτρα, επαναλήψεις διαφόρων μοτίβων. Είναι, όμως, αυτή η κλιμάκωση το τέρμα; Ή, μήπως, ο αγώνας δρόμου προς το τέρμα εμποδίζεται από μια άλλη τάση που πάει προς την αντίθετη κατεύθυνση, που θέλει ν' ανηφορίσει πάλι τις στιγμές, ν' ανακτήσει το χρόνο;
Αν επιχειρούσαμε να δώσουμε γραφικά αυτό το σύνολο, το κάθε επεισόδιο με την αιχμή του θα απαιτούσε ένα πρότυπο τριών διαστάσεων, ίσως και τεσσάρων, ίσως και κανένα πρότυπο, η κάθε εμπειρία είναι ανεπανάληπτη. Το χαρακτηριστικό που κάνει την ερωτική πράξη και την ανάγνωση να μοιάζουν μεταξύ τους είναι ότι στο εσωτερικό τους ανοίγονται χρόνοι και χώροι διαφορετικοί από το μετρήσιμο χρόνο και χώρο".

Ο Ίταλο Καλβίνο δημιούργησε ένα έργο τέχνης που τυπώθηκε σε πολλά αντίτυπα, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες για να τυπωθεί σε ακόμη περισσότερα αντίτυπα και προσφέρθηκε σε όλους μας για να κοσμεί τις βιβλιοθήκες μας. Το «Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης» είναι ιδιαίτερο βιβλίο για βιβλία με πρωταγωνιστές έναν Αναγνώστη και μια Αναγνώστρια που μπλέκονται στα περίεργα μονοπάτια της φαντασίας του συγγραφέα, η οποία δείχνει να μην έχει τέλος. Ένα βιβλίο που μπορεί να διαβαστεί πολλές φορές και κάθε φορά να είναι μια νέα ανάγνωση, μια νέα διαφορετική ιστορία καθώς αποτελείται από πολλές ιστορίες μαζί. Και κάθε φορά που θα μιλώ για τον Καλβίνο δεν θα ξεχνώ να υπενθυμίζω το δοκίμιό του "Γιατί να διαβάζουμε τους κλασικούς" που κάθε αναγνώστης που σέβεται τον εαυτό του θα πρέπει να το έχει διαβάσει. 

Κυριακή 24 Απριλίου 2016

Ένα ποίημα που ήθελε να το λένε διήγημα

Διηγήματα έστω

Όταν προ ετών απηύθυνα νερά απαρηγόρητα
σε οίκο εκδοτικό
ειλικρινώς μας ενδιαφέρει η γραφή σας είπε η υπεύθυνη
αλλά ξέρετε δεν κινείται η ποίηση.
Μήπως έχετε κάποιο πεζό, νουβέλα
ή μυθιστόρημα; Διηγήματα έστω.
Η ποίηση δεν κινείται.
Και όμως κινείται.

ανέτεινα ασυναίσθητα.
Δεν είχα υπόψη μου στατιστικά και ευπώλητα
μονάχα αποστολές των ποιητών με τα ταχυδρομεία
κι ακόμη τις αμέτρητες μποτίλιες
που αφήνουν κάθε βράδυ οι ναυαγοί
στου διαδικτύου τους ιστοτόπους,
αυτούς τους έστω τόπους
το ίδιο για μένα ακατανόητους
με αυτούς που όριζε ο μαθηματικός στον πίνακα
σε ένα μαύρο πουθενά
στη στερεομετρία.

Και όμως κινείται.
Υπερασπίστηκα ασυναίσθητα την ταπεινή μου τέχνη,
ασυναίσθητα της αφιέρωσα τις ιστορίες μου όλες.
Διηγήματα λοιπόν. Διηγήματα έστω.

Αργυροπούλου, Γιώτα (2009). Διηγήματα, Αθήνα: Μεταίχμιο.

Υ.Γ. Η ποιήτρια θα γελούσε μαζί μου αν με έβλεπε την ώρα που κατολογογραφούσα αυτό το βιβλίο. Ευτυχώς που πρέπει να ξεφυλλίζουμε για να βλέπουμε αν υπάρχουν εικόνες, πίνακες κτλ. Με παραπλάνησε ο τίτλος, αλλά αυτό το ποίημα της πρώτης σελίδας μου εξήγησε.  

Πέμπτη 21 Απριλίου 2016

Χρονομηχανή που οδηγεί στην εφηβεία


Το βιβλίο αυτό το κέρδισα από το καλοσχεδιασμένο site Dreamers & Co. που ανεβάζει ενδιαφέροντα βιβλιοφιλικά άρθρα και κριτικές βιβλίων με εξαιρετικές φωτογραφίες που τα κάνει να μοιάζουν περισσότερο λαχταριστά. Η ομάδα αυτή κάνει πολύ καλή δουλειά κι εύχομαι να τη συνεχίσει. 
Το προηγούμενο βιβλίο του J. Green δεν το είχα διαβάσει αν και είχαν περάσει πολλά αντίτυπα από τα χέρια μου, καθώς εκείνο τον καιρό εργαζόμουν σε ένα μεγάλο βιβλιοπωλείο. Πριν μερικούς μήνες έτυχε να δω την ταινία. Παραδέχομαι ότι ήταν γλυκανάλατη αλλά στο γυναικείο φύλο ενίοτε μας αρέσει να βλέπουμε τέτοιες ταινίες, τι να κάνουμε τώρα, πόσο batman να αντέξει να δει μια γυναίκα. Οπότε, ευχαρίστως θα διάβαζα το επόμενο βιβλίο του. Εξάλλου είναι και αυτό το εξώφυλλο. Ναι, είμαι από αυτούς που δελεάζομαι από το περιτύλιγμα. Κι ομολογώ ότι δεν το περίμενα από τις εκδόσεις Λιβάνη. Οι εποχές αλλάζουν κι οι εκδοτικοί οίκοι οφείλουν να ακολουθούν τις νέες τάσεις και αισθητικά.
Λίγες μέρες αφότου έλαβα το συγχαρητήριο email που με ενημέρωνε ότι ήμουν η νικήτρια του διαγωνισμού, με πλησίασε στη βιβλιοθήκη μια πελαγωμένη μαμά που είχε κρεμασμένο στο αφτί το κινητό της με το οποίο μιλούσε με την κόρη της που της έλεγε να με ρωτήσει αν έχουμε το Paper towns. Γέλασα λέγοντάς της ότι είναι πολύ καινούριο βιβλίο και θα ήταν απίθανο να το είχαμε. Σχεδόν απολογητικά μου είπε ότι το έχουν διαβάσει οι φίλες της στο σχολείο και έχει δημιουργηθεί συζήτηση, οπότε το ήθελε κι εκείνη (κοίτα να δεις που δημιουργούνται συζητήσεις στα θρανία και στα προαύλια αναφορικά με ένα βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε, τέλειο).
Με αυτά και με εκείνα, έφτασαν οι Χάρτινες πόλεις στα χέρια μου και ξεκίνησα την ανάγνωση γελώντας μαζί μου από την αρχή έως το τέλος, καθώς σκεφτόμουν όλα τα παραπάνω. Μεγάλωσες πολύ για να διαβάζεις εφηβικά αναγνώσματα, μου ψιθύριζα.
Κι όμως, απόλαυσα την ανάγνωση του κι ας γελούσα με τον εαυτό μου. Άφησα τον Κουέντιν, τη Μάργκο και την παρέα τους να με ξεναγήσουν στη σχολική τους ζωή, στις περιπέτειες, στα ταξίδια και στους αθώους έρωτες. Κι είναι ακόμη και κάτι άλλο, ότι όλη η ιστορία εκτυλίσσεται στη Φλόριντα και συγκεκριμένα στους δρόμους του Ορλάντο. Τι σύμπτωση που σε αυτή την τόσο ωραία λυκειακή ηλικία είχε τύχη να βρεθώ κι εγώ εκεί και να ζήσω τη δική μου περιπέτεια.
Εφηβικό ανάγνωσμα λοιπόν, που ποιος δεν θέλει να μπει τώρα σε μια χρονομηχανή και να βρεθεί πάλι σε αυτήν την ηλικία και σε όλα εκείνα τα σημαντικά προβλήματα που μας απασχολούσαν τότε. Σαν μια χρονομηχανή ήταν η ανάγνωση και συνεχίζω να γελάω ακόμη και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές.

Τρίτη 12 Απριλίου 2016

Δουλεύοντας


Κι εκεί που σκέφτομαι ότι όλο αυτό δεν έχει κανένα απολύτως νόημα, καθώς θα τελειώσει σε λίγο καιρό και καθώς όλη η δουλειά, ο τόσος κόπος, θα χαθεί, ανοίγω το βιβλίο των επισκεπτών και διαβάζω τις παραπάνω λέξεις
Τα βιβλία, λέει η μαθήτρια τρίτης γυμνασίου, είναι σαν τις μελισσούλες σε κάθε λουλούδι την άνοιξη. Μπορούμε να φάμε πολλές ώρες αναλύοντας τις αυθόρμητες προτάσεις ενός παιδιού. Γνώσεις-Βιβλία-Λουλούδια-Άνοιξη κι ένα Ευχαριστώ που άκουσα από όλους τους μαθητές που συμμετείχαν στην προσπάθειά μου να τους δείξω πώς λειτουργεί μια βιβλιοθήκη, από όλους εκείνους που τους έδωσα το βιβλίο που έψαχναν ή κάτι που δεν ήξεραν.

Τετάρτη 6 Απριλίου 2016

Μια ανέλπιστη επιτυχία


Δεν συνηθίζω να διαβάζω βιβλία που βρίσκονται στα ευπώλητα ή που δημιουργείται πολύς ντόρος γύρω από αυτά αλλά καμιά φορά, τολμώ να παραδεχτώ, ότι δελεάζομαι. Εκδόσεις Αντίποδες, ένας νέος εκδοτικός οίκος που τον έμαθα εξαιτίας του πολυσυζητημένου βιβλίου Γκιακ, το δεύτερο βιβλίο που εξέδωσαν, που κοσμεί τώρα πια τη βιβλιοθήκη μου. Ξεφυλλίζοντας το site του εκδοτικού οίκου βλέπω πως έχει μια ιδιαίτερη αισθητική και ξεκινά τη λειτουργία του εκδίδοντας ενδιαφέροντες τίτλους. Η έκδοση του Γκιακ τους έχει ανέλπιστα δικαιώσει καθώς το βιβλίο βρίσκεται ήδη στην 12η χιλιάδα. Μάλιστα εξαιτίας της μεγάλης επιτυχίας σκέφτηκαν να το γιορτάσουν εκδίδοντας το βιβλίο σε συλλεκτική έκδοση με διαφορετικό χρώμα εξωφύλλου, που κι αυτά εξαντλήθηκαν. 
Έχοντας όλα αυτά στο μυαλό μου και καθώς βρισκόμουν στην Πολιτεία αναζητώντας βιβλία προς αγορά, άρπαξα ένα αντίτυπο από τη μεγάλη ντάνα. Και κάπως έτσι ξεκίνησε το ταξίδι. Από τις πρώτες λέξεις εγκλωβίστηκα στις σελίδες των διηγημάτων του. Λέξεις γραμμένες σε μια ιδιαίτερη ελληνική που δεν έχει συνηθίσει το μάτι να διαβάζει, ούτε το αφτί να ακούει εδώ που τα λέμε. Αλλά η αφήγηση σε αυτήν ακριβώς την (ά)γνωστη γλώσσα είναι που κάνει το βιβλίο να ξεχωρίζει. Βοηθάει στο να μεταφερθείς άμεσα στην ελληνική επαρχία του μακρινού 1920. Οχτώ ιστορίες και μια παρολογή (την οποία και προσπέρασα) με κοινό θέμα τον πόλεμο, τον μικρασιατικό. Δυνατές ιστορίες (όπως δυνατός είναι και ο πόλεμος), που όπως σε όλα τα καλά διηγήματα, τελειώνουν εκεί ακριβώς που πρέπει, ώστε να μην έχουν προλάβει να σε κουράσουν. Δεν διαβάζεται μονοκοπανιά. Με το που τελείωνε το ένα διήγημα ήθελε χρόνο το μυαλό να χωνέψει την ιστορία για να δεχτεί την επόμενη. Κι όπως και τα διηγήματα έτσι και το βιβλίο συγκέντρωνε τόσα όσα ακριβώς έπρεπε πριν αρχίσει ο αναγνώστης να δυσανασχετεί με τη βία του πολέμου ή με την ανάγνωση των κουτσουρεμένων ελληνικών.
Ό,τι και να γράψω μάλλον το ντόρο γύρω από το βιβλίο θα ενισχύσω παρά το ίδιο το βιβλίο θα περιγράψω. Οι ίδιες οι λέξεις του θα τα καταφέρουν καλύτερα:

"Μια μέρα το χειμώνα του εικοσιτέσσερο, έκοβα πασσάλια για το φράχτη, θυμάμαι κι έρχεται η Ρίνα, γκαστρωμένη στον Γιάννη, και μου λέει ήρθανε πρόσφυγες στο χωριό κι είπε ο πρόεδρος να μαζευτείτε οι άντρες όσοι μπορείτε να πάτε να τους διώξετε, γιατί άμα 'ρθούνε δώθε θα μας πάρουνε τα κτήματα. Τ' ακούω κι εγώ και γίνομαι πυρ. Πήγαμε κείθε και τους καταστρέψαμε, ρε Γούσια, το καταλαβαίνεις; Τόσο αγριεμένο δεν τον είχα ξαναδεί τον Κυριάκο. Πήγαμε κείθε, μου λέει, κι είχανε παλάτια και γυρνάγανε οι άνθρωποι με κουστούμια και φορέματα, κι άμα γυρίσαμε μεις πίσω στο χωριό, τα κορίτσια μας τα βρήκαμε ακόμα με τα σιγκούνια. Τους αναστατώσαμε, τους κάναμε ζημιά, και τώρα που πέσανε στην ανάγκη μας τους κλωτσάγαμε σαν τα πατσαβούρια." 

Να ευχηθώ στον εκδοτικό οίκο καλή αρχή και να συνεχίσει την έκδοση ιδιαίτερων κειμένων που θα αγγίζουν ή θα ξεπερνούν την επιτυχία του βιβλίου του Δημοσθένη Παπαμάρκου.