Τετάρτη 6 Απριλίου 2016

Μια ανέλπιστη επιτυχία


Δεν συνηθίζω να διαβάζω βιβλία που βρίσκονται στα ευπώλητα ή που δημιουργείται πολύς ντόρος γύρω από αυτά αλλά καμιά φορά, τολμώ να παραδεχτώ, ότι δελεάζομαι. Εκδόσεις Αντίποδες, ένας νέος εκδοτικός οίκος που τον έμαθα εξαιτίας του πολυσυζητημένου βιβλίου Γκιακ, το δεύτερο βιβλίο που εξέδωσαν, που κοσμεί τώρα πια τη βιβλιοθήκη μου. Ξεφυλλίζοντας το site του εκδοτικού οίκου βλέπω πως έχει μια ιδιαίτερη αισθητική και ξεκινά τη λειτουργία του εκδίδοντας ενδιαφέροντες τίτλους. Η έκδοση του Γκιακ τους έχει ανέλπιστα δικαιώσει καθώς το βιβλίο βρίσκεται ήδη στην 12η χιλιάδα. Μάλιστα εξαιτίας της μεγάλης επιτυχίας σκέφτηκαν να το γιορτάσουν εκδίδοντας το βιβλίο σε συλλεκτική έκδοση με διαφορετικό χρώμα εξωφύλλου, που κι αυτά εξαντλήθηκαν. 
Έχοντας όλα αυτά στο μυαλό μου και καθώς βρισκόμουν στην Πολιτεία αναζητώντας βιβλία προς αγορά, άρπαξα ένα αντίτυπο από τη μεγάλη ντάνα. Και κάπως έτσι ξεκίνησε το ταξίδι. Από τις πρώτες λέξεις εγκλωβίστηκα στις σελίδες των διηγημάτων του. Λέξεις γραμμένες σε μια ιδιαίτερη ελληνική που δεν έχει συνηθίσει το μάτι να διαβάζει, ούτε το αφτί να ακούει εδώ που τα λέμε. Αλλά η αφήγηση σε αυτήν ακριβώς την (ά)γνωστη γλώσσα είναι που κάνει το βιβλίο να ξεχωρίζει. Βοηθάει στο να μεταφερθείς άμεσα στην ελληνική επαρχία του μακρινού 1920. Οχτώ ιστορίες και μια παρολογή (την οποία και προσπέρασα) με κοινό θέμα τον πόλεμο, τον μικρασιατικό. Δυνατές ιστορίες (όπως δυνατός είναι και ο πόλεμος), που όπως σε όλα τα καλά διηγήματα, τελειώνουν εκεί ακριβώς που πρέπει, ώστε να μην έχουν προλάβει να σε κουράσουν. Δεν διαβάζεται μονοκοπανιά. Με το που τελείωνε το ένα διήγημα ήθελε χρόνο το μυαλό να χωνέψει την ιστορία για να δεχτεί την επόμενη. Κι όπως και τα διηγήματα έτσι και το βιβλίο συγκέντρωνε τόσα όσα ακριβώς έπρεπε πριν αρχίσει ο αναγνώστης να δυσανασχετεί με τη βία του πολέμου ή με την ανάγνωση των κουτσουρεμένων ελληνικών.
Ό,τι και να γράψω μάλλον το ντόρο γύρω από το βιβλίο θα ενισχύσω παρά το ίδιο το βιβλίο θα περιγράψω. Οι ίδιες οι λέξεις του θα τα καταφέρουν καλύτερα:

"Μια μέρα το χειμώνα του εικοσιτέσσερο, έκοβα πασσάλια για το φράχτη, θυμάμαι κι έρχεται η Ρίνα, γκαστρωμένη στον Γιάννη, και μου λέει ήρθανε πρόσφυγες στο χωριό κι είπε ο πρόεδρος να μαζευτείτε οι άντρες όσοι μπορείτε να πάτε να τους διώξετε, γιατί άμα 'ρθούνε δώθε θα μας πάρουνε τα κτήματα. Τ' ακούω κι εγώ και γίνομαι πυρ. Πήγαμε κείθε και τους καταστρέψαμε, ρε Γούσια, το καταλαβαίνεις; Τόσο αγριεμένο δεν τον είχα ξαναδεί τον Κυριάκο. Πήγαμε κείθε, μου λέει, κι είχανε παλάτια και γυρνάγανε οι άνθρωποι με κουστούμια και φορέματα, κι άμα γυρίσαμε μεις πίσω στο χωριό, τα κορίτσια μας τα βρήκαμε ακόμα με τα σιγκούνια. Τους αναστατώσαμε, τους κάναμε ζημιά, και τώρα που πέσανε στην ανάγκη μας τους κλωτσάγαμε σαν τα πατσαβούρια." 

Να ευχηθώ στον εκδοτικό οίκο καλή αρχή και να συνεχίσει την έκδοση ιδιαίτερων κειμένων που θα αγγίζουν ή θα ξεπερνούν την επιτυχία του βιβλίου του Δημοσθένη Παπαμάρκου.

8 σχόλια:

Rosa Mund είπε...

Εξαιρετικά διηγήματα. Εξαιρετική και η αισθητική των Αντιπόδων.
Απορία: Γιατί προσπεράσατε την Παραλογή;

librarian είπε...

Γεια σου Rosa Mund! Ας αφήσουμε τον πληθυντικό της τυπικότητας.
Έχεις διαβάσει κάποιο άλλο βιβλίο του εκδοτικού οίκου;
Η Παραλογή δεν μου άρεσε, γενικά δεν μου αρέσει αυτό το στιλ κειμένου, γούστα.

Unknown είπε...

Το απόσπασμα χαρακτηριστικό της γλώσσας τότε. Χαίρομαι που το συμπεριέλαβες. Μου φτάνει για να το αγοράσω.

librarian είπε...

Βασσιλική είναι ένα πολύ καλό βιβλίο. Οχτώ ιστορίες, η μία καλύτερη από την αλλή.

Χριστίνα Παπαγγελή είπε...

Πολύ ωραίο και χαρακτηριστικό, γιατί όχι και επίκαιρο, το απόσπασμα που διάλεξες librarian...

librarian είπε...

Κυρίως επίκαιρο Χριστίνα. Χαίρομαι που διαβάσαμε το βιβλίο αυτό σχεδόν ταυτόχρονα!

Ανώνυμος είπε...

Εξαιρετική συλλογή διηγημάτων, μια από τις εκδοτικές και αναγνωστικές εκπλήξεις των τελευταίων χρόνων. Η Παραλογή είναι, κατά τη γνώμη μου, το κορυφαίο ενσταντανέ του βιβλίου. Η αλήθεια είναι πως δεν έχουμε συνηθίσει τη γραφή με ιδιωματική γλώσσα, που αγγίζει την προφορικότητα, αλλά αυτό είναι το μεγάλο ατού του βιβλίου. Τουλάχιστον όσοι έχουμε μεγαλώσει σε επαρχία γνωρίζουμε καλά τι σημαίνει ντοπιολαλιά (και όχι κουτσουρεμένη γλώσσα, όπως γράφετε, αν εννοείτε αυτό με τον όρο)και πόσο σημαντική είναι η ανάδειξή της στη λογοτεχνία.

librarian είπε...

Η Παραλογή δεν μου άρεσε αλλά γενικά δεν μου αρέσουν αυτού του είδους αναγνώσματα. Πράγματι δεν έχουμε συνηθίσει να διαβάζουμε τον προφορικό λόγο κι έτσι καθιστά αυτό το βιβλίο ιδιαίτερο και πρωτότυπο.
Ένιωθα ότι διάβαζα μια ξένη γλώσσα κι όμως την καταλάβαινα άψογα κι αυτό εννοώ με το "κουτσουρεμένο" που καθόλου αρνητική χροιά δεν δίνω στη λέξη, δηλ. ελληνικά που δεν έχουμε συνηθίσει να διαβάζουμε κι όποιος δεν μεγάλωσε στην επαρχία ούτε να ακούει άλλωστε.