Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009

Τα βιβλία δυο δυο

Αναλφάβητος, και βέβαια ξέρω τι σημαίνει αλλά για μια φορά ακόμη ανοίγω το λεξικάκι μου, να, για να συναντήσω τις λέξεις που περιγράφουν με ακρίβεια και αντιστοιχία την σημασία, το νόημα. Είναι κίνηση αναπόσπαστή μου, μηχανική σχεδόν, συνήθεια πια. Διαβάζω πως γραμματικά είναι επίθετο, είναι «ο τελείως αγράμματος, ο αστοιχείωτος». «Άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο», λαϊκή σοφία, παροιμία που δείχνει την αξία της γραφής και ανάγνωσης στην κοινή συνείδηση. Μεγάλη πάει να πει, φτιάχνει, σμιλεύει, δίνει σχήμα στον άνθρωπο. «Μάθε γέρο γράμματα», ποτέ δεν είναι αργά για να μάθει κανείς. Κοντινή λέξη «αναλφαβητισμός», μάστιγα ακόμα στον πλανήτη μας με πολλές μορφές, καθώς υπάρχουν πληθυσμοί χωρίς καν γραπτό λόγο, γλώσσες προφορικές, οι αναλφάβητοι σε γραμμένες γλώσσες, οι ημιαλφάβητοι, οι λειτουργικά αναλφάβητοι, οι ηλεκτρονικά …
Είναι δυο μικρά βιβλία στο βιβλιοράφι που περιμένουν την σειρά τους, τα ενώνω εντελώς ασυναίσθητα γιατί έχουν τις λέξεις «αναλφάβητη» και αγράμματος» στον τίτλο τους. Αλλά είναι παντελώς διαφορετικά σε ύφος και περιεχόμενο, πιο διαφορετικά δεν γίνεται.
Ο αγράμματος συγγραφέας του Γιώργου Σωτηρέλλου (εκδόσεις Μελάνι, 2006, 140 σ.) είναι το πρώτο διήγημα από τα πενήντα τρία που δίνει και τον τίτλο στην συλλογή έναν τίμιο και ολιγαρκή καμηλιέρη του Νείλου. Από μικρός επιθυμούσε να πάει στην πόλη των γραμμάτων, την Αλεξάνδρεια, όπου είχαν ζήσει γνωστοί συγγραφείς και να γίνει συγγραφέας και ο ίδιος. Όμως μόνο το όνομά του ήξερε να γράφει και όχι και σωστά «Έτσι συνέχιζε τη δουλειά του με τις καμήλες αλλά συγγραφέας δεν το αποφάσιζε να γίνει.» (σ. 12). Το όνειρο ενός ταξιδευτή που αν και καλά καλά δεν ξέρει ακριβώς τι είναι συγγραφέας, και είναι αμύητος στον αλφάβητο επιθυμεί να γίνει συγγραφέας, χωρίς να το αποφασίζει να γίνει, χωρίς μάλλον να γνωρίζει ακριβώς τι επιθυμούσε να αποκτήσει. Η συγγραφή ως επιθυμιά, ανεκπλήρωτος πόθος, καημός.
Το άλλο βιβλίο είναι ένα αυτοβιογραφικό αφήγημα της Ουγγαρέζας Agota Kristof με τίτλο Η Αναλφάβητη (μετάφραση Αργυρώ Μακάρωφ, εκδόσεις Άγρα, 2008, 69 σ.). Διαβάζει από μικρή τα πάντα, ρουφάει το τυπωμένο χαρτί άρρωστη χωρίς γιατρειά σε τούτη την αρρώστια. Και της αρέσουν οι ιστορίες που έχουν «και μετά, και μετά…» χωρίς τέλος. Σε οικοτροφείο κλεισμένη διαβάζει τα υποχρεωτικά μη ενδιαφέροντα βιβλία, κρατά ένα ημερολόγιο και επινοεί μια δική της μυστική γραφή. Γράφει αυτοσχέδια θεατρικά σκετς που δίνουν γέλιο και χαρά στους θεατές. «Γλώσσα μητρική και γλώσσες εχθρικές», όπως τα γερμανικά και τα ρωσικά για τους Ούγγρους που παραπέμπουν σε κατοχές και κυριαρχίες. Και γλώσσες μυστικές, ιδιωτικές μεταξύ αδελφών. Και τα γαλλικά της Ελβετίας που και αυτήν την καταχωρίζει η συγγραφέας στις εχθρικές γιατί αισθάνεται ότι «αυτή η γλώσσα σκοτώνει τη γλώσσα μου τη μητρική.» (σ. 36). Με μια μνήμη ελλειπτική, επιλεκτική «που αρνείται να θυμηθεί εκείνη τη στιγμή που έχασα ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μου.» (σ. 47) περνώντας τα σύνορα, περνώντας από ένα λαό σε έναν άλλο, από μια γλώσσα σε άλλη. Και μια μεγάλη βεβαιότητα ότι στην ζωή της θα έγραφε πάντως, όπου και να βρισκόταν, σε όποια γλώσσα και να ζούσε μέσα. Ακόμα και αν εξακολουθεί να είναι επαόριστον χρήστρια του γαλλικού λεξικού. Γράφει, λέει, όσο καλύτερα μπορεί, με την συνείδηση ότι δεν θα γράψει όπως ο γενετής γαλλόφωνοι [όπως το παιδί της, χωρίς να νιώθει ότι το ουγγρικό της μπόλιασμα με το ελβετογαλλικό είναι ίσως αυτό ακριβώς που κάνει την διαφορά, που κάνει το παιχνίδι της γλώσσας ενδιαφέρον, το παράταιρο που δίνει ένα ταιριαχτό]. «Αυτή τη γλώσσα δεν την επέλεξα. Μου την επέβαλλαν η τύχη, η μοίρα, οι συγκυρίες» (σ. 69), είναι το στοίχημά της. Σε παρουσιάσεις βιβλίων της απαντά σε ερωτήσεις για την ζωή της και για τα συγγραφικά της «γίνεσαι συγγραφέας γράφοντας με υπομονή και επιμονή, χωρίς ποτέ να σταματάς να πιστεύεις σ’ αυτό που γράφεις.» (σ. 64). Απλό που ακούγεται, τάχα μου να γίνεται πάντα;

Αγράμματος ο καμηλιέρης του διηγήματος στην κυριολεξία, με λέξεις που αιωρούνται στην προφορικότητα, χωρίς γράμματα (Βλέπω ότι ο αγράμματος συγγραφέας πήγε και διακοπές, θα φροντίσω να μάθω πού!). Αγράμματη από το πέρασμα μιας γλώσσας σε άλλη, γραφτές λέξεις της μητρικής λαλιάς στην γλώσσα υποδοχής η Agota Kristof. Άλλη μεγάλη ιστορία οι δίγλωσσοι λογοτέχνες που έγραψαν σε δυο γλώσσες, ή που μετέφεραν κείμενά τους οι ίδιοι από την μια σε άλλη.

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2009

Ψάχνουνε το μικρό πρίγκιπα...

Σε κολώνες, σε τοίχους, σε στάσεις, όλη η Αλεξάνδρας αυτή η αφίσα. Κοιτώ και απορώ...
Μα γιατί το ψάχνουν; Σίγουρα βρίσκεται σε καλά χέρια... Χάρτινες λέξεις, μαύρα γράμματα, χρωματιστούς πλανήτες, παραμυθένια όνειρα, παιδικές φαντασίες...

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2009

Κυριακάτικη βόλτα

Πάνω που είχα συνηθίσει να περπατώ στην πιο όμορφη περιοχή, στο πεζόδρομο κάτω από την Ακρόπολη, στη διαφορετική Αθήνα και να έχω δίπλα μου όλους τους εκδοτικούς οίκους χαζεύοντας του νέους και τους παλιούς τίτλους, πρέπει τώρα να ξεχάσω. Να μην περιμένω να έρθει Σεπτέμβρης και Μάιος για να ξαναζήσω αυτή τη βόλτα τη γεμάτη λέξεις, σκέψεις και ιστορία. Μάλλον οι εκθέσεις βιβλίου στη Διονυσίου Αεροπαγίτου είναι παρελθόν. Τώρα εκεί έχει τη θέση του το μουσείο, σαν να μην ταιριάζει η βόλτα αυτή με τα βιβλία. Πού ξέρεις μπορεί κάποτε να επιστρέψει στο Πεδίον του Άρεως, όπως τότε παλιά...
Κι έτσι ξεκίνησα να κάνω τη βόλτα του Σεπτεμβρίου προς άλλη κατεύθυνση, να αναζητήσω την έκθεση στο Ζάππειο.
Ευτυχώς την Κυριακή έκανε διάλειμμα η βροχή, μας δάνεισε τον ήλιο για να μας κάνει παρέα καθώς θα ξεφυλλίζουμε σελίδες. Τα περίπτερα από μακριά μου φανηκαν μολύβια, άραγε αυτό το σκοπό να έχουν ή άρχισα τη φαντασία μου να μην μπορώ να ελέγχω; Τα ένιωσα λιγάκι στριμωγμένα ή μαζεμένα το ένα δίπλα στο άλλο έτσι για να κάνουν παρέα.
Περπατώντας ανάμεσα στα μολύβια-περίπτερα είχα στο μυαλό μου το βιβλίο του Αργύρη Χίονη "Οριζόντιο ύψος" σαν να είχα συνεννοηθεί με την Άστρια, σαν να πέρασε από δίπλα και να την κατάλαβα, μόνο που εγώ δεν έψαχνα αυτό, έψαχνα να βρω κάποιο άλλο δικό του, να διαβάσω λίγες σελίδες του ακόμη. Πολλοί εκδότες έχουν φιλοξενήσει τις λέξεις του αλλά εγώ είχα στο μυαλό μου εκείνη τη στιγμή μόνο τις εκδόσεις Γαβριηλίδης και εκεί σταμάτησα για να βρω το όνομά του. Ανάμεσα στο "Όντα και μη όντα" και στο "Περί αγγέλων και δαιμόνων" υπερίσχυσε το πρώτο. Η βόλτα συνεχίστηκε και σαν από συνήθεια μας έβγαλε στη Διονυσίου Αεροπαγίτου. Ο κόσμος πολύς που περπατούσε αλλά δεν υπήρχαν βιβλία ανάμεσά τους.
Καταλήξαμε στα παγκάκια έξω από το Ηρώδειο για κουβέντα και τσιγάρο ακούγοντας τη φωνή της Luz Casal να ζωντανεύει στη σκέψη εικόνες και σκηνές από τις ταινίες του Αλμοδόβαρ.
Επέστρεψα στο σπίτι γιατί το βιβλίο μέσα στην τσάντα με έκαιγε. Για άλλη μια φορά ο συγγραφέας ακούμπησε όλη του τη σοφία, τη δύναμη και το χιούμορ στις λευκές σελίδες. Ιστορίες, πολλές μικρές ιστορίες για όντα και μη όντα, δέντρα, χελώνες, βροχή, ο Άψινθος και ο βασιλίσκος, όλα μαζί συνδέονται έξυπνα με σκέψη και δίνουν ευχαρίστηση. Δώρα οι σημειώσεις του, δώρα τα ποίηματά του από άλλες εκδόσεις και οι μεταφράσεις του αγαπημένων του αποσπασμάτων, υπαρκτές και ανύπαρκτες, όπως ο ποιητής Esteban Argentea Nieve και οι στίχοι, δώρα:

Δεν είμαι τίποτα
Είμαι αέρας στο στόμα σου
Είμαι μόνο
Η πιθανότητα μιας λέξης
Με προφέρεις και υπάρχω

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2009

Biblioburro...

Μια βιβλιοείδηση που θέλω τόσο πολύ να γράψω γι' αυτή...
Πρόκειται για μια διαφορετική δανειστική βιβλιοθήκη και αξιοζήλευτη, πιο πολύ αξιοζήλευτη η όρεξη του ανθρώπου που τη δημιούργησε και τη δουλεύει. Δεν χρησιμοποιεί την τεχνολογία και τα σύγχρονα μέσα, ούτε γνώσεις και συστήματα, χρησιμοποιεί μόνο την αγάπη του για το βιβλίο, την ανάγνωση και τη μάθηση.
Μα σαν να μη χρειάζεται πολλά μια βιβλιοθήκη, μόνο αυτό, ανθρώπους που να ενδιαφέρονται.
O Κολομβιανός Luis Soriano το 1998 ξαφνικά έμεινε χωρίς δουλειά αλλά με 3.480 βιβλία στο σπίτι του. Αν και κατάγεται από φτωχική οικογένεια πάντα του άρεσε η ανάγνωση και περνούσε τις ώρες του συντροφιά με βιβλία. Κατάφερε να φτιάξει μια μεγάλη βιβλιοθήκη, βιβλιοθήκη που αποτελείται από κούτες γιατί ο χώρος δεν υπήρχε. Σίγουρα όμως δεν θα τα αποχωριζόταν. Όταν έμεινε λοιπόν χωρίς δουλειά το μόνο που του είχε μείνει ήταν δεκάδες κούτες με βιβλία στοιβαγμένα (δεν ήταν και λίγο) και έτσι αποφάσισε να τα μοιραστεί με εκείνους που ουδέποτε θα είχαν την ευκαιρία να έχουν πρόσβαση σε βιβλία. Ήθελε να μοιραστεί την αγάπη του για την ανάγνωση και το βιβλίο με παιδιά και αγρότες. Αφού αυτός νιώθει ευτυχία διαβάζοντας, σίγουρα θα το νιώσουν και οι άλλοι. Κι έτσι αγόρασε τον πρώτο του γάιδαρο τον φόρτωσε με μερικά από τα βιβλία και άρχισε να ταξιδεύει για να δοκιμάσει την ιδέα του. Και πέτυχε κάτι παραπάνω από αυτό που είχε αρχικά σκεφτεί. Κατάφερε να δημιουργήσει μόνος του μια κινητή βιβλιοθήκη (αυτές που στη χώρας μας δημιουργούνται για ένα χρόνο και μετά ξεχνιούνται και σβήνουν) και να μεταφέρει τον πολιτισμό στα παιδιά της κολομβιανής επαρχίας στην πλάτη ενός γαϊδουριού.
Την κινητή βιβλιοθήκη την ονόμασε «Βιβλιο-γάιδαρος» (biblioburro) και με 120 βιβλία στην πλάτη των υπομονετικών αυτών ζώων καταφέρνει να πλησιάσει τις πιο φτωχές και δυσπρόσιτες περιοχές της Κολομβίας. Ταξιδεύει χιλιόμετρα με τα βιβλία του ώσπου να βρει εκείνους που τον περιμένουν ανυπόμονα. Τα παιδιά. Κατεβαίνει από το γάιδαρο όχημά του στήνει το τραπέζι του, μοιράζει τα βιβλία και μαζεύοτναι όλοι γύρω γύρω για να διαβάσουν ιστορίες, να μιλήσουν, να μάθουν και να παίξουν. Με αυτόν τον τρόπο βοηθάει τα παιδιά να κάνουν τις εργασίες τους, τους φέρνει βιβλία που είναι χρίσημα για τα μαθήματα, τα μαθαίνει να αγαπάνε να διαβάζουν και εκείνα χαμογελούν όποτε τον βλέπουν.

Σήμερα, η προσπάθειά του έχει αναγνωριστεί με αποτέλεσμα να δέχεται σημαντική οικονομική βοήθεια από ΜΚΟ και ιδιωτικές επιχειρήσεις, ώστε να συνεχίσει το έργο του. Διαθέτει, πλέον, 22 «βιβλιο-γαϊδούρια», ενώ πολλοί είναι και οι εθελοντές που τον ακολουθούν. Μάλιστα, χάρη στα βιβλιο-γαιδουράκια του καταφέρνει να πλησιάσει σε περιοχές κατειλημμένες από αντάρτες, οι οποίοι του χαρίζουν κάποιου είδους ασυλία.

Απίστευτο.

Αξίζει το βιντεάκι που θα βρείτε εδώ ή εδώ.

Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2009

Κάθε φορά διαφορετικά

Τα στενά της γειτονιάς τα έχω χιλιοπερπατήσει σε διάφορες ηλικίες, με διάφορους ανθρώπους, για διάφορους λόγους. Μα κάθε φορά η βόλτα γίνεται διαφορετική γιατί συνοδεύεται από μια διαφορετική σκέψη, κουβέντα, ανακάλυψη. Φταίει βέβαια ότι τα στενά της Νεάπολης είναι από τα αγαπημένα κομμάτια της Αθήνας. Τα στενά που ποτέ δεν έχω καταλάβει πότε παύουν να είναι Νεάπολη και γίνονται Εξάρχεια ή κάτι άλλο.
Διαφορετική ανακάλυψη, συνεχώς έρχονται στους δρόμους νέα στέκια για καφέ και κουβέντα. Μαγαζάκια που έχουν δημιουργηθεί για να είναι απλά με φαντασία και όρεξη, όπως απλοί είναι οι άνθρωποι που επιλέγουν να καθίσουν στις ξύλινες καρέκλες γύρω από τα μεταλλικά τραπέζια. Τόσο απλοί, που νομίζεις ότι κρατούν ένα σπάγκο και από την άλλη πλευρά βρίσκεται ένα αστέρι, το οποίο έχουν βαλθεί να κατεβάσουν στη γη. Κι αν πάνω στο τραπέζι βρίσκεται και ένα ξύλινο σκάκι τότε η ανακάλυψη δίνει περισσότερα χαμόγελα μιας που επέλεξα άλογα, πύργους και τρελούς να συνοδεύουν τα δικά μου όνειρα.
Και φυσικά χώροι που συγκεντρώνουν βιβλία. Γεμάτοι οι δρόμοι με τέτοιους χώρους είτε νέοι, που τώρα φτιάχνουν τη δική τους ιστορία, είτε παλιοί, που οι άνθρωποι που πέρασαν από μέσα σαν να έχουν αφήσει ένα κομμάτι τους να επιζεί στους τοίχους, στα έπιπλα, στα βιβλία.
Όπως το ιστορικό παλαιοβιβλιοπωλείο στην Ιπποκράτους, απέναντι από το Πολυχώρο του Μεταιχμίου με τα μπορντό κάγκελα. Μπαίνω μέσα και περιμένω να βρω το γεράκο εκείνο που μου έβρισκε τα βιβλία κάποτε. Αντί γι' αυτόν συναντώ το Νίκο που έχει άλλες ιστορίες να μου πει καθώς καπνίζει την πίπα του. Και η πιο πρόσφατη είναι η είδηση ότι ανοίγει νέο μαγαζί με βιβλία second hand στο Γκύζη.
Στα στενά που ξεκάθαρα δεν είναι Νεάπολη αλλά Γκύζη βρέθηκα να περπατώ, στον πολύβουο δρόμο γεμάτο αυτοκίνητα, λεωφορεία, ανθρώπους που στέκονται και χαζεύουν βιτρίνες στα πεζοδρόμια, τα οποία έχουν φτιαχτεί για να περπατάς μόνος και να μην στέκεσαι καθόλου, σαν ξαφνικά να απέκτησα ρόδες και να πρέπει μόνο να κυλώ. Βιτρίνες γυαλιστερές με ρούχα και πράγματα αλλά με βιβλία πουθενά. Στο Γκύζη δεν υπήρχε χώρος με βιβλία σχεδόν δεν το είχα προσέξει. Στρίβω στη Ραγκαβή και από βιτρίνα σε βιτρίνα ψάχνω βιβλία. Βιαστική σαν όλους γύρω σχεδόν το πέρασα αλλά με την άκρη του ματιού μου το ένιωσα, να μπω μέσα να σταματήσω να κυλώ, τουλάχιστον όχι με αυτόν τον τρόπο.
Εξεταστικά κοιτώντας τα ράφια να προσανατολιστώ στο νέο χώρο, να τον κάνω δικό μου, περπατώντας από ράχη σε ράχη, σκόνταψα στο μόνο βιβλίο της Μήτσορα που αναζητούσα μιας και ήταν το μόνο που δεν είχα βρει. Και να το τώρα εδώ στο νέο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς με second hand βιβλία, που άνοιξε για να μου δώσει το βιβλίο, που έψαχνα κοντά ένα χρόνο, στην πρώτη ξεχασμένη έκδοση του '82. Για τη γραφή της Μήτσορα έχω ξαναπεί, μα όσο και να λέω λίγο θα είναι. Διαβάζοντας τις λέξεις της είναι σαν να πιστεύω περισσότερο τα λόγια του ήρωα του Σάλιντζερ που παράθεσα μερικές αναρτήσεις πιο κάτω.
Άραγε αυτή τη σειρά να παίρνουν οι λέξεις όταν σκέφτεται και όταν μιλάει, αυτή;

"Πιο βαθιά μέσα στην γυαλάδα που σερβίρονται φιλιά με θρύμματα πράσινου πάγου πρέπει να προσέχω τα θύματα του πράσινου πάγου σερβίρουνε ζαλάδες. Θέλω να φύγω απ' αυτό το-κρεβάτι στ' όνομα-μου μέσα από μια σειρά γυαλάδες θέλω να εξαφανιστώ. Αυτή η κίνηση βιδώνει το κρεββάτι στα έγκατα της γης. Ξεκόλλα το από πάνω μου δεν είπα τίποτα δεν μπορείς να μ' απαλλάξεις απ' αυτό "το χέρι σου μ' εμπόδιζε να αναπνεύσω" ξέχασα να ανάψω το θερμοσίφωνο δεν είπα τίποτα για το πάγωμα των αναπνευστικών μονοπατιών για τ' άγρια άλογα του Απαραίτητου Αέρα -χαίτες και αφροί πράσινοι. Η μυρωδιά της μέντας έκρυβε την απαίσια μυρωδιά του αιθέρα, δεν είπα τίποτα μόνο "το σώμα σου καίει" και εμένα με παγώνει κάποιος θάνατος."

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2009

Ο ανθρώπινος χρόνος γερνάει

Είμαι λυπημένη. Είναι Κυριακή και αναγγελμένη βροχή όλο και πλησιάζει. Η μυρωδιά της είναι στην ατμόσφαιρα, η υφή της εισπνέεται, το χρώμα της καταπίνει τα άλλα του ουρανού. Οι σταγόνες της θα σκοτώσουν το καλοκαίρι και ακόμα περισσότερα πράγματα για άλλον έναν κύκλο, τον φετινό. Πρβλέφθηκε, ήταν προβλέψιμη και αναμενόμενη. Νάτην που ήρθε λοιπόν!

Όσο κάτι το ζεις (συνέχεια δηλαδή), είσαι εκεί στο κέντρο του γεγονότος, δεν το γράφεις στο χαρτί, το καταγράφεις όμως συγκεντρώνοντας, αξιολογώντας και ασύνειδα επιλέγοντας εκείνες τις πληροφορίες, τα αισθήματα που μπορείς να νοήσεις, για αυτά που έχεις προγραμματιστεί δομημένα ή τυχαία από μικρός, γιατί δεν είναι δυνατόν να έχεις φορτωμένα όλα τα προγράμματα (άσε που μερικά παλιώνουν δραματικά και εσύ μένεις κλειδωμένος μέσα σε αυτά τα σκουριασμένα ενώ τα δεδομένα έχουν σπρώξει τα όρια και έχουν μετακινηθεί παραπέρα). Είναι ο αναστοχασμός (αποδίδοντας τον αγγλικό recollection) που κινητοποιεί την μνήμη και φτιάχνει την ανάμνηση. Μαζεύεις μαζεύεις, άλλα μένουν ζωντανά άλλα σπρώχνονται στις γωνιές. Μετά επιστρέφεις στις περιοχές της ανάμνησης, τις ψάχνεις και τις φέρνεις στην επιφάνεια βήμα βήμα ζητώντας λεπτομέρειες, επιβεβαίωση, εκείνα που σε έκαναν να νιώσεις, τα όμορφα και τα άσχημα, εκείνα που σου την δίνουν και απορείς συνέχεια για τα πώς και τα γιατί.

"... τις αναμνήσεις της εποχής που είμαστε παιδιά τις έχουν εκείνοι που ήταν ενήλικοι, κανείς δεν μπορεί να θυμηθεί τόσο μακρινά πράγματα..." (σ. 44), γράφει ο Ιταλός στοχαστικός συγγραφέας Antonio Tabucchi στην δεύτερη ιστορία από τις εννέα του Χρόνου που γερνάει γρήγορα (μετάφραση Ανταίος Χρυσόστομος, εκδόσεις Άγρα, 2009, 198 σ.). Δεν έχει νόημα προσπαθήσουμε καν, λέει, γιατί δεν έχουμε ακόμα συνείδηση του εαυτού. "... γιατί δεν έχει νόημα να προσπαθείς ένα όνειρο που δεν το θυμάσαι, το παρελθόν είναι έτσι φτιαγμένο, ιδιαίτερα ανείναι γεμάτο τρύπες... ".
Και πάλι καθώς μεγαλώνεις μένεις μόνος με τις αναμνήσεις σου, και αυτό γιατί όπως τις έχει βιωμένες έτσι και μένου και παραμένου. Οι ερμηνείες δικές σου. Δύσκολα ανατρέπονται. Αποκτούν υλικότητα. Και επιπλέον, οι παγιωμένες αναμνήσεις είναι κάπως σαν εμπειρίες από άλλη διάσταση. "... η ανάμνηση παραμένει δική και μόν δική σου, δεν μετατρέπεται σε ανάμνηση κανενός άλλου μόνο γιατί την αφηγήθηκες σε άλλους, μπορείς να αφηγηθείς τις αναμνήσεις σου αλλά όχι να τις μεταδώσεις."(σ. 168). Δεν είναι κανενός άλλου ακόμα και όταν ό άλλος βρίσκεται, περιέχεται μέσα στην ανάμνηση, είναι μέρος της. Ο άλλος κουβαλάει την δική του. Μπορεί να είναι ανάλογη, να έχει αντιστοιχίες και ομοιότητες, να κουμπώνει στην δική σου εδώ και εκεί. Αυτή είναι η αισιόδοξη εκδοχή γιατι μπορεί να έχει αποκομίσει εντελώς διάφορα. Μπορεί ακόμα η διήγηση μιας ανάμνησης να δημιουργεί μια νέα ανάμνησης.
Ο μηχανισμός της μνήμης είναι ο φύλακας των αναμνήσεων. Τις κάνει ότι θέλει. Όταν παθαίνει, παθαίνουν κατ'επέκταση και οι αναμνήσεις. Το έτσι κι αλλιώς μπέρδεμα επιτείνεται. Ανακατώνονται τα ξεχωριστά, ο χρόνος γίνεται ένα κουβάρι, έρχονται τα πίσω μπρος, τα τώρα δεν απορροφιούνται, τα δουλεμένα κουτάκια χάνουν το σχήμα και την θέση τους, γίνονται διάτρητα, φτιάχνουν άλλες εικόνες της αλήθειας του νου. Οι γιατροί "... έχουν την απαίτηση να σου λουστράρουν τη μνήμη σαν καθρέφτη... έτσι ώστε να λειτουργεί όχι όπως θέλει αυτή αλλά όπως θέλουν εκείνοι, ώστε να μην υπακούει πλέον στον εαυτό της, στη φύση της πυ δεν είναι γεωμετρική φόρμα..." (σ. 196).
Περνάω πολλά που με κράτησαν, για τις ιστορίες που είναι πιο μεγάλες από εμάς (σ. 117), για τους ανέμους της ζωής, την ζωή που είναι φτιαγμένη από αέρα, ένα φύσημα, ανάσες, που τελειώνουν (σ. 136). Κρατώ εδώ κάτι για την γλώσσα "... οι σύγχρονες γλώσσες είναι βιαστικές... και στη βιασύνη τους να επικοινωνήσουν γίνονται συνθετικές και έτσι χάνουν την ανάλυση..." (σ. 86), γιατί η γλώσσα είναι το εργαλείο, εκείνο το μέσο που μας παρέχει την έκφραση, στα ενδότερα και την εξωτερίκευση. Χωρίς αυτήν άλαλοι, αφανέρωτοι. Και αξίζει τον κόπο ακόμα και όταν δεν φτάνει στον απόλυτο στόχο και παλεύει να πλησιάσει. Οι σταγόνες της γλώσσας σκοτώνουν την μοναξιά. Μοναχικά με λέξεις και ιστορίες το μπορούμε να ζήσουμε. Αντέχετε κάπως.

Η βροχή ήρθε με τις λάμψεις της σε έναν νυχτερινό θόλο, με τους φθόγγους που βγάζει σφιχταγκαλιασμένη με τον αέρα.
Αύριο (σήμερα) πρέπει να βγω έξω, μια έξοδος στην κατάσταση του κοινωνικά πραγματικού.
Βγαίνω...

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2009

Μια μετέωρη κυρία

Χρωστάω μερικές λέξεις, μάλλον αρκετές, να τις αφιερώσω στο αγαπημένο nyxterino, που μου έμαθε λέξεις, στίχους και ποιητές που δεν ήξερα ή ήξερα και ποτέ δεν είχα διαβάσει.
Ελπίζω να μη μας ξεχνά και να τριγυρνά εδώ γύρω, όπως υποσχέθηκε, και ας έβαλε την τελεία που επιθυμούσε.
Μένω χωρίς τις αναρτήσεις της και ψάχνω μόνη να εντοπίσω τους στίχους εκείνους που θα μείνουν να τριγυρνούν στη σκέψη μου.

Και επέλεξα να της αφήσω μερικές λέξεις της αγαπημένης Κικής Δημουλά




Βρέχει...
Μία κυρία εξέχει στη βροχή
μόνη
πάνω σ’ ένα ακυβέρνητο μπαλκόνι.
Κι είναι η βροχή σαν οίκτος
κι είναι η κυρία αυτή
σαν ράγισμα στη γυάλινη βροχή.
Το βλέμμα της βαδίζει στη βροχή,
βαριές πατημασιές καημού
τον βρόχινό του δρόμο
γεμίζοντας. Κοιτάζει...
Κι όλο αλλάζει στάση,
σαν κάτι πιο μεγάλο της,
ένα ανυπέρβλητο,
να ’χει σταθεί
μπροστά σ’ εκείνο που κοιτάζει.
Γέρνει λοξά το σώμα
παίρνει την κλίση της βροχής
―χοντρή σταγόνα μοιάζει―
όμως το ανυπέρβλητο μπροστά της πάντα.
Κι είναι η βροχή σαν τύψη.
Κοιτάζει...
Ρίχνει τα χέρια έξω απ’ τα κάγκελα
τα δίνει στη βροχή
πιάνει σταγόνες
φαίνεται καθαρά η ανάγκη
για πράγματα χειροπιαστά.
Κοιτάζει...
Και, ξαφνικά,
σαν κάποιος να της έγνεψε «όχι»,
κάνει να πάει μέσα.
Πού μέσα ―
μετέωρη ως εξείχε στη βροχή
και μόνη
πάνω σ’ ένα ακυβέρνητο μπαλκόνι.


Μα η μαγεία των λέξεων φαίνεται στη φωνή της ίδιας της ποιήτριας. Το τόνο, την παύση, τον ρυθμό, την ένταση μόνο εκείνη γνωρίζει.
Από τη ψηφιακή βιβλιοθήκη του Σπουδαστηρίου Νέου Ελληνισμού
εντόπισα την απαγγελία της που εδώ και μέρες ακούω και ακούω...

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2009

Το θεώρημα του ημιτελούς παπαγάλου

Αφιερωμένο

Τώρα πώς μου ήρθε αυτό; Τι να πω; Απλά μου ήρθε!
Γιατί το ένα θέμα που με γυρόφερνε δεν είναι έτοιμο, το άλλο ήταν κάπως, το τρίτο ήταν από παλιότερα διαβάσματα και δεν ήθελα να πάω προς τα πίσω τώρα, το άλλο δεν έχει έρθει ο καιρός του για άνοιγμα. Έτσι για ένα βιβλίο μισοδιαβασμένο ανεβάζω ανάρτηση. Είναι, αναρωτιέμαι, άραγε σωστό; και μπαίνω σε σκέψεις αμυντικές. Γιατί να μην είναι; Την γεύση του συγγραφέα την έχω, η προσδοκία της συνέχειας και του τέλους βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα άρα μπορεί να μεταδοθεί και εδώ. Μπορεί να γίνουν δύο αναρτήσεις, μια παρουσίαση σε «ζωντανή» συνέχεια. Μπορεί να ξεκινήσει μια κουβέντα που θα δώσει και άλλες πλευρές στην καθοδόν ανάγνωση. Σάμπως μιλάμε μόνο για βιβλία εντελώς διαβασμένα και μόνο; Μιλάμε για παρατημένα, για διάσημα αδιάβαστα, αμετάφραστα στην δική μας γλώσσα, που έχουμε ακουστά, που έχουμε διαβάσει την παρουσίασή τους, που έχουμε δει στο σινεμά, για, για…. γιατί όχι τέλος πάντων και μισοδιαβασμένα.
Το θεώρημα του παπαγάλου του Ντενί Γκετζ, ένα μυθιστόρημα για τα Μαθηματικά (μετάφραση του Τεύκτρου Μιχηλίδη, από τις εκδόσεις Πόλις) δεν είναι και φρέσκια έκδοση. Μετράει μια ήδη μια δεκαετία από την κυκλοφορία του. Ήρθε στα ελληνικά το 1999 και ανατυπώθηκε το 2007, κάνοντας 67.500 αντίτυπα, όπως βλέπω και θαυμάζω τον μεγάλο αριθμό. Είναι, νομίζω, χαρακτηριστικό του καιρού μας να αναζητά άλλες δεξαμενές έμπνευσης, να ρίχνει τα όρια, να πλαταίνει έως και να καταργεί σύνορα στα επιστητά, να συνδυάζει θέματα. Τα μαθηματικά στο μυθιστόρημα, ή μυθιστορήματα με μαθηματικά, ζωές μαθηματικών, χαμένες, άλυτες, εξισώσεις, θεωρήματα, σύμβολα δεν είναι νεοφανή. Στην ελληνική περίπτωση ανήκουν ο Δοξιάδης και ο Μιχαηλίδης.
Κεντρικό πρόσωπο ο Γάλλος παλαιοβιβλιοπώλης Πιέρ Ρυς που ετοιμάζεται και δέχεται την βιβλιοθήκη του παλιού του φίλου. Πρόκειται για μια αποκλειστικά μαθηματική βιβλιοθήκη που περιλαμβάνει σπάνιες εκδόσεις, δυσεύρετες και ακριβές. Άρα Το θεώρημα του παπαγάλου ανήκει στα βιβλιοβιβλία με πάμπολλες εικόνες από βιβλία και βιβλιοθήκες (επισκεπτόμαστε και εμείς την Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας στο Παρίσι και κάνουμε αναλογικές συγκρίσεις…). Συναντάμε τις βιβλιοθηκονομικές έννοιες της ταξινόμησης και κατηγοριοποίησης μιας επιστήμης.. Ο Ρυς αγαπά τις λέξεις γιατί τις νιώθει, ξέρει την ετυμολογία τους (σ. 182). Αγαπά και τα βιβλία. «Τα βιβλία είναι σαν τους ανθρώπους…Απομονωμένοι δεν αντέχουν, στοιβαγμένοι δεν αντέχονται» (σ. 14)
Μυστήριο ο θάνατος/εξαφάνιση του φίλου. Η φαινομενικά αδύναμη πρωταγωνιστική ομάδα που αποτελείται από έναν ηλικιωμένο ανάπηρο, μια εργαζόμενη αγωνιζόμενη γυναίκα που κρύβει τις πληγές της, τα δίδυμα έφηβα παιδιά της φυσικά θυμωμένα και μέσα στην αντίδραση και ένα ιδιαίτερο παιδί με προβλήματα ακοής και ο παπαγάλος φυσικά συντονίζεται, επικεντρώνεται στο ζήτημα της βιβλιοθήκης και του φίλου. Ξετυλίγουν την διαδρομή της επιστήμης των μετρήσεων, των σχημάτων, των σχέσεων από την πρακτική και εφαρμοσμένη υπόσταση στην θεωρητική και φιλοσοφική της διάσταση.

Όσον αφορά τα μαθηματικά κάτι ψιλά, εύκολα, τα πιάνω και μου μένουν, κάτι άλλα σκόρπια μπαίνουν σε μια σειρά, λογική, ιστορικής συνέχειας (τα σχέδια στην αρχή ξενίζουν, μετά βοηθάνε). Δεν πιέζομαι να τα καταλάβω όλα όλα, ξέρω ότι δεν μου είναι δυνατόν, ο προγραμματισμός μου είναι άλλης κατεύθυνσης. Χαίρομαι για όσα κατέχω και όσα κατακτάω, μετράω το μέγεθος του κενού μα πάνω από όλα δεν θέλω να στερηθώ την χαρά της ανάγνωσης. Το κοινωνικό και αστυνομικό τα περπατώ με ευχαρίστηση. Κάνω υποθέσεις για την κατάληξη της αναζήτησης και της καταδίωξης: ότι η μυθοπλαστική συγκυρία το φέρνει ο παπαγάλος να έχει τις απαντήσεις, δηλαδή να υπάρχουν μπροστά σε όλους, από την αρχή της αφήγησης, (όπως συμβαίνει και στα αλήθεια) αλλά δεν το είχαν τεθεί οι ερωτήσεις (όπως πάλι συμβαίνει). Η ομάδα θα αποδειχτεί ανώτερων ικανοτήτων από την καταδιωκτική κερδοεμφορύμενη ομάδα. Αν συμβαίνει αυτό η πρόβλεψη θα δικαιωθεί, αν πάλι δεν συμβεί και έχει γύρισμα απρόσμενο, ο συγγραφέας-μαθηματικός θα έχει κάνει την έκπληξη.
Να δούμε τώρα πώς θα πάει η συνέχεια, και έχει πολύ ακόμα…

Να στείλω και μια ευχή καλής επιστροφής στο πρόγραμμα.

Δευτέρα 24 Αυγούστου 2009

Ο φύλακας στη σίκαλη


Είναι ένα πιτσιρίκι διαφορετικό από τα άλλα γιατί εκείνο όλα γύρω τα θεωρούσε «κάλπικα». Το μόνο που ήθελε ήταν να μην μπορούσε ούτε να μιλάει ούτε να ακούει, θεωρώντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα κέρδιζε την ησυχία του. Ή να είχε μια φάρμα, κάπου μακριά, σε ένα μέρος ήσυχο, να ζούσε μόνος, με τον κήπο του και τα ζώα του. Να μεγάλωνε τα παιδιά του κρύβοντάς τα από τον κόσμο δίνοντάς τους μόνο βιβλία.
Είναι ένα πιτσιρίκι που για τρεις μέρες διαλέγει να αποδράσει από την πραγματικότητα και να τους αφήσει όλους πίσω.
Είναι ο θάνατος του αδερφού του, του μιλάει αλλά ξέρει ότι δεν μπορεί να τον ακούσει,
είναι και η αποβολή από το σχολείο, ένα ακόμη σχολείο που τον διώχνει, δεν τον νοιάζει τι θα πουν οι δικοί του αλλά φοβάται,
είναι και ολόκληρη η κοινωνία που είναι και αυτή… κάλπικη.
Περιπλανιέται, χωρίς κάποιον συγκεκριμένο προορισμό, παρατηρεί γύρω του, ψάχνει τους ανθρώπους του, βυθίζεται στις σκέψεις του και εμείς κρυφός παρατηρητής και συνοδοιπόρος.
Δίχως ενοχές σκεφτόμαστε τις σκέψεις του.
Ο Χόλντεν Κόλφιλντ είναι ένα πιτσιρίκι διαφορετικό από τα άλλα, γιατί έχει άσπρες τρίχες στα μαλλιά του και είναι και ψηλός πολύ και έτσι μοιάζει με μεγαλύτερος, τόσο μεγαλύτερος που καμιά φορά του σερβίρουν αλκοόλ.

Ο αμερικάνος συγγραφέας Τζ. Ντ. Σάλιντζερ έγραψε το βιβλίο του το 1951 και αν κάτι με εντυπωσίασε περισσότερο είναι η γλώσσα και το ύφος που χρησιμοποιεί:
"Αυτό που μου τη δίνει στ' αλήθεια είναι ένα βιβλίο που, άμα τελειώσεις να το διαβάζεις, θα ΄θελες να 'χεις φιλαράκο σου το συγγραφέα που το 'γραψε, και να μπορείς να τον παίρνεις τηλέφωνο όποτε σου κάνει όρεξη.".

Το βιβλίο αυτό συγκαταλέγεται στα βιβλία που πρέπει να διαβάσεις, και αν το διαβάσεις σε εφηβική ηλικία ακόμη καλύτερα.

Συνεχώς αναρωτιόμουν, καθώς διάβαζα, πως θα ήταν το κείμενο στο πρωτότυπο. Χωρίς καμία αμφιβολία η μετάφραση της ποιήτριας Τζένης Μαστοράκη ήταν δύσκολη υπόθεση.

«Το βιβλίο το ξαναδιάβασα επιτέλους. Και δε με πρόδωσε. Κατακαλόκαιρο του '68 μού το 'χε φέρει ο Νίκος, ο παιδικός μου φίλος που ήθελε να γίνει Χόλντεν, κι έγινε τελικά παιδοψυχίατρος. Λέω και ξαναλέω «το βιβλίο», σαν ν' αποφεύγω τον τίτλο. Ο φύλακας στη σίκαλη. Ποτέ δεν το συνήθισα έτσι όπως έγινε στα ελληνικά το Catcher in the Rye. Η κυριολεκτική μετάφρασή του ήταν δρακόντειος όρος στο συμβόλαιο, κι ο Γιώργος Βαμβαλής, ο εκδότης, πάλευε να τους διαβιβάσει την απελπισία μου, πού να τον βρούμε εμείς τον catcher, πού τη σίκαλη, εκτός από τις φρυγανιές. Δε σήκωναν κουβέντα. Η λέξη «φύλακας» ήταν η τελευταία παραχώρηση. Eνας τερματοφύλακας λειψός. Πριν απ' το τέρμα ενός γκρεμού. Το «βιβλίο» λοιπόν. Από το 1968 και μέχρι σήμερα είναι σταθερά το πιο αγαπημένο μου. Eνα κομμάτι μου που αιμορραγεί αόρατα, τρυπημένο από αόρατη σφαίρα.».

Αυτά μεταξύ άλλων έγραψε η μεταφράστρια στην Καθημερινή το 2006 και η αγάπη της για το βιβλίο που μετέφρασε με έκανε να πιστέψω ακόμη περισσότερο πως η μετάφρασή του δεν ήταν μόνο δύσκολη αλλά αναμφίβολα ήταν και μια εξαιρετική δουλειά.

Πολλούς προβληματισμούς μου γεννά η κίνηση του 90χρονου σήμερα συγγραφέα που μήνυσε εκείνον που προσπάθησε να γράψει τη συνέχεια του βιβλίου. Δεν ξέρω αν θίγονται τα πνευματικά δικαιώματά του ή αν θίγεται η ελευθερία του λόγου που εκφράζεται μέσα από τη λογοτεχνία.

Πέμπτη 6 Αυγούστου 2009

Καλοκαιρινές αναγνώσεις



Οι καλοκαιρινές αναγ
νώσεις είναι πολύ σημαντικές στην ζωή των ανθρώπων.

Έτσι θα άρχιζα το κείμενο αν ήταν έκθεση της έκτης δημοτικού ή της πρώτης γυμνασίου. Αλλά παρόλο που δεν είναι σχολική έκθεση ισχύει ότι οι καλοκαιρινές αναγνώσεις επιτελούν σπουδαία και συμβολική λειτουργία.
Είναι ιδιαίτερες με τον τρόπο τους. Δεν γίνονται στο περίσσευμα του εργασιακού, επαγγελματικού και οικιακού χρόνου, όπως συμβαίνει τις υπόλοιπες εποχές. Τα διαβάσματα στον ήλιο αντιπροσωπεύουν την προσμονή ελεύθερου χρόνου, της αυτοδιαχείρισης του εαυτού μας, το δικαίωμα της άνεσης να διαβάσουμε κάτι παραπάνω από τα προγραμματισμένα, εφημερίδες, ή άλλα που πρέπει για διάφορους λόγους (σπουδές, ενημέρωση δουλειάς, κλπ). Μπορούν τώρα να καταλάβουν κύριο κομμάτι του καιρού μας, να γίνουν διασκέδαση αποκλειστική, προσωπική, κάτι που κάνει κάποιος δώρο στον ίδιο.
Μέσα στο ταξίδι των διακοπών με την φυσική έννοια, η ανάγνωση αποτελεί ένα δεύτερο ταξίδι, νοερό, νοητικό. Ταξίδι μέσα στο ταξίδι, πολυδιάστατο, διπλοτάξιδο.
Οι καλοκαιρινοί αναγνώστες είναι υπαίθριοι αναγνώστες. Διαβάζουν σε χώρους ανοιχτούς, στα μπαλκόνια, στις ξαπλώστρες της παραλίας, στα τραπεζάκια έξω, περιμένοντας να πάνε, να έρθουν, στον κόσμο με την κίνηση. Δεν κλείνονται μέσα, βγαίνουν σε περιοχές δημόσιας δραστηριότητας.

Την επιλογή των καλοκαιρινών αναγνώσεων θα έβαζα σε δυο βασικές κατηγορίες. Η πρώτη αποτελείται από εκκρεμότητες που περιμένουν τον ειδικό χρόνο της σχόλης. Εκείνες που ντανιάζονται αδιάβαστες κάπου κοντά μας, στο κομοδίνο μας για παράδειγμα, που μας τράβηξαν το ενδιαφέρον, βιβλία που τα αγοράσαμε αλλά δεν πήραν καλή σειρά προτεραιότητας. Αδιάβαστα ή έστω αξεφύλλιστα δεν είναι δυνατόν να τοποθετηθούν στο σωστό ράφι με τα συναφή συγγενικά. Περιμένουν, λοιπόν, την κατάλληλη ευκαιρία επεξεργασίας τους. Το καλοκαίρι προσφέρεται, είναι η κατάλληλη περίσταση να «ξεχρεωθούν». Είναι διαθέσιμα, δεν απαιτείται αναζήτηση, μας περιμένουν και τα περιμένουμε. Η στιγμή τους έφτασε!
Η δεύτερη κατηγορία αναφέρεται σε βιβλία που αναζητάμε με σκοπό ακριβώς να διαβάσουμε το καλοκαίρι. Ρωτάμε τους γνωστούς μας, συμβουλευόμαστε φίλους, αναζητάμε προτάσεις στον τύπο. Εκδοτικοί οίκοι εκδίδουν με την ευκαιρία του καλοκαιριού ειδικά φυλλάδια, εφημερίδες και περιοδικά σπεύδουν να μας συστήσουν και να μας καθοδηγήσουν στο τι μπορούμε να διαβάσουμε. Αναφέρονται σε νέες κυκλοφορίες, στην κλασική λογοτεχνία και στο τι διαβάζουν αυτόν τον καιρό (ή λένε ότι διαβάζουν) γνωστοί και διάσημοι (συνήθως πέντε βιβλία εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους). Παρουσιάζονται σε λίγες αράδες σε συνοδεία της εικόνας του εξώφυλλου τους. Δημιουργούν μια μόδα, μια κοινωνική κουβέντα γύρω από αυτά, καλλιεργούν ένα αναγνωστικό κλίμα. Θυμάμαι να έχω δει σε μια μικρή παραλία τουλάχιστον δέκα ανθρώπους να διαβάζουν το ίδιο βιβλίο (είχε κόκκινο εξώφυλλο και ήταν αναγνωρίσιμο από μακριά).
Σε μια παρέα, τα βιβλία περνάνε από χέρι σε χέρι, κλίνονται συμφωνίες «όταν το διαβάσεις, θα μου το δώσεις;», και είναι δύσκολο να αρνηθείς ακόμα και όταν είσαι κάθετα εναντίον του δανεισμού γιατί μαζί είσαστε, θα είναι μπροστά όταν το βιβλίο διαβάζεται.
Τα χαρακτηριστικά αυτής της κατηγορίας περιλαμβάνουν βιβλία διαβαστερά, αυτά που δύσκολα διακόπτεις μιας και τα αρχίσεις, όχι όμως πλακωτικά σε περιεχόμενο, όχι εντελώς απλοϊκά από την άλλη, να έχουν μια ενδιαφέρουσα πλοκή, έντονη δράση και εναλλαγές, και συναισθήματα φυσικά. Να αφήνουν κάτι, μια γεύση ευχάριστη, εικόνες ασυνήθιστες, να έχουν πυροδοτήσει σκέψεις. Αστυνομικά, κοινωνικά, ιστορικά εμπίπτουν στις αγαπημένες προτιμήσεις.

Μην περιμένετε ότι θα παραθέσω κατάλογο καλοκαιρινών βιβλίων. Δεν σκοπεύω να μαρτυρήσω τους τίτλους των βιβλίων που διάλεξα για τις διακοπές και καταβαραίνουν την αποσκευή μου (και ξεχρεώνω και προσθέτω και δανείστηκα, και ομολογώ ότι είχα να κάνω δύσκολους διαχωρισμούς. Όλα τα ήθελα). Με την επιστροφή θα έχουν μετατραπεί σε ταξιδεμένα μιας και θα διασχίσουμε κύματα και θα καθίσουμε σε παραλίες. Τα κρατάω κρυφούλικα για τώρα, για λίγο, ώσπου να τα ανακατέψω, να τα βράσω και μαγειρέψω στο καζάνι του κεφαλιού μου. Ανυπομονώ.

Παρασκευή 31 Ιουλίου 2009

Barter Books, Alnwick Station, Northumberland

-->
Καμιά φορά μιλώντας με ανθρώπους βλέπεις εικόνες που ίσως πότε να μην τύχει να δεις. Μέσα από τα μάτια και τις εμπειρίες των άλλων, κλέβεις λίγη παραπάνω ζωή. Αυτή ίσως να είναι η σημαντικότερη ανθρώπινη επαφή ακόμα και όταν οι άνθρωποι αυτοί σου είναι άγνωστοι. Πρόκειται για την ιστορία ενός βιβλιοπωλείου που βρίσκεται στο Alnwick της Αγγλίας, του βιβλιοπωλείου Barter Books.


Τον Απρίλιο του 1991 η Mary Manley αποφάσισε να ανοίξει ένα βιβλιοπωλείο με βιβλία second hand. Μαζί με το σύζυγό της βρήκαν τον κατάλληλο χώρο για το βιβλιοπωλείο. Πρόκειται για έναν παλιό, εντυπωσιακά μεγάλο, σιδηροδρομικό σταθμό, που χτίστηκε το 1887 αντικαθιστώντας τον προηγούμενο, προς εντυπωσιασμό του Δούκα. Το 1968 η σιδηροδρομική γραμμή σταμάτησε να λειτουργεί και ο σταθμός έκλεισε. Το υπέροχο αυτό κτίριο παρέμεινε κλειστό μέχρι να ανοίξει για να υποδεχτεί διαφορετικούς ταξιδιώτες, τους αναγνώστες. Με σεβασμό στο χώρο, το κτίριο ανακαινίσθηκε έτσι ώστε να μην χάσει τίποτα από την προηγούμενη αίγλη του και να είναι ορατός στους επισκέπτες ο λόγος για τον οποίο είχε δημιουργηθεί.
Το βιβλιοπωλείο αποτελείται από επτά δωμάτια. Στην είσοδο υπάρχει το παράθυρο στο οποίο οι επιβάτες αγόραζαν παλαιότερα τα εισιτήρια. Πίσω από αυτό το παράθυρο ήταν η κυρίως είσοδος του σταθμού, τώρα είναι το Παιδικό Δωμάτιο, όπου οι γονείς μπορούν να αφήσουν τα παιδιά για να απολαύσουν το βιβλιοπωλείο χωρίς αυτά. Ακριβώς απέναντι βρίσκεται η αίθουσα αναμονής που ανακαινίστηκε με σκοπό να παραμείνει ένας χώρος για το κοινό για να περιμένουν, πίνοντας καφέ, διαβάζοντας εφημερίδα, απολαμβάνοντας το τζάκι. Δίπλα από αυτόν το χώρο είναι ο μεγαλύτερος χώρος του βιβλιοπωλείου, ένα μέρος από την πλατφόρμα όπου οι αμαξοστοιχίες σταματούσαν. Στο τέλος του μεγάλου αυτού χώρου ήταν ο χώρος αναμονής για τις κυρίες των πρώτων θέσεων, τώρα ο χώρος αυτός είναι γεμάτος σπάνια βιβλία για την ιστορία και την τοπογραφία της περιοχής. Αυτά είναι μόνο λίγα από τα πολλά δωμάτια που περιέχει το βιβλιοπωλείο. Ο χάρτης που υπάρχει στην ιστοσελίδα επιβεβαιώνει το μέγεθος του άλλοτε σιδηροδρομικού σταθμού.
Οι εικόνες που ακολουθούν απλά βοηθούν τη φαντασία. Σίγουρα οι ιδιοκτήτες του βιβλιοπωλείου διαθέτουν μπόλικη φαντασία αλλά και πάθος.





Πέμπτη 23 Ιουλίου 2009

Ένας μικρός εκδοτικός οίκος

Αρκούσε μια πρόταση από την προηγούμενη ανάρτηση (Εξάλλου δεν είναι όλα τα βιβλιοπωλεία ίδια...) για να αφήσω λίγο το αγνάντεμα του μπλε ορίζοντα και να βρεθώ μπροστά από μια οθόνη. Περισσότερο για να ξεφυλλίσω πάλι ένα βιβλίο, που διάβασα με χαρά και έκπληξη. Χωμένη μέσα στη ξένη βιβλιογραφία γύρω από θέματα εκδοτικής, μαθαίνοντας τι συμβαίνει στα βιβλιοπωλεία και στους εκδοτικούς οίκους κυρίως της Αγγλίας αλλά και άλλων χωρών, έπεσε στα χέρια μου ένα, το μοναδικό, ελληνικό βιβλίο. Πρόκειται για τα πρακτικά ενός διήμερου συνεδρίου (16-17/6/2000), που οργανώθηκε από το Σπουδαστήριο του Νέου Ελληνισμού στη μνήμη του Γιώργου Πάνου Σαββίδη με τίτλο «Νέα ελληνική λογοτεχνία: Εκδοτικά προβλήματα και απορίες: Θεωρία και πρακτική». Το θέμα του συνεδρίου προήλθε από το θεμελιώδες κείμενο «Εκδοτικές απορίες ενός νεοελληνιστή» που δημοσίευσε ο Γ.Π. Σαββίδης στο περιοδικό Ο Μαντατοφόρος το 1987.

Θα αναφερθώ σε μερικές από τις εξαιρετικές ανακοινώσεις του συνεδρίου, εκείνες ίσως που δεν εξετάζουν τα εκδοτικά προβλήματα από τη σκοπιά του φιλολογικού εκδότη αλλά από την πλευρά όσων εμπλέκονται στην εκδοτική διαδικασία, και κυρίως στην πρώτη ανακοίνωση του συνεδρίου, της Χρυσής Καρύδη. Ο ιστορικός εκδοτικός οίκος Ίκαρος δημιουργήθηκε το 1943 από τον Αλέκο Πατσιφά, τον Μάριο Πλωρίτη και από τον πατέρα της Νίκο Καρύδη, ο οποίος και τελικά ανέλαβε τον εκδοτικό οίκο. Η ανακοίνωσή της αναφέρεται στα προβλήματα που αντιμετώπισε όταν ανέλαβε τον εκδοτικό οίκο, μετά τον θάνατο του πατέρα της, το 1984. Επίσης και στις αλλαγές που έφεραν έχοντας ως βασικό στόχο τη διατήρηση της ποιότητας των εκδόσεων, όπως αυτή συνεχίζει να υπάρχει, αλλά και την εναρμόνισή της με τις τάσεις της εποχής. Οι αδελφές Καρύδη προχώρησαν σε σημαντικές αλλαγές, χωρίς να αλλάξουν όμως το ύφος των εκδόσεων, αλλά ούτε και το χώρο που στεγάζει ακόμη και σήμερα το βιβλιοπωλείο. Οι αλλαγές είχαν να κάνουν κυρίως με την τυπογραφική μορφή των βιβλίων (μονοτυπία και όχι φωτοσύνθεση), με τους επιμελητές των εκδόσεων (συνεργασία με επιμελητές που επιλέγονται ανάλογα με το είδος του βιβλίου), με τον αριθμό των υπαλλήλων αλλά και με του τρόπου διακίνησης. Ο Ίκαρος είναι ένας ισχυρός εκδοτικός οίκος, αν και δεν ανήκει στους οικονομικούς κολοσσούς ούτε στους μεγάλους εκδοτικούς οίκους. Ο κατάλογος του περιλαμβάνει διαχρονικά και κλασικά ονόματα και έργα που με τις συνεχείς επανεκδόσεις τους δίνεται η δυνατότητα νέων εκδοτικών αναζητήσεων και η έκδοση βιβλίων λιγότερο εμπορικών.

Ισχυρός κυρίως γιατί η εκδότρια του Ίκαρου αναφέρει:

«Ο Ίκαρος έχει τη δυνατότητα, την πολυτέλεια αν θέλετε, να υποστηρίζει βιβλία λιγότερο εμπορικό, πρώτον γιατί τα χαμηλά γενικά έξοδα το επιτρέπουν και δεύτερον και πιο σημαντικό, γιατί δεν είναι υποχρεωτικό ούτε απαραίτητο να βγάζουμε λεφτά από όλα τα βιβλία. (…) Όσο τα κριτήρια για να το αν είσαι μικρός ή μεγάλος εκδότης, αφορούν αποκλειστικά τον αριθμό των βιβλίων που εκδίδεις κάθε χρόνο ή τον ετήσιο τζίρο πωλήσεων, εμείς στον Ίκαρο ελπίζουμε να παραμείνουμε μικροί. Με σεβασμό την παράδοση, διατηρώντας το κύρος και τη φυσιογνωμία των εκδόσεών μας, θα υπερασπιστούμε την ιστορία μας, το δικαίωμα στα λάθη μας, αλλά και το καμάρι για τα επιτεύγματά μας».

Ο εκδοτικός οίκος ή το βιβλιοπωλείο διαφέρει ανάλογα με τον ιδιοκτήτη και όσα επιθυμεί να φέρει στον κόσμο του βιβλίου, αναφέρεται σωστά στην προηγούμενη ανάρτηση.

Ο εκδοτικός οίκος Εστία, που έχει την ευθύνη μιας μεγάλης λογοτεχνικής κληρονομιάς, είναι ένας ακόμα εκδοτικός οίκος με βασικό στόχο την εναρμόνιση της παράδοσης και των νέων τάσεων. Η Εύα Καραϊτίδη θίγει στην ανακοίνωσή της θέματα και προβλήματα πνευματικών δικαιωμάτων διότι στην Εστία ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων εισπράττουν ετησίως συγγραφικά δικαιώματα (της τάξεως των 200 εκατομμυρίων) και με ορισμένους από αυτός διατηρούνται σχέσεις γενεών. Χρησιμοποιούνται δύο παραδείγματα: η Πηνελόπη Δέλτα και ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου.

Ο Σταύρος Πετσόπουλος του εκδοτικού οίκου Άγρα αναφέρεται στα προβλήματα που προέκυψαν εκδίδοντας τον Ανδρέα Εμπειρίκο και στις εμπειρίες που προέκυψαν. Προβλήματα πνευματικών δικαιωμάτων και παράνομων εκδόσεων που διευθετήθηκαν μέσω δικαστηρίων αλλά και προβλήματα που αντιμετωπίστηκαν κατά την έκδοση των οχτώ τόμων του Μέγα Ανατολικού.


Στις σελίδες των πρακτικών βρήκα ελάχιστη αναφορά σε αριθμούς και στοιχεία. Περισσότερο αισθάνθηκα ότι διάβασα σκέψεις και εμπειρίες ανθρώπων, που ο χώρος του βιβλίου δεν είναι η εργασία τους, αλλά ο τρόπος ζωής τους.

Σάββατο 18 Ιουλίου 2009

Τα βιβλιοπωλεία σαν χώροι, γενικά

Κεφάλαιο Τρίτο: 0843΄: Βιβλιοπωλείο. Ακριβώς αυτός είναι ο τίτλος του τρίτου κεφαλαίου της πολύ φρέσκιας νουβέλας (Μάιος 2009) του Βασίλη Χ. Κωνσταντίνου με τίτλο Οι πρωινοί περίπατοι των Βασιλείων Βουλγαροκτόνων, με εικονογράφηση του Κωνσταντίνου Λεφάκη (στο πνεύμα και ύφος του βιβλίου) από τις εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας. Ο όγκος του, 116 σελίδες, επιτρέπει την μεταφορά του στην τσάντα και την ανάγνωση στο όρθιο αλλά αν και ευρηματικό και με διάθεση αστεϊσμού δεν είναι τόσο εύπεπτο. Χρειάζονται διαλείμματα μηρυκασμού. Οι άνθρωποι μπορεί να έχουν ονόματα σε ορισμένες περιπτώσεις αλλά βασικά περιγράφονται με τις ιδιότητες και χαρακτηριστικά όπως τις προσλαμβάνει ο συγγραφέας, όπως και ο ίδιος παρουσιάζει τον εαυτό του άλλωστε. Να για παράδειγμα: ο «Παλιός Γνώριμος Διευθυντής της Τράπεζας», η «Συμπαθής και Πάντα Χαρούμενη Ιδιαιτέρα», η «Κοπέλα που Ερωτεύτηκα και Παντρεύτηκα», ο «Αδελφός Μου Που Δουλεύαμε Μαζί», η «Επιδερμικά Δραστήρια Βοηθός», η «Πηγή Ανεξάντλητων Πληροφοριών Βοηθός Πλύστρα Κυριακούλα», ο «Αγαπητός Σγουρομάλλης Φίλος» και άλλα ινδιάνικης λογικής σύνθεσης ονόματα, απομυθοποιημένα όμως. Ο ίδιος είναι ο Μεσήλικας Βασίλειος Βουλγαροκτόνος και όταν πάει προς τα πίσω γίνεται ο Παις Βασίλειος Βουλγαροκτόνος με τους δράκους του, την Ιστορία του, τις επίμονες ενοχές, τους καταναγκασμούς, τις παγιδεύσεις και τους βασανιστικά ομόκεντρους κύκλους σκέψης.
Και δες τώρα που στην αγχωτική ημέρα που μας παίρνει μαζί του έχει θέση στην σελίδα 39 και ένα βιβλιοπωλείο. Μπαίνει στο φιλικό βιβλιοπωλείο για να ροκανίσει το χρονικό διάστημα των δεκαεπτά λεπτών. Εκεί με ένα τυχαίο βιβλίο από κάποιο ράφι χάνεται ξανά και έρχεται αντιμέτωπος με περασμένα.
Να που σε ένα βιβλιοπωλείο δεν μπαίνουμε μόνο για να αγοράσουμε. Μπαίνουμε και για λόγους άλλους, πιο αδιευκρίνιστους, άυλους. Να περάσουμε τον καιρό μας γιατί έχουμε ένα κενό, να χαζέψουμε γιατί κάτι στην βιτρίνα τράβηξε το ενδιαφέρον μας, να αναζητήσουμε θέματα που δεν είχαμε στο νου μας, να ενημερωθούμε για τις τροχιές των σκέψεων, να ταξιδέψουμε το βλέμμα μας σε εικόνες-εξώφυλλα, να ησυχάσουμε από την βαβούρα του κόσμου και τον εκνευρισμό που επικρατεί γιατί στα βιβλιοπωλεία υπάρχει μια ησυχία, μια ηρεμία γιατί οι άνθρωποι κοιτάνε ο καθένας μόνος του. Λειτουργεί σαν καταφύγιο, όαση. Είναι και στέκι. Μπορεί να συναντήσεις παλιούς γνωστούς, να διασταυρώσεις ένα βλέμμα πάνω από μια προθήκη, με ένα ανοιχτό βιβλίο στο χέρι, να ρωτήσεις, ακόμα και να σου απευθυνθούν πριν καν διατυπώσεις την ανάγκη για μια γνώμη. Στέκι συστηματικών συναντήσεων, τα Σάββατα συνήθως, και τυχαίων απαντημάτων.
Εξάλλου δεν είναι όλα τα βιβλιοπωλεία ίδια. Διαφέρουν ανάλογα με τον ιδιοκτήτη και όσα επιθυμεί να φέρει στον κόσμο του βιβλίου. Πολλοί βιβλιοπώλες είναι και εκδότες. Επιδρούν έτσι αποφασιστικά στα εκδοτικά και στην διακίνηση του έντυπου. Με τις επιλογές, την πολιτική και στρατηγική που ακολουθούν, με την επιμονή στα αρχικά πιστεύω τους ή την προσαρμοστικότητά τους. Σε όλες τις πορείες κάτι χάνεται κάτι κερδίζεται (αυτό που χάνεται ας αποτυπώνεται πριν σβήσει και ας είναι λιγότερο από το κέρδος).
Υπάρχουν τα παλιά που τους ακολουθεί η παράδοση που έχει οικοδομηθεί με τον καιρό. Που τους δίνει υπεροχή, όνομα μα και τα βαραίνει. Υπάρχουν και τα νεότερα που εισήγαγαν καινοτομίες και τους νέους όρους της αγοράς. Υπάρχουν τα μεγάλα, πολυώροφα στο κέντρο της πόλης και τα μικρότερα στις συνοικίες και στην ευρύτερη περιφέρεια που συνδυάζουν τα σχολικά, χαρτικά, είδη δώρων, φωτοτυπίες και άλλα. Υπάρχουν τα γενικά και τα ειδικευμένα, για παράδειγμα για τα παιδιά, τα νομικά, τα μεταφυσικά. Υπάρχουν σε πολλούς τύπους, μεγέθη και ύφους, καθένας μπορεί να διαλέξει ποιο του ταιριάζει για να χωθεί.

Κυριακή 12 Ιουλίου 2009

Το περιοδικό με τίτλο ΗΥΦΕΝ


Για βιβλία και ειδικότερα για βιβλιοβιβλία έχουμε πει για βιβλιοπεριοδικά, πάλι, όχι. Να μην πούμε γενικά και αόριστα σήμερα για την κατηγορία αυτή (το αφήνω για άλλη φορά καθώς η περιοδικότητα είναι καλό θέμα) μα να επικεντρωθούμε σε ένα, το ΗΥΦΕΝ που φέρει τον επεξηγηματικό υπότιτλο: βήμα για την τυπογραφία. Ωπ! εδώ είμαστε! Δίπλα από το ΗΥΦΕΝ μια οριζόντια γραμμή, μια παύλα. Από κάτω, στα ελληνικά και στα αγγλικά, γράφει «Η υφέν, μια τοξοειδής καμπύλη, έμπαινε κάτω από δύο συλλαβές για να τις ενώσει ούτως ώστε να διαβαστούν υφέν δηλαδή διά μιας σα μια λέξη. Το ενωτικό, το σημείο στίξης που σήμερα χρησιμοποιούμε όταν κόβεται μια λέξη στο τέλος μιας αράδας κειμένου, είναι στην πραγματικότητα υφέν.» «Εν» δηλαδή ένα, δυο φωνήεντα που συνεκφωνούνται σαν ένα, έτσι νιώθω ότι το πιάνω, το καταλαβαίνω. Το έχω δει κιόλας, το θυμάμαι, σε επίσημα κείμενα του 19ου αιώνα, την καμπυλωτή γραμμούλα κάτω από λέξεις όπως «ελιά» για να αποδοθεί το «λια» ενιαία, μιας και δεν υπάρχει αντίστοιχο γράμμα που να αποδίδει τον ήχο που ξέρουμε πώς προφέρεται. Παύλες, η μικρή κοφτή που ενώνει δυο λέξεις πχ. κράτη-μέλη, ή δυο ονόματα, επίθετα γυναικών ας πούμε, ή όπως στην περίπτωση αυτή μια λέξη που αναγκάστηκαν οι συλλαβές της να κοπούν, να απομακρυνθούν, να κατέβουν αράδα και η μεγάλη μακριά παύλα που χωρίζει και λειτουργεί σαν παρένθεση.
Το περιοδικό ΗΥΦΕΝ εκδίδεται και τυπώνεται στην Θεσσαλονίκη. Είναι ετήσιο και φιλοξενεί άρθρα για την «τυπογραφία και τη γραφική επικοινωνία καθώς και άρθρα από άλλους ακαδημαϊκούς χώρους εφόσον αυτά αφορούν σε ζητήματα σχετικά με την τυπογραφία και τη γραφική επικοινωνία.» Περιεχόμενο σαφώς προσδιορισμένο και εντελώς συγκεκριμένο. Η τυπογραφία είναι μια τεχνολογία-κατάκτηση του ανθρώπου που δεν χάνεται στα βάθη των αιώνων. Η εφεύρεση ολοκληρώνεται στον ευρωπαϊκό χώρο τον 15ο αιώνα, αναπτύσσεται ραγδαία, διαδίδεται, φέρνει την επανάσταση της πληροφορίας, της γνώσης, των ιδεών και στις μέρες μας έρχεται νέο κύμα, τσουνάμι μάλλον, αλλαγών χάρη στις δυνατότητες των ηλεκτρονικών πραγμάτων. Στο σύνορο της νέας κατάστασης η ελληνική τυπογραφία αγνοεί ακόμα πολλά ζητήματα που την αφορούν, η μελέτη της έχει υστερήσει, η ιστορία της έχει προσελκύσει μικρό αριθμό ερευνητών και δεν έχει μπει στην κοινωνική βάση ως συλλογικό συνειδητό κτήμα. Κάθε αξιοπρεπής συμβολή προς αυτήν την κατεύθυνση είναι πολύτιμη.
Κρατάω στα χέρια μου τον έβδομο τόμο του περιοδικού, τόμο επετειακό γιατί το 2008 συμπλήρωσε τα δέκα χρόνια κυκλοφορίας του, το πρώτο τεύχος βγήκε το 1998. Σε τακτά χρονικά διαστήματα συνηθίζεται να λοξοκοιτάμε πάνω και πίσω από τον ώμο μας για να δούμε τι κάναμε μέχρι τώρα, πώς το κάναμε, πώς θα συνεχίσουμε, πού επιθυμούμε να κατευθυνθούμε. Δέκα χρόνια είναι ώρα για απολογισμό, αυτοκριτική, κλπ. Στα θετικά ότι μεταφράστηκαν και έγιναν βατά γραπτά ξένων, ότι η οπτική επικοινωνία ήταν παρούσα όπως και οι τεχνικοί που χωρίς αυτούς δεν γίνεται (σχεδιαστές γραμματοσειρών, στοιχειοθέτες, τυπογράφοι, του χαρτιού, εικαστικοί…), ότι βρήκαν εκφραστικό μέσο και μεταπτυχιακοί φοιτητές ανάμεσα σε καταξιωμένους, ότι αναδύθηκαν άρθρα που μελέτησαν ελληνικούς τυπογραφικούς τόπους σε διαφορετικούς χρόνους και άρθρα θεωρητικά όπως για την εικονογράφηση και την αναγνωσιμότητα. Τα «νέα-εκδόσεις-σχόλια» κλείνουν τον τόμο και το ομολογώ ότι ήθελα να έχω ξεφυλλίσει αν όχι να κατέχω (κάτι σαν αρρώστια είναι αυτό) όλα τα βιβλία που ήταν εκεί, ελληνικά και ξένα. Ένα έχω και μάλιστα διαβασμένο (ουφ! πια).
Το στήσιμο με άποψη και χαρακτήρα. Δίστηλο, σε ορισμένα κείμενα αριστερά τα ελληνικά, δεξιά η αγγλόφωνη μετάφραση όχημα επικοινωνίας και ανοίγματος, τα περιθώρια γενναιόδωρα, το δεξί παίρνει και τις σημειώσεις όπου υπάρχουν, σχήματα, πίνακες και γραφήματα, μαυρόασπρες φωτογραφίες και τυπογραφικά παιχνίδια και ποικιλία.
Κλείνοντας να πω ότι μου φαίνεται πως τα δίκτυα ενημέρωσης (που να φτάσω να πω διαλόγου και συνέργιας) ακόμα και στην εποχή του διαδικτύου δεν είναι τόσο δυνατά όσο θα μπορούσαν. Αυτά…

Κυριακή 5 Ιουλίου 2009

Walter Benjamin=Βάλτερ Μπένγιαμιν

Λένε, και μάλλον ισχύει, ότι είναι καλύτερα να διαβάζεις τα κείμενα στην γλώσσα που γράφτηκαν, όμως, πόσες γλώσσες είναι δυνατόν να ξέρει κανείς και ακόμα σε τι επίπεδο και βάθος μπορεί να τις ξέρει για να μπει στο πετσί της. Χωρίς μεταφράσεις, μεταφορές προφορικού ή γραπτού λόγου από μια γλώσσα σε άλλη είμαστε κλεισμένοι μονοδιάστατοι, αποκλεισμένοι από τους τρόπους ανθρώπινης έκφρασης. Μόνοι και εγωιστές. Όμως οι μεταφράσεις καθυστερούν να ταξιδέψουν γιατί συντρέχουν πολλοί λόγοι. Οι συγγραφείς αναγνωρίζονται με ρυθμούς άγνωστους, δεν βρίσκουν αμέσως τον εκδότη και τον μεταφραστή που συγγενεύει με αυτούς στις άλλες γλώσσες (εδώ βοηθάνε οι διεθνείς εκθέσεις βιβλίου, ο Τύπος, τα ΜΜΕ), η μεταφραστική εργασία είναι αργή και κοπιώδης, καθόλου αυτόματη και αυτονόητη. Οι μεταφράσεις ωφελούν όλες τις γλώσσες, δανείζουν τρόπους, εκφράσεις, εικόνες, εμπειρίες. Μεγαλώνουν τα πεδία, φέρνουν τα κοντινά κοντύτερα και τα μακρινά μπαίνουν σε κάδρα. Ζυμώνουν την γλώσσα, μας το λέει και ο Αλεξάκης στις ξένες λέξεις του.
Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν (1892-1940) γεννήθηκε στο Βερολίνο, σπούδασε φιλοσοφία στο Φράιμπουργκ, το Βερολίνο, το Μόναχο και την Βέρνη. Ταξίδεψε στην Ευρώπη και γνώρισε σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους της εποχής του (Αντόρνο, Μπρεχτ, Άρεντ, Χορκχάιμερ, Καίστλερ, Μπατάιγ, κ.ά.). Το 1933 εγκατέλειψε την ναζιστική Γερμανία για το Παρίσι, στάλθηκε σε γαλλικό στρατόπεδο για τρεις μήνες, με την είσοδο των Ναζί στο Παρίσι αποφάσισε να καταφύγει στις Ηνωμένες Πολιτείες, καταπονημένος από καρδιακή πάθηση και τις δυσκολίες διαφυγής, περπάτησε τα Πυρηναία, αποκαρδιωμένος και κυνηγημένος πήρε χάπια και πέθανε στο Πορτ Μπου. Φυσιογνωμία που αναδύεται όλο και πιο έντονα, εμπνέει, επηρεάζει, αποτελεί σημείο αναφοράς. «Ηθική πυξίδα», τον ονομάζει ο Timothy W. Ryback, που μελέτησε την προσωπική βιβλιοθήκη του Hitler για να δει τα διαβάσματα που έφτιαξαν το διανοητικό οικοδόμημα του Hitler. Έχει γράψει ο Στέφανος Ροζάνης και έχει μεταφραστεί βιβλίο του Michael Lowy στα ελληνικά για τον Μπένγιαμιν.
Οι εκδόσεις Άγρα γνωρίζουν τον Μπένγιαμιν, τον μεταφράζουν και μας τον μαθαίνουν, τον συστήνουν με τον καλύτερο τρόπο στο ελληνικό κοινό. Δύο αυτοτελή βιβλία του Τα παιδικά χρόνια στο Βερολίνο το Χίλια Εννιακόσια και ο Μονόδρομος και κείμενά του σε συλλογικούς τόμους ποικίλης θεματολογίας (Περί Βιβλιοθηκών, Κούκλες και Παιχνίδια, Ανατομία του αστυνομικού μυθιστορήματος, Μορφές του Μεσσιανικού) κυκλοφορούν μέχρι τώρα. Μέσα από την γραφή του Μονόδρομου (1928) η οποία ακολουθεί το άμεσο, βραχύ αλλά διεισδυτικό βαθύ βλέμμα που κοιτάζει μια εικόνα, μια διαφήμιση, ένα απόσπασμα βρίσκονται και στοχασμοί για την λογοτεχνική έκφραση, για το γράψιμο και το διάβασμα, για τις δυνάμεις που εξασκεί το κείμενο σαν το διαβάζουμε και σαν το αντιγράφουμε, το περπατάμε με το χέρι που ακολουθεί τον νου. «Η γραφή, που είχε βρει άσυλο μέσα στο τυπωμένο βιβλίο, όπου ζούσε την αυτόνομη ύπαρξή της, σύρεται ανελέητα στο δρόμο με τις διαφημίσεις και υποτάσσεται στις βάναυσες ετερονομίες του οικονομικού χάους… Ήδη η εφημερίδα διαβάζεται πιο πολύ κάθετα παρά οριζόντια, ο κινηματογράφος και η διαφήμιση σπρώχνουν τη γραφή εντελώς στη δικτατορική κάθετο.» (σ. 64). Τώρα εδώ πρόχειρα σταχυολογώ πλαγιότιτλους, κρατώ υπογραμμισμένες λέξεις-κλειδιά. «Αρχές των ασήκωτων τόμων ή η τέχνη της δημιουργίας χοντρών βιβλίων», «Η τεχνική του συγγραφέα σε δεκατρείς θέσεις», «Χαρτί και είδη γραφής», «Παιδί που διαβάζει». Και αποξένωση που φέρνει η γραφομηχανή από το χέρι του γραφέα, η κριτική δεν είναι παρά θέμα σωστής απόστασης,, παλιές επιστολές, καρτ ποστάλ και γραμματόσημα, σήματα συναγερμού στο εσωτερικό του συγγραφέα, τσιτάτα και πολλάαααα
Ο Ιταλός συγγραφέας δημοσιογράφος Bruno Arpaia με τον σημαίνοντα τίτλο Ο Άγγελος της Ιστορίας (μετάφραση Χρύσα Κακατσάκη, εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήναι 2008, 380 σ.) ξαναέπλασε την ιστορία του Μπένγιαμιν. Ο «Angelus Novus» έργο του Κλεε αγορασμένος από τον Μπένγιαμιν τον συντρόφευε στα στριμώγματά του, του μιλούσε και αναφερόταν σε αυτόν. Ο πίνακας δείχνει ένα άγγελο με τα χέρια-φτερά απλωτά ανοικτά, μάτια τεράστια με χαμηλωμένο κοίταγμα. Άγγελος λοιπόν από τον αγαπημένο πίνακα. Το τελευταίο έργο του Μπένγιαμιν είχε τίτλο Θέσεις πάνω στην έννοια της Ιστορίας, γραμμένο το 1940. Ιστορία από τους τελευταίους στοχασμούς. Άγγελο της Ιστορίας τον ονόμαζε και ο Μπένγιαμιν, πιασμένο στο παρελθόν που σπρώχνεται προς το μέλλον.
Ένα μυθιστόρημα πραγματικά ευρωπαϊκό: γραμμένο από έναν Ναπολιτάνο, με πρωταγωνιστές τον ιστορικά υπαρκτό Εβραίο φιλόσοφο της Γερμανίας που καταφεύγει και ζει για ένα διάστημα στην Γαλλία, και ενός επινοημένου ήρωα πληθωρικού μαχητή των Δημοκρατικών του Ισπανικού Εμφύλιου. Με δράση και παλμό, με εικόνες του Μπένγιαμιν να εργάζεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη στο Παρίσι. Να αντιγράφει, να συλλέγει, να γράφει πυρετωδώς, να υπερασπίζεται και να αγωνιά για τα γραπτά του.
Με τον Arpaia να υιοθετεί την θέση του Μαντσίνι πως «ο συγγραφέας πρέπει να αξιοποιεί την ιστορία χωρίς να την ανταγωνίζεται». Η ιστορία με τα γεγονότα της είναι εκεί μα στην πραγματικότητα είναι άπειρες ιστορίες που μπορούν να ειπωθούν κάθε μέρα με άλλον τρόπο, από κάθε άνθρωπο από άλλη πλευρά, ανάλογα. Μπορεί ακόμα να ξεπεράσει το όριο και να μπει στον χρονοδιάστημα του μύθου, του φαντασιακού, του ατομικού, του οικογενειακού, του συλλογικού.
Μια αφήγηση που δεν ήθελα να τελειώσει και το έπαιζα συνέχεια καθυστέρηση. Σαν Πηνελόπη πριν μπω στις αδιάβαστες σελίδες, ξαναπερνούσα το στημόνι στις διαβασμένες, να βεβαιωθώ ότι ήμουν εκεί, ότι τα είχα όλα πιάσει, ότι δεν είχα βιαστεί να υφάνω την επόμενη ανάγνωση.

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2009

Οι ράχες των βιβλίων

Η θέα από το κρεβάτι μου είναι η καλύτερη. Με το που ανοίγω τα μάτια αντικρίζω τα βιβλία μου και χαίρομαι. Εκείνα βέβαια, μου έχουν γυρισμένη την πλάτη αλλά δεν με νοιάζει, το ότι στέκονται όρθια ή ξαπλωτά είναι η καλύτερη εικόνα. Συνθέτουν έναν ιδιόμορφο ενιαίο πίνακα με τις ανομοιόμορφες χρωματικές φέτες τους, με τα διαφορετικά πάχυτα και ύψη, με τις σκιές που γεννάνε οι όγκοι τους ανάλογα με το φυσικό φως αλλά και με το ηλεκτρικό τις νύχτες. Αν χαλάσω αυτόν τον πίνακα και τον ξαναορίσω (δεν το κάνω και πολύ συχνά αλλά το έκανα πρόσφατα) φτιάχνεται ένας νέος πίνακας που με ξενίζει έως ότου τον μάθω και πάλι. Το κοίταγμά του συνθετικού και μοναδικού πίνακα μου φτιάχνει την διάθεση σταθερά, με ανεβάζει. Τώρα που το σκέφτομαι αυτό που βλέπω είναι κάτι σαν ένα ντουλάπι τροφοδοσίας και αέναης ανατροφοδοσίας. Το ότι έχω ήδη τσιμπήσει, φάει, χωνέψει αλλά και ότι μπορώ να επανέλθω να βουτήξω όποτε και όταν το επιθυμήσω μου δίνει το αίσθημα της ασφάλειας. Άσε που είναι και κάτι σαν καθρέφτισμα….
Ράχη είναι το πίσω μέρος του βιβλιακού σώματος, εκείνο που φαίνεται όταν βρίσκονται στα ράφια. Αποτελεί μέρος του εξώφυλλου και αντιστοιχεί στο σημείο εκείνο που δένονται τα τυπογραφικά φύλλα (τα φύλλα μπορεί να είναι κολλητά δηλαδή κολλημένα με κόλλα στο σημείο αυτό αλλά σωστότερα είναι τα ραφτά δηλαδή τα ραμμένα κατά φυλλάδια, δεκαεξασέλιδα συνήθως ή αλλιώς ‘τετράδια’). Τα δεσίματα ποικίλλουν. Τα πιο προσεγμένα, συνήθως από δέρμα, μπορεί να έχουν νεύρα, δηλαδή κάτω από το δέσιμο να κρύβεται ένα κομμάτι σπάγκου που δίνει ένα εξόγκωμα. Τα γράμματα όταν είναι χρυσά δηλώνουν την συμβολή και άλλης μιας τέχνης, της χρυσοτυπίας, που χρησιμοποιεί άλλα εργαλεία και έχει δικά της μυστικά για τα γράμματα και για διακοσμητικά στοιχεία στην ράχη ή και στο εξώφυλλο. Χαρτόδετα, πανόδετα, δερματόδετα, με καλύμματα χάρτινα, πανωφόρια, με όποιο δέσιμο, τα βιβλία έχουν στην ράχη τους την πιο βασική ταυτότητα του βιβλίου: συγγραφέα, τίτλο (χωρίς υπότιτλο), και ίσως το εκδοτικό σήμα το οίκου. Συνήθως με κεφαλαία γράμματα, να διαβάζονται εύκολα και από κάποια απόσταση.
Ένα πολύ εκνευριστικό θέμα είναι η φορά των γραμμάτων. Αλλού διαβάζονται από τα δεξιά και σε άλλα από αριστερά. Έτσι όταν βρίσκονται όρθια στο ράφι και ψαχουλεύουμε οπτικά τους τίτλους γυρεύοντας συγκεκριμένα ένα, αναγκαζόμαστε να στριφογυρίζουμε το βλέμμα μας πέρα δώθε, κίνηση κουραστική και ζαλιστική. Οι αγγλικοί τίτλοι διαβάζονται από τα αριστερά. Οι περισσότεροι ελληνικοί από τα δεξιά, αλλά και πάλι όχι όλοι, δεν υπάρχει κανόνας. Σαφής, ξεκάθαρη σύμβαση για την φορά δεν έχω καταλάβει να ισχύει σε αυτό.
Ράχες χωρίς γράμματα, μπορεί να συμβεί σε ολιγοσέλιδα βιβλία που ράχη τους δεν έχει την αντίστοιχη υπόσταση χώρου, καθιστούν τα βιβλία άφωνα, δύσκολα στην αναζήτηση και τον εντοπισμό από τον χρήστη. Γιατί είναι οι ράχες που είναι ανοιχτές στην θέα του ματιού.

Οι άνθρωποι των βιβλιοθηκών στο κάτω μέρος της ράχης των βιβλίων κολλάνε την ετικέτα με τον ταξινομικό αριθμό του βιβλίου. Μια ετικέτα που επικαλύπτεται με διαφανές αυτοκόλλητο για προστασία αν και δύσκολα ξεκολλάει στην περίπτωση που πρέπει να αλλαχθεί ο αριθμός, με αποτέλεσμα να πληγώνεται το βιβλίο. Οι ετικέτες κολλιούνται σε ομοιόμορφο ή έστω περίπου ομοιόμορφο ύψος και είναι φορές που συμβαίνει να κρύβουν κομμάτια πληροφορίας. Πληροφορίες χάνονται και οι ράχες παραμορφώνονται και όταν είναι σπασμένες, φθαρμένες από την ανάγνωση και το τέντωμά τους. Το τράβηγμα από το ράφι γίνεται συνήθως χώνοντας το δάκτυλο στο πάνω μέρος του επιλεγμένου βιβλίου. Εάν είναι στριμωγμένο έως σφηνωμένο, η πιθανότητα να υποκύψει στην πίεση που του ασκούμε και να λυγίσει είναι μαθηματικά βέβαιη.

Τα βιβλία ως αντικείμενα αποτελούνται από πολλά μέρη (εξώφυλλο, οπισθόφυλλο, σώμα, καπάκια), έχουν ειδική ορολογία (ψευδότιτλος, σελίδα τίτλου, κολοφώνας, επίτιτλα, διάστιχα, κά). Και η βιβλιοδεσία είναι άλλο μέγα κεφάλαιο, με ξεχωριστή ιστορία, εδώ μόνο τις ράχες λιγουλάκι χαϊδέψαμε…

Σάββατο 20 Ιουνίου 2009

Περί Βιβλιοθηκονομίας


"Η Βιβλιοθηκονομία δεν είναι δα και επιστήμη"

Μια πρόταση που δεν θα περίμενα να διαβάσω σε ένα ιστολόγιο που πραγματεύεται θέματα παιδείας και πολιτισμού.

Το θέμα σχετίζεται με την πρόσφατη ανακοίνωση του Υπουργείου Παιδείας σχετικά με τις 87 θέσεις υπευθύνων σε σχολικές βιβλιοθήκες. Η εν λόγω προκήρυξη δεν απευθύνεται σε βιβλιοθηκονόμους αλλά σε μόνιμους εκπαιδευτικούς που δεσμεύονται να υπηρετήσουν τις σχολικές βιβλιοθήκες για τα δύο επόμενα σχολικά έτη.
http://www.diorismos.gr/Dpages/news/viewnews.php?nid=6488&type=1
Δεν έχω σκοπό να σχολιάσω την προκήρυξη, η οποία έφερε αντιδράσεις σε ολόκληρη τη βιβλιοθηκονομική κοινότητα αλλά τα λόγια των συντακτών του paideia-gr.
Οι εκπαιδευτικοί δικαίως χαιρετίζουν την προκήρυξη με ιδιαίτερη χαρά, αφού απευθύνεται σε αυτούς, αλλά διαφαίνεται ο τρόπος που θα υπηρετήσουν τις σχολικές βιβλιοθήκες, με παντελή άγνοια δηλ. των βιβλιοθηκονομικών γνώσεων.

Σύμφωνα με τα λόγια του συντάκτη του ιστολογίου paideia-gr: "Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες γνώσεις βιβλιοθηκονομίας για να λειτουργήσει μια σχολική βιβλιοθήκη (Δεν μιλάμε για την Εθνική βιβλιοθήκη). Μια σχολική βιβλιοθήκη έχει πολύ μικρό μέγεθος. Εν πάσει περιπτώσει, ό,τι νέες γνώσεις χρειαστεί ο εκπαιδευτικός μπορεί εύκολα να τις βρει (δεν είναι δα και επιστήμη)".

Οι άνθρωποι που διδάσκουν τη γνώση στα ελληνικά σχολεία απαξιούν κατά αυτόν τον τρόπο μια ολόκληρη επιστήμη που διδάσκεται σε χιλιάδες πανεπιστημιακά τμήματα σε όλο τον κόσμο. Υποστηρίζουν την ποιοτική ανεξάρτητη παιδεία, ενώ πιστεύουν ότι μια βιβλιοθήκη κρίνεται από το μέγεθός της και όχι από το κοινό της.
Δεν αποτελεί πρόβλημα το γεγονός ότι οι συντάκτες το
υ ιστολογίου δε γνωρίζουν ότι η αναγνωστική πολιτική και η πολιτική βιβλίου καλλιεργείται κυρίως στις μικρότερες ηλικίες και ότι ο ρόλος της σχολικής βιβλιοθήκης είναι πολυδιάστατος, αλλά πρόβλημα αποτελεί η απολίτιστη αφέλειά τους ότι μια σχολική βιβλιοθήκη μπορεί να την "κουμαντάρει και η γιαγιά τους".

Οι συντάκτες του ιστολογίου επέτρεψαν να φανούν ανούσια ανών
υμα σχόλια αλλά απαγόρευσαν να συνεχιστεί ο διάλογος και να ακουστούν οι απόψεις των βιβλιοθηκονόμων.

http://paideia-gr.blogspot.com/2009/06/blog-post_18.html


Και για όσους δεν κατάλαβαν τα όσα ειπώθηκαν έρχεται και δεύτ
ερη συμπληρωματική ανάρτηση που τονίζεται ξανά ο πολυδιάστατος ρόλος των σχολικών βιβλιοθηκών: "Ο εκπαιδευτικός που θα είναι στη σχολική βιβλιοθήκη θα πρέπει απλά να δανείζει βιβλία στα παιδιά. Τίποτα παραπάνω δεν κάνει συνήθως και ο δανεισμός (δυστυχώς) είναι και αυτός σπάνιος. Άντε να χρειαστεί να μάθει και κανένα πρόγραμμα σε Η/Υ. Δεν είναι τρομερά αυτά τα πράγματα".

http://paideia-gr.blogspot.com/2009/06/blog-post_4247.html

Ακόμα και σαφέστατα σχόλια βιβλιοθηκονόμων, όπως του Γιώρ
γου Κατσαμάκη, δε βοήθησαν ώστε ο συντάκτης να επανεξετάσει τις απόψεις του.

Λυπητερό ή ξεκαρδιστικό;



Μια βολτίτσα στις σχολικές βιβλιοθήκες του εξωτερικού: