Λένε, και μάλλον ισχύει, ότι είναι καλύτερα να διαβάζεις τα κείμενα στην γλώσσα που γράφτηκαν, όμως, πόσες γλώσσες είναι δυνατόν να ξέρει κανείς και ακόμα σε τι επίπεδο και βάθος μπορεί να τις ξέρει για να μπει στο πετσί της. Χωρίς μεταφράσεις, μεταφορές προφορικού ή γραπτού λόγου από μια γλώσσα σε άλλη είμαστε κλεισμένοι μονοδιάστατοι, αποκλεισμένοι από τους τρόπους ανθρώπινης έκφρασης. Μόνοι και εγωιστές. Όμως οι μεταφράσεις καθυστερούν να ταξιδέψουν γιατί συντρέχουν πολλοί λόγοι. Οι συγγραφείς αναγνωρίζονται με ρυθμούς άγνωστους, δεν βρίσκουν αμέσως τον εκδότη και τον μεταφραστή που συγγενεύει με αυτούς στις άλλες γλώσσες (εδώ βοηθάνε οι διεθνείς εκθέσεις βιβλίου, ο Τύπος, τα ΜΜΕ), η μεταφραστική εργασία είναι αργή και κοπιώδης, καθόλου αυτόματη και αυτονόητη. Οι μεταφράσεις ωφελούν όλες τις γλώσσες, δανείζουν τρόπους, εκφράσεις, εικόνες, εμπειρίες. Μεγαλώνουν τα πεδία, φέρνουν τα κοντινά κοντύτερα και τα μακρινά μπαίνουν σε κάδρα. Ζυμώνουν την γλώσσα, μας το λέει και ο Αλεξάκης στις ξένες λέξεις του.
Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν (1892-1940) γεννήθηκε στο Βερολίνο, σπούδασε φιλοσοφία στο Φράιμπουργκ, το Βερολίνο, το Μόναχο και την Βέρνη. Ταξίδεψε στην Ευρώπη και γνώρισε σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους της εποχής του (Αντόρνο, Μπρεχτ, Άρεντ, Χορκχάιμερ, Καίστλερ, Μπατάιγ, κ.ά.). Το 1933 εγκατέλειψε την ναζιστική Γερμανία για το Παρίσι, στάλθηκε σε γαλλικό στρατόπεδο για τρεις μήνες, με την είσοδο των Ναζί στο Παρίσι αποφάσισε να καταφύγει στις Ηνωμένες Πολιτείες, καταπονημένος από καρδιακή πάθηση και τις δυσκολίες διαφυγής, περπάτησε τα Πυρηναία, αποκαρδιωμένος και κυνηγημένος πήρε χάπια και πέθανε στο Πορτ Μπου. Φυσιογνωμία που αναδύεται όλο και πιο έντονα, εμπνέει, επηρεάζει, αποτελεί σημείο αναφοράς. «Ηθική πυξίδα», τον ονομάζει ο Timothy W. Ryback, που μελέτησε την προσωπική βιβλιοθήκη του Hitler για να δει τα διαβάσματα που έφτιαξαν το διανοητικό οικοδόμημα του Hitler. Έχει γράψει ο Στέφανος Ροζάνης και έχει μεταφραστεί βιβλίο του Michael Lowy στα ελληνικά για τον Μπένγιαμιν.
Οι εκδόσεις Άγρα γνωρίζουν τον Μπένγιαμιν, τον μεταφράζουν και μας τον μαθαίνουν, τον συστήνουν με τον καλύτερο τρόπο στο ελληνικό κοινό. Δύο αυτοτελή βιβλία του
Τα παιδικά χρόνια στο
Βερολίνο το Χίλια Εννιακόσια και ο
Μονόδρομος και κείμενά του σε συλλογικούς τόμους ποικίλης θεματολογίας (
Περί Βιβλιοθηκών, Κούκλες και Παιχνίδια, Ανατομία του αστυνομικού μυθιστορήματος, Μορφές του Μεσσιανικού) κυκλοφορούν μέχρι τώρα. Μέσα από την γραφή του
Μονόδρομου (1928) η οποία ακολουθεί το άμεσο, βραχύ αλλά διεισδυτικό βαθύ βλέμμα που κοιτάζει μια εικόνα, μια διαφήμιση, ένα απόσπασμα βρίσκονται και στοχασμοί για την λογοτεχνική έκφραση, για το γράψιμο και το διάβασμα, για τις δυνάμεις που εξασκεί το κείμενο σαν το διαβάζουμε και σαν το αντιγράφουμε, το περπατάμε με το χέρι που ακολουθεί τον νου. «Η γραφή, που είχε βρει άσυλο μέσα στο τυπωμένο βιβλίο, όπου ζούσε την αυτόνομη ύπαρξή της, σύρεται ανελέητα στο δρόμο με τις διαφημίσεις και υποτάσσεται στις βάναυσες ετερονομίες του οικονομικού χάους… Ήδη η εφημερίδα διαβάζεται πιο πολύ κάθετα παρά οριζόντια, ο κινηματογράφος και η διαφήμιση σπρώχνουν τη γραφή εντελώς στη δικτατορική κάθετο.» (σ. 64). Τώρα εδώ πρόχειρα σταχυολογώ πλαγιότιτλους, κρατώ υπογραμμισμένες λέξεις-κλειδιά. «Αρχές των ασήκωτων τόμων ή η τέχνη της δημιουργίας χοντρών βιβλίων», «Η τεχνική του συγγραφέα σε δεκατρείς θέσεις», «Χαρτί και είδη γραφής», «Παιδί που διαβάζει». Και αποξένωση που φέρνει η γραφομηχανή από το χέρι του γραφέα, η κριτική δεν είναι παρά θέμα σωστής απόστασης,, παλιές επιστολές, καρτ ποστάλ και γραμματόσημα, σήματα συναγερμού στο εσωτερικό του συγγραφέα, τσιτάτα και πολλάαααα
Ο Ιταλός συγγραφέας δημοσιογράφος Bruno Arpaia με τον σημαίνοντα τίτλο
Ο Άγγ
ελος της Ιστορίας (μετάφραση Χρύσα Κακατσάκη, εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήναι 2008, 380 σ.) ξαναέπλασε την ιστορία του Μπένγιαμιν. Ο «Angelus Novus» έργο του Κλεε αγορασμένος από τον Μπένγιαμιν τον συντρόφευε στα στριμώγματά του, του μιλούσε και αναφερόταν σε αυτόν. Ο πίνακας δείχνει ένα άγγελο με τα χέρια-φτερά απλωτά ανοικτά, μάτια τεράστια με χαμηλωμένο κοίταγμα. Άγγελος λοιπόν από τον αγαπημένο πίνακα. Το τελευταίο έργο του Μπένγιαμιν είχε τίτλο
Θέσεις πάνω στην έννοια της Ιστορίας, γραμμένο το 1940. Ιστορία από τους τελευταίους στοχασμούς. Άγγελο της Ιστορίας τον ονόμαζε και ο Μπένγιαμιν, πιασμένο στο παρελθόν που σπρώχνεται προς το μέλλον.
Ένα μυθιστόρημα πραγματικά ευρωπαϊκό: γραμμένο από έναν Ναπολιτάνο, με πρωταγωνιστές τον ιστορικά υπαρκτό Εβραίο φιλόσοφο της Γερμανίας που καταφεύγει και ζει για ένα διάστημα στην Γαλλία, και ενός επινοημένου ήρωα πληθωρικού μαχητή των Δημοκρατικών του Ισπανικού Εμφύλιου. Με δράση και παλμό, με εικόνες του Μπένγιαμιν να εργάζεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη στο Παρίσι. Να αντιγράφει, να συλλέγει, να γράφει πυρετωδώς, να υπερασπίζεται και να αγωνιά για τα γραπτά του.
Με τον Arpaia να υιοθετεί την θέση του Μαντσίνι πως «ο συγγραφέας πρέπει να αξιοποιεί την ιστορία χωρίς να την ανταγωνίζεται». Η ιστορία με τα γεγονότα της είναι εκεί μα στην πραγματικότητα είναι άπειρες ιστορίες που μπορούν να ειπωθούν κάθε μέρα με άλλον τρόπο, από κάθε άνθρωπο από άλλη πλευρά, ανάλογα. Μπορεί ακόμα να ξεπεράσει το όριο και να μπει στον χρονοδιάστημα του μύθου, του φαντασιακού, του ατομικού, του οικογενειακού, του συλλογικού.
Μια αφήγηση που δεν ήθελα να τελειώσει και το έπαιζα συνέχεια καθυστέρηση. Σαν Πηνελόπη πριν μπω στις αδιάβαστες σελίδες, ξαναπερνούσα το στημόνι στις διαβασμένες, να βεβαιωθώ ότι ήμουν εκεί, ότι τα είχα όλα πιάσει, ότι δεν είχα βιαστεί να υφάνω την επόμενη ανάγνωση.