Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2017

Ονειρικό εφηβικό βιβλιοβιβλίο


Πάντα θεωρούσα ότι η συγγραφή εφηβικής λογοτεχνίας έχει το μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας. Δεν είναι καθόλου εύκολο να προσελκύσεις και να κρατήσεις απορροφημένο τον έφηβο αναγνώστη και μάλιστα σήμερα που τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, οι ταινίες, οι τηλεοπτικές σειρές, η εικονική πραγματικότητα έχουν την τιμητική τους και προσφέρουν ψυχαγωγία χωρίς να απαιτούν καμία ιδιαίτερη προσπάθεια. Η ανάγνωση, όμως, οπτικά δεν έχει τίποτα το δελεαστικό, μαύρα γράμματα σε άσπρο φόντο. Ούτε απίθανα εφέ, ούτε ήχους και μουσική να δημιουργούν αγωνία, να μαγνητίζουν την προσοχή και να σε εγκλωβίζουν σε μια κινούμενη εικόνα. Τίποτα, άσπρο και μαύρο, γράμματα, λέξεις, χαρτί κακής ποιότητας, καθόλου νέες τεχνολογίες. Πραγματικά πόσο δύσκολο είναι να κερδίσεις λίγο από τον χρόνο ενός εφήβου. Τι υπερπαραγωγές έχει να ανταγωνιστεί ο συγγραφέας με μόνο όπλο τη φαντασία και την τέχνη του λόγου. Ο έφηβος είναι το πιο δύσκολο και απαιτητικό αναγνωστικό κοινό. Κι όταν αποφασίζεις να γράψεις γι' αυτόν χρειάζεται φοβερή συγγραφική επιδεξιότητα. Μα και πόσο δύσκολο ένα παιδί που δεν διαβάζει να γίνει ένας έφηβος που διαβάζει. Ένα παιδί που ζει σε σπίτι δίχως βιβλία, με γονείς δίχως βιβλία, σε ένα σχολείο με ένα βιβλίο, που δεν άκουσε ένα παραμύθι, που δεν μπήκε ποτέ σε ένα βιβλιοπωλείο ή σε μια βιβλιοθήκη, πώς θα γίνει ο αναγνώστης που θα επικοινωνήσει ο κόπος του συγγραφέα μαζί του; Δύσκολο αλλά όχι ακατόρθωτο.

Το θετικό είναι ότι εύκολα μπορεί να βρεθεί στο δρόμο του ένα καλό βιβλίο που θα του ανοίξει την πόρτα στον μαγικό κόσμο της ανάγνωσης. Οι συγγραφείς εφηβικής λογοτεχνίας λαμβάνοντας υπόψη τη δυσκολία να προσελκύσουν ένα τόσο ιδιαίτερο κοινό, βάζουν τα δυνατά τους να γράψουν μια ιστορία που θα συναγωνίζεται την ιστορία ενός ηλεκτρονικού παιχνιδιού. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι καλά βιβλία έγιναν παιχνίδια ή πετυχημένες ταινίες. Κι αυτός είναι ο λόγος που μου αρέσει η εφηβική λογοτεχνία, δεν με έχει απογοητεύσει ποτέ. Κι όταν είναι βιβλίο για βιβλία και μάλιστα για βιβλιοθήκες, ο ενθουσιασμός μου είναι ακόμη μεγαλύτερος. Κι αυτόν το ενθουσιασμό θέλω να μοιραστώ μαζί σας. Αν γνωρίζετε άτομα 11-14 ετών πρέπει να τους δωρίσετε ένα καλό βιβλίο, δηλαδή αυτό το βιβλίο. Δεν είναι εικονογραφημένο (οι μόνες εικόνες είναι οι γρίφοι), όμως έχει μικρά και ευκολοδιάβαστα κεφάλαια με μεγάλη γραμματοσειρά που τελειώνουν γρήγορα και ούτε που καταλαβαίνεις πότε έχεις περάσει στον επόμενο κεφάλαιο. Λόγος για το βιβλίο του αμερικανού Κρις Γκραμπενστάιν που αγαπά τις βιβλιοθήκες και χρωστάει πολλά στους βιβλιοθηκάριους, με τίτλο "Απόδραση από τη βιβλιοθήκη του κυρίου Λιμοντσέλο" που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Ο κύριος Λιμοντσέλο είναι ένας αλλοπρόσαλλος, εκκεντρικός, ευφυής και πλούσιος κύριος, από εκείνους τους ανθρώπους που μένουν για πάντα παιδιά, οπότε ξέρουν πως να κάνουν τα παιδιά να διασκεδάζουν. Είναι ένας πολύ πετυχημένος επιχειρηματίας καθώς φτιάχνει ευφάνταστα επιτραπέζια παιχνίδια, όπως η βιβλιομανία (το θέλω! ας το φτιάξει κάποιος), που είναι γνωστά σε όλα τα παιδιά αλλά και τους ενήλικους. Καθώς έχει πολλά χρήματα, αποφασίζει να επαναλειτουργήσει την τοπική βιβλιοθήκη που εδώ και δώδεκα χρόνια μένει κλειστεί. Ήταν άλλωστε χώρος που περνούσε το χρόνο του ως παιδί. Επί αρκετά χρόνια το κτίριο της παλιάς τράπεζας χτίζεται από την αρχή με άκρα μυστικότητα με σκοπό να στεγάσει τη νέα βιβλιοθήκη. Μέχρι που το έργο ολοκληρώνεται και φτάνει η ώρα να υποδεχτεί το κοινό της. Ο Λιμοντσέλο θέλει οι πρώτοι που θα χρησιμοποιήσουν τη βιβλιοθήκη να είναι οι δωδεκάχρονοι της πόλης καθώς από τη μέρα που γεννήθηκαν δεν τους δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να επισκεφθούν την τοπική βιβλιοθήκη καθώς ήταν κλειστή. Δώδεκα δωδεκάχρονα, εκείνα που γράφουν την καλύτερη έκθεση, επιλέγονται να περάσουν τη νύχτα τους στη βιβλιοθήκη και να γνωρίσουν από κοντά όλα όσα εκείνη κρύβει.

«Γιατί, αγαπημένοι μου φίλοι, αυτά τα δώδεκα παιδιά έζησαν ολόκληρη τη ζωή τους χωρίς μια δημόσια βιβλιοθήκη. Κατά συνέπεια, δεν έχουν ιδέα πόσο καταπληκτικά χρήσιμη, ωφέλιμη και διασκεδάσιμη-μια πρόσφατη λέξη δικής μου έμπνευσης-μπορεί να είναι. Αυτή λοιπόν είναι η ευκαιρία τους να ανακαλύψουν πως μια βιβλιοθήκη δεν είναι μια συλλογή σκονισμένων παλιών βιβλίων. Είναι ένας τόπος γνώσης, εξερεύνησης και ενηλικίωσης!» 

Η βιβλιοθήκη που δημιούργησε ο ευφυής κύριος Λιμοντσέλο είναι η βιβλιοθήκη των ονείρων μου. Δεν είναι ο πλούτος βιβλίων που περιέχει, δεν είναι η απόλυτη τάξη που επικρατεί, η οποία στηρίζεται απόλυτα στο δεκαδικό σύστημα ταξινόμησης Dewey, δεν είναι τα σιντριβάνια και τα αγάλματα συγγραφέων, αλλά η τεχνολογία που χρησιμοποιείται. Το ολόγραμμα της παλιάς βιβλιοθηκαρίου εμφανίζεται όποτε το ζητήσεις και μπορεί να σου απαντήσει σε κάθε ερώτηση, μηχάνημα επιστροφής βιβλίων με αυτόματη ταξιθέτηση, ειδικά ιπτάμενα μηχανήματα σε οδηγούν αυτόματα στα βιβλία των πιο υψηλών ραφιών αρκεί απλά να πληκτρολογήσεις τον κωδικό τους, οθόνες αφής σου επιτρέπουν να αναζητήσεις βιβλία στον κατάλογο και πληροφορίες στον παγκόσμιο ιστό. Φυσικά υπάρχει εστιατόριο, ο βιβλιοφάγος, αίθουσα για να παίξεις επιτραπέζια και αίθουσα με ειδικές καρέκλες προσομοίωσης για να παίξεις  ηλεκτρονικά παιχνίδια σε τεράστιες οθόνες που δεν έχουν μόνο κίνηση και ήχο αλλά και μυρωδιά σχετική με την εικόνα. Η βιβλιοθήκη δεν έχει καθόλου παράθυρα καθώς τα βιβλία είναι από μόνα τους παράθυρα, ενώ η βαριά πόρτα της τράπεζας έχει παραμείνει για να είναι ασφαλείς οι σκέψεις των αναγνωστών.

Όταν η νύχτα περάσει και τα παιδιά τελειώσουν την περιήγησή τους τότε θα συνειδητοποιήσουν ότι πρέπει να βρουν έναν τρόπο να βγουν από τη βιβλιοθήκη. Αυτό είναι το παιχνίδι που σχεδίασε η νέα βιβλιοθηκονόμος προς τέρψη του χορηγού της βιβλιοθήκης. Τα παιδιά θα έχουν την ευκαιρία να ζήσουν το πιο απίθανο escape libray (εκ του escape room) λύνοντας τους πιο απίθανους βιβλιογρίφους που θα τους κάνουν να μάθουν να χρησιμοποιούν τη βιβλιοθήκη και φυσικά να γνωριστούν με συγγραφείς και βιβλία.

Λίγα λόγια για τη συνάντησή μου με αυτό το βιβλίο (επιστροφή στην πραγματικότητα):
Η πρώτη γνωριμία με το βιβλίο έγινε στο Κ.Π. Ι.Σ. Νιάρχου, καθώς αυτό κι άλλα αγαπημένα βιβλιοβιβλία υπήρχαν στο χώρο υποδοχής. Η δεύτερη συνάντησή μου μαζί του έγινε στη βιβλιοθήκη που βρίσκεται στον επάνω όροφο από τη δημόσια βιβλιοθήκη. Η δεύτερη αυτή βιβλιοθήκη είναι σε χειρότερη μοίρα από αυτήν της πρώτης που περιέγραψα εδώ. Πολύτιμα βιβλία πίσω από κάγκελα και χωρίς καμία βιβλιοθηκονομική επεξεργασία, κορδέλες σε αποτρέπουν να πλησιάσεις τα ράφια σαν να πρόκειται για μουσειακά εκθέματα, υπάλληλοι χωρίς καμία γνώση, δεν υπάρχουν υπολογιστές για το κοινό. Έχοντας ζητήσει ευγενικά ευγενικά την άδεια να πλησιάσω τις βιβλιοθήκες (να ξεπεράσω τα σκοινάκια)  για να διαλέξω κάποιο βιβλίο, προσέγγισα τα δεκάδες ράφια που μου υπέδειξαν ότι έχουν τα λογοτεχνικά βιβλία και άρχισα να κοιτάω ράχες. Βιβλία που τοποθετήθηκαν στα ράφια με τη σειρά που ήρθαν και πήραν έναν τυχαίο αριθμό για ταξιθέτηση. Λογοτεχνικά βιβλία του ίδιου συγγραφέα, ακόμη και ίδια βιβλία, σε διάφορα σημεία, με πολλά ράφια απόσταση μεταξύ τους. Καμία πιθανότητα να βρεις ένα βιβλίο παρά μόνο στην τύχη. Η βιβλιοθήκη του Λιμοντσέλο μαζί με κλασική λογοτεχνία, με ρομάντζα και αστυνομικά, εφηβικά μαζί με ενηλίκων. Πιάνω το αντίτυπο στα χέρια μου, είναι σε τόση καλή κατάσταση που σίγουρα δεν το έχει δανειστεί κανείς. Μα θα ήταν θαύμα να το έχει εντοπίσει ένας έφηβος. Το ανοίγω και βλέπω στη σφραγίδα δωρεάς το Ίδρυμα Νιάρχου. Το ίδρυμα που νοιάζεται για τις βιβλιοθήκες δωρίζει βιβλία και οπτικοακουστική τεχνολογία χωρίς να έχει ιδέα τι συμβαίνει μετά και πως αυτά αξιοποιούνται...

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2017

Ένα πτώμα στη βιβλιοθήκη


Μα τι τίτλος! Διέκρινα ένα ψήγμα τρόμου στην άκρη του ματιού της νέας προϊστάμενης της δημόσιας βιβλιοθήκης, αποσπασμένη εκπαιδευτικός βεβαίως βεβαίως, όταν της έδωσα το βιβλίο για να το δανειστώ. Αλλά όχι, το βιβλίο δεν αναφέρεται σε δημόσια βιβλιοθήκη, δεν θα μπορούσε άλλωστε, δεν είναι το στιλ της Κρίστι. Για τη βιβλιοθήκη μιας έπαυλης πρόκειται.

Φανταστείτε να είχαμε στο σπίτι μας το δωμάτιο που ονειρευόμαστε όλοι να έχουμε, εκείνο που θα είχε συγκεντρωμένα όλα τα βιβλία μας, κι ένα παράξενο πρωινό να βρίσκαμε το παράθυρο παραβιασμένο και πάνω στο χαλί ένα πτώμα. Το δωμάτιο αυτό να ήταν κάπως έτσι: "Η βιβλιοθήκη ήταν ένα πολύ χαρακτηριστικό δωμάτιο των ιδιοκτητών της. Ήταν ευρύχωρη και απέριττη, αλλά και με πολύ ακαταστασία. Είχε μεγάλες παλιές πολυθρόνες και βιβλία μαζί με συμβόλαια και άλλα έγγραφα που ήταν σκορπισμένα στο μεγάλο τραπέζι. Στους τοίχους ήταν κρεμασμένες μια ή δυο καλές, παλιές οικογενειακές προσωπογραφίες και μερικές ακουαρέλες, μάλλον κακού γούστου, της Βικτωριανής εποχής, καθώς και μερικές δήθεν αστείες σκηνές κυνηγιού. Υπήρχε, ακόμα, ένα μεγάλο ανθοδοχείο με μαργαρίτες στη γωνία. Ολόκληρο το δωμάτιο ήταν μάλλον σκοτεινό, αλλά  είχε συμπαθητική ατμόσφαιρα, που μιλούσε για πολύχρονη οικογενειακή χρήση και μακρούς δεσμούς με την παράδοση", ενώ το πτώμα να άνηκε σε ένα νεαρό κορίτσι εντελώς άγνωστο σε εμάς και κανείς μας να μην μπορούσε να καταλάβει τι γυρεύει στο χαλί της βιβλιοθήκης μας. Ακόμη και αν κάποιος από το υπηρετικό προσωπικό ερχόταν να μας ξυπνήσει να μας πει αυτό το φοβερό νέο και πάλι θα αδυνατούσαμε να το πιστέψουμε: "Έβλεπες όνειρο, αγαπητή μου Ντόλλυ. Ήσουν επηρεασμένη  απ' την ανάγνωση της αστυνομικής νουβέλας Το σπασμένο σπίρτο, όπου ο Λόρδος Έντγκμπαστον βρίσκει το πτώμα μιας ωραίας ξανθής πάνω στο χαλί της βιβλιοθήκης... Πτώματα, βρίσκονται πάντα μέσα στις βιβλιοθήκες, όχι όμως επάνω στα χαλιά αλλά μέσα στις... σελίδες των βιβλίων", μπορεί να λέγαμε κι εμείς χαριτολογώντας.

Αυτή η Αγκάθα Κρίστι είναι φοβερή στο να φτιάχνει ατμόσφαιρα και να στήνει το τέλειο σκηνικό εγκλήματος. Ο αναγνώστης εισβάλει αστραπιαία σε χώρους μιας άλλης εποχής, είτε εσωτερικούς, είτε εξωτερικούς, και γίνεται ένας αληθινός θεατής των σκηνών που διαδραματίζονται μπροστά του παρακολουθώντας με αγωνία τις συζητήσεις, προσπαθώντας να καταλάβει τι είναι αυτό  πτώμα και πως διάολο βρέθηκε μέσα σε εκείνη τη βιβλιοθήκη. Διαβάζοντας, σχεδόν με είδα να πίνω τσάι με την μις Μάρπλ τη γεροντοκόρη κουτσομπόλα της περιοχής που γνωρίζει τα πάντα κι έχει την ικανότητα να συνδέει γεγονότα και καταστάσεις που η αστυνομία δεν θα λάμβανε υπόψη της. Είναι γνωστό ότι έχει χάρισμα να εξιχνιάζει και τα πιο παράξενα συμβάντα με τη βοήθεια μικρών, αλλά όχι και τόσο ασήμαντων, λεπτομερειών. Ακόμη και η ίδια η αστυνομία τη συμβουλεύεται όταν φαίνεται η υπόθεση να φτάνει σε αδιέξοδο.    

Βαθιά μέσα μου πάντα ήλπιζα αυτό το βιβλίο να είναι ένα ακόμη βιβλίο για βιβλία. Θα μπορούσε όλη η υπόθεση να εξελίσσονταν στο χώρο της βιβλιοθήκης, ο δολοφόνος να κρύβεται πίσω από μαγικές πόρτες που ανοίγουν όταν τραβήξεις ένα συνδυασμό βιβλίων. Αλλά όχι, η Κρίστι είναι μια αυθεντική συγγραφέας νουάρ λογοτεχνίας. Τίποτα το υπερφυσικό δεν εμπλέκεται στη φαντασία της. Σίγουρα αυτό το βιβλίο δεν κατάφερε να με απορροφήσει τόσο όσο οι Δέκα μικροί νέγροι, αλλά δεν παύει να έχει την μοναδική ατμόσφαιρα που μόνο η πένα της Κρίστι ξέρει να ζωγραφίζει. Κι εξάλλου το είπαμε και σε προηγούμενη ανάρτηση, τα βιβλία της Κρίστι είναι ολιγοσέλιδα, διαβάζονται εύκολα, σε απορροφούν και δρουν ως αγχολυτικά. Το συστήνουν και οι γιατροί, να διαβάζετε ένα μετά το φαγητό ή και πριν από αυτό. Ακόμη, είναι παντός καιρού. Ταιριάζουν και με το χειμωνιάτικο χιονιά αφού είναι ό,τι πρέπει για να τα διαβάζει κανείς κάτω από τα σκεπάσματα, ή με ήχους βροχής και βροντών, αλλά είναι και καλοκαιρινά αναγνώσματα που συνοδεύουν την ηλιοθεραπεία.

Βιβλίο για βιβλία θα έχει η επόμενη ανάρτηση. Ήδη διάβασα τις πρώτες σελίδες του κι ανυπομονώ να φτάσω στις τελευταίες του!

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2017

Περί εξαντλημένων εκδόσεων κι άλλων δεινών


Πόσο αποθηκευτικό χώρο άραγε θα χρειαζόταν να έχει στη διάθεσή του ένας εκδοτικός οίκος για να διαθέτει στοκ όλων των τίτλων που έχει εκδώσει από την αρχή της λειτουργίας του; Πόσα κτίρια θα πρέπει να μισθώνει ή να κατέχει στην ιδιοκτησία του γεμάτα ράφια με τα αντίτυπα όλων των τίτλων του ώστε να είναι σε θέση να διαθέσει ένα αντίτυπο σε εκείνον τον έναν αναγνώστη που κάποια στιγμή θα θελήσει να το διαβάσει; Κι υπάρχουν εκδοτικοί οίκοι στην Ελλάδα με πολυετή εκδοτική πορεία, η οποία αριθμεί χιλιάδες εκδόσεις. Πόσος χώρος για αποθηκευμένα πολλά αντίτυπα χιλιάδων τίτλων που περιμένουν τους αναγνώστες τους. Γιατί όλα τα βιβλία έχουν δυνητικούς αναγνώστες κι όλοι οι τίτλοι του εκδοτικού οίκου θα πρέπει να κυκλοφορούν ή να βρίσκονται κάπου περιμένοντας. Τότε θα είχαμε βιομηχανία εκδοτικών οίκων. Υπάρχουν και εκδοτικοί οίκοι, βέβαια, που δεν άντεξαν στο χρόνο κι έκλεισαν με αποτέλεσμα οι τίτλοι, η οποίοι έχτιζαν τον εκδοτικό τους κατάλογο να ορφανέψουν μέχρι που κι αυτοί εντέλει εξαφανίστηκαν καθώς κανένας άλλος εκδοτικός δεν τα υιοθέτησε. Κι είναι πολλοί οι εκδοτικοί οίκοι, από τις αρχές του 20ού αιώνα που ξεκινά η ιστορία τους, οι οποίοι εξέδωσαν και μετά έκλεισαν, ορισμένοι μάλιστα με σημαντική ιστορία και πλούσιο εκδοτικό κατάλογο.

Και τα βιβλιοπωλεία πόσο χώρο να έχουν κι αυτά για να χωρέσουν όλη την ελληνική βιβλιοπαραγωγή. Κι είναι μεγάλη η ελληνική βιβλιοπαραγωγή αριθμεί χιλιάδες τίτλους από εκατοντάδες εκδοτικούς οίκους που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο μικρό αναγνωστικό κοινό, βέβαια αν είναι μικρό ακόμη δεν το ξέρουμε με σιγουριά. Μα τα σημερινά βιβλιοπωλεία, μικρά ή μεγάλα δεν έχει σημασία, μετά βίας χωράνε την βιβλιοπαραγωγή των δύο τριών τελευταίων χρόνων κι αυτή όχι όλη. Ίσως να έχουν κι ορισμένους τίτλους του παρελθόντος ανάλογα με το γούστο του κάθε βιβλιοπώλη. Κι όταν μιλάμε για γούστο, τότε σίγουρα μιλάμε για τα μικρά βιβλιοπωλεία, τα συνοικιακά. Μα κι αυτά, πόσα βιβλία να χωρέσουν και πόσο ρίσκο να πάρει αυτός ο μικρός επιχειρηματίας μην τυχόν του ξεμείνουν στα ράφια βιβλία απούλητα που τελικά θα τα πληρώσει από την τσέπη του. Εκτός κι αν είσαι το amazon κι έχεις στη διάθεσή σου χώρους σαν αυτόν που φαίνεται στην παραπάνω εικόνα. Εκατοντάδες τ.μ. γεμάτα μεταλλικά ράφια με εκατομμύρια βιβλία ετοιμοπαράδοτα σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Εμείς όμως ζούμε στην Ελλάδα και τα ελληνικά βιβλία απευθύνονται μόνο σε αυτούς τους λίγους που ξέρουν αυτή τη σύνθετη γλώσσα και μένουν κυρίως σε μια συγκεκριμένη γωνιά του πλανήτη.

Οι εκατοντάδες ελληνικοί εκδοτικοί οίκοι εκδίδουν δεκάδες τίτλους ετησίως, χωρίς το ΕΚΕΒΙ τα νούμερα δεν μπορούμε να τα διευκρινίσουμε. Όλοι παίρνουν ρίσκο, κάποιοι μικρότερο, κάποιοι μεγαλύτερο. Κανείς δεν ξέρει αν αυτό το βιβλίο που πρόκειται να εκδοθεί θα έχει επιτυχία και πόσο αυτή θα διαρκέσει. Τυπώνουν σε ένα μικρό τιράζ και περιμένουν. Πληρώνουν για να προωθήσουν, όσοι έχουν να πληρώσουν. Παλεύουν για μια θέση περιωπής σε ένα βιβλιοπωλείο με κόσμο, όσοι μπορούν. Αν το τιράζ εξαντληθεί σύντομα επανεκδίδουν άμεσα για να ικανοποιήσουν τη ζήτηση. Οι άνθρωποι ζητούν, κατ' επέκταση τα βιβλιοπωλεία ζητούν και τελικά οι εκδοτικοί οίκοι τυπώνουν και στέλνουν. Αν το τιράζ δεν εξαντληθεί σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα, αρχίζουν τα δύσκολα. Τα αντίτυπα που δεν πουλήθηκαν μένουν στην αποθήκη. Περιμένουν, πόσο; ανάλογα το βιβλίο. Αλλά και πάλι πόσο; Κάποιοι στιγμή ο εκδοτικός οίκος θα χρειαστεί το χώρο που καταλαμβάνουν αυτά τα απούλητα για να τοποθετήσει αντίτυπα νέων τίτλων που ενδεχομένως να έχουν μεγαλύτερη επιτυχία και να επιφέρουν περισσότερο κέρδος. Μα φυσικά, δεν δύναται επιχείρηση δίχως κέρδος. Τα επί χρόνια απούλητα αντίτυπα μιας τελικά αποτυχημένης έκδοσης γίνονται βάρος.

Αν όλες οι λύσεις αποτύχουν και το τιράζ δεν πωληθεί, μία είναι η επόμενη λύση: πολτοποίηση. Ο χώρος είναι σημαντικός και τα απούλητα τον καταλαμβάνουν ασκόπως. Πρέπει γρήγορα κι άμεσα να ξεμπερδεύουμε από αυτό το βάρος. Πέταμα με οικολογική συνείδηση. Από την άλλη, αν με χίλιους κόπους προσφορές και παζάρια, το τιράζ πουληθεί, σίγουρα ο εκδότης δεν θέλει να επανεκδώσει τον συγκεκριμένο τίτλο. Το βιβλίο παύει να κυκλοφορεί, όταν κυκλοφορούσε δεν βρήκε το δρόμο που επιτρέπει σε μια επιχείρηση την υγιή πορεία της. Κι αυτό είναι το σωστό, ο εκδοτικός οίκος γίνεται καλύτερος, μαθαίνει τις ανάγκες του αναγνωστικού κοινού, το βιβλίο ενδεχομένως να ξαναγραφτεί καλύτερο ή να ξαναμεταφραστεί με μεγαλύτερη επιμέλεια. Κάποια στιγμή στο μέλλον. Γιατί αν το βιβλίο τελικά αποδειχθεί ότι δεν ήταν τόσο αποτυχημένο όσο το χαρακτήρισαν κάποιοι που έλαβαν υπόψη μονάχα τις πωλήσεις, θα το βρει το δρόμο του.


Κι έρχεσαι εσύ μετά από χρόνια, μοναχικέ αναγνώστη, που κάποια μυστήρια οδός σε οδήγησε σε αυτό το "αποτυχημένο" βιβλίο και ψάχνεις να βρεις αυτό τον εξαντλημένο τίτλο. Κάποιος που θυμάται το γολγοθά του για να ξεφορτωθεί το βάρος μπορεί να γελάει μαζί σου. Του αναφέρεις τον τίτλο και σου κλείνει το τηλέφωνο στα μούτρα. Ούτε να το ακούει δεν θέλει. Τελείωσε, δεν υπάρχει, εξαντλημένο, το θες; δεν με νοιάζει. Κι έτσι που αρνούνται να ικανοποιήσουν τη ζήτησή σου εσύ πεισμώνεις περισσότερο και το θες ακόμη πιο πολύ από πριν. Λες, δεν μπορεί να άνοιξε η γη και να το κατάπιε, κάπου θα υπάρχει ένα αντίτυπο που να με περιμένει. Αυτές οι εξαντλημένες εκδόσεις μας κάνουν περισσότερο βιβλιόφιλους.

Πάνω σε αυτή την ιδέα γεννιέται μια άλλη επιχείρηση που έρχεται να ικανοποιήσει τη ζήτηση που δεν μπορεί να ικανοποιηθεί από τα βιβλιοπωλεία και τους εκδοτικούς οίκους, τα παλαιοβιβλιοπωλεία. Ειδικότητά τους οι εξαντλημένες εκδόσεις, τα βιβλία που σταμάτησαν να κυκλοφορούν, εκείνα που πολτοποιήθηκαν, οι εκδοτικοί οίκοι που έκλεισαν, οι τίτλοι που ορφάνεψαν, τα χάρτινα πλάσματα που θεωρήθηκαν αποτυχημένα επειδή δεν πουλήθηκαν. Αυτοί οι δαιμόνιοι παλαιοβιβλιοπώλες (όπως ο Γιάννης του παλαιοβιβλιοπωλείου Ίστωρ της παραπάνω εικόνας) έχουν αποκτήσει μεγαλύτερη οξυδέρκεια από όλους όσους ανέφερα ως τώρα, ξέρουν να ξεχωρίζουν βιβλία, προσπαθούν να μαντέψουν τις μελλοντικές ανάγκες, δίνουν τιμές εκεί που οι άλλοι τις βρίσκουν έτοιμες. Μα κι αυτά πόσα βιβλία να χωρέσουν; Ξέρεις πόσα τέτοια βιβλία υπάρχουν από την αρχή της τυπογραφίας στα ελληνικά (να το περιορίσουμε με βάση τη γλώσσα); εκατομμύρια. Δεν χωράνε σε ένα μικρό μαγαζί ενός ακόμη πιο μικρού επιχειρηματία.


Κι εδώ έρχεται πια όχι μια επιχείρηση, αφού το χρηματικό κέρδος και οι πωλήσεις δεν είναι ο κύριος σκοπός της, αλλά μια πολιτισμική μονάδα που κοιτά να ικανοποιήσει την ανάγκη του ανθρώπου για ανά-γνώση. Η Εθνική Βιβλιοθήκη κάθε χώρας είναι ο φύλακας της εθνικής βιβλιοπαραγωγής. Εκεί που το κράτος επεμβαίνει στον κόσμο των επιχειρήσεων, αφήνει έξω τους επιχειρηματικούς όρους, και επωφελείται από το πολιτισμικό αγαθό που παράγουν αυτοί. Βάσει νόμου, ο κάθε εκδοτικός οίκος υποχρεούται να αποστέλλει δύο αντίτυπα των βιβλίων που εκδίδει. Είναι αυτά τα δύο βιβλία που θα μείνουν ακόμη κι αν όλα τα άλλα εξαφανιστούν. Κι έχει τους απαραίτητους χώρους μια βιβλιοθήκη για να στεγάσει αυτά τα εκατομμύρια βιβλία; Θα πρέπει να τους βρει το κράτος που ενδιαφέρεται για τον εθνικό πολιτισμό περισσότερο από μια επιχείρηση. Να, η δική μας Εθνική Βιβλιοθήκη μόλις απέκτησε το κτίριο που θα χωρέσει όλους τους θησαυρούς της, τα ολοκαίνουρια ράφια είναι άδεια και περιμένουν να γεμίσουν, όπως φαίνεται και στην εικόνα. Βέβαια δεν είναι μόνο το κτίριο είναι και η τάξη που θα πρέπει να μπει. Γιατί το υλικό υπήρχε και πριν αλλά καθώς δεν υπήρχε ο κατάλληλος χώρος ήταν εγκλωβισμένο σε κούτες χωρίς να ξέρει κανείς την ύπαρξή του ή την ακριβή τοποθεσία του, δεν ήταν Εθνική Βιβλιοθήκη ήταν (κι εξακολουθεί για την ώρα να είναι) μια εθνική αποθήκη βιβλίων. Και βέβαια δεν γίνεσαι βιβλιοθήκη όταν αποκτήσεις ράφια.

Μα είναι στην Αθήνα κι οι αναγνώστες είναι σκόρπιοι στην Ελλάδα, θα μου πείτε. Η Εθνική Βιβλιοθήκη θα έπρεπε να είναι σε κάθε μικρή δημόσια βιβλιοθήκη που υπάρχει σε κάθε γωνιά της μικρής μας χώρας μέσω ενός αόρατου δικτύου που θα ένωνε αναγνώστες και βιβλία, το οποίο θα δημιουργούνταν από τους ακόμη πιο οξυδερκείς από όλους τους παραπάνω επαγγελματίες, επιστήμονες βιβλιοθηκαρίους. Γιατί οι βιβλιοθηκονόμοι είναι επιστήμονες κι όχι επιχειρηματίες με απώτερο σκοπό πάντα το οικονομικό κέρδος, απαραίτητο για την επιβίωση. Θα γίνει άραγε η Εθνική μας Βιβλιοθήκη ο οδηγός όλων των ελληνικών βιβλιοθηκών που προσπαθούν μόνες τους να επιβιώσουν με όποιον τρόπο θεωρεί η κάθε μία σωτήριο; Το νέο κτίριο είναι μια κάποια αρχή αλλά δεν παύει να είναι μόνο μια αρχή. Όλοι ανυπομονούμε να δούμε την εξέλιξή της και ελπίζουμε να υπάρξει εξέλιξη έστω κι αν αυτή χρειαστεί χρόνια πολλά.

Στη βιβλιοθήκη, αναγνώστη, δεν θα ικανοποιήσεις την ανάγκη σου για κατανάλωση αφού δεν μπορείς να αγοράσεις το βιβλίο και να το κάνεις δικό σου. Εκεί ξεχνάς την καταναλωτική σου μανία και συνειδητοποιείς ότι το βιβλίο δεν έχει μόνο έναν αναγνώστη γιατί ζει περισσότερο από εκείνον. Εκεί χαίρεσαι για την ανάγνωση και όχι για την κατοχή. Γι' αυτό μην επιδιώκεις η δημόσια βιβλιοθήκη να είναι μια ακόμη επιχείρηση.

Και μετά είναι και τα ηλεκτρονικά βιβλία, η ιστορία όμως αυτή δεν χωράει και αυτά μέσα της. Είναι από μόνα τους μια άλλη ιστορία η οποία βρίσκεται στην αρχή της και κανείς δεν ξέρει την πορεία της. Την παρακολουθούμε πάντως εμείς οι φίλοι της ανάγνωσης και την υπολογίζουμε.

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2017

Ανασκόπηση έτους 2016


Librarian Slidely by Slidely Slideshow

Το 2016 άφησε πίσω πολλές εμπειρίες αναγνωστικές και όχι μόνο. Αν και με βρήκε και με άφησε βυθισμένη σε εργασιακή απραγία, καθώς εργάστηκα μόνο τους πέντε μήνες του έτους σε μονάχα μια βιβλιοθήκη και για λίγες ημέρες μόνο λόγω πολλών αναποδιών σε μια πανέμορφη βιβλιοθήκη πολύ μακριά από εδώ. Παρόλα αυτά μέσα στο έτος που μας πέρασε είχα την ευκαιρία να ταξιδέψω σε επτά (!) χώρες, να τις διασχίσω οδικώς και να διανυκτερεύσω σε μικρές και μεγάλες πόλεις τους στο πρώτο roadtrip της ζωής μου που μακάρι να μην είναι και το τελευταίο. Ακόμη, για πρώτη φορά, μετά από πολλά χρόνια (πέντε αν όχι και παραπάνω) το έτος αυτός με βρήκε και μ' αφήνει να ζω στην ίδια πόλη, έχοντας γλιτώσει την ταλαιπωρία μιας ακόμη μετακόμισης. Η πρώτη φορά μιας κάποιας σταθερότητας και η πρώτη φορά που επισκέφθηκα τόσες χώρες μαζεμένες δημιούργησαν ένα πολύ ενδιαφέρον έτος που μου χάρισε πολλές και ποικίλες εμπειρίες. Αν και η ανεργία δεν μου επιτρέπει σε πολλά όνειρα, φέτος άρχισα να την αποδέχομαι και να μην την αφήνω να μου επιβάλλεται και να μου ορίζει το μέλλον. Θα επιβιώσω και χωρίς εργασία κι ας μην είναι αυτό που ονειρεύτηκα για τη ζωή μου. Ακόμη το 2016 γνώρισα πολλούς νέους ανθρώπους, δοκίμασα νέα φαγητά, εμπλούτισα τις μαγειρικές και ζαχαροπλαστικές ικανότητές μου, ξεκίνησα να αθλούμαι και να διαλογίζομαι και τελευταίο και σπουδαιότερο διάβασα πολλά και κυρίως καλά βιβλία.

Τόσα ήταν τα καλά βιβλία που δυσκολεύτηκα να τα βάλω σε αύξουσα σειρά προτιμήσεως. Η βασικότερη αιτία ήταν που έβαλα ως στόχο να διαβάσω κυρίως κλασική λογοτεχνία και κάπως κατάφερα να τον κρατήσω. Πραγματικά η ανάγνωση κλασικής λογοτεχνίας είναι η ασφαλέστερη εγγύηση ότι δεν θα χάσεις τον χρόνο σου. Ποτέ δεν με απογοήτευσε. Φυσικά, να τονίσω για άλλη μια φορά την αξία και τη σημασία των βιβλιοθηκών και όταν μιλάμε για λογοτεχνία αναφερόμαστε κυρίως στις δημόσιες βιβλιοθήκες. Αν δεν υπήρχε η δημόσια βιβλιοθήκη δίπλα μου δεν θα είχα διαβάσει ούτε τα μισά από τα βιβλία που βρίσκονται στην παρακάτω λίστα και στο παραπάνω βίντεο.

Ξένη Λογοτεχνία

Ελληνική Λογοτεχνία

Μη λογοτεχνικά


Παιδικά/ Εφηβικά

Αυτές ήταν οι αναγνώσεις μου για το 2016. Εύχομαι το 2017 να έχω την ευκαιρία να συναντηθώ με ακόμη περισσότερα και ακόμη καλύτερα βιβλία. Καλή χρονιά για όλους, διαβαστερότερη, δημιουργικότερη, ταξιδιάρικη, με υγεία, αγάπη και πολιτισμό.

Μπορείτε να βρείτε της αναγνώσεις μου για τα έτη 2015, 2014, 2013.

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

Μέλος μιας ανθρωποβιβλιοθήκης


Πάνε πέντε χρόνια από τότε που έγραψα αυτήν την ανάρτηση την αφιερωμένη σε μια βιβλιοθήκη γεμάτη ανθρώπους, μια βιβλιοθήκη διαφορετική από τις άλλες καθώς αντί για χάρτινα βιβλία περιλαμβάνει ανθρώπους με όρεξη να αφηγηθούν τη δική τους ιστορία. Επιτέλους μου δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφθώ μια τέτοια βιβλιοθήκη. Έτσι ιδιαίτερη που είναι δεν έχει μια συγκεκριμένη διεύθυνση αλλά δημιουργείται εκεί που υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να προσφέρουν στον τόπο τους κάτι το καινούριο. Άλλωστε φτιάχνεται από απλά υλικά όπως χαμόγελα, ζεστή σοκολάτα, όρεξη για κουβέντα. Πραγματικά δεν ήξερα πως θα είναι αυτά τα ζωντανά βιβλία, δεν είχα την παραμικρή ιδέα πως θα είναι ταξιθετημένα ή με ποιον τρόπο θα τα ανοίξω για να ξεκινήσω την ανάγνωση. Ανυπομονούσα.

Το μέρος που πια κοντεύει να γίνει προέκταση του σπιτιού μου είχε διαμορφωθεί αναλόγως για να φιλοξενήσει αναγνώστες και βιβλία κι εγώ στον προθάλαμο περίμενα. Τέσσερις άνθρωποι-βιβλία είχαν τοποθετηθεί στις τέσσερις γωνίες του δωματίου και ένας ακόμη στο κέντρο του. Είχαν φτιάξει ο καθένας τη γωνιά του με τον ανάλογο φωτισμό με μερικές καρέκλες γύρω του και περίμεναν τους αναγνώστες τους. Οι κανόνες ήταν απλοί, διαλέγεις μια γωνιά κάθεσαι στην καρέκλα δίπλα στον άνθρωπο-βιβλίο της επιλογής σου και για 15 λεπτά ακούς την ιστορία του. Όταν τελειώσει ο χρόνος ακούγεται ένα κουδουνάκι, αλλάζεις γωνιά κι ακούς την επόμενη ιστορία. Στο τέλος μπορούσες να ξαναπάς σε όποιο από τα ανθρώπινα βιβλία θα ήθελες να μάθεις περισσότερα.

1η ιστορία: Ένας Ελβετός που έμεινε στην Ελλάδα. Μια μέρα αποφάσισε να τα παρατήσει όλα στην Ελβετία και να κάνει το γύρω της Ευρώπης με ποδήλατο (στο κομοδίνο δίπλα στο πορτατίφ είχε ένα ποδήλατο μινιατούρα). Από την Ελβετία πέρασε στην Ιταλία, με το καράβι έφτασε στην Ελλάδα αλλά αντί να διασχίσει το βόρειο τμήμα της χώρας για να φτάσει στην Κωνσταντινούπολη, όπως είχε σχεδιάσει, κατέβηκε νότια. Στην Καλαμάτα ερωτεύτηκε αλλά συνέχισε το ταξίδι που ήθελε. Πήγε στην Κρήτη κι από εκεί αεροπορικώς στην Κωνσταντινούπολη, μετά Συρία και Ισραήλ. Είδε και έζησε πολλά, αλλά η καρδιά του έμεινε στην Καλαμάτα. Επέστρεψε και ζει μόνιμα ερωτευμένος.

2η ιστορία: Η λέξη "αθίγγανος" σημαίνει ανέγγιχτος. Οι Ρομά έχουν σημαία, ήταν από τα πρώτα πράγματα που μας είπε, ήταν κολλημένη πίσω του. Μια λωρίδα πράσινο, η γη, μια λωρίδα μπλε, ο ουρανός, και στη μέση ένας τροχός από κάρο, που συμβολίζει την κίνηση. Είναι που οι Ρομά μετακινούνται συνεχώς, επειδή ασχολούνται με το εμπόριο, επειδή έτσι συνηθίζουν να κάνουν. Οι Ρομά δεν θεωρούν ότι το σχολείο και η μόρφωση κάτι θα τους προσφέρει. Το σημαντικότερο είναι να κάνουν οικογένεια και να εργάζονται όλοι μαζί. Τελείωσε το δημοτικό, έκανε παιδί, χώρισε αλλά μετά αποφάσισε να πάει σε σχολείο δεύτερης ευκαιρίας για να τελειώσει την υποχρεωτική εκπαίδευση. Ζει σε σπίτι, δεν έχει καμία σχέση με τους άλλους, εκείνους που μένουν σε κατασκηνώσεις.

3η ιστορία: Πόσο ελεύθερος είναι ο καθένας να κάνει τις επιλογές του; Οι φίλοι του τον φωνάζουν μικρό πρίγκιπα, το βιβλίο του Εξυπερύ ήταν δίπλα του στο κομοδίνο. Είναι το αγαπημένο του βιβλίο. Νομίζω ότι μου μιλούσε ο μικρός πρίγκιπας, έστεκε ζωντανός μπροστά μου, δεν μπορούσε να είναι άλλος παρά αυτός. Μεγάλωσε σε ένα μικρό χωριό με τις αδερφές του και τον πατέρα του. Νωρίς κατάλαβε ότι ήταν ομοφυλόφιλος, δεν ήθελε να το κρύβει, δεν θεωρούσε ότι ήταν πρόβλημα. Η οικογένειά του δεν το δέχτηκε ποτέ. Έμεινε μόνος. Περιπλανήθηκε αλλά συνέχισε να ελπίζει. Ζει μόνος, χωρίς οικογένεια αλλά με πολλούς φίλους. Άλλοι θέλουν παιδιά και δεν μπορούν να έχουν κι άλλοι που τα έχουν δεν τα θέλουν, είπε. Πράγματι. Κάποιοι δεν αξίζουν να είναι γονείς, είπε. Όντως, να έχεις τον μικρό πρίγκιπα και να μην τον θες. Κι αυτό το χαμόγελό του ήταν που μου έμεινε.

4η ιστορία: Επιχειρηματίας, Μητέρα, Γυναίκα. Κουραμπιέδες μπροστά της, νοστιμότατοι! Έχει πέντε παιδιά, δεν ήθελε να μεγαλώσουν στην Αθήνα, στην γκρίζα πρωτεύουσα, κι ήρθε εδώ. Η επαρχία είναι καλύτερος τόπος για να ζουν τα παιδιά. Δούλευε στο κυλικείο του σχολείου τους γιατί ήθελε να είναι κοντά τους. Μετά ξεκίνησε μια δική της επιχείρηση, τα παιδιά δίπλα της. Χώρισε με τον άντρα της γιατί θα ήταν καλύτερα για τα παιδιά να είναι χώρια. Ο καθένας κάνει τη ζωή του αλλά τα παιδιά τους είναι πάνω από όλα. Τα τρία της, μεγάλα πια, έχουν φύγει και το καθένα έχει τη δική του ζωή. Τα δύο είναι μαζί της ακόμη. Το ένα την έχει μεγαλύτερη ανάγκη καθώς είναι ιδιαίτερο. Όλα όμως, είτε είναι κοντά είτε μακριά είναι συνέχεια στο μυαλό της. Ακόρεστη αγάπη κι ακόρεστη δύναμη να προσφέρει.

Τέσσερις ιδιαίτερες ιστορίες. Η κάθε ιστορία ήταν διαφορετική. Μα ποιο βιβλίο είναι ίδιο με κάποιο άλλο; Όλα κάτι άλλο σου αφήνουν. Μακάρι να μου τύχει να συναντηθώ ξανά με μια ζωντανή βιβλιοθήκη. Κι αν σας δοθεί η ευκαιρία μην τη χάσετε. Περισσότερες πληροφορίες θα βρείτε εδώ.

Μερικές εικόνες από εκείνη την βραδιά όπως τις αποτύπωσαν οι άνθρωποι που την οργάνωσαν:


Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2016

Ώρα για εκδρομή

Τυχερός όποιος αγαπά να εξερευνά τα μέρη γύρω του και δεν ησυχάζει αν δεν πάει μια εκδρομή έστω κοντινή.  Τα χρήματα είναι ένας αρνητικός παράγοντας αλλά προσωπικά προτιμώ να στερηθώ πολλά για να κερδίσω μία εκδρομή, μια βόλτα σε νέα μέρη. Η Αθήνα συγκεντρώνει τα πάντα αλλά η επίσκεψη σε ένα νέο μέρος είναι κάτι το διαφορετικό. Κι υπάρχουν πολλά μέρη γύρω της που μπορεί να επισκεφθεί κάποιος ακόμη και αυθημερόν. Η Πελοπόννησος είναι ιδανικός προορισμός για τους κατοίκους της πρωτεύουσας, τόσο για το καλοκαίρι όσο για το χειμώνα. Καθώς τώρα το χειμώνα η θάλασσα δεν με πολύ συγκινεί, ένας ορεινός προορισμός είναι ότι πρέπει ειδικά κι αν έχει και λίγο χιόνι αλλά κι αν δεν έχει, το κρύο, το τζάκι, οι καμινάδες που αχνίζουν, τα έλατα, δημιουργούν ένα αγαπημένο χειμωνιάτικο σκηνικό. Στο κέντρο της Πελοποννήσου βρίσκεται ο νομός Αρκαδίας, ο οποίος συγκεντρώνει μερικά πανέμορφα χωριά στο ορεινά του, συγκεκριμένα στην επαρχία της Γορτυνίας. Ένα από αυτά, είναι η παραμυθένια Δημητσάνα που αν ακόμη δεν έχεις επισκεφθεί πρέπει να το κάνεις.


Παρένθεση για προσωπική ιστορία. Η Δημητσάνα είναι ένα μέρος που κάποτε είχα σκεφθεί ότι θα μπορούσα να μείνω μόνιμα εκεί. Το 2009 είχε ανακοινωθεί μια προκήρυξη που θα στελέχωνε ΓΑΚ και ιστορικές βιβλιοθήκες σε διάφορα μέρη της Ελλάδας με αρχειονόμους, προκήρυξη που τελικά ποτέ δεν εκδόθηκε γιατί τη σταμάτησε η κρίση. Εγώ όμως είχα την ευκαιρία (που δεν μου ξαναδόθηκε από τότε) έστω και για ένα μικρό διάστημα να σκεφτώ ότι θα μπορούσα να διαλέξω ένα μέρος για μόνιμη εργασία. Κι όσο κι αν ακούγεται παράξενο, αυτό το μέρος είχα σκεφτεί κι ας μην το είχα ποτέ μου επισκεφθεί. Μου αρκούσε η ιστορία του για να αποφασίσω ότι θα ήθελα να μείνω εκεί για πάντα.


Η Δημητσάνα απέχει από την Τρίπολη 48 χλμ. κι από την Αθήνα 200 χλμ., ενώ ο ταξιδιώτης που έρχεται από την Αθήνα θα έχει την ευκαιρία να περάσει και να δει μερικά ακόμη όμορφα χωριά όπως το Λεβίδη και τη Βυτίνα με το χιονοδρομικό κέντρο δίπλα της. Μα πιο αρχοντική από όλα είναι αναμφισβήτητα  η Δημητσάνα, πρωτεύουσα της επαρχίας άλλωστε, με 340 κάτοικους σύμφωνα με την απογραφή του 2011. Είναι χτισμένη σε υψόμετρο 1.000 μ. κι είναι απίστευτα γραφική, με τα πανέμορφα πετρόκτιστα αρχοντικά, ανακαινισμένα στο σύνολό τους, με τα λιθόστρωτα δρομάκια να περπατήσεις. Έχει κι ορισμένα σπουδαία αξιοθέατα, φυσικά πρώτο και καλύτερο η ιστορικότατη βιβλιοθήκη της, η οποία ιδρύθηκε το 1764 και συστεγάζεται μαζί με το δημοτικό σχολείο σε ένα ιστορικό κτίριο που στέγαζε τη Σχολή της Δημητσάνας μέρος της οποίας ήταν και η βιβλιοθήκη. Παρόλο που κατά τη διάρκεια της Επανάστασης οι σελίδες των βιβλίων της χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή φυσιγγίων, σήμερα αριθμεί περισσότερα από 35.000 τεκμήρια μεταξύ αυτών και σπάνιες εκδόσεις ενώ διαθέτει και τμήμα χειρογράφων με 200 κώδικες και λυτά έγγραφα. Είναι ανοιχτή Τρίτη με Σάββατο και δυστυχώς εγώ πήγα την Κυριακή που ήταν κλειστή. Έκατσα όμως στα παγκάκια απ' έξω να θαυμάσω το κτίριο, τη θέα και κλεφτά με φαντάστηκα να εργάζομαι εκεί, να ανεβαίνω αυτά τα σκαλιά για να... ξύπνησα με σκοπό να συνεχίσω τη βόλτα.


Ένα ακόμη αξιοθέατο είναι το αρχοντικό στο οποίο γεννήθηκε ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε', ενώ μετά τον οικισμό βρίσκεται το Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης, ένα από τα εννέα άκρως εντυπωσιακά θεματικά μουσεία της τράπεζας Πειραιώς. Εδώ έχουν αξιοποιηθεί κι έχουν αποκατασταθεί υδατοκίνητες εγκαταστάσεις και μηχανήματα που χρησιμοποιούσαν ανέκαθεν οι κάτοικοι της περιοχής εκμεταλλευόμενοι τα νερά του Λούσιου ποταμού. Ο επισκέπτης μπορεί να δει πως δούλευαν με τη δύναμη του νερού αλευρόμυλοι, ρακοκάζονα, βυρσοδεψεία αλλά και μπαρουτόμυλοι. Φυσικά υπάρχουν πολλές γουστόζικες καφετέριες ορισμένες με θέα στα βουνά και πολλές ταβέρνες που όπως σε όλα τα τουριστικά μέρη είναι πολύ ακριβές κάτι που δεν εξαργυρώνεται με την ποιότητα του φαγητού που προσφέρουν. 




Μετά από εννέα χιλιόμετρα βρίσκεται ένα ακόμη χωριό που είναι ακόμη πιο όμορφο και σε κάνει να απορείς πως μπορεί να βρίσκεται το ένα δίπλα στο άλλο. Η Στεμνίτσα είναι κι αυτή κτισμένη στο όρος Μαίναλο στα 1.080 μ. Καθώς μπαίνεις στην πόλη έχεις την ευκαιρία να τη θαυμάσεις πανοραμικά και να αγναντέψεις τις απότομες βουνοκορφές που την περιτριγυρίζουν. Στην πλατεία κάτω από  το περίτεχνο καμπαναριό μπορείς να πιείς έναν καφέ αν σ' αφήσουν οι μυρωδιές από το κρέας που ψήνεται στα κάρβουνα. Κι αν η Δημητσάνα έχει τη βιβλιοθήκη εδώ υπάρχει η δραστήρια Σχολή Αργυροχρυσοχοΐας που λειτουργεί από το 1976 ενώ σήμερα είναι ΙΕΚ που αποσπά βραβεία και φέρνει νέους ανθρώπους, πολλοί από τους οποίους έχουν ανοίξει τα μαγαζιά με τα κοσμήματα της Στεμνίτσας συνεχίζοντας μια παράδοση που κρατά από τους μεταβυζαντινούς χρόνους. Υπάρχει ακόμη το Λαογραφικό Μουσείο της που ξεκίνησε να λειτουργεί το 1985 που είναι ανοικτό όλα τα πρωινά εκτός της Τρίτης.


20 χλμ. μετά τη Στεμνίτσα βρίσκεται η λιγότερο τουριστική και πιο ήσυχη Καρύταινα που απέχει 70 χλμ. από την Καλαμάτα. Ο επισκέπτης που έρχεται από την Καλαμάτα έχει την ευκαιρία να δει τις εγκαταστάσεις του ΑΗΣ Μεγαλόπολης, να δει τα τεράστια φουγάρα που δημιουργούν ψεύτικα σύννεφα, τους ατέλειωτους λόφους από λιγνίτη που ετοιμάζεται να καεί για να προσφέρει ρεύμα. Μέσα από κακοσυντηρημένους δρόμους αλλά με όμορφη θέα βλέπεις μπροστά σου την Καρύταινα και το εντυπωσιακό, τουλάχιστον από μακριά, κάστρο της χτισμένο στην κορυφή του λόφου πάνω από τον οικισμό. Αυτή η πανοραμική θέα της που έχει ο επισκέπτης που φθάνει στην Καρύταινα βρίσκονταν αποτυπωμένη στο παλιό χαρτονόμισμα των 5.000 δρχ. Γεμάτη φρεσκοανακαινισμένα πέτρινα αρχοντικά που όμως στην πλειοψηφία τους μοιάζουν άδεια και ακατοίκητα περπατάς τα καλντερίμια της και νιώθεις ότι κάνεις ένα ακόμη ταξίδι στο χρόνο και στην ιστορία. Δίπλα της ο Αλφειός ποταμός που την κάνει ιδανικό προορισμό και για το καλοκαίρι για όσους αρέσκονται στο ράφτινγκ.


Τέτοια όμορφα μέρη έχει λοιπόν η ορεινή Αρκαδία και φυσικά δεν είναι μόνο τα χωριουδάκια αυτά που εγώ επισκέφθηκα για δεύτερη φορά ανήμερα των Χριστουγέννων, τα οποία βέβαια είναι και τα πιο διάσημα και συγκεντρώνουν τον περισσότερο κόσμο τις Κυριακές και τις αργίες. Ακόμη, αξίζουν και οι βόλτες στα βουνά με την ιδιαίτερη χλωρίδα με τα ελατοδάση και τα ποτάμια που τα διασχίζουν καθώς κι η επίσκεψη στις διάφορες ιστορικές μονές. Πάρτε τα βουνά λοιπόν γιατί αξίζει.

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2016

Ποίηση για την ποίηση IV


Όπως τα βιβλία για βιβλία έτσι μου αρέσουν και τα ποιήματα για ποιήματα ή η ποίηση που να αναφέρεται στον μαγικό κόσμο του βιβλίου, από τη συγγραφή έως και την ανάγνωση.
Είμαστε μια χώρα με πολλούς ποιητές. Αν κοιτάξεις γύρω σου θα δεις πολλούς να μάχονται με τις εσωτερικές τους λέξεις κι εν τέλει αναγκαστικά να τις αφήνουν με μελάνι σε ένα κομμάτι χαρτί. Κι ας είναι να υπάρχει παντού γύρω μας ποίηση (ή να βλέπουμε μόνο αυτήν).  Όσο πιο όμορφη τόσο το καλύτερο, ομορφαίνουμε δίπλα της κι εμείς, και το έξω και το μέσα. Πώς μπορεί να μην είναι ωραίος άνθρωπος κάποιος που γράφει και διαβάζει ποίηση; 
Ευχαριστώ τον ποιητή Δημήτρη Παπακωνσταντίνου για την αποστολή αυτής της όμορφης εικόνας με τα αξιοζήλευτα ωραία γράμματα που εγώ που ποτέ δεν θα καταφέρω να κάνω, με τις απλές λέξεις που ήθελαν να πετάξουν αλλά το μόνο που κατάφερναν είναι να σκορπούν μελάνι, νομίζουν. Ο Δημήτρης εκτός από το να γράφει στίχους με όμορφα γράμματα και να βραβεύεται για τις ποιητικές συλλογές που εκδίδει, έχει δημιουργήσει και μια ομάδα στο facebook για συζητήσεις γύρω από την ποίηση με τον τίτλο Ποίηση, Πεζογραφία και αναγνώστες.

Και με τους στίχους αυτούς για παρέα θα ευχηθώ σε όλους που βολτάρουν μαζί μου σε τούτο το μπλογκ να περάσουν γαλήνια και γιορτινά τις ημέρες τις επόμενες. 

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2016

Αγκάθα Κρίστι: η αρχή ενός έρωτα


Είχα την εντύπωση ότι ένα αστυνομικό βιβλίο δεν μπορεί να απογοητεύσει τον αναγνώστη του, καθώς πάντα θα υπάρχει η αγωνία που θα σε οδηγεί, μηχανικά έστω, στο τέλος της υπόθεσης. Από την εμπειρία που έχω με τα αστυνομικά μυθιστορήματα το συναίσθημα της αγωνίας ξεκινά στην πρώτη σελίδα και τελειώνει μόνο όταν φτάσω στην τελευταία. Σχεδόν πάντα ο φόνος παρουσιάζεται στην πρώτη σελίδα κι ο δολοφόνος στην τελευταία. Οι λέξεις σε υπνωτίζουν, σε κρατούν σφιχτά από το χέρι και βασανιστικά αργά σε οδηγούν στην εξιχνίαση του εγκλήματος. Υπάρχει και διαδραστικότητα, πάντα ο αναγνώστης προσπαθεί να μαντέψει ποιος είναι ο δολοφόνος και να κατανοήσει το κίνητρο της αποτρόπαιας πράξης. Μα τις περισσότερες φορές μαντεύεις λάθος κι υπόσχεσαι ότι την επόμενη φορά θα έχεις γίνει καλύτερος και θα το βρεις. Εξάλλου ο κάθε συγγραφέας έχει το δικό του προσωπικό στιλ, διαβάζοντας όλο και περισσότερα βιβλία του μαθαίνεις να αναγνωρίζεις το ύφος που θα σε βοηθήσει να καταλάβεις ποιον ήρωα θα κάνει δολοφόνο αυτή τη φορά, νομίζεις. 

Τα βιβλία με αυτές τις υποθέσεις κατηγορούνται όλο και περισσότερο ότι παίρνουν τη σκυτάλη από τη ροζ λογοτεχνία με σκοπό να γίνουν τα νέα best sellers που θα μαγέψουν και το γυναικείο κοινό παράλληλα με το αντρικό, στο οποίο ούτως ή άλλως είχαν πέραση. Κλείνω τα αφτιά μου σε αυτούς που μιλάνε για μη ποιοτικά βιβλία, χάσιμο χρόνου κ.λπ. Με αυτήν την κατηγορία ασχολήθηκαν μεγάλοι συγγραφείς κι έχουν γραφτεί πολλές σελίδες με οδηγίες για το πως θα γράψει κάποιος ένα πετυχημένο αστυνομικό μυθιστόρημα. Δηλώνω λάτρης του αστυνομικού, αλλά μόνο του καλού. 

Έφτασε τυχαία στα χέρια μου ένα αστυνομικό βιβλίο που ο βασικός ήρωας είναι το χάρτινο δημιούργημα της Αγκάθα Κρίστι, ο Ηρακλής Πουαρό. Δεν είχε τύχη να διαβάσω ποτέ μου κάποιο από τα βιβλία της Κρίστι (μάλλον αυτές οι εκδόσεις Λυχνάρι φταίνε) και θεώρησα καλή επιλογή να γνωριστώ μαζί της μέσα από ένα βιβλίο της Sophie Hannah που το όνομα Agatha Christie μοστράρει στο εξώφυλλο του βιβλίου και ξεγελά προς στιγμήν τον επίδοξο αναγνώστη σαν να πρόκειται για κάποιο βιβλίο της διάσημης συγγραφέως. Και με όλα αυτά στο μυαλό ξεκίνησα την ανάγνωση του βιβλίο Agatha Christie: έγκλημα με υπογραφή των εκδόσεων Διόπτρα. Σκέτη απογοήτευση. Από την αρχή κάτι δεν μου πήγε καλά. Ανούσιες περιγραφές, πλατειασμός σε σημεία άνευ σημασίας, καμία ροή, καμία αγωνία, όλα ένα τίποτα. Όταν έφτασα στη μέση του βιβλίο αποφάσισα ότι η ανάγνωσή του δεν έχει κανένα απολύτως νόημα. Ή μάλλον είχε ένα νόημα και μάλιστα μεγάλο. Με έκανε να επισπεύσω την ανάγνωση ενός βιβλίο της πραγματικής συγγραφέως.

Έτρεξα στη βιβλιοθήκη να πάρω το πιο διάσημο βιβλίο της. Αυτό που όταν δούλευα στα βιβλιοπωλεία έβλεπα να εξαφανίζεται με γρήγορους ρυθμούς. Οι δέκα μικροί νέγροι, από έκδοση εφημερίδας δυστυχώς κι όχι από τις κλασικές εκδόσεις, βρέθηκε στα χέρια μου και ξεκίνησα την ανάγνωση. Μαγεία! Όλο το σκηνικό μου θύμιζε θεατρικό έργο καθώς το μεγαλύτερο μέρος της υπόθεσης διαδραματίζεται σε ένα δωμάτιο. Δέκα άνθρωποι που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους συγκεντρώνονται σε ένα απομακρυσμένο νησί. Ο καθένας τους έχει λάβει μια πρόσκληση από κάποιον που φαίνεται να τον γνωρίζει καλά. Και οι δέκα έχουν ένα κοινό στοιχείο, όλοι έχουν διαπράξει στο παρελθόν κάποιον φόνο κι έχουν αθωωθεί. Στο νησί που φτάνουν δεν τους περίμενε κανείς οικοδεσπότης. Ένας ένας πεθαίνουν. Ο δολοφόνος είναι ανάμεσά τους αλλά κανείς από τους ήρωες ή από τους αναγνώστες δεν μπορεί να τον βρει. Μόνο όταν η ανάγνωση φτάσει στην τελευταία λέξη η υπόθεση θα ολοκληρωθεί. 

Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιος που να διαβάζει αστυνομικά βιβλία και να μην έχει διαβάσει αυτό το βιβλίο. Αν υπάρχει όμως κάνει ένα μεγάλο λάθος που πρέπει να το διορθώσει αμέσως.

Με χαρά έμαθα ότι οι δέκα μικροί νέγροι παίζονται και σε θεατρικό και μάλιστα για δεύτερη χρονιά. Αν κρίνω από το βιβλίο σίγουρα αξίζει. Πληροφορίες για την θεατρική παράσταση εδώ.

Το βιβλίο που ποτέ δεν ολοκλήρωσα αναζητά τον αναγνώστη που θα το εκτιμήσει περισσότερο.
Δες κι εδώ.

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2016

Περί θνητότητας


Είναι δύσκολο να μιλά κανείς για τον θάνατο. Όλοι μας έχουμε βιώσει ή θα βιώσουμε κάποια στιγμή τον θάνατο κοντινών μας ανθρώπων. Η απώλεια. Ένα γεγονός που αποθηκεύεται στο νου και σε ακολουθεί για πάντα. Η θλίψη. Σου υπενθυμίζει την ύπαρξή της και στην πιο μεγάλη χαρά. Η αναγκαιότητα της απώλειας και της θλίψης που επιφέρει δεν σου επιτρέπει να κάνεις τίποτα άλλο παρά να συμβιβαστείς μαζί της. Αποδέχεσαι τη ζωή που αναπόφευκτα περιλαμβάνει και τον θάνατο. Ακόμη κι αν σταθούμε τόσο τυχεροί και δεν βιώσουμε τον θάνατο άλλων, σίγουρα κάποια στιγμή θα βιώσουμε τον δικό μας. 

Αλήθεια πώς θα θέλαμε να είναι εκείνες οι τελευταίες στιγμές πριν τον θάνατο είτε αυτός προέλθει από γεράματα είτε σε μικρότερη ηλικία από κάποια ανίατη ασθένεια; Θα ήμασταν σε θέση να υπομείνουμε τα πάντα με την ελπίδα ότι θα ζήσουμε μερικά χρόνια παραπάνω ή θα απολαμβάναμε το διάστημα που μας απομένει με την προϋπόθεση να καταπίνουμε μερικές χούφτες χάπια για να γίνεται ο πόνος πιο ανεκτός;

Αυτό ακριβώς το ερώτημα μελετά αυτό το ιδιαίτερο βιβλίο. Αν και γραμμένο από χειρούργο ιατρό, είναι γραμμένο με τρόπο κατανοητό αλλά και επιστημονικό συνάμα, η εκλαϊκευμένη επιστήμη σε όλο της το μεγαλείο με την εγγύηση της ποιοτικής έκδοσης από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Ο Atul Gawande ζει και εργάζεται στην Αμερική και ως εκ τούτου περιγράφει μια κατάσταση πολύ πιο εξελιγμένη από τη δική μας αναφορικά με την γηριατρική, τα νοσοκομεία, τις υπηρεσίες που προσφέρονται στους ασθενείς και στους ηλικιωμένους. Αξιοζήλευτες παροχές που όλοι θα θέλαμε να είχαμε. Παρ' όλα αυτά, το ερώτημα παραμένει ίδιο ανεξαρτήτως παροχών που μπορούν να σου προσφερθούν. Πότε είναι έτοιμος κάποιος να αποδεχτεί το γεγονός ότι πεθαίνει; Μπορεί κάποιος να αποδεχτεί ότι θα είναι ανήμπορος να αυτοεξυπηρετηθεί; Όταν ο θάνατος πλησιάζει το πως το βιώνει ο καθένας είναι κάτι εντελώς υποκειμενικό κι η ιατρική οφείλει να μεσολαβήσει.

Ο Ατούλ Γκαουαντέ στο βιβλίο "Εμείς οι θνητοί" παραθέτει παραδείγματα από την εμπειρία του ως γιατρός με ηλικιωμένους και ασθενείς σε τελικό στάδιο. Δεν διστάζει να αναφερθεί και στο θάνατο του πατέρα του, απομονώνοντας εν μέρει τη συναισθηματική φόρτιση που αυτό προκαλεί. Παρουσιάζει τον άνθρωπο στο χειρότερο στάδιο της ανθρώπινης φύσης του. Στο στάδιο αυτό ως γιατρός προσπαθεί να σωπάσει και να ακούσει το ίδιο τον άνθρωπο, να κατανοήσει τις επιθυμίες του και τις ανάγκες του για να μπορέσει να τις υπηρετήσει. Εξάλλου, οι πιο σπουδαίες επιθυμίες είναι αυτές που έρχονται όταν η φθορά σε κυριεύει.   

Είναι δύσκολο να μιλά κανείς για τον θάνατο ακόμη κι όταν αυτός είναι γιατρός. Κι αν είναι δύσκολο να μιλάς και να γράφεις το ίδιο δύσκολο είναι και να διαβάζεις. Λέξεις θλιμμένες που σε ταράζουν μόνο στο άκουσμά τους. Όμως σίγουρα αξίζει να διαβαστεί αυτό το βιβλίο και χαίρομαι που είχα την ευκαιρία να το γνωρίσω μέσα από την εκπομπή Διαβάζοντας της Κατερίνας Μαλακατέ. Τυχαίνει πάντοτε τα πιο ενδιαφέροντα βιβλία να μην είναι λογοτεχνικά. 

Υ.Γ. Το βιβλίο συνοδεύεται άνετα με διακοπή τσιγάρου (έστω ολιγοήμερη), την κατανάλωση άφθονων φυσικών χυμών, φρούτων καθώς και λαχανικών εποχής, την έναρξη κάποιας αθλητικής δραστηριότητας και λοιπές ενέργειες που δίνουν την ελπίδα για μακροζωία...

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016

Τα μουσεία χθες και σήμερα


Δύο βιβλία που εκδόθηκαν πολύ κοντά χρονικά το ένα στο άλλο αλλά σηματοδοτούν δύο διαφορετικές εποχές στον κόσμο των ελληνικών μουσείων. Το βιβλίο της Ματούλας Σκαλτσά Για τη μουσειολογία και τον πολιτισμό εκδόθηκε το 1999, ενώ το βιβλίο της Μαρίας Οικονόμου Μουσείο: αποθήκη ή ζωντανός οργανισμός εκδόθηκε το 2003. Και τα δύο πραγματεύονται το ίδιο αντικείμενο αλλά με τελείως διαφορετικό τρόπο. 

Το πρώτο πρόκειται για συγκέντρωση διάφορων άρθρων της συγγραφέως που γράφτηκαν μεταξύ των ετών 1990-1998 στις εφημερίδες Τα Νέα και Το Βήμα. Εκείνα τα χρόνια τα μουσεία φαίνεται ότι διέφεραν αισθητά από τα μουσεία που έχουμε τη χαρά να επισκεπτόμαστε σήμερα, ενώ με τον όρο μουσεία ο νους πήγαινε περισσότερο στα αρχαιολογικά μουσεία της Ελλάδας καθώς αυτά υπερίσχυαν αριθμητικά. Η Σκαλτσά, ιστορικός τέχνης και μουσειολόγος, μιλούσε για πολιτιστική και μουσειακή πολιτική, μιλούσε για την απραξία του Υπουργείου Πολιτισμού, μιλούσε για την κατάσταση των ελληνικών μουσείων συγκρίνοντάς την με τα μουσεία άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Επίσης, μιλούσε για μουσειολογία σε μια εποχή που οι σπουδές στον αντίστοιχο τομέα δεν είχαν την σημερινή πέραση αλλά και ούτε τον σημερινό αριθμό των ακαδημαϊκών τμημάτων που παρέχουν προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές στη μουσειολογία, στη συντήρηση και στη διαχείριση πολιτιστικής κληρονομιάς, από το ένα άκρο περάσαμε στο άλλο. Ακόμη, αναφερόταν σε προσωπικές της εμπειρίες από επισκέψεις μουσείων και αρχαιολογικών χώρων της Ελλάδας. Μέχρι και για κλοπές εκθεμάτων έκανε λόγο. Τα περιεχόμενα του βιβλίου να δει κανείς θα διασκεδάσει απλά και μόνο με τους τραγελαφικούς τίτλους που έδινε στα άρθρα της που αποτύπωναν την κατάσταση με μερικές λέξεις. Τολμώ να πω ότι διαβάζοντας τα άρθρα διακρίνω διαφορά από το σήμερα. Σίγουρα κάτι έχει αλλάξει, αυτά που περιγράφονται δεν μου θυμίζουν τις δικές μου επισκέψεις στα μουσεία.

Η μεγάλη αλλαγή έγινε την πρώτη δεκαετία του αιώνα που διανύουμε. Τότε ήταν που τα μουσεία υπεδιπλαδιάστηκαν ενώ τα παλαιότερα ανακαινίστηκαν, εκσυγχρονίστηκαν. Τα κτίρια ομόρφυναν, οι συλλογές επανατοπεθετήθηκαν με καλύτερο φωτισμό και πιο κατανοητές σημάνσεις. Απέκτησαν πωλητήρια, καφέ και άνοιξαν τις πόρτες τους στο ευρύ κοινό με πλήθος εκπαιδευτικών προγραμμάτων και εκδηλώσεων.

Στις πρακτικές αυτές αναφέρεται το δεύτερο βιβλίο. Ξεκινώντας από μια ιστορική αναδρομή των μουσείων καταλήγει στο σήμερα και στην ανάγκη της επικοινωνίας των συλλογών με τον επισκέπτη. Η Οικονόμου αναφέρεται σε ένα μουσείο που παύει να είναι μια αποθήκη εκθεμάτων με μόνο σκοπό τη διατήρησή τους και την επιστημονική μελέτη τους. Αναφέρεται σε ένα μουσείο που κύριο ρόλο διαδραματίζει ο άνθρωπος, η ικανοποίηση του επισκέπτη που έρχεται για εκπαιδευτικούς, ψυχαγωγικούς ή άλλους λόγους. Σκοπός του μουσείου είναι η προσέλκυση με κάθε τρόπο περισσότερου κόσμου ανεξαρτήτως εισοδήματος ή επιπέδου μόρφωσης. "Είναι ενδεικτικό αυτών των αλλαγών ότι το λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται σχετικά με τα μουσεία έχει αρχίσει να αλλάζει. Εκεί που παραδοσιακά οι λέξεις που τα χαρακτήριζαν ήταν "ταξινόμηση", "διανόηση", "διδασκαλία", "θαυμασμός", τώρα χρησιμοποιούνται πιο συχνά λέξεις όπως "αισθήματα", "εμπειρίες", "συμμετοχή", "πρόσβαση", "κοινωνική εκδήλωση", αναφέρει χαρακτηριστικά.

Είναι φανερό ότι η αλλαγή στον κόσμο των μουσείων πραγματοποιήθηκε τις καλές εποχές της χώρας που λεφτά υπήρχαν. Πολύ εύκολα όλη αυτή η πρόοδος μπορεί να χαθεί. Σίγουρα τα νέα μουσεία δεν θα κλείσουν ίσως όμως να χάσουν κάτι από τη λάμψη τους αν σταματήσει η πολιτεία να ενδιαφέρεται γι' αυτά. Πολύ εύκολα φεύγει κανείς από την αισιοδοξία της Οικονόμου και ξαναγυρνά στη μίζερη εποχή που περιγράφει μέσα από τα άρθρα της η Σκαλτσά. Κι εξάλλου αυξάνουν οι δημοσιεύσεις που αναφέρονται σε κλειστούς αρχαιολογικούς χώρους ελλείψει προσωπικού.

Και διαβάζοντας όλα αυτά ο νους μου πάει στις βιβλιοθήκες, τι ήταν αυτό που τόσο βίαια τις οδήγησε πάλι πίσω στον περασμένο αιώνα;  Οι κινητές βιβλιοθήκες σκούριασαν, τα έργα ψηφιοποίησης σταμάτησαν, οι εκπαιδευτικές δράσεις γίνονται από εθελοντές δίχως πρόγραμμα και σχέδιο. Εχάθει ο εκσυγχρονισμός εν μία νυκτί ή ποτέ δεν υπήρξε ουσιαστικός εκσυγχρονισμός; 

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2016

Οι αυλοί του βασιλιά που χάλασαν στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών


Ας μιλήσουμε λίγο για μουσική. Πραγματική μουσική. Όμορφα όργανα, ξύλινα, μεταλλικά, μεγάλα, μικρά, όργανα ορχήστρας. Εγώ από μουσική δεν ξέρω πολλά, κατάγομαι από οικογένεια που δεν ήταν φιλόμουση, αλλά επέλεξα να σπουδάσω στην Κέρκυρα, στο νησί που αγαπά τη μουσική, και να μπλέξω με τους μουσικούς φοιτητές του. Έμπλεξα πολύ. Σιγά σιγά, ακούγοντας ακούγοντας, κάτι μαθαίνεις. Εξάλλου ανέκαθεν εκτιμούσα ιδιαίτερα και τις εννέα μούσες. Στην Κέρκυρα έμαθα να ακούω συναυλίες, καθώς όλοι οι φοιτητές του μουσικού τμήματος υποχρεωτικά θα κάνουν κάποια στιγμή μία συναυλία. Καμία μουσική δεν συγκρίνεται με αυτή τη μουσική που ακούς με όλες τις αισθήσεις σε μια ζωντανή συναυλία. Το κατάλαβα από την πρώτη στιγμή.  Κι από τότε δεν σταμάτησα ποτέ να επιδιώκω να ακούω αληθινή μουσική. Ειδικά όταν βρίσκομαι στην μεγάλη πόλη μου, στην Αθήνα που συγκεντρώνει όλα τα καλά (κι όλα τα κακά βέβαια). Αφού ζούμε στην Ελλάδα, μιλώντας για μουσική (ή για ό,τι άλλο), αναπόφευκτα μιλάς και για την ελληνική πραγματικότητα που δεν ξεχνά να σε ντροπιάζει, δυστυχώς.

Απόγευμα Παρασκευής, φτάνω στην πρωτεύουσα και κατευθύνομαι με το μετρό στο Μέγαρο Μουσικής που βρίσκεται στον πιο ευρωπαϊκό δρόμο των Αθηνών, στη Βασιλίσσης Σοφίας. Ένα αρκετά εντυπωσιακό κτίριο που δημιουργήθηκε στις αρχές τις τελευταίας δεκαετίας του 20ού αιώνα για να στεγάζει τους ήχους όλου του κόσμου. Τη μέρα εκείνη στη μεγάλη αίθουσα, χωρητικότητας 1.900 και πλέον ατόμων, μπορούσες να ακούσεις τους αυλούς του βασιλιά κι όταν μιλάμε για τους αυλούς του βασιλιά μιλάμε για το εντυπωσιακό εκκλησιαστικό όργανο, μαζί με την Κρατική Ορχήστρα των Αθηνών που πραγματοποιούταν σε συνεργασία με τη Γαλλική Πρεσβεία της Αθήνας και το Γαλλικό Ινστιτούτο Ελλάδος. Διηύθυνε ο μαέστρος Μιχάλης Οικονόμου, ενώ στο όργανο ήταν ο Γάλλος προσκεκλημένος Thierry Escaich. Η αίθουσα γέμισε (κυριολεκτικά) και η συναυλία ξεκίνησε.

Το πρώτο μέρος περιλάμβανε τη Φαντασία και φούγκα σε σι ελάσσονα, BWV 544 (μεταγραφή για ορχήστρα: Δημήτρης Μητρόπουλος) του Johann Sebastian Bach, το Κοντσέρτο για εκκλησιαστικό όργανο, τύμπανο και έχγορδα, σε σολ ελάσσονα του Francis Poulenc και στο δεύτερο μέρος θα ακούγαμε τη Συμφωνία αρ.3 σε ντο ελάσσονα, έργο 78, του «εκκλησιαστικού οργάνου» του  Camille Saint-Saëns. Το πρώτο μέρος κίνησε καλά με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών να μας δείχνει τις αδυναμίες της, την καλοσχεδιασμένη αίθουσα του Μεγάρου την καλή ακουστική της και το εκκλησιαστικό όργανο τους ιδιαίτερους ήχους του.

Μετά το διάλειμμα κι ενώ όλοι είχαμε επιστρέψει στις θέσεις μας, το εντυπωσιακό εκκλησιαστικό όργανο του μεγάρου με τους 6.080 αυλούς του αποφάσισε να χαλάσει αφήνοντας τον Γάλλο προσκεκλημένο χωρίς όργανο.  Μας ζητήσαν συγγνώμη για την καθυστέρηση και μας ενημέρωσαν ότι προσπαθούν να το διορθώσουν. Όμως, αμέσως μπήκε ο μαέστρος Οικονόμου που ξεκίνησε να διευθύνει ανενόχλητος την ορχήστρα ενώ από πίσω ο Τ. Escaich πάσχιζε να φτιάξει το εντυπωσιακό αλλά χαλασμένο όργανο. Άκαρπες οι προσπάθειες του που μύριζαν αγωνία την ώρα που η ορχήστρα συνέχιζε αυτό που είχε μελετήσει και προβάρει. Ντροπιασμένος και με μεγάλη αμηχανία, κατέβηκε από το θρόνο του, γιατί αυτός ήταν ο βασιλιάς των αυλών, αποφασισμένος όχι να φύγει (όπως θα έπρεπε να κάνει εδώ που τα λέμε) αλλά να κατευθυνθεί προς στο πιάνο να ακουστεί ένα κάτι εκεί που θα έπρεπε οι ήχοι του εκκλησιαστικού οργάνου να ηχήσουν σε όλη την αίθουσα. Βέβαια, το πιάνο ήταν κατειλημμένο από δύο πιανίστες καθώς ήταν κι αυτό μέρος της ορχήστρας. Όμως σηκώθηκαν, άνοιξαν την ουρά, για να παίξει ο οργανίστας, να υπάρξει στο κενό της ορχήστρας ένας ήχος, μια απάντηση. Όσο έπαιζε, αυτοί περίμεναν παράμερα κι όταν τελείωσε ξανακάθισαν κι αυτό συνεχίστηκε μέχρι το "εντυπωσιακό" φινάλε που ο οργανίστας προσπαθούσε να κάνει το πιάνο να ακουστεί δίπλα σε μια ορχήστρα που την διηύθυναν σαν να μην έχει γίνει τίποτα. Ντροπιασμένος ο Γάλλος σπουδαίος μουσικός δεν υποκλίθηκε ποτέ λες κι ήταν δική του ευθύνη που ήρθε να δώσει μουσική σε μια ασυντήρητη, εγκαταλελειμμένη χώρα της βιτρίνας.
 
Η συμφωνία που όλοι εμείς δεν ακούσαμε, αλλά δεν έγινε και τίποτα, δεν πέθανε και κανείς, το όργανο του Μεγάρου χάλασε, όπως αφοπλιστικά μας είπε ο μαέστρος με το πέρας της συναυλίας:

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2016

Για την Γεωργία Σάνδη


Γεωργία Σάνδη (1804-1876), ένας ιδιαίτερος, μορφωμένος, ανοιχτόμυαλος, φιλελεύθερος άνθρωπος που έζησε σε μια εποχή που δεν ήταν κατάλληλη για εκείνη. Όμως δεν ανέχθηκε την οπισθοδρομική κοινωνία στην οποία ζούσε, αντέδρασε, προσπάθησε να την αλλάξει. Το μεγαλύτερο λάθος της: ήταν γυναίκα μορφωμένη, γυναίκα σκεπτόμενη. Καμιά φορά τυχαίνει να ξέρουμε τόσα πολλά για τη ζωή ενός συγγραφέα κι όμως να μην έχουμε διαβάσει τίποτα δικό του. Αυτό να σημαίνει άραγε ότι η προσωπικότητα ενός λογοτέχνη υπερίσχυσε του έργου του; Το μόνο σίγουρο είναι ότι η προσωπικότητά της και η ιδιοσυγκρασία της είναι αυτά που έμειναν στην ιστορία, ο τρόπος που ντυνόταν, που φερόταν, ο χωρισμός από τον πρώτο άντρα της και οι μετέπειτα συχνές εναλλαγές ερωτικών συντρόφων. Η ιδιαίτερη σχέση της με τον Σοπέν που έχει αναφερθεί σε προηγούμενη ανάρτηση, έχει απασχολήσει και τον κινηματογράφο μέσω της ταινίας Impromptu. Έζησε ως καλλιτέχνης και συναναστράφηκε με τους πιο γνωστούς καλλιτέχνες της εποχής της, οι οποία την σέβονταν και αναγνώριζαν την αξίας της.

Επιτέλους έφτασε η στιγμή να διαβάσω μερικές λέξεις της.
Τυχαία συναντήθηκα με μία προσφορά του τίτλου "Ημερολόγιο της καρδιάς", από την οποία δεν μπορούσα να μην επωφεληθώ. Όπως φανερώνει και ο τίτλος του βιβλίου, περιέχει αποσπάσματα από τα ημερολόγια της, καθώς και επιστολές που αντάλλασσε με τον Γκυστάβ Φλωμπέρ αποδεικνύοντας την φιλία και τον αλληλοσεβασμό που έτρεφαν. Την έκδοση του ημερολογίου προλογίζει η εγγονή της Ορόρ Σάνδη που προφανώς είχε και την ευθύνη της έκδοσης των προσωπικών σκέψεων της γιαγιάς της. Πρόκειται για διάσπαρτες σημειώσεις που κρατούσε η Σάνδη, οι οποίες εκτείνονται μεταξύ των ετών 1833-1840 αλλά και τα έτη 1852 και 1868. Είναι η εποχή που είναι 30 ετών, έχει αποκτήσει φήμη, έχει φέρει στον κόσμο δύο παιδιά και ο αποτυχημένος γάμος της λήγει οριστικά μέσω διαζυγίου. Είναι πια ελεύθερη να ζήσει και να ερωτεύεται. Για έρωτα και αγάπη μιλούν οι περισσότερες προσωπικές της σημειώσεις. Αρχικώς, ερωτεύεται τον 24χρονο Μισέ και φεύγουν για τη Βενετία, εκεί αρρωσταίνει και ερωτεύεται τον γιατρό της, αλλά μετά επανασυνδέεται με τον πρώην της, ο οποίος όμως είναι ψυχρός απέναντί της κι εκείνη μετανιώνει και το μόνο που την κρατά για να μην αυτοκτονήσει είναι τα παιδιά της... Οι τόσες εναλλαγές ερωτικών συντρόφων και ο τόσος έρωτας με κάνουν να πλήττω αφόρητα αλλά δεν μπορώ παρά να παραδεχτώ τη συγγραφική της δεξιοτεχνία, τον λυρισμό και την απαράμιλλη χάρη. Εξάλλου πρόκειται για προσωπικές σκέψεις που ενδεχομένως να μην ήθελε να εκδοθούν.

Αν δεν δώσουμε σημασία στους έρωτές της (εξάλλου και το ότι είναι ελεύθερη να ερωτεύεται ήταν, για την εποχή εκείνη, ένας τρόπος ανεξαρτησίας και αντίδρασης σε μια καταπιεστική κοινωνία που η γυναίκα προορίζεται να είναι η μητέρα των παιδιών της και η σύζυγος του πατέρα των παιδιών της) παρακολουθούμε μέσω των σκέψεων της ένα κομμάτι της καθημερινότητάς της και του ιδιαίτερου κύκλου της. Αγαπά τη μουσική και μιλά συχνά για αυτήν, εξάλλου συνδέεται με στενή φιλία (και όχι μόνο) με τον Λιστ που αργότερα της γνωρίζει τον Σοπέν. Ακούει τον καλό της φίλο να παίζει πιάνο και μέσω των σκέψεων της φανταζόμαστε ότι στο δίπλα δωμάτιο βρίσκεται ο Λιστ και δημιουργεί μουσική.
Και φυσικά βρίσκονται αναφορές για τη θέση της γυναίκας:

"Είναι κάτι καθαγιασμένο, ένας νόμος της φύσης, όχι η αγάπη της αδυναμίας για τη δύναμη αλλά η αγάπη της δύναμης για την αδυναμία. Γι' αυτό, το ανθρώπινο θηλυκό αγαπάει τα μικρά του, γι' αυτό θα έπρεπε κι ο άντρας να αγαπάει τη γυναίκα. Σκέφτηκε όμως να καθαγιάσει με νόμους δουλείας την αναπόφευκτη εξάρτησή της κι έτσι, αντίο γλυκύτητα κι ελευθερία του έρωτα. Ποια γυναίκα θα αποζητούσε την πνευματική ζωή, αν της πρόσφεραν τη ζωή της καρδιάς; Είναι τόσο γλυκό να σ' αγαπούν! Ωστόσο, τις κακομεταχειρίζονται, τις χαρακτηρίζουν ηλίθιες ή τις εγκαταλείπουν, περιφρονούν την αμάθειά τους, ειρωνεύονται τη γνώση τους. Στον έρωτα τους συμπεριφέρονται όπως σε πόρνες, στη συζυγική φιλία όπως σε υπηρέτριες. Δεν τις αγαπούν, τις χρησιμοποιούν, και τις εκμεταλλεύονται κι ελπίζουν να τις υποτάξουν με το νόμο της αφοσίωσης".  

Αυτή ήταν η Γεωργία Σάνδη, μια γυναίκα που μιλούσε για την αγάπη και τον ερώτα, ενώ φορούσε παντελόνια και εισέβαλε σε χώρους που ανήκαν κατηγορηματικά σε άντρες, ενώ παράλληλα πρόδιδε τον έρωτα πριν προλάβει να την προδώσει εκείνος πρώτος.

Όμορφη συνάντηση ελπίζω να ξανασυμβεί στο μέλλον. Πάντα με μαγεύουν οι συγγραφείς του 19ου αιώνα, ίσως γιατί αυτή η εποχή είναι μακριά αλλά παράλληλα πολύ κοντά μας.

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2016

Η βιβλιοθήκη ενός βιβλιοκριτικού



Οι εκδόσεις Πατάκη είχαν αναφέρει σε παλαιότερη δημοσίευσή τους ότι μετά την μεγάλη επιτυχία των βιβλίων της E. L. James είχαν την οικονομική δυνατότητα να εκδώσουν βιβλία λιγότερο εμπορικά περισσότερο ποιοτικά. Συγκεκριμένα είχαν αναφερθεί στην έκδοση των απάντων του πολύ αγαπημένου λογοτέχνη Χ. Λ. Μπόρχες που είχαν μείνει δίχως εκδότη μετά το κλείσιμο των Ελληνικών Γραμμάτων. Πράγμα που έπραξαν και τα άπαντά του τα τελευταία χρόνια ξανακυκλοφορούν στην ελληνική αγορά εμπλουτίζοντας τη βιβλιοπαραγωγή με τις σκέψεις και τις λέξεις του μεγάλου συγγραφέα. Οι εκδόσεις Πατάκη όμως εξακολουθούν να μας εκπλήσσουν ευχάριστα με τις ποιοτικές εκδοτικές επιλογές τους αλλά και την τυπογραφική αισθητική τους.

Λόγος για το νεοεκδοθέν βιβλίο με αρθρογραφία του George Steiner με τίτλο "Περί λόγου, τέχνης και ζωής". Ο αυστριακής καταγωγής Στάινερ γεννημένος το μακρινό 1929 δίδαξε συγκριτική λογοτεχνία σε μεγάλα πανεπιστήμια ενώ συνεργάστηκε με τα καλύτερα λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες συντάσσοντας λογοτεχνικές κριτικές και όχι μόνο. Έχει εκδώσει πολλούς τίτλους δοκιμίων λογοτεχνικού ενδιαφέροντος πολλοί από τους οποίους έχουν μεταφραστεί και στα ελληνικά, να ξαναθυμηθούμε το ολιγοσέλιδο μεγάλο βιβλιοβιβλίο με τίτλο "Η σιωπή των βιβλίων".

Στο νεοεκδοθέν βιβλίο συγκεντρώνονται 28 άρθρα από τα 130 που είχαν δημοσιευθεί μεταξύ των ετών 1967-1997 στο περιοδικό New Yorker. Τα περισσότερα αναφέρονται σε λογοτεχνικά έργα και συγγραφείς αλλά και σε ιστορικά γεγονότα, σε πολιτική, φιλοσοφία και τέχνη φανερώνοντας, αναπτύσσοντας και αναλύοντας το ευρύ γνωστικό πεδίο του Στάινερ. Θα σταθώ κυρίως στις κριτικές λογοτεχνίας καθώς ίσως να είναι η πρώτη φορά που διαβάζω τόσο εμπνευσμένες βιβλιοκριτικές που καταφέρνουν να σταθούν από μόνες τους σαν μικρές μελέτες, μικρά δοκίμια περί λόγου και τέχνης, μικρά διαμαντάκια ενός μεγάλου πνεύματος. Με αφορμή κάποιο βιβλίο ή όλο το συγγραφικό έργο ενός συγγραφέα ο Στάινερ ξαναθυμάται μεγάλα ονόματα συγγραφέων, φιλοσόφων, πολιτικών, παραθέτει, συγκρίνει, αναλύει από τη σκοπιά ενός μελετητή ή γιατί όχι κι ενός λογοτέχνη. Εκατοντάδες τίτλοι βιβλίων περνάν από τα μάτια του αναγνώστη, χιλιάδες σελίδες πνευματικού έργου συνοψίζονται σε λίγες γραμμές υπενθυμίζοντάς σου πόσα βιβλία που οφείλεις να έχεις διαβάσει δεν έχεις διαβάσει ακόμα. Ονόματα όπως Γετρούδη Στάιν, Τζορτζ Όργουελ, Τόμας Μπέρνχαρντ, Μπέρτολτ Μπρεχτ, Σάμιουελ Μπέκετ, Σίγκμουντ Φρόιντ, Νόαμ Τσόμσκι και τόσα άλλα περνούν και ξαναπερνούν από μπροστά σου, όχι μόνο τα ονόματα αλλά στιγμές από τη ζωή τους, τα έργα τους, τις θεωρίες και τις απόψεις τους φανερώνοντας έναν ακούραστο μελετητή,  έναν επιστήμονα της τέχνης, έναν προσεκτικό αναγνώστη, ένα λάτρη της καλής λογοτεχνίας, θυμίζοντάς σου ξανά και ξανά πόσο φτωχή είναι η βιβλιοθήκη του πνεύματος σου.

Αξίζει να ειπωθούν δύο λόγια για την ούτως ή άλλως δύσκολη δουλειά του μεταφραστή όταν αυτή είναι επιτυχημένη. Η αναζήτηση δεκάδων βιβλίων ούτως ώστε η μετάφραση των παραθέσεων να ανταποκρίνεται στις ελληνικές εκδόσεις (πολλές εξαντλημένες) είναι μια επιπλέον δυσκολία που προσφέρει σε εμάς τους αναγνώστες ακόμη περισσότερους τίτλους σημαντικών βιβλίων. Κι αν κάποιος κάποτε με ξαναρωτήσει τι βιβλία πρέπει να διαβάσω θα τον συμβουλεύσω να ανατρέξει στα άρθρα του Στάινερ που κρύβουν αυτόν το γνωσιακό πλούτο.

Αυτά είναι μόνο κάποια από τα βιβλία που αναφέρονται στα άρθρα του, όλα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας που πρέπει να έχεις διαβάσει:

Librarian's Slidely by Slidely Slideshow

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

Λογοτεχνία του φανταστικού


Προσπαθώ να θυμηθώ ποιο ήταν το έτος που τα βιβλία που ανήκουν στην κατηγορία "λογοτεχνία του φανταστικού" παρεισφρήσαν στα βιβλιοπωλεία και απέκτησαν δική τους ξεχωριστή βιβλιοθήκη και τη δική τους θέση στα σπίτια και στις καρδιές των αναγνωστών. Αναρωτιέμαι αν ένα βιβλίο έκανε την αρχή ή πολλά γεγονότα συντέλεσαν ώστε αυτό το είδος να καθιερωθεί. Σίγουρα ο Τόλκιν συντέλεσε καθοριστικά ώστε να γεννηθεί αυτό το είδος της λογοτεχνικής γραφής, αλλά μαζικά αυτό συνέβη κυρίως όταν τα έργα του έγιναν δημοφιλή και πολυδιαβασμένα, όταν δηλαδή μεταφέρθηκαν στην μεγάλη οθόνη. Μετά βοήθησαν ο Χάρι Πότερ και όλες οι βαμπίροϊστορίες, ταινίες και βιβλία κι ενδεχομένως το τελικό χτύπημα να ήρθε από τον Αμερικανό George Raymond Richard Martin με τα πετυχημένα βιβλία της σειράς Game of Thrones. Στο ενδιάμεσο ακολούθησαν πολλοί στο δρόμο της σίγουρης επιτυχίας. Στην Ελλάδα υπάρχουν δύο τρεις εκδοτικοί οίκοι που ειδικεύονται στην έκδοση μόνο αυτής της κατηγορίας λογοτεχνικών βιβλίων. Νομίζω ότι μπορώ να τους ξεχωρίσω από μακριά, βλέποντας απλά και μόνο τις σκουρόχρωμες ράχες των εκδόσεών τους με τα ιδιαίτερα σχεδόν γοτθικά τυπογραφικά στοιχεία. Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι λάτρεις αυτών των βιβλίων συνεχώς αυξάνονται, με έμφαση στους νέους αναγνώστες. Τώρα όλο και συχνότερα βλέπω εφηβάκια να διαβάζουν, να φωτογραφίζουν, να ξεφυλλίζουν και να στέκονται με τις ώρες στις βιβλιοθήκες αυτής της κατηγορίας. Μια μόδα που φαίνεται πως ήρθε για να μείνει. Είναι πράγματι όμως νέα μόδα;

Λογοτεχνία του φανταστικού, λοιπόν, έτσι θέλησαν να ονομάσουν εκείνες τις μυθ-ιστορίες που αναφέρονται σε αλλόκοτα πλάσματα που στην πραγματικότητα δεν υπήρξαν ποτέ, αφύσικες ή υπερφυσικές ή παραφυσικές καταστάσεις που η λογική απαρνιέται. Μάγισσες, ξόρκια, δράκοι, ξωτικά, νεκροί που περιφέρονται στον κόσμο των ζωντανών κι ένα σωρό άλλα αποκυήματα της ανθρώπινης φαντασίας. Μα είναι όλα αυτά καινούρια; Αυτά όλα δεν υπήρχαν από τότε που ο άνθρωπος ξεκίνησε να γράφει. Ποια λαϊκή παράδοση, ποιο λαϊκό παραμύθι, ποιας χώρας δεν συμπεριλαμβάνει μέσα πνεύματα νεκρών που επιστρέφουν από τον κάτω κόσμο για να πάρουν εκδίκηση; Μου έρχονται στο νου τα παραμύθια διάφορων χωρών των λίγο διαφημισμένων στα κοινωνικά δίκτυα εκδόσεων Απόπειρα αλλά και τα δικά μας λαϊκά παραμύθια που κατά καιρούς απολαμβάνω να διαβάζω. Κι ο νους μου μπορεί να τρέξει σε μυριάδες βιβλία που μες στην ιστορία τους περιλαμβάνουν αφύσικα γεγονότα από τον Όμηρο μέχρι τον Πόε, κι όλα αυτά εντάσσονται σε αυτήν την κατηγορία; Μη μιλήσω για την επιστημονική φαντασία γιατί θα γίνει ακόμα πιο περίπλοκο.

Κι όλες αυτές οι σκέψεις για το νεοεκδοθέν βιβλίο που είναι εν μέρη βιβλίο για βιβλία (που ως φανατική συλλέκτρια αυτού του είδους δεν θα μπορούσα να μην αποκτήσω) του Νίκου Φαρούπου «Ο αρχιβιβλιοθηκάριος κι άλλες ιστορίες». Με αυτόν τον τίτλο και με αυτό το εξώφυλλο (το βιβλίο είναι το μόνο αντικείμενο που μπορώ να σκεφτώ που έχει τη δυνατότητα να αυτοδιαφημίζεται μέσω του εξωφύλλου του) δεν θα μπορούσα να μην το ερωτευτώ με την πρώτη ματιά. Εν μέρη βιβλίο για βιβλίο καθώς μόνο η μία από τις τέσσερις ιστορίες έχει βιβλιοφιλικό περιεχόμενο. Τέσσερις ιστορίες με κοινό παρονομαστή το αφύσικο που του επιτρέπει να κατηγοριοποιηθεί στη λογοτεχνία του φανταστικού (αν και κάτι μου λέει ότι κανένα βιβλιοπωλείο δεν θα το εντάξει στα αντίστοιχα ράφια). Τέσσερις ευκολοδιάβαστες κι ανάλαφρες ιστορίες της μιας ημέρας που μπορούν να διαβαστούν κι από ένα παιδί γυμνασίου.

Η ιστορία του αρχιβιβλιοθηκάριου, που κατά τη γνώμη δεν είναι και η πιο δυνατή (ή εγώ είμαι πολύ απαιτητική όταν αναφέρεται κάποιος στο αγαπημένο μου θέμα) εκτυλίσσεται σε μια βιβλιοθήκη με πολλά και σπάνια βιβλία, μια κυριολεκτικά ζωντανή βιβλιοθήκη που φαίνεται να αγαπούν τα πνεύματα των συγγραφέων. Κι ο συγγραφέας αγαπά τους κλασικούς τα έργα και τους βίους τους και δεν ξεχνά να μας το υπενθυμίζει μέσα από τις γραμμές αυτής της μικρής ιστορίας. Εξάλλου, ο πρωταγωνιστής αυτής της ιστορίας, ο διευθυντής της ιστορικής βιβλιοθήκης γνωρίζει από λογοτεχνία καθώς διδάσκει την ιστορία της και γράφει ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο με τίτλο Εξομολογήσεις συγγραφέων στο οποίο ερευνά τη ζωή και τον χαρακτήρα των σπουδαιότερων συγγραφέων της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Οι άλλες τρεις απολαυστικές ιστορίες περιλαμβάνουν φανταστικά όντα μιας μακρινής εποχής (;) που οι άνθρωποι πίστευαν σε μάγισσες και ξόρκια τα οποία συναναστρέφονται με ανθρώπους ή είναι μέρος τους.

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016

Το βιβλίο ως αντικείμενο


Τον βιβλιόφιλο δεν τον ενδιαφέρει το βιβλίο μόνο για το περιεχόμενό του, τον ενδιαφέρει το βιβλίο και ως αντικείμενο και ναι είμαι μια παθιασμένη βιβλιόφιλη που μπορώ να αγοράσω ένα βιβλίο απλά και μόνο γιατί μου αρέσει εμφανισιακά. Μου αρέσουν οι παλιές εκδόσεις των προηγούμενων αιώνων, εκείνες οι δερματόδετες εκδόσεις με την χρυσοτυπία, τις παχιές σελίδες και τα ραμμένα στο χέρι τυπογραφικά τετράδια. Εκείνο το τυπογραφικό χαρτί μιας άλλης εποχής που αντέχει ακόμη όσοι αιώνες κι αν έχουν περάσει. Εκείνο το χαρτί που προτιμά το σκουλήκι, με κάνει να πιστεύω ότι είναι πιο νόστιμο κι ας μην μπορώ να το γευτώ, με την αφή όμως μπορώ να το αισθανθώ. Και τα τυπωμένα γράμματα μπορώ να αισθανθώ. Έτσι απαλά αν περάσω τις άκρες των δαχτύλων μου θα αισθανθώ το αμυδρό βαθούλωμα που άφησαν τα τυπογραφικά στοιχεία καθώς πιεζόντουσαν πάνω στο χαρτί για να σφραγίσουν τις λέξεις. Και από τα βαθουλώματα των εικόνων μπορώ να φανταστώ τον χαράκτη που τις σμίλευε με μεράκι, εκείνον τον καλλιτέχνη που με τη σειρά του συντελούσε για να δημιουργηθεί ένα άλλο έργο τέχνης, το βιβλίο. Έχω αγοράσει βιβλία γραμμένα σε ξένες λέξεις που δεν αναγνωρίζω μόνο και μόνο επειδή έχουν εκδοθεί μερικούς αιώνες πριν γεννηθώ, μόνο και μόνο γιατί παραμένουν όμορφα και μου υπενθυμίζουν την ιστορία του βιβλίου.

Σταδιακά από τα τέλη του 19ου αιώνα και μετά τα βιβλία άρχισαν να ασχημαίνουν γιατί κάποιοι σκέφτηκαν ότι όπου και να τυπώσεις μια ωραία λέξη θα εξακολουθεί να είναι ωραία. Σε ό,τι χαρτί, με ό,τι μελάνι, με όποια γραμματοσειρά, με όποια επιμέλεια  το ποίημα θα παραμένει ποίημα. Παράγουμε μαζικά για να ικανοποιούμε τη ζήτηση, τυπώνουμε όπως όπως σε μεγάλο τιράζ για να βγάλουμε κέρδος. Χαμηλώνουμε το κόστος, αυξάνουμε την παραγωγή, κάνουμε προσιτό το βιβλίο σε όλους. Γιατί προσιτό πρέπει να είναι μόνο το εκχυδαϊσμένο. Ικανοποιούμε την αναγνωστική ανάγκη αδιαφορώντας για το γούστο και για την ποιότητα προσβάλοντας έτσι τον ίδιο τον συγγραφέα. Τύπωσε με το κιλό Τολστόι, Ντίκενς, Όστεν γράψε το όνομα του συγγραφέα και τον τίτλο του βιβλίου με μεγάλα γράμματα, κρέμασε τα στο περίπτερο δίπλα από τις αθλητικές εφημερίδες για να τραβήξει την προσοχή κι αυτό αρκεί για να αισθανθεί υπερήφανος κάποιος που πήγε για τσιγάρα και γύρισε με Ντοστογιέφσκι, τόσο υπερήφανος που εντέλει εθίστηκε και δεν θα ηρεμούσε αν δεν συμπλήρωνε όλη τη σειρά, κάποιοι τον ονόμασαν και συλλέκτη, συλλέκτη έργων τέχνης του περιπτέρου.

Ένας εκδοτικός οίκος με το παράξενο όνομα DeAgostini συγκέντρωσε για εσένα όλα τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ακόμη κι εκείνα που ενδεχομένως να μην γνώριζες και βάλθηκε να σε αναγκάσει να χτίσεις τη βιβλιοθήκη σου κι εσύ ενέδωσες στην προσιτή τιμή και στην πολύ διαφήμιση. Εξάλλου το να γεμίσεις τα άδεια ράφια σου με βιβλία του ίδιου σχήματος και του ίδιου χρώματος φάνταζε ειδυλλιακό. Ενδεχομένως το χρώμα των βιβλίων να σε κέντρισε περισσότερο, δεν αμφιβάλλω διόλου πως ήταν κι αυτό ένα μαρκετινίστικο τρικ μιας πολυεθνικής ή ίσως απλά να ταίριαζε με το χρώμα της πολυθρόνας σου. Και κάπως έτσι κάποιοι δημιούργησαν την ιδιωτική τους ομοιόμορφη βιβλιοθήκη χωρίς ποτέ να μπουν σε ένα βιβλιοπωλείο, χωρίς ποτέ να αποκτήσουν άποψη για το ποια τελικά είναι τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Και τώρα εγώ που έχω απέχθεια για όλα αυτά τα ομοιόμορφα μπλε με κόκκινη ράχη βιβλία προσβάλω περισσότερο τον συγγραφέα από εκείνον τα τύπωσε;

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2016

Από τον θησαυρό μου


Πολυαγαπημένα βιβλία για βιβλία, τα βιβλία εκείνα δηλαδή που αναφέρονται σε άλλα βιβλία, βιβλιοθήκες, βιβλιοπωλεία, εκδότες, τη δύναμη των λέξεων, τη φιλαναγνωσία, την αγάπη για τη μυρωδιά του χαρτιού. Ποιος βιβλιόφιλος δεν απολαμβάνει την ανάγνωση ενός τέτοιου βιβλίου και δεν βρίσκει κάτι από τον εαυτό του μέσα στις σελίδες του; 

Θα σας μιλήσω για ένα αγαπημένο βιβλιοβιβλίο που είχα διαβάσει το μακρινό 2007 και το ξαναδιάβασα τώρα για να γράψω δύο λόγια  εδώ γιατί του αξίζει και με το παραπάνω μια ανάρτηση. Πριν αρχίσω όμως να σας πω ότι το βιβλίο είναι εξαντλημένο από τον εκδότη του οπότε αν θελήσετε να το διαβάσατε θα πρέπει να κομπιάσετε για να το βρείτε, ένα πραγματικό κυνήγι βιβλίου δηλαδή που εμένα με εξιτάρει λίγο παραπάνω. Πρέπει να απευθυνθείτε σε λαγωνικά βιβλίων, σε έμπειρους παλαιοβιβλιοπώλες δηλαδή, να μιλήσετε με φύλακες βιβλίων, δηλαδή τοπικές βιβλιοθήκες ή και μεγαλύτερες, ή να βάλετε αγγελία σε κάποιο ομάδα ανταλλαγής βιβλίων ή απλά να περιμένετε μήπως και επανακυκλοφορήσει. Όπως και να έχει Η μοναχούλα του Pierre Péju που οι εκδόσεις Ποταμός επέλεξαν να το αφήσουν εξαντλημένο αξίζει να διαβαστεί από όσους αγαπούν την ανάγνωση, κι είμαστε πολλοί αυτοί, σας βλέπω όλους μέσω instagram!

Μια μελαγχολική ιστορία  που αναφέρεται σε μοναχικούς ανθρώπους. Ο βιβλιοπώλης Βολλάρ που από μικρή ηλικία διάβαζε μανιωδώς βιβλία, ζούσε σε έναν δικό του κόσμου μαζί με τους χάρτινους φίλους του που του έδιναν δύναμη να αντιμετωπίσει όλη τη βία και την απόρριψη που δεχόταν από το σχολικό του περιβάλλον, επειδή έκανε το λάθος να είναι διαφορετικός, η Τερέζε μια διάφανη γυναίκα που πιο πολύ από όλα θέλει να φεύγει και να σημειώνει τις σκέψεις της σε ένα τετράδιο και η Εύα η μοναχούλα που έκανε το λάθος να γεννηθεί. Όλοι αυτοί συναντιούνται στην πρώτη σελίδα λόγω ενός τροχαίου δυστυχήματος. Ο Βολλάρ αγαπάει να διαβάζει ιστορίες, πολλές από τις οποίες έχει απομνημονεύσει και μπορεί να απαγγέλει από μνήμης. Οι ιστορίες έχουν τη δύναμη να γιατρεύουν κάθε πόνο μόνο που αυτή τη φορά δεν τα καταφέρνουν.

Το βιβλίο συγκεντρώνει προτάσεις από εκείνες τις βιβλιοφιλικές που μου αρέσει να υπογραμμίζω, παραθέτει αποσπάσματα από αγαπημένους συγγραφείς, μιλάει για τη δύναμη των λέξεων αλλά και την αδυναμία τους. Γιατί τελικά αυτός που διαβάζει μανιωδώς και ζει μέσω των φανταστικών ηρώων της λογοτεχνίας εντέλει ζει τη ζωή που θα ήθελε αλλά δεν μπορεί να ζήσει. Σταδιακά αποκόπτεται από τον πραγματικό κόσμο, απομονώνεται, αποκοινωνικοποιείται. Αγαπάμε τα βιβλία, αγαπάμε τα social network αλλά τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει την πραγματική ζωή.

Ένα βιβλίο αφιερωμένο σε όλους εμάς εφάμιλλο ενός ακόμη αγαπημένου βιβλίου από τις εκδόσεις Πατάκη Το χάρτινο σπίτι. Αναζητήστε το!

Για περισσότερα βιβλία για βιβλία μπορείτε να βλέπετε τη βιβλιολίστα μου που έχω συγκεντρώσει όλα όσα βιβλία αυτής της κατηγορίας γνωρίζω.