Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2009

Το ύφος της σιωπής

Είναι από εκείνες τις Κυριακές που έχεις πολλά να κάνεις, πολλά εναλλακτικά πράγματα που όλα θα τα ήθελες πραγματικά. Έχεις να επιλέξεις ανάμεσά τους και διστάζεις, δεν σηκώνεσαι καν, ταλαντεύεσαι μεταξύ του ενός και του άλλου, καθυστερείς να πάρεις εμπρός, πηγαινοέρχεσαι φαινομενικά άσκοπα. Έχει και ολοκληρωτική συννεφιά, έχει και κρύο που δεν υποδέχεται το σώμα σου πρόθυμα. Μια αχτίδα ήλιου τρυπώνει ανάμεσα στην γκριζάδα και το χλωμό της φως αναδεικνύει την σκοτεινιά περισσότερο. Δεν διαρκεί και πολύ.
Σε αυτήν την ατμόσφαιρα και το κλίμα του χειμώνα, σχεδόν μόνο του αυτοπροτείνεται το βιβλίο του Hugo von Hofmannstahl, Η επιστολή του λόρδου Τσάντος, ο γερμανικό τίτλος σκέτα Μια επιστολή, (εισαγωγές Claudio Magris, Enrique Vila-Matas, μετάφραση-επίμετρο Έφη Γιαννοπούλου, εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2009, 76 σ.). Στο εξώφυλλο ακίνητος μας θωρεί ο Βιεννέζος Hofmannstahl (1874-1929), διεισδυτικά βαθύ το βλέμμα του και ο λογισμός του.
Μορφή του κειμένου η επιστολική, με αποστολέα και δέκτη κατασκευασμένους. Ο χρόνος προσδιορίζεται στις 22 Αυγούστου 1603. Δεν χωρίζεται σε κεφάλαια, κυλάει σαν εξωτερικευμένη μύχια σκέψη. Μορφή δοκιμασμένη και δημοφιλής, που με το ένα πόδι πατάει στην φαντασία και τον μύθο και με το άλλο στηρίζεται στην προσωπική εμπειρία, κάνοντάς την αληθινή, εξομολόγηση μέσα σε πέπλα τυλιγμένη. Διδακτική, συμβουλευτική; καθόλου.
Αποτραβηγμένος, αποθαρρυμένος, φοβισμένος ότι η ρητορική των λέξεων, μία προς μία και όχι συναρμοσμένες, δεν επιτρέπουν την κατανόηση της ουσίας των πραγμάτων. Τα ενθουσιώδη νιάτα που εμπιστεύονται την γνώση, την υπέρβαση που φτιάχνει ποίηση και αλήθεια, τα έχει εγκαταλείψει. Η πίστη στην ενότητα και σύμπνοια των κόσμων δεν υφίσταται πια. Έχει χάσει «την ικανότητα να σκέφτομαι… Κάτι βαθιά μέσα μου με εμπόδιζε να διατυπώσω κρίσεις… όχι εξαιτίας επιφυλάξεων… αλλά επειδή οι αφηρημένες λέξεις… διαλύονταν στο στόμα μου…» (σ. 32-33). Αμφιβολία, όλα γίνονται ψεύτικα, διάτρητα, οι συνήθειες δεν βοηθούν, έρχεται ένας αποκλεισμός, η αίσθηση μοναξιάς. Τα πιο ασήμαντα και τετριμμένα έχουν οντότητα και ιδιαίτερη σημασία και εφόσον όλα μα όλα (σκέψεις περασμένες και τωρινές, ξεχασμένες και ονειρικές και τα αντικείμενα) έχουν οντότητα, βαραίνουν, μπερδεύουν. Μαγεία είναι να «σκεφτόμαστε με την καρδιά» που όταν τελειώσει η επήρειά της δεν περιγράφεται με λέξεις της λογικής, με ακρίβεια. Αισθάνεται πως ζει μια ζωή κενή και καταφέρνει να επιβιώσει χάρη στην αυστηρή και πειθαρχημένη εκπαίδευσή του. Όλα φαίνονται γελοία και ασήμαντα, έτσι δεν θα γράψει τίποτα πια, κανένα βιβλίο, θα κλειστεί στην σιωπή του.
Ο Claudio Magris παρουσιάζει τον Hofmannstahl ως συγγραφέα γεννημένο με «κλίση για ρήξη και διάλυση που προσπάθησε ακούραστα να μετατρέψει τη νεωτερικότητα σε παράδοση… το άγνωστο στο καθησυχαστικό αυλάκι μιας οικείας κληρονομιάς» (σ. 10). Το εγώ καταπίνεται στην δίνη των πραγμάτων, η γλώσσα δεν είναι σε θέση να αποτυπώσει και να υποτάξει, η υποκειμενική ευαισθησία δεν είναι το ζητούμενο της λογοτεχνίας. Η σύγκρουση που ζει ο Hofmannstahl δεν τακτοποιείται για αυτό και επιλέγει να καταφύγει στην σιωπή.
Το ίδιο βλέπει και ο Enrique Vila-Matas την αδυναμία και μη πίστη του Hofmannstahl στις λέξεις, την χρεοκοπία των συμβόλων που δεν συμβολίζουν πια τίποτα, την γλώσσα των βουβών πραγμάτων, το ύφος της τέχνης της σιωπής που κεντρίζει.
Το επίμετρο της Έφης Γιαννακοπούλου εξηγεί άλλα ζητήματα, μιλάει για το ύφος και τον χρόνο γραφής και για την διαδρομή της μετάφρασης, προσθήκη σε πρώτο πρόσωπο για την ελληνική απόδοση.
Η έκδοση περιλαμβάνει βοηθητικά εργαλεία κατανόησης του κειμένου, εκτός από τις δυο σύγχρονες εισαγωγές και το επίμετρο, έχει και ένα ανθολόγιο κριτικών που δείχνουν την υποδοχή του έως το 1950 και την εργοβιογραφία του. Μια έκδοση θα μπορούσε να πει κανείς κριτική, κέρδος για όσους δεν διαβάζουν απευθείας από γερμανόφωνα κείμενα. Όπως άλλωστε είναι όλα τα γερμανόφωνα στην σειρά Ξένη Λογοτεχνία αυτών των πάντα φροντισμένων εκδόσεων.

Μπαλώματα αχνού ουρανού και φωτεινών αχτίδων που και που.
Σημάδια-λέξεις του καιρού, με κουφαίνουν.

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

Πίσω στα παιδικά βιβλιοβιβλία

Περνάω από το βιβλιοχαρτοπωλείο της γειτονιάς, δεν κοντοστέκομαι καν, δεν θέλω να μπω σε κανέναν πειρασμό, έχω πολλά διαβάσματα, στοίβες σε διάφορα σημεία και άλλες τόσες δουλειές διαβαστογραφερές. Προσπαθώ, πάντως προσπάθησα μα η άκρη του ματιού μου πιάνει ένα μεγάλο, φωτεινό, χαρούμενο, παιδικό βέβαια, βιβλίο με ένα ζούδι να διαβάζει ευχάριστα απορροφημένο στην μπανιέρα του και ολόγυρα ράφια με βιβλία και χάμω άλλα σε ντάνες και ένα πλατιά ανοιγμένο. Εεε πάει πολύ, αυτόματη στροφή, κάρφωμα, είσοδος, απτική επαφή, άνοιγμα, εικονογράφηση που κόβει την ανάσα και οι δυο πρώτες αράδες: «Ο Ατσίδας είναι πάντα μ’ένα βιβλίο στο χέρι./Όπου σταθεί και όπου βρεθεί διαβάζει.»
Είναι δυνατόν να μην το πάρω εδώ και τώρα, άμεσα, χωρίς άλλη σκέψη, αναβολή, χρονοτριβή. Όχι, δεν είναι! Παίρνω επ’ ευκαιρία και τρία άλλα.
Με την σακούλα και την λεία και μικρές ενοχές αλλά και ανυπόμονη χαρά βιάζομαι να επιστρέψω, να πιάσω, να φυλλομετρήσω χαλαρά, να πάρω τις πρώτες εντυπώσεις, να σχεδιάσω τον χρόνο που θα τους βυθιστώ.
Η ταυτότητα του βιβλίου: τίτλος Ο Ατσίδας και ο κλέφτης, συγγραφέας ο Ζαν-Μπατπίστ Μπαρονιάν, εικονογράφος ο Λ. Λοράνς, μεταφραστής ο Βαγγέλης Τασιόπουλος, εκδόσεις οι Σύγχρονοι Ορίζοντες. Πρωταγωνιστής ο Ατσίδας, η κυρία Αίγα, υπεύθυνη της δημόσιας βιβλιοθήκης, η παρέα από τα διαβαστερά ζώα και ο Μαυροκόρακας. Η υπόθεση απλή: ένα βιβλίο λείπει από ψηλό ράφι, επικρατεί αναστάτωση από την απώλεια, βασικός ύποπτος εξαιτίας του ύψους της η καμηλοπάρδαλη, όμως τα ίχνη οδηγούν κάτω από την σκεπή και τον βυθισμένο στην ανάγνωση Μαυροκόρακα «Μου γυάλισε το εξώφυλλο» λέει σαν γνήσιος μαυροκόρακας «κι ήθελα να το διαβάσω. Δεν είμαι κλέφτης. Θα το βάλω πάλι στη θέση του.», διαβεβαιώνει ο ένοχος. Κατάληξη και ποινή του η ανάγνωση να διαβάσει δυνατά σε όλους την ιστορία του βιβλίου. Βιβλιομανία από μικρή ηλικία, φροντίδα για τα βιβλία και η ανάγνωση μια δραστηριότητα ανοικτή, που μοιράζεται.

Μυστήριο για βιβλία που εξαφανίζονταν από την βιβλιοθήκη λύνει και ο Ζαχαρίας σε μια από τις περιπέτειές του, Το μυστήριο της Βιβλιοθήκης, συγγραφέας-εικονογράφος ο Δημήτρης Κερασίδης, εκδόσεις Μαλλιάρης παιδεία. Βιβλιοβιβλίο που περίμενε στο ράφι την κατάλληλη στιγμή να ωριμάσει, να έρθει να ταιριάξει και έχει να κάνει με χαμένα βιβλία. Σε αυτήν την περίπτωση ο ποντικοΖαχαρίας θα πρέπει να κερδίσει σε ένα διαγωνισμό γνώσεων την πάνσοφη ομάδα των αρουραίων προκειμένου να απαλλάξει τους εγκυκλοπαιδικά ηττημένους ποντικούς από το να τους πληρώνουν τυρί. Ο ποντικός μπάρμπα-Λάμπρος μαθαίνει τρώγοντας σελίδες μα αρρωσταίνει, ο Ζαχαρίας μαθαίνει διαβάζοντας τρεις μήνες και τελικά κερδίζει στον διαγωνισμό. Τα βιβλία δεν εξαφανίζονται πια και ας αναρωτιούνται πώς έγινε αυτό ο βιβλιοθηκάριος κύριος Ραφοθέτης και ο αστυνόμος Ψάχνος.

Δυο παιδικά αστυνομικά με φόντο δράσης βιβλιοθήκες, οι χώροι με τους δαιδαλώδεις διαδρόμους, τις γωνιές, την επιβεβλημένη ησυχία, την υποβλητική ατμόσφαιρα και αντικείμενα αναζήτησης πολύτιμα βιβλία που κλείνουν γνώσεις προσφέρεται. Ήρωες από τον κόσμο των ζώων. Τρία βασικά χαρακτηριστικά: παιδικά, μυστήριο και βιβλιοθήκες με βιβλία που εξαφανίζονται.
Καλή εβδομάδα που μόλις εμφανίστηκε!.

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009

Κομμάτια ιστορίας

Για την ιστορία του βιβλίου και της τυπογραφίας έχουμε ακούσει, για την ιστορία του ελληνικού βιβλίου επίσης, ακόμη και για την ιστορία της ανάγνωσης. Για τη σύγχρονη εκδοτική ιστορία της Ελλάδας όμως τίποτε. Η ιστορία δηλαδή των εκδοτικών οίκων, των επιχειρήσεων εκείνων που σχεδιάζουν ένα εκδοτικό πρόγραμμα, οργανώνουν εκδοτικές σειρές επιλέγοντας τίτλους και συγγραφείς και ξεκινούν εν ολίγοις να παράγουν, να διακινούν και να προωθούν το ελληνικό βιβλίο κάτω από συνθήκες δύσκολες. Εξαιτίας αυτών των δύσκολων συνθηκών όλες οι προσπάθειες που γίνονταν, γίνονταν με μεράκι, όρεξη και από λίγους τολμηρούς που είχαν το θάρρος να ξεκινήσουν να καλύψουν ένα κενό. Η ιστορία αυτή ξεκινά πολύ αργότερα σε σχέση με άλλες χώρες αλλά σε αυτήν την αρχή οφείλουμε την ανάπτυξη της εκδοτικής παραγωγής που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας.

Όταν μιλούν οι άνθρωποι της εποχής εκείνης εμείς μόνο να σωπαίνουμε μπορούμε για να μαθαίνουμε ποια ήταν η αρχή όλων. Και σε αυτό το βιβλίο πράγματι μιλούν.
Πρόκειται για ένα ανθολόγιο κειμένων που συγκεντρώθηκαν μέσα από το χρόνο από εφημερίδες και περιοδικά (όπως το περιοδικό Φωνή του βιβλίου που ξεκίνησε το 1931 και ήταν το πρώτο περιοδικό που αφορούσε αποκλειστικά στο βιβλίο) με απώτερο σκοπό να μας δώσουν ένα κομμάτι ιστορίας για τον ελληνικό εκδοτικό χώρο. Ο ιστορικός Βάσιας Τσοκόπουλος και οι Αγγελική Πασσιά και Γιάννης Χρυσοβέργης συγκέντρωσαν για λογαριασμό του ΕΚΕΒΙ τα κείμενα αυτά που γράφτηκαν κυρίως τις τέσσερις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι. Βιβλιακές συζητήσεις, προβληματισμοί και ανησυχίες ανθρώπων που ενδιαφέρονταν για το βιβλίο, όπως οι Δροσίνης, Νιρβάνας, Ξενόπουλος, Ουράνης, Παράσχος και οι εκδόσεις Φέξη, Κολλάρου, Ελευθερουδάκη, Σιδέρη.

Το ανθολόγιο ξεκινά με ένα απόσπασμα του Δροσίνη που γράφτηκε το 1885 στο οποίο αναφέρει τη λαχτάρα του για να εντοπίσει εκδότη που θα εκδώσει τα ποιήματά του. Ακολουθούν κείμενα που προτείνουν λύσεις στο πρόβλημα των λίγων αναγνωστών όπως το να εκδίδονται βιβλία τσέπης που προτείνει ο Παύλος Νιρβάνας, την ίδρυση δημόσιων βιβλιοθηκών, τη δημιουργία καλλιτεχνικών εκδόσεων όπως αναφέρει ο Μάρκος Τσιριμώκος, την έκδοση ποιοτικότερων ελληνικών βιβλίων, η «Εβδομάς του Ελληνικού Βιβλίου» τη δημιουργία δηλ. εκθέσεων βιβλίου όπου οι αναγνώστες θα μπορούν να παίρνουν σε καλύτερη τιμή βιβλία που προτείνει ο εκδότης Σαλίβερος. Κείμενο του Νάσου Δετζώρτζη που αναφέρει την επιτυχία που είχε η πρώτη «Εβδομάς του Ελληνικού Βιβλίου» που πραγματοποιήθηκε στις 16-27 Απριλίου 1932 με πρωτοβουλία της Ελένης Ψημένου. Κείμενα που γράφτηκαν κατά την οικονομική κρίση για την κρίση του βιβλίου από ανθρώπους όπως τον Παν. Καλλογερόπουλο διευθυντή της Βιβλιοθήκης της Βουλής και τον ακαδημαϊκό Γρ. Καμπούρογλου. Κείμενα που αποτυπώνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ εφημερίδων και βιβλίων.
Κείμενα, κείμενα, κείμενα κομμάτια μιας ιστορίας που λίγοι γνωρίζουμε και πόσα ακόμη κείμενα μένουν τυπωμένα και χαμένα σε παλιές κιτρινισμένες σελίδες περιμένοντας να ενωθούν για να αποφέρουν γνώση…

Πώς να ξεκινήσουμε να μιλάμε για το σήμερα χωρίς να ξέρουμε το πριν, την αρχή;

Δύσκολο να εντοπιστεί το βιβλίο και ας εκδόθηκε σχετικά πρόσφατα. Καλό μεγάλο μας έκανε όποιος σκέφτηκε να το ψηφιοποιήσει και να το ανεβάσει στη σελίδα του ΕΚΕΒΙ γιατί τέτοιες έρευνες που μόνο προβληματισμό και γνώση μπορούν να φέρουν, πρέπει να υπάρχουν για να τις ξέρουν όλοι.


Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2009

Πού πάει ο αγράμματος συγγραφέας....

Όλη την εβδομάδα που πέρασε αμφιταλαντεύομαι πάλι τι να γράψω, για ετούτο το θέμα ή για εκείνο το βιβλίο. Δεν μπορώ να καταλήξω σε έναν ειρμό, πάω και έρχομαι σε διχοστασία. Τίποτα δεν ωριμάζει εντελώς, όλα κρέμονται μισογινομένα, να αργοπορούν. Πέφτω και κοιμάμαι τα βράδια, σηκώνομαι το πρωί και η αυτόματη διεργασία δεν προκρίνει κανένα θέμα. Και όμως επιθυμώ να τα εκφράσω όλα, στην σειρά τους δεν μπορώ να τα βάλω. Στο ράφι με τα βιβλιοβιβλία, λοιπόν, αποφασίζω να καταπιαστώ με τον αγράμματο συγγραφέα που πάει διακοπές (Γιώργος Σωτηρέλλος, Ο αγράμματος συγγραφέας πάει διακοπές, Scooter Books, Αθήνα 2008, 125 σ.), βιβλίο που κοπίασα να το βρω, δεν το είχε ο ένας, δεν το είχε ο άλλος, θα ρωτούσαν, να ξαναπεράσω, γιατί πολύ μου άρεσε και καλή συντροφιά μου κράτησε. Βέβαια ο αγράμματος συγγραφέας δεν είναι ο καμηλιέρης που ονειρευότανε να πάει στην πόλη, να γράψει. Ίσως να ήταν και αυτός μα όχι μόνον αυτός. Υπάρχουν και άλλοι...


65 μικρά κείμενα, ριχτές ματιές σε σκέψεις, αυθόρμητες αντιδράσεις, απορίες, επιστολές προς κάποιον που δεν γνωρίζουμε ή φανταζόμαστε αλλά θα θέλαμε να του πούμε κάτι, ή που τον ξέρουμε αλλά βγαίνει πιο εύκολα έτσι, βλέμματα που περιφέρονται και κοντοστέκονται, προτάσεις-σχεδόν τσιτάτα που κολλάνε και λέγονται σε όλες ακόμα και άσχετες περιστάσεις, που τελικά παίρνουν ιδιαίτερη σημασία, περίπατοι που καταργούν τον χρόνο και φτιάχνουν μια ενιαία εντύπωση, ωδίες και παρωδίες, ειρωνείες και ειρωνικότητες. Από όλα κρατώ τα βιβλιοκειμενόπουλα που είναι και αρκετά.

" Προσχέδιο συγγραφής μυθιστορήματος" το πρώτο πρώτο. Αρχίζω το διάβασμα, τέλειο, θα πάρω και άλλο. Πρόσωπα ένας βιβλιοθηκάριος και ένας φαροφύλακας. Ο βιβλιοθηκάριος στην οργανωμένη βιβλιοθήκη του χωριού, καρφωμένος στην απόλυτη ερημιά, στο πουθενά, χωρίς αναγνώστες, χρήστες τους λέμε τώρα, γράφει ένα εγκιβωτισμένο μυθιστόρημα που δεν τελειώνει αν και έχει φτάσει αισίως στην σελίδα είκοσι πέντε χιλιάδες. Είναι ογδόντα ετών και το μυθιστόρημά του λειτουργεί κάπως σαν το υφαντό της Πηνελόπης. Εκείνη όταν το τελειώσει θα πρεέπι να διαλέξει ποιον μνηστήρα να παντρευτεί (για αυτό και τις νύχτες το ξηλώνει κρυφά), ο βιβλιοθηκάριος "διαισθανόταν ότι στο τέλος της συγγραφής τον περίμενε ο θάνατος" και έτσι δεν το τελειώνει, είναι ο λόγος του να ζει μιας και είναι λησμονημένος από τους ανθρώπους.
¨Έκανα λάθος για την Ιαπωνία" επιστολή προς τον Βικέντιο που έγραψε νέο βιβλίο, κρίσεις, σχόλια για τα είδη γραφής και την μίξη τους, την παρατήρηση των ανθρώπων από μακριά (κουτσομπολιό το λένε μερικοί αλλά δεν είναι), τα σενάρια που φτιάχνονται και αναιρούνται και ξαναφτιάχνονται για τις ζωές και τις σχέσεις και ένα σενάριο για την τεράστια επιτυχία του βιβίου στην Ιαπωνία, χώρα των χαϊκού (μου θύμισε το γαλλικό βιβλίο Είμαι ένα Ιάπωνας συγγραφέας γραμμένο από Τζαμαϊκανό, παλιότερη ανάρτηση εδώ).
"Το ποίημα" με τις απείθαρχες λέξεις που δραπετεύουν προς πάσα κατεύθυνση, λύση προσφέρει ένα αγαπημένο χαϊκού. "Το βιβλίο της Ιστορίας" με αφορμή το γνωστό σχολικό εγχειρίδιο με σχόλιο ετεροχρονισμένο. Το "Επίμετρο" έρχεται σε συνέχεια του "Στο τρόλέϊ" για να αναρωτηθεί πάνω στο θέμα της διαχρονικότητας της λογοτεχνίας. 'Το γράμμα" μιλάει για έναν συγγραφέα που ενώ έχει αποσυρθεί ώστε να γράψει το βαθύ του μυθιστόρημα ήθελε με αγωνία να λάβει μια επιστολή που θα του αποδείκνυε ότι κάποιος τον θυμήθηκε. "Τα βιβλιοδέντρα" που καλλιεργούν ανεξαιρέτως όλοι από μόδα με τόση μανία που η υπερπαραγωγή οδηγεί τους βιβλιοκαρπούς σε σάπισμα και δυσοσμία. "Η Εστία", η εφημερίδα που διατηρεί το παρελθόν ζωντανό με την αμετακίνητη μορφή και την παρουσίαση των ειδήσεων για αυτούς που δυσκολεύονται να προσαρμοστούν, τους δίνει σιγουριά, μια προστασία στο άγνωστο και την μοναξιά.

Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει μια βιβλιογραφία δυόμιση σελίδων. Δεν συνηθίζεται τα λογοτεχνικά κείμενα να συνοδεύονται από βιβλιογραφία, σε αντίθεση με τα επιστημονικά που καλούνται να τεκμηριώσουν τα γραφόμενά τους, να παρέχουν ακριβείς αποδείξεις, πού εντοπίστηκε η συγκεκριμένη πληροφορία, ποιος είπε τι και πότε, πώς το στήριξε. Τα λογοτεχνικά είναι δεοντολογικά ελεύθερα να κυκλοφορούν χωρίς τεκμηριώσεις και σημειώσεις, κανείς δεν περιμένει να αποκαλύπτουν τις πηγές έμπνευσής τους. Ίσα ίσα χαίρονται οι κριτικοί και ερμηνευτές να παίζουν το παιχνίδι της αναζήτησης και της ανάλυσης. Οι συγγραφείς στις βιογραφίες τους λένε όπως εκείνο επιλέγουν τα συστατικά τους, τις εμπειρίες και τα διαβάσματά τους. Ο αγράμματος, αντίθετα, έχει κλείσει με βιβλιογραφία των τριών τελευταίων δεκαετιών, ελληνική, μεταφράσεις προς τα ελληνικά, αγγλικά κυρίως και δύο γαλλικά βιβλία και τελευταίο ένα ιταλικό όπως μου κάνει. Δίνει αδίστακτα και απροκάλυπτα τα κείμενα με τα οποία έχει συνομιλήσει, που τον κέντρισαν και του έβγαλαν μια σκέψη, μιαν αντίδραση, φορές μιαν απορία. Αποκαλύπτεται με απλότητα, παίρνει το μυστήριο μακριά και δείχνεται πολυποίκιλος αναγνώστης με δίχτυα που αλιεύουν σε κλασικά και όχι τόσο νερά.
Εντυπωσιάζομαι και που το κάνει και που θυμάται, σημειώνει τις διαδρομές του μπρος πίσω.

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2009

Dalibros

Αν το καλοσκεφτείς όλα και όλοι τελικά μπορούν να συνδεθούν με τον κόσμο του βιβλίου.

Μια αόρατη γραμμή που μαγικά ενώνει.

Για να φτιαχτεί ένα παζλ όλα τα κομμάτια χρειάζονται, αν λείπει έστω και ένα το αποτέλεσμα σίγουρα θα απέχει από την τελειότητα.

Λόγος για την έκθεση με τίτλο «Ο Νταλί και τα βιβλία» που παρουσιάζεται στη Θεσσαλονίκη στα 44α Δημήτρια, στην μεγάλη αυτή πολιτιστική γιορτή.

Μια έκθεση, χωρισμένη σε τρία μέρη, για τον αγαπημένο Dali ως αναγνώστη, ως συγγραφέα, ως εικονογράφο. Όχι οι πίνακες του, αλλά τα βιβλία από την προσωπική του βιβλιοθήκη καθώς και η φωτογραφίες του μαζί τους, οι ζωγραφιές στα λευκά περιθώρια των σελίδων, γραμμές μέσα από τις λέξεις, μαγεία.

Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες απεικονίζουν τον Dali και την αγαπημένη του Gala να ποζάρουν διαβάζοντας, αγαπημένη συνήθεια που είχε από την εφηβική του ηλικία. Η συνήθεια αυτή καλλιεργήθηκε τόσο από τα βιβλία που έπαιρνε από τον θείο του Ανσέλμ Ντομένεκ, ένας πολύ σημαντικός βιβλιοπώλης της Βαρκελώνης, όσο και από την προσωπική βιβλιοθήκη του πατέρα του. Αργότερα ως φοιτητής στην Καλών Τεχνών στη Μαδρίτη σύχναζε στη βιβλιοθήκη της Φοιτητικής Εστίας, όπου έμενε μαζί με τους συγγραφείς Ραφαέλ Αλμπέρτι και Φεδερίκο Γκαρσία Λόρκα.

Ο ίδιος αυτοχαρακτηρίζεται ως άναρχος και ανοργάνωτος αναγνώστης. Δεν ακολουθούσε καμία σειρά όταν ερχόταν η στιγμή να επιλέξει τι θα διαβάσει. Τα 4.337 βιβλία της προσωπικής του βιβλιοθήκης φυλάσσονται στο Κέντρο Μελετών για τον Νταλί στη Φιγκέρες. Τα 228 από αυτά περιέχουν σκίτσα και σημειώσεις του. Η προσωπική του βιβλιοθήκη είχε την τύχη να γλιτώσει από τυχόν διασπάσεις, επιζεί ως σύνολο, σαν ένα κομμάτι του καλλιτέχνη και δικαίως θεωρείται πηγή πληροφοριών για τη ζωή και το έργο του.

Ιδιαίτερα αξιόλογο είναι και το συγγραφικό του έργο που λίγοι γνωρίζουν. Ο ίδιος προβληματιζόταν για το αν θα έπρεπε να αφιερωθεί στη συγγραφή ή στη ζωγραφική. Δυστυχώς η συγγραφή του αντιμετωπίζεται σήμερα ως υποδιαίστερη της ζωγραφικής του. Κι όμως τα άρθρα του, οι διακηρύξεις του, τα βιβλία του, αυτοβιογραφικά, λογοτεχνικά, ποίηση και θεατρικά έχουν κάτι ιδιαίτερο όπως και οι πίνακές του. Είναι οι κανόνες (γραμματικοί, συντακτικοί, ορθογραφικοί) που γι’ αυτόν δεν έχουν κανένα νόημα και καμία ουσία.

Η ιδιαίτερη σχέση του με τα βιβλία και την ανάγνωση διαφαίνεται και στις εικονογραφήσεις του. Πληθώρα βιβλίων και περιοδικών έχουν την υπογραφή του ως εικονογράφου. Κλασικά βιβλία (όπως η εξαιρετική εικονογράφηση του Δον Κιχώτη του Θερβάντες που βρίσκεται και στην ελληνική έκδοση), βιβλία υψηλών πωλήσεων, βιβλία μικρών εκδοτικών οίκων και βιβλία δικά του συνοδεύονται από τα σχέδια του.

Η έκθεση θα έρθει και στην Αθήνα αλλά σίγουρα δεν θα φιλοξενηθεί σε ομορφότερο χώρο από το κτίριο Casa Bianca το γεμάτο ιστορία. Δεν μπορούσα να μην την επισκεφτώ κι ας έπρεπε να ταξιδέψω δύο φορές μέχρι τη Casa Bianca για να πετύχω την έκθεση ανοιχτή. Αναμφισβήτητα μόνο κερδισμένη βγήκα.

Ήταν λες κι αυτή η έκθεση δημιουργήθηκε για να μπει σε αυτό το blog.

Ιδιαίτερα σημαντικός και ο κατάλογος την έκθεσης, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για όλα αυτά, για να μη χαθούν οι πληροφορίες και αυτό το σπάνιο φωτογραφικό υλικό που δε συναντάς συχνά.

Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2009

Βιβλιοθηκοχρώμα


Και επειδή η προηγούμενη ανάρτηση δεν είχε καμιά εικόνα και καθόλου χρώμα, ήρθε η σειρά για ζωντανές φωτογραφίες. Οι φωτογραφίες είναι από ένα πανεπιστημιακό πολυκέντρο που αποτελείται από βιβλιοθήκη, κέντρο πληροφορικής και βάσεων και άλλα. Βρίσκεται περίπου μια ώρα έξω από το Βερολίνο και το μέρος λέγεται Cottbus, ένα τυπικό γερμανικό χωριό που έχει και πανεπιστήμιο. Δεν θα πω πολλά λόγια για να μιλήσουν οι παραστάσεις.
Συναντά κανείς το κτήριο στα δεξιά του πάνω σε ένα μικρό πράσινο ύψωμα. Ξεχωρίζει από μακριά και δίνει το στίγμα του στον περιβάλλοντα χώρο. Το χρώμα του σε τόνους του γκρι που πιάνει και το ασημί και μια αίσθηση του διάφανου. Δένει με φόντο τον ουρανό. Το σχήμα του δίνει την εντύπωση του ρευστού, του κυματιστού και η είσοδος κρυμμένη. Το ύψος του μεγάλο, επιβλητικό, δεσπόζει. Σου μπαίνει η ιδέα ότι ίσως να υπάρχει ένα γραπτό κείμενο πάνω στους τζαμένιους τοίχος που είναι δυνατόν να διαβαστεί, να γράφει κάτι μεγάλο. Μα όχι, θυμίζουν γράμματα στην ευρεία τους έννοια, δεν είναι συγκεκριμένα ενός αλφαβήτου γράμματα.
Μπαίνεις μέσα και σε πιάνει το χρώμα από τα μούτρα. Πολλά, παντού, κυρίως φούξια και λαχανί, κίτρινο, ηπιότερο πράσινο. Οι φόρμες που κυριαρχούν με στρογγυλάδα, κυκλικές, περιστρέφονται ολόγυρα. Το φυσικό φως να εισβάλει από όλες τις μεριές, το όποιο, το όσο. Οκτώ όροφοι και η κεντρική σκάλα, χιτσκοκική σπείρα που στροβιλίζεται στριφογυριστά.

Η πρόσβαση στα ράφια και τα βιβλία ανοιχτή. Σήμανση να καθοδηγεί, να απαντάει στις ερωτήσεις πού, ποια, τι, πριν καν τεθούν. Εξοπλισμός ο καλύτερος, ο τελειότερος, ο πιο φρέσκος και σύγχρονος, σε υπολογιστές, σε σαρωτές, σε αναγνωστικά μηχανήματα μικροταινιών, σε υποδομή να φέρεις τα δικά σου μέσα. Τα καθίσματα, ποικίλες εκδοχές, δίνουν άνετο σχήμα στο σώμα ανάλογα με την ανάγνωση, της συγκέντρωσης και μάθησης, της γραφής, της χαλαρής σχόλης.
Ο αριθμός των τεκμηρίων που δανείζονται φτάνει τα 60, η διάρκεια δανεισμού τέσσερις εβδομάδες με λιγοστές εξαιρέσεις. Τεκμήρια είναι, φυσικά τα βιβλία, αλλά περιλαμβάνονται περιοδικά (ακόμα και τα εβδομαδιαία ευρείας κυκλοφορίας), CD-ROM με μουσική και ταινίες κινηματογραφικές, ή άλλα θέματα, ακουστικά βιβλία (έχουν μεγάλη τράβηξη και κυκλοφορία και είναι πολύ δημοφιλή).
Μια πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη και κέντρο πληροφόρησης που συνομιλεί και με την τοπική κοινωνία. Ανακοινώσεις για όλα και για εκδηλώσεις καλύπτουν τουλάχιστον τρεις επιφάνειες αφιερωμένες στην ενημέρωση. Προθήκες που ακολουθούν θεματικά εκθέσεις που φιλοξενούνται σε άλλα σημεία της πόλης, και λειτουργούν διασυνδεμένες συμπληρωματικά. Ένα κέντρο που δεν κοιμάται, δεν μένει στατικό στην αποστολή του, προσαρμόζεται και συμβαδίζει με τα αιτήματα όπως διαμορφώνοναι, έχει βέβαια και τους κανόνες του.
Τα είδα με τα μάτια μου, τα βλέπετε και εσείς…

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2009

Διαβάζοντας τις σιωπές

Από το γράψιμο πίσω πάλι στην ανάγνωση. Σε αναλογία με εκείνους που δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς το γράψιμο υπάρχουν και εκείνοι που δεν το μπορούν χωρίς την ανάγνωση. Υπάρχουν και εκείνοι που δεν μπορούν ούτε χωρίς να διαβάζουν ούτε χωρίς να γράφουν και να ζουν σε όλους τους χρόνους –πραγματικούς κυριολεκτικούς, και νοερούς μυθοποιητικούς– και σε ένταση. Είδη αναγνώσεων πολλά, πάμπολλα και όσοι νομίζουν ότι η ανάγνωση είναι παθητική ενέργεια κάνουν λάθος, μέγα. Είναι μια συνέργια, μια συνύπαρξη, ένα ερέθισμα πολύτροπο.
Για όσους πάλι ασχολούνται με την έρευνα, με την ιστορία και τα περασμένα χρόνια, το διάβασμα των πηγών είναι συγχρόνως η δουλειά τους. Διαβάζουν συστηματικά, συνέχεια, ψάχνουν, βάζουν ερωτήματα (πώς, πότε, ποιος, τι και το κορυφαίο γιατί) κάνουν σκέψεις, θεμελιώνουν ερμηνευτικές θεωρίες πάνω σε αυτά που διαβάζουν. Ως πηγή νοείται κάθε είδους γραπτό κείμενο (σε πέτρα, μάρμαρο, κεραμίδι, χαρτί, ηλεκτρονικό χαρτί, όπου τέλος πάντων και κάθε περιεχομένου) μα συμπεριλαμβάνονται και άλλου τύπου τεκμήρια, αντικείμενα, τέχνης και καθημερινότητας. Κάνουν συνδυασμούς, συμπληρώνουν ψηφιδωτές πληροφορίες από εδώ και από εκεί. Σήμερα, όλα τα γραπτά μπορούν να αποτελούν δεξαμενές ιχνηλασίας. Η ανάγνωση-μελέτη προσφέρει ξεχωριστές ικανοποιήσεις παρ’ όλες τις δυσκολίες της και εντέλει, καταλήγει σε μια συγγραφή. Κάνει έναν κύκλο δηλαδή.
Κείμενα γραμμένα στον καιρό τους για να υπηρετήσουν έναν συγκεκριμένο σκοπό, τώρα διαρρέουν και άλλες πληροφορίες με τις χρήσεις των λέξεων, τους αριθμούς, τις εικόνες τους, τα σχέδια και όσα δεν λένε (έννοιες και πράγματα) άθελά τους γιατί δεν υπήρχαν καν ή δεν είχαν σημασία τότε ή εξεπιτούτου για λόγους πολιτικής, στρατηγικής, απαγόρευσης, φόβου, ισορροπιών (όπως μου λένε τελευταία, τάχα πειστική δικαιολογία).
Ένα λογοτεχνικό κείμενο γραμμένο για να τέρψει τις αισθήσεις αφήνει στο διάβα του παραστάσεις και αφηγήσεις, αυτονόητες στην εποχή του, γεμάτο κενά κατανόησης για τις επερχόμενες μεταγενέστερες. Συμβαίνει και στους οικονομικούς απολογισμούς και σε ένα σωρό κείμενα επίσης. Στα μεσοδιάστιχα κρύβονται οι σκιές των λέξεων που μόλις διασχίσαμε και αφήνουν επιπρόσθετα νοούμενα. Απόηχοι, αυτό που ονομάστηκε context και ελληνικά αποδόθηκε με τον όρο το παρακείμενο, εκείνο που αποδεσμεύει παρακειμενικά διαφυγόντα. Που επιτρέπει νοήσεις αλλά και παρανοήσεις, εκδοχές ανάλογα με τις συλλογικές και ατομικές μας παραστάσεις. Τα κείμενα μιλάνε το ίδιο με και για βεβαιότητες και αβεβαιότητες. Έχουν υφές και χροιές, τόνους και αποχρώσεις. Οι αλληγορίες τους εφαρμοσμένες σε πραγματικότητες οδηγούν σε αντανακλάσεις, αντιδιαστολές, κρυμμένα και κρυφά, ομολογημένα και μη. Τα κείμενα έτσι με αυτόν τον τρόπο φέρουν στα μέσα τους και άλλα, πολλαπλασιάζουν την αξία τους και το ενδιαφέρον τους. Ο πλούτος τους προκαλεί μια και δυο και περισσότερες φορές. Πόσες κινηματογραφικές ταινίες δεν το δείχνουν με τους χάρτες θησαυρού, με μελάνια που φανερώνονται υπό ειδικές συνθήκες!
Έτσι και οι άνθρωποι αναμεταξύ τους, μιλάνε με λόγια και συζητήσεις, μιλάνε και με τις σιωπές τους, μέσα από αυτά που επιλέγουν να μην πουν και αυτά που αφήνουν να σέρνονται με μισόλογα, αναλογίες, αδιόρατες εκφράσεις του προσώπου, σωματικές κινήσεις, άηχους κώδικες άλλοτε έχοντας συναίσθηση και συνείδηση άλλοτε όχι, αλλά πάντα συμβαίνει. Οι συνομιλητές πρέπει να είναι σε συνεχή εγρήγορση.
Πριν κλείσω, ξαναδιαβάζω, προσπαθώ να μπω στις σιωπές μου και να χωθώ στις αράδες μου, μα τα έκανα τόσο πυκνόσφιχτα που δυσκολεύομαι, ίσως και να μην θέλω. Μην μπείτε τώρα στον κόπο. Κλείνω και την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια.
Αύριο όλοι μας θα διαβάσουμε τις σιωπές των εκλογών, μέσα από τα ψηφοδέλτια…

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2009

Γράφοντας

Είναι μέρες, στην σειρά πολλές φορές, που δεν θέλεις να είσαι μέσα στο κάδρο που ποζάρεις, να έχει πάρει το μυαλό σου στροφές χτυπημένες. Τότε, σαν κόλπο άμυνας, αναπροσανοτολίζεσαι, πας αλλού, σε άλλες περιοχές, σε άλλη παραλία για μπάνιο.
Η διδασκαλία γλώσσας, της μητρικής ή ξένης, έχει τεμαχίσει τα πεδία της εκμάθησης σε τέσσερεις τομείς: κατανόηση, ομιλία, ανάγνωση και γραφή. Η σειρά αυτή ακολουθεί (σχεδόν) και την σειρά δυσκολίας. Είναι δυνατόν να καταλαβαίνει κανείς χωρίς να μιλάει, να διαβάζει και να γράφει. Μπορεί να καταλαβαίνει και να αποκρίνεται, χωρίς να διαβάζει και να γράφει και πάει λέγοντας. Το γράψιμο είναι το πιο υψηλό στάδιο κατάκτησης της γλώσσας και γραψίματα υπάρχουν λογιών λογιών, που ικανοποιούν ποικίλες ανάγκες. Η λογοτεχνία, μορφή τέχνης, όπως και κάθε μορφή τέχνης, έχει και δεν έχει κανόνες, είναι γενική και προσωπική. Πολλοί συγγραφείς είναι πρόθυμοι να μοιραστούν, τα βήματα, τις σκέψεις και τα αισθήματα του συγγραφικού τους μίτου, έτσι υπάρχει μακρύς κατάλογος βιβλίων αναμνήσεων εξομολογητικών, σε πολλές μορφές. Νομίζω ότι το εσωτερικό κοίταγμα λειτουργεί και για τους ίδιους κάπως λυτρωτικά και την ίδια στιγμή το είδος έχει μεγάλη αναγνωστική επιτυχία. Όλοι επιθυμούν να κατασκοπεύουν ανθρώπινα ενδότερα (αυτό κάνουν και τα reality shows), να βρουν συνταγές, απαντήσεις.
Ανάμεσα στην πληθώρα αυτού του τύπου βιβλίων συγκαταλέγεται και της Μαργκερίτ Ντυράς με ελληνικό τίτλο Γράφοντας (μετάφραση Χρύσα Τσαμαδού, Αθήνα, εκδόσεις Εξάντας, 1996, 143 σ.).
Το λεξικό του Petit Larousse, παλιά έκδοση είναι αλήθεια του 1981, μπορεί να έχει αλλάξει τώρα, να θυμηθώ να το κοιτάξω, περιγράφει την Duras (1914-1996) ως «γυναίκα των γραμμάτων και κινηματογραφίστρια». Της αρνείται την καθαρή ιδιότητα του συγγραφέα αν και παρακάτω αναφέρει τους τίτλους των μυθιστορημάτων της. Kλωτσάει κάπως αυτό. Γαλλίδα, λέει, διεκδικώντας την πνευματική της παρουσία, την γαλλοφωνία και γαλλογραφία της, γεννημένη στο Βιέτ-Ναμ όμως, που το έργο της όλο, και θεατρικά και κινηματογράφος καταγγέλλουν τους κοινωνικούς και πολιτισμικούς αποκλεισμούς και διαχωρισμούς να μην αναφέρεται ως συγγραφέας. Ελαφρά ξένη, διαχωρισμένη και αυτή. Τα λεξικά και οι εγκυκλοπαίδειες λένε πολλά για την εποχή τους και για τις νοοτροπίες, ανάμεσα από τις αράδες τους, τις αποσιωπήσεις, την επιλογή λέξεων, τις τυποποιημένες, με κριτήρια αντικειμενικότητας.
Η γραφή αναπόσπαστο μέρος του συγγραφέα, δεν μπορεί να νιώσει τον εαυτό του δίχως. Δηλωμένο πλήρως, κάθετα και οριζόντια. Απόσπασμα επιλεγμένο και για το οπισθόφυλλο «Η γραφή ήταν το μοναδικό πράγμα που γέμιζε τη ζωή μου και τη γοήτευε. Το έκανα. Η γραφή δεν μ’ εγκατέλειψε ποτέ.» (και σ. 15). Και την ίδια στιγμή αυτό το απαραίτητο στοιχείο ζωής να είναι ένα ερωτηματικό «Μπορώ να λέω ό,τι θέλω, ποτέ δεν θα βρω γιατί γράφει κανείς και πώς γίνεται να μην γράφει.» (σ. 18).
Το περιβάλλον της γραφής, τα σπίτια, τα τραπέζια, η θέα από τα παράθυρα, τα κρεβάτια, η κατασκευασμένη μοναξιά («Τη μοναξιά δεν τη βρίσκει κανείς, τη φτιάχνει. Η μοναξιά διαμορφώνεται μόνη της.» σ. 17) και η αληθινή αρχική και μόνιμη μοναξιά. Η μοναξιά στην παρουσία άλλων ανθρώπων ένα άλλο δύσκολο «Όταν υπήρχε κόσμος ήμουν λιγότερο μόνη και ταυτόχρονα πιο εγκαταλειμμένη.» (σ. 28). Και εκεί στην χώρα του μόνου, διαυγής προκειμένου να ολοκληρωθεί το γράψιμο.
Η αμεσότητα του συγγραφέα με το χαρτί, χωρίς ενδιάμεσο άνθρωπο ή μέσο για την Duras απαραίτητη προϋπόθεση. Δεμένη εκεί, τα πράγματα να έχουν και να αποκτούν νόημα μόνο σε σχέση με το γράψιμο, έξω από αυτό να μην υπάρχουν, ακόμα και η εκείνη. Να πιέζει αναπόδραστα και αφόρητα. Να μην μπορείς να μιλήσεις σε κανέναν πριν γράψεις για αυτό με τον φόβο μην χαθεί στον δρόμο, μην σβήσει από ξένη εισβολή. Διαδικασία συνεχούς κυοφορίας που δεν ξέρεις ποια πιθανότητα θα κερδίσει άλλες εκδοχές του ίδιου του.
Αυστηρή με τα βιβλία του καιρού της. Τους προσάπτει ανελευθερία, αυτολογοκρισία, κατασκευή απ’ άκρη σ’ άκρη, καλή διατύπωση δηλαδή σαφή και ανώδυνη «… βιβλία χαριτωμένα, χωρίς προέκταση, χωρίς σκοτάδι. Χωρίς σιωπή. Με άλλα λόγια, χωρίς πραγματικό συγγραφέα. Βιβλία της μιας μέρας, για να περνάει η ώρα, για το ταξίδι. Όχι όμως τα βιβλία που ριζώνουν στη σκέψη και μαρτυράνε το μαύρο πένθος κάθε ζωής, την κοινοτυπία κάθε σκέψης.» (σ. 36-37).
Αναφέρεται στα βιβλία της πέρα δώθε, τι ήθελε για την γραφή, τον χρόνο, σε κάποιο σημείο αφήνεται εντελώς και γράφει σύντομες παραγράφους, εικόνες σαν πίνακες ζωγραφικής, ακόμα και διαλόγους, ανακατεμένα, χύμα, σαν να είναι σημειώσεις σκέψεων.
Δύσκολο παίδεμα.

Ήταν τώρα άλλη παραλία τούτη; Χάλια πήγε το κόλπο…

Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2009

Περί βιβλιοφιλίας...

Μπρος πίσω στο χρόνο γιατί τώρα που χειμωνιάζει, μέσα και έξω, ήρθε η ώρα να θυμηθώ τις μέρες που έκανε καλοκαίρι και ήμουν σε παραλίες με νέα χρώματα.
Παντού νέα χρώματα ακόμη και στα βιβλιοπωλεία.
Πολλά και όμορφα τα χωριά, το ίδιο και οι παραλίες, το ίδιο και τα αξιοθέατα όλα, το ίδιο και τα βιβλιοπωλεία. Και τι τύχη σε ένα νησί με 55.000 μόνιμους κάτοικους να έχει τόσους πολλούς και διαφορετικούς χώρους. Χίος, από τα πιο όμορφα νησιά που έχω επισκεφθεί, το λέω εγώ που ζω τα τελευταία χρόνια στην Κέρκυρα.
Παντού γύρω βιβλία, μεγάλα κτίρια παλιά με το δεύτερο όροφο γεμάτο ράφια, τραπέζια και καρέκλες για ανάγνωση, πέτρινες και ξύλινες βιτρίνες με κρεμασμένα βιβλία, χώροι που διακινούν ξένο και ελληνικό τύπο με σκονισμένες βιτρίνες με βιβλία ειδικά και σπάνια.
Και κυρίως τοπικές εκδόσεις.
Μπέρδεμα, να μην ξέρεις τι να επιλέξεις, μπέρδεμα, ποιο θα είναι το λάφυρο που θα χώσεις στα ήδη φουσκωμένα σακίδια, να ταξιδέψεις μαζί του και να κλειδώσεις μέσα αναμνήσεις.
Στα ειδικά σημεία των βιβλιοπωλείων με τις τοπικές εκδόσεις έναν έναν τους τίτλους ξεφύλλιζα με το βλέμμα, με μανία έψαχνα ό,τι θα κέρδιζε.
Και κέρδιζαν πολλά και έπρεπε να επιλέξω.
Στο βιβλιοπωλείο Πάπυρος επιτέλους κατέληξα. Μέσα σε όλους τους άγνωστους τίτλους και εκδοτικούς οίκους εντόπισα κάτι γνώριμο ένα βιβλίο της Εστίας με τίτλο "Δώδεκα βιβλία δεμένα". Με απορία το απεγκλώβισα για να μάθω ότι ο συγγραφέας ο βιβλιοδέτης Ανδρέας Γανιάρης ήταν Χιότης. Με απορία κοιτά και ο βιβλιοπώλης και μου πιάνει την κουβέντα. Ήταν βιβλιοδέτης, γνώρισε τον Γανιάρη ως καθηγητή.
Μα βέβαια, ένα βιβλίο για την τέχνη της βιβλιοδεσίας. Δώδεκα κεφάλαια, δώδεκα διαφορετικά βιβλία που βιβλιοδέτησε ο Γανιάρης και κάθε βιβλίο μια ολόκληρη ιστορία ανάμνηση του. Ξεκίνησα να διαβάζω μία μία τις ιστορίες για να μάθω τελικά τι εστί βιβλιοφιλία.
Μου είχαν πει, θυμάμαι, να λέω πως η βιβλιοφιλία δεν έχει καμία σχέση με το περιεχόμενο του βιβλίου και την ανάγνωση, έχει σχέση μόνο με την αισθητική του αντιτύπου, με την έκδοση και αφού μας ενδιαφέρει το βιβλίο μόνο εξωτερικά, λοιπόν, σίγουρα ο όρος αναφέρεται και στην βιβλιοδεσία.
Κάθε κεφάλαιο και η ιστορία ενός βιβλίου που έδεσε ο Γανιάρης. Πώς έφτασε στα χέρια του, ποιος ήταν ο κάτοχος, ποιες οι σκέψεις του όταν έμενε μόνος με ένα ξένο βιβλίο που έπρεπε εξωτερικά να ξαναδημιουργήσει.
Η αρχή όλων ήταν το περιεχόμενο. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να φτιάξει το βιβλίο απ' έξω χωρίς να το ξέρει από μέσα; Από εκεί ξεκινούσε εκείνος και ο καθένας πιστεύω από εκεί θα ξεκινούσε.
Διαβάζω έναν πρόλογο του Κώστα Τριανταφυλλίδη σε μια έκθεση του Γανιάρη, μεταξύ των άλλων αναφέρει:
"Η κάθε περίπτωση είναι για τον Γανιάρη και μια αγωνία. Το παίρνει μ' επιφύλαξη, το κοιτά μπρος και πίσω, το ανοίγει, το ξεφυλλίζει, τα μάτια του χάνονται στο κείμενο, στην εικονογράφηση και όλον τον καιρό τα δάκτυλά του ψαύουν, λες και θέλει με την αφή να συλλάβει κάποιο μήνυμα. Ώρες μπορεί να κρατήσει αυτό, το βιβλίο μπορεί να ξαναγυρίσει στο ράφι του εργαστηρίου του και να μείνει μέρες εκεί, ώσπου να έρθει το μήνυμα και να τον πιάσει ο οίστρος.".

Μα βέβαια, αυτό είναι βιβλιοφιλία, ακόμη και όταν πιστεύεις ότι το περιεχόμενο είναι ένα κομμάτι ξεχωριστό, σίγουρα λανθάνεις. Το ένα συμπληρώνει το άλλο, αρμονικά πορεύονται στο χρόνο, περιεχόμενο και εμφάνιση, έκδοση και κείμενο ένα σύνολο, εξαρτημένο το ένα με το άλλο...

Για τα άλλα μου λάφυρα θα σας πω κάποια άλλη φορά.

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009

Τα βιβλία δυο δυο

Αναλφάβητος, και βέβαια ξέρω τι σημαίνει αλλά για μια φορά ακόμη ανοίγω το λεξικάκι μου, να, για να συναντήσω τις λέξεις που περιγράφουν με ακρίβεια και αντιστοιχία την σημασία, το νόημα. Είναι κίνηση αναπόσπαστή μου, μηχανική σχεδόν, συνήθεια πια. Διαβάζω πως γραμματικά είναι επίθετο, είναι «ο τελείως αγράμματος, ο αστοιχείωτος». «Άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο», λαϊκή σοφία, παροιμία που δείχνει την αξία της γραφής και ανάγνωσης στην κοινή συνείδηση. Μεγάλη πάει να πει, φτιάχνει, σμιλεύει, δίνει σχήμα στον άνθρωπο. «Μάθε γέρο γράμματα», ποτέ δεν είναι αργά για να μάθει κανείς. Κοντινή λέξη «αναλφαβητισμός», μάστιγα ακόμα στον πλανήτη μας με πολλές μορφές, καθώς υπάρχουν πληθυσμοί χωρίς καν γραπτό λόγο, γλώσσες προφορικές, οι αναλφάβητοι σε γραμμένες γλώσσες, οι ημιαλφάβητοι, οι λειτουργικά αναλφάβητοι, οι ηλεκτρονικά …
Είναι δυο μικρά βιβλία στο βιβλιοράφι που περιμένουν την σειρά τους, τα ενώνω εντελώς ασυναίσθητα γιατί έχουν τις λέξεις «αναλφάβητη» και αγράμματος» στον τίτλο τους. Αλλά είναι παντελώς διαφορετικά σε ύφος και περιεχόμενο, πιο διαφορετικά δεν γίνεται.
Ο αγράμματος συγγραφέας του Γιώργου Σωτηρέλλου (εκδόσεις Μελάνι, 2006, 140 σ.) είναι το πρώτο διήγημα από τα πενήντα τρία που δίνει και τον τίτλο στην συλλογή έναν τίμιο και ολιγαρκή καμηλιέρη του Νείλου. Από μικρός επιθυμούσε να πάει στην πόλη των γραμμάτων, την Αλεξάνδρεια, όπου είχαν ζήσει γνωστοί συγγραφείς και να γίνει συγγραφέας και ο ίδιος. Όμως μόνο το όνομά του ήξερε να γράφει και όχι και σωστά «Έτσι συνέχιζε τη δουλειά του με τις καμήλες αλλά συγγραφέας δεν το αποφάσιζε να γίνει.» (σ. 12). Το όνειρο ενός ταξιδευτή που αν και καλά καλά δεν ξέρει ακριβώς τι είναι συγγραφέας, και είναι αμύητος στον αλφάβητο επιθυμεί να γίνει συγγραφέας, χωρίς να το αποφασίζει να γίνει, χωρίς μάλλον να γνωρίζει ακριβώς τι επιθυμούσε να αποκτήσει. Η συγγραφή ως επιθυμιά, ανεκπλήρωτος πόθος, καημός.
Το άλλο βιβλίο είναι ένα αυτοβιογραφικό αφήγημα της Ουγγαρέζας Agota Kristof με τίτλο Η Αναλφάβητη (μετάφραση Αργυρώ Μακάρωφ, εκδόσεις Άγρα, 2008, 69 σ.). Διαβάζει από μικρή τα πάντα, ρουφάει το τυπωμένο χαρτί άρρωστη χωρίς γιατρειά σε τούτη την αρρώστια. Και της αρέσουν οι ιστορίες που έχουν «και μετά, και μετά…» χωρίς τέλος. Σε οικοτροφείο κλεισμένη διαβάζει τα υποχρεωτικά μη ενδιαφέροντα βιβλία, κρατά ένα ημερολόγιο και επινοεί μια δική της μυστική γραφή. Γράφει αυτοσχέδια θεατρικά σκετς που δίνουν γέλιο και χαρά στους θεατές. «Γλώσσα μητρική και γλώσσες εχθρικές», όπως τα γερμανικά και τα ρωσικά για τους Ούγγρους που παραπέμπουν σε κατοχές και κυριαρχίες. Και γλώσσες μυστικές, ιδιωτικές μεταξύ αδελφών. Και τα γαλλικά της Ελβετίας που και αυτήν την καταχωρίζει η συγγραφέας στις εχθρικές γιατί αισθάνεται ότι «αυτή η γλώσσα σκοτώνει τη γλώσσα μου τη μητρική.» (σ. 36). Με μια μνήμη ελλειπτική, επιλεκτική «που αρνείται να θυμηθεί εκείνη τη στιγμή που έχασα ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μου.» (σ. 47) περνώντας τα σύνορα, περνώντας από ένα λαό σε έναν άλλο, από μια γλώσσα σε άλλη. Και μια μεγάλη βεβαιότητα ότι στην ζωή της θα έγραφε πάντως, όπου και να βρισκόταν, σε όποια γλώσσα και να ζούσε μέσα. Ακόμα και αν εξακολουθεί να είναι επαόριστον χρήστρια του γαλλικού λεξικού. Γράφει, λέει, όσο καλύτερα μπορεί, με την συνείδηση ότι δεν θα γράψει όπως ο γενετής γαλλόφωνοι [όπως το παιδί της, χωρίς να νιώθει ότι το ουγγρικό της μπόλιασμα με το ελβετογαλλικό είναι ίσως αυτό ακριβώς που κάνει την διαφορά, που κάνει το παιχνίδι της γλώσσας ενδιαφέρον, το παράταιρο που δίνει ένα ταιριαχτό]. «Αυτή τη γλώσσα δεν την επέλεξα. Μου την επέβαλλαν η τύχη, η μοίρα, οι συγκυρίες» (σ. 69), είναι το στοίχημά της. Σε παρουσιάσεις βιβλίων της απαντά σε ερωτήσεις για την ζωή της και για τα συγγραφικά της «γίνεσαι συγγραφέας γράφοντας με υπομονή και επιμονή, χωρίς ποτέ να σταματάς να πιστεύεις σ’ αυτό που γράφεις.» (σ. 64). Απλό που ακούγεται, τάχα μου να γίνεται πάντα;

Αγράμματος ο καμηλιέρης του διηγήματος στην κυριολεξία, με λέξεις που αιωρούνται στην προφορικότητα, χωρίς γράμματα (Βλέπω ότι ο αγράμματος συγγραφέας πήγε και διακοπές, θα φροντίσω να μάθω πού!). Αγράμματη από το πέρασμα μιας γλώσσας σε άλλη, γραφτές λέξεις της μητρικής λαλιάς στην γλώσσα υποδοχής η Agota Kristof. Άλλη μεγάλη ιστορία οι δίγλωσσοι λογοτέχνες που έγραψαν σε δυο γλώσσες, ή που μετέφεραν κείμενά τους οι ίδιοι από την μια σε άλλη.

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2009

Ψάχνουνε το μικρό πρίγκιπα...

Σε κολώνες, σε τοίχους, σε στάσεις, όλη η Αλεξάνδρας αυτή η αφίσα. Κοιτώ και απορώ...
Μα γιατί το ψάχνουν; Σίγουρα βρίσκεται σε καλά χέρια... Χάρτινες λέξεις, μαύρα γράμματα, χρωματιστούς πλανήτες, παραμυθένια όνειρα, παιδικές φαντασίες...

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2009

Κυριακάτικη βόλτα

Πάνω που είχα συνηθίσει να περπατώ στην πιο όμορφη περιοχή, στο πεζόδρομο κάτω από την Ακρόπολη, στη διαφορετική Αθήνα και να έχω δίπλα μου όλους τους εκδοτικούς οίκους χαζεύοντας του νέους και τους παλιούς τίτλους, πρέπει τώρα να ξεχάσω. Να μην περιμένω να έρθει Σεπτέμβρης και Μάιος για να ξαναζήσω αυτή τη βόλτα τη γεμάτη λέξεις, σκέψεις και ιστορία. Μάλλον οι εκθέσεις βιβλίου στη Διονυσίου Αεροπαγίτου είναι παρελθόν. Τώρα εκεί έχει τη θέση του το μουσείο, σαν να μην ταιριάζει η βόλτα αυτή με τα βιβλία. Πού ξέρεις μπορεί κάποτε να επιστρέψει στο Πεδίον του Άρεως, όπως τότε παλιά...
Κι έτσι ξεκίνησα να κάνω τη βόλτα του Σεπτεμβρίου προς άλλη κατεύθυνση, να αναζητήσω την έκθεση στο Ζάππειο.
Ευτυχώς την Κυριακή έκανε διάλειμμα η βροχή, μας δάνεισε τον ήλιο για να μας κάνει παρέα καθώς θα ξεφυλλίζουμε σελίδες. Τα περίπτερα από μακριά μου φανηκαν μολύβια, άραγε αυτό το σκοπό να έχουν ή άρχισα τη φαντασία μου να μην μπορώ να ελέγχω; Τα ένιωσα λιγάκι στριμωγμένα ή μαζεμένα το ένα δίπλα στο άλλο έτσι για να κάνουν παρέα.
Περπατώντας ανάμεσα στα μολύβια-περίπτερα είχα στο μυαλό μου το βιβλίο του Αργύρη Χίονη "Οριζόντιο ύψος" σαν να είχα συνεννοηθεί με την Άστρια, σαν να πέρασε από δίπλα και να την κατάλαβα, μόνο που εγώ δεν έψαχνα αυτό, έψαχνα να βρω κάποιο άλλο δικό του, να διαβάσω λίγες σελίδες του ακόμη. Πολλοί εκδότες έχουν φιλοξενήσει τις λέξεις του αλλά εγώ είχα στο μυαλό μου εκείνη τη στιγμή μόνο τις εκδόσεις Γαβριηλίδης και εκεί σταμάτησα για να βρω το όνομά του. Ανάμεσα στο "Όντα και μη όντα" και στο "Περί αγγέλων και δαιμόνων" υπερίσχυσε το πρώτο. Η βόλτα συνεχίστηκε και σαν από συνήθεια μας έβγαλε στη Διονυσίου Αεροπαγίτου. Ο κόσμος πολύς που περπατούσε αλλά δεν υπήρχαν βιβλία ανάμεσά τους.
Καταλήξαμε στα παγκάκια έξω από το Ηρώδειο για κουβέντα και τσιγάρο ακούγοντας τη φωνή της Luz Casal να ζωντανεύει στη σκέψη εικόνες και σκηνές από τις ταινίες του Αλμοδόβαρ.
Επέστρεψα στο σπίτι γιατί το βιβλίο μέσα στην τσάντα με έκαιγε. Για άλλη μια φορά ο συγγραφέας ακούμπησε όλη του τη σοφία, τη δύναμη και το χιούμορ στις λευκές σελίδες. Ιστορίες, πολλές μικρές ιστορίες για όντα και μη όντα, δέντρα, χελώνες, βροχή, ο Άψινθος και ο βασιλίσκος, όλα μαζί συνδέονται έξυπνα με σκέψη και δίνουν ευχαρίστηση. Δώρα οι σημειώσεις του, δώρα τα ποίηματά του από άλλες εκδόσεις και οι μεταφράσεις του αγαπημένων του αποσπασμάτων, υπαρκτές και ανύπαρκτες, όπως ο ποιητής Esteban Argentea Nieve και οι στίχοι, δώρα:

Δεν είμαι τίποτα
Είμαι αέρας στο στόμα σου
Είμαι μόνο
Η πιθανότητα μιας λέξης
Με προφέρεις και υπάρχω

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2009

Biblioburro...

Μια βιβλιοείδηση που θέλω τόσο πολύ να γράψω γι' αυτή...
Πρόκειται για μια διαφορετική δανειστική βιβλιοθήκη και αξιοζήλευτη, πιο πολύ αξιοζήλευτη η όρεξη του ανθρώπου που τη δημιούργησε και τη δουλεύει. Δεν χρησιμοποιεί την τεχνολογία και τα σύγχρονα μέσα, ούτε γνώσεις και συστήματα, χρησιμοποιεί μόνο την αγάπη του για το βιβλίο, την ανάγνωση και τη μάθηση.
Μα σαν να μη χρειάζεται πολλά μια βιβλιοθήκη, μόνο αυτό, ανθρώπους που να ενδιαφέρονται.
O Κολομβιανός Luis Soriano το 1998 ξαφνικά έμεινε χωρίς δουλειά αλλά με 3.480 βιβλία στο σπίτι του. Αν και κατάγεται από φτωχική οικογένεια πάντα του άρεσε η ανάγνωση και περνούσε τις ώρες του συντροφιά με βιβλία. Κατάφερε να φτιάξει μια μεγάλη βιβλιοθήκη, βιβλιοθήκη που αποτελείται από κούτες γιατί ο χώρος δεν υπήρχε. Σίγουρα όμως δεν θα τα αποχωριζόταν. Όταν έμεινε λοιπόν χωρίς δουλειά το μόνο που του είχε μείνει ήταν δεκάδες κούτες με βιβλία στοιβαγμένα (δεν ήταν και λίγο) και έτσι αποφάσισε να τα μοιραστεί με εκείνους που ουδέποτε θα είχαν την ευκαιρία να έχουν πρόσβαση σε βιβλία. Ήθελε να μοιραστεί την αγάπη του για την ανάγνωση και το βιβλίο με παιδιά και αγρότες. Αφού αυτός νιώθει ευτυχία διαβάζοντας, σίγουρα θα το νιώσουν και οι άλλοι. Κι έτσι αγόρασε τον πρώτο του γάιδαρο τον φόρτωσε με μερικά από τα βιβλία και άρχισε να ταξιδεύει για να δοκιμάσει την ιδέα του. Και πέτυχε κάτι παραπάνω από αυτό που είχε αρχικά σκεφτεί. Κατάφερε να δημιουργήσει μόνος του μια κινητή βιβλιοθήκη (αυτές που στη χώρας μας δημιουργούνται για ένα χρόνο και μετά ξεχνιούνται και σβήνουν) και να μεταφέρει τον πολιτισμό στα παιδιά της κολομβιανής επαρχίας στην πλάτη ενός γαϊδουριού.
Την κινητή βιβλιοθήκη την ονόμασε «Βιβλιο-γάιδαρος» (biblioburro) και με 120 βιβλία στην πλάτη των υπομονετικών αυτών ζώων καταφέρνει να πλησιάσει τις πιο φτωχές και δυσπρόσιτες περιοχές της Κολομβίας. Ταξιδεύει χιλιόμετρα με τα βιβλία του ώσπου να βρει εκείνους που τον περιμένουν ανυπόμονα. Τα παιδιά. Κατεβαίνει από το γάιδαρο όχημά του στήνει το τραπέζι του, μοιράζει τα βιβλία και μαζεύοτναι όλοι γύρω γύρω για να διαβάσουν ιστορίες, να μιλήσουν, να μάθουν και να παίξουν. Με αυτόν τον τρόπο βοηθάει τα παιδιά να κάνουν τις εργασίες τους, τους φέρνει βιβλία που είναι χρίσημα για τα μαθήματα, τα μαθαίνει να αγαπάνε να διαβάζουν και εκείνα χαμογελούν όποτε τον βλέπουν.

Σήμερα, η προσπάθειά του έχει αναγνωριστεί με αποτέλεσμα να δέχεται σημαντική οικονομική βοήθεια από ΜΚΟ και ιδιωτικές επιχειρήσεις, ώστε να συνεχίσει το έργο του. Διαθέτει, πλέον, 22 «βιβλιο-γαϊδούρια», ενώ πολλοί είναι και οι εθελοντές που τον ακολουθούν. Μάλιστα, χάρη στα βιβλιο-γαιδουράκια του καταφέρνει να πλησιάσει σε περιοχές κατειλημμένες από αντάρτες, οι οποίοι του χαρίζουν κάποιου είδους ασυλία.

Απίστευτο.

Αξίζει το βιντεάκι που θα βρείτε εδώ ή εδώ.

Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2009

Κάθε φορά διαφορετικά

Τα στενά της γειτονιάς τα έχω χιλιοπερπατήσει σε διάφορες ηλικίες, με διάφορους ανθρώπους, για διάφορους λόγους. Μα κάθε φορά η βόλτα γίνεται διαφορετική γιατί συνοδεύεται από μια διαφορετική σκέψη, κουβέντα, ανακάλυψη. Φταίει βέβαια ότι τα στενά της Νεάπολης είναι από τα αγαπημένα κομμάτια της Αθήνας. Τα στενά που ποτέ δεν έχω καταλάβει πότε παύουν να είναι Νεάπολη και γίνονται Εξάρχεια ή κάτι άλλο.
Διαφορετική ανακάλυψη, συνεχώς έρχονται στους δρόμους νέα στέκια για καφέ και κουβέντα. Μαγαζάκια που έχουν δημιουργηθεί για να είναι απλά με φαντασία και όρεξη, όπως απλοί είναι οι άνθρωποι που επιλέγουν να καθίσουν στις ξύλινες καρέκλες γύρω από τα μεταλλικά τραπέζια. Τόσο απλοί, που νομίζεις ότι κρατούν ένα σπάγκο και από την άλλη πλευρά βρίσκεται ένα αστέρι, το οποίο έχουν βαλθεί να κατεβάσουν στη γη. Κι αν πάνω στο τραπέζι βρίσκεται και ένα ξύλινο σκάκι τότε η ανακάλυψη δίνει περισσότερα χαμόγελα μιας που επέλεξα άλογα, πύργους και τρελούς να συνοδεύουν τα δικά μου όνειρα.
Και φυσικά χώροι που συγκεντρώνουν βιβλία. Γεμάτοι οι δρόμοι με τέτοιους χώρους είτε νέοι, που τώρα φτιάχνουν τη δική τους ιστορία, είτε παλιοί, που οι άνθρωποι που πέρασαν από μέσα σαν να έχουν αφήσει ένα κομμάτι τους να επιζεί στους τοίχους, στα έπιπλα, στα βιβλία.
Όπως το ιστορικό παλαιοβιβλιοπωλείο στην Ιπποκράτους, απέναντι από το Πολυχώρο του Μεταιχμίου με τα μπορντό κάγκελα. Μπαίνω μέσα και περιμένω να βρω το γεράκο εκείνο που μου έβρισκε τα βιβλία κάποτε. Αντί γι' αυτόν συναντώ το Νίκο που έχει άλλες ιστορίες να μου πει καθώς καπνίζει την πίπα του. Και η πιο πρόσφατη είναι η είδηση ότι ανοίγει νέο μαγαζί με βιβλία second hand στο Γκύζη.
Στα στενά που ξεκάθαρα δεν είναι Νεάπολη αλλά Γκύζη βρέθηκα να περπατώ, στον πολύβουο δρόμο γεμάτο αυτοκίνητα, λεωφορεία, ανθρώπους που στέκονται και χαζεύουν βιτρίνες στα πεζοδρόμια, τα οποία έχουν φτιαχτεί για να περπατάς μόνος και να μην στέκεσαι καθόλου, σαν ξαφνικά να απέκτησα ρόδες και να πρέπει μόνο να κυλώ. Βιτρίνες γυαλιστερές με ρούχα και πράγματα αλλά με βιβλία πουθενά. Στο Γκύζη δεν υπήρχε χώρος με βιβλία σχεδόν δεν το είχα προσέξει. Στρίβω στη Ραγκαβή και από βιτρίνα σε βιτρίνα ψάχνω βιβλία. Βιαστική σαν όλους γύρω σχεδόν το πέρασα αλλά με την άκρη του ματιού μου το ένιωσα, να μπω μέσα να σταματήσω να κυλώ, τουλάχιστον όχι με αυτόν τον τρόπο.
Εξεταστικά κοιτώντας τα ράφια να προσανατολιστώ στο νέο χώρο, να τον κάνω δικό μου, περπατώντας από ράχη σε ράχη, σκόνταψα στο μόνο βιβλίο της Μήτσορα που αναζητούσα μιας και ήταν το μόνο που δεν είχα βρει. Και να το τώρα εδώ στο νέο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς με second hand βιβλία, που άνοιξε για να μου δώσει το βιβλίο, που έψαχνα κοντά ένα χρόνο, στην πρώτη ξεχασμένη έκδοση του '82. Για τη γραφή της Μήτσορα έχω ξαναπεί, μα όσο και να λέω λίγο θα είναι. Διαβάζοντας τις λέξεις της είναι σαν να πιστεύω περισσότερο τα λόγια του ήρωα του Σάλιντζερ που παράθεσα μερικές αναρτήσεις πιο κάτω.
Άραγε αυτή τη σειρά να παίρνουν οι λέξεις όταν σκέφτεται και όταν μιλάει, αυτή;

"Πιο βαθιά μέσα στην γυαλάδα που σερβίρονται φιλιά με θρύμματα πράσινου πάγου πρέπει να προσέχω τα θύματα του πράσινου πάγου σερβίρουνε ζαλάδες. Θέλω να φύγω απ' αυτό το-κρεβάτι στ' όνομα-μου μέσα από μια σειρά γυαλάδες θέλω να εξαφανιστώ. Αυτή η κίνηση βιδώνει το κρεββάτι στα έγκατα της γης. Ξεκόλλα το από πάνω μου δεν είπα τίποτα δεν μπορείς να μ' απαλλάξεις απ' αυτό "το χέρι σου μ' εμπόδιζε να αναπνεύσω" ξέχασα να ανάψω το θερμοσίφωνο δεν είπα τίποτα για το πάγωμα των αναπνευστικών μονοπατιών για τ' άγρια άλογα του Απαραίτητου Αέρα -χαίτες και αφροί πράσινοι. Η μυρωδιά της μέντας έκρυβε την απαίσια μυρωδιά του αιθέρα, δεν είπα τίποτα μόνο "το σώμα σου καίει" και εμένα με παγώνει κάποιος θάνατος."

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2009

Ο ανθρώπινος χρόνος γερνάει

Είμαι λυπημένη. Είναι Κυριακή και αναγγελμένη βροχή όλο και πλησιάζει. Η μυρωδιά της είναι στην ατμόσφαιρα, η υφή της εισπνέεται, το χρώμα της καταπίνει τα άλλα του ουρανού. Οι σταγόνες της θα σκοτώσουν το καλοκαίρι και ακόμα περισσότερα πράγματα για άλλον έναν κύκλο, τον φετινό. Πρβλέφθηκε, ήταν προβλέψιμη και αναμενόμενη. Νάτην που ήρθε λοιπόν!

Όσο κάτι το ζεις (συνέχεια δηλαδή), είσαι εκεί στο κέντρο του γεγονότος, δεν το γράφεις στο χαρτί, το καταγράφεις όμως συγκεντρώνοντας, αξιολογώντας και ασύνειδα επιλέγοντας εκείνες τις πληροφορίες, τα αισθήματα που μπορείς να νοήσεις, για αυτά που έχεις προγραμματιστεί δομημένα ή τυχαία από μικρός, γιατί δεν είναι δυνατόν να έχεις φορτωμένα όλα τα προγράμματα (άσε που μερικά παλιώνουν δραματικά και εσύ μένεις κλειδωμένος μέσα σε αυτά τα σκουριασμένα ενώ τα δεδομένα έχουν σπρώξει τα όρια και έχουν μετακινηθεί παραπέρα). Είναι ο αναστοχασμός (αποδίδοντας τον αγγλικό recollection) που κινητοποιεί την μνήμη και φτιάχνει την ανάμνηση. Μαζεύεις μαζεύεις, άλλα μένουν ζωντανά άλλα σπρώχνονται στις γωνιές. Μετά επιστρέφεις στις περιοχές της ανάμνησης, τις ψάχνεις και τις φέρνεις στην επιφάνεια βήμα βήμα ζητώντας λεπτομέρειες, επιβεβαίωση, εκείνα που σε έκαναν να νιώσεις, τα όμορφα και τα άσχημα, εκείνα που σου την δίνουν και απορείς συνέχεια για τα πώς και τα γιατί.

"... τις αναμνήσεις της εποχής που είμαστε παιδιά τις έχουν εκείνοι που ήταν ενήλικοι, κανείς δεν μπορεί να θυμηθεί τόσο μακρινά πράγματα..." (σ. 44), γράφει ο Ιταλός στοχαστικός συγγραφέας Antonio Tabucchi στην δεύτερη ιστορία από τις εννέα του Χρόνου που γερνάει γρήγορα (μετάφραση Ανταίος Χρυσόστομος, εκδόσεις Άγρα, 2009, 198 σ.). Δεν έχει νόημα προσπαθήσουμε καν, λέει, γιατί δεν έχουμε ακόμα συνείδηση του εαυτού. "... γιατί δεν έχει νόημα να προσπαθείς ένα όνειρο που δεν το θυμάσαι, το παρελθόν είναι έτσι φτιαγμένο, ιδιαίτερα ανείναι γεμάτο τρύπες... ".
Και πάλι καθώς μεγαλώνεις μένεις μόνος με τις αναμνήσεις σου, και αυτό γιατί όπως τις έχει βιωμένες έτσι και μένου και παραμένου. Οι ερμηνείες δικές σου. Δύσκολα ανατρέπονται. Αποκτούν υλικότητα. Και επιπλέον, οι παγιωμένες αναμνήσεις είναι κάπως σαν εμπειρίες από άλλη διάσταση. "... η ανάμνηση παραμένει δική και μόν δική σου, δεν μετατρέπεται σε ανάμνηση κανενός άλλου μόνο γιατί την αφηγήθηκες σε άλλους, μπορείς να αφηγηθείς τις αναμνήσεις σου αλλά όχι να τις μεταδώσεις."(σ. 168). Δεν είναι κανενός άλλου ακόμα και όταν ό άλλος βρίσκεται, περιέχεται μέσα στην ανάμνηση, είναι μέρος της. Ο άλλος κουβαλάει την δική του. Μπορεί να είναι ανάλογη, να έχει αντιστοιχίες και ομοιότητες, να κουμπώνει στην δική σου εδώ και εκεί. Αυτή είναι η αισιόδοξη εκδοχή γιατι μπορεί να έχει αποκομίσει εντελώς διάφορα. Μπορεί ακόμα η διήγηση μιας ανάμνησης να δημιουργεί μια νέα ανάμνησης.
Ο μηχανισμός της μνήμης είναι ο φύλακας των αναμνήσεων. Τις κάνει ότι θέλει. Όταν παθαίνει, παθαίνουν κατ'επέκταση και οι αναμνήσεις. Το έτσι κι αλλιώς μπέρδεμα επιτείνεται. Ανακατώνονται τα ξεχωριστά, ο χρόνος γίνεται ένα κουβάρι, έρχονται τα πίσω μπρος, τα τώρα δεν απορροφιούνται, τα δουλεμένα κουτάκια χάνουν το σχήμα και την θέση τους, γίνονται διάτρητα, φτιάχνουν άλλες εικόνες της αλήθειας του νου. Οι γιατροί "... έχουν την απαίτηση να σου λουστράρουν τη μνήμη σαν καθρέφτη... έτσι ώστε να λειτουργεί όχι όπως θέλει αυτή αλλά όπως θέλουν εκείνοι, ώστε να μην υπακούει πλέον στον εαυτό της, στη φύση της πυ δεν είναι γεωμετρική φόρμα..." (σ. 196).
Περνάω πολλά που με κράτησαν, για τις ιστορίες που είναι πιο μεγάλες από εμάς (σ. 117), για τους ανέμους της ζωής, την ζωή που είναι φτιαγμένη από αέρα, ένα φύσημα, ανάσες, που τελειώνουν (σ. 136). Κρατώ εδώ κάτι για την γλώσσα "... οι σύγχρονες γλώσσες είναι βιαστικές... και στη βιασύνη τους να επικοινωνήσουν γίνονται συνθετικές και έτσι χάνουν την ανάλυση..." (σ. 86), γιατί η γλώσσα είναι το εργαλείο, εκείνο το μέσο που μας παρέχει την έκφραση, στα ενδότερα και την εξωτερίκευση. Χωρίς αυτήν άλαλοι, αφανέρωτοι. Και αξίζει τον κόπο ακόμα και όταν δεν φτάνει στον απόλυτο στόχο και παλεύει να πλησιάσει. Οι σταγόνες της γλώσσας σκοτώνουν την μοναξιά. Μοναχικά με λέξεις και ιστορίες το μπορούμε να ζήσουμε. Αντέχετε κάπως.

Η βροχή ήρθε με τις λάμψεις της σε έναν νυχτερινό θόλο, με τους φθόγγους που βγάζει σφιχταγκαλιασμένη με τον αέρα.
Αύριο (σήμερα) πρέπει να βγω έξω, μια έξοδος στην κατάσταση του κοινωνικά πραγματικού.
Βγαίνω...

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2009

Μια μετέωρη κυρία

Χρωστάω μερικές λέξεις, μάλλον αρκετές, να τις αφιερώσω στο αγαπημένο nyxterino, που μου έμαθε λέξεις, στίχους και ποιητές που δεν ήξερα ή ήξερα και ποτέ δεν είχα διαβάσει.
Ελπίζω να μη μας ξεχνά και να τριγυρνά εδώ γύρω, όπως υποσχέθηκε, και ας έβαλε την τελεία που επιθυμούσε.
Μένω χωρίς τις αναρτήσεις της και ψάχνω μόνη να εντοπίσω τους στίχους εκείνους που θα μείνουν να τριγυρνούν στη σκέψη μου.

Και επέλεξα να της αφήσω μερικές λέξεις της αγαπημένης Κικής Δημουλά




Βρέχει...
Μία κυρία εξέχει στη βροχή
μόνη
πάνω σ’ ένα ακυβέρνητο μπαλκόνι.
Κι είναι η βροχή σαν οίκτος
κι είναι η κυρία αυτή
σαν ράγισμα στη γυάλινη βροχή.
Το βλέμμα της βαδίζει στη βροχή,
βαριές πατημασιές καημού
τον βρόχινό του δρόμο
γεμίζοντας. Κοιτάζει...
Κι όλο αλλάζει στάση,
σαν κάτι πιο μεγάλο της,
ένα ανυπέρβλητο,
να ’χει σταθεί
μπροστά σ’ εκείνο που κοιτάζει.
Γέρνει λοξά το σώμα
παίρνει την κλίση της βροχής
―χοντρή σταγόνα μοιάζει―
όμως το ανυπέρβλητο μπροστά της πάντα.
Κι είναι η βροχή σαν τύψη.
Κοιτάζει...
Ρίχνει τα χέρια έξω απ’ τα κάγκελα
τα δίνει στη βροχή
πιάνει σταγόνες
φαίνεται καθαρά η ανάγκη
για πράγματα χειροπιαστά.
Κοιτάζει...
Και, ξαφνικά,
σαν κάποιος να της έγνεψε «όχι»,
κάνει να πάει μέσα.
Πού μέσα ―
μετέωρη ως εξείχε στη βροχή
και μόνη
πάνω σ’ ένα ακυβέρνητο μπαλκόνι.


Μα η μαγεία των λέξεων φαίνεται στη φωνή της ίδιας της ποιήτριας. Το τόνο, την παύση, τον ρυθμό, την ένταση μόνο εκείνη γνωρίζει.
Από τη ψηφιακή βιβλιοθήκη του Σπουδαστηρίου Νέου Ελληνισμού
εντόπισα την απαγγελία της που εδώ και μέρες ακούω και ακούω...

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2009

Το θεώρημα του ημιτελούς παπαγάλου

Αφιερωμένο

Τώρα πώς μου ήρθε αυτό; Τι να πω; Απλά μου ήρθε!
Γιατί το ένα θέμα που με γυρόφερνε δεν είναι έτοιμο, το άλλο ήταν κάπως, το τρίτο ήταν από παλιότερα διαβάσματα και δεν ήθελα να πάω προς τα πίσω τώρα, το άλλο δεν έχει έρθει ο καιρός του για άνοιγμα. Έτσι για ένα βιβλίο μισοδιαβασμένο ανεβάζω ανάρτηση. Είναι, αναρωτιέμαι, άραγε σωστό; και μπαίνω σε σκέψεις αμυντικές. Γιατί να μην είναι; Την γεύση του συγγραφέα την έχω, η προσδοκία της συνέχειας και του τέλους βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα άρα μπορεί να μεταδοθεί και εδώ. Μπορεί να γίνουν δύο αναρτήσεις, μια παρουσίαση σε «ζωντανή» συνέχεια. Μπορεί να ξεκινήσει μια κουβέντα που θα δώσει και άλλες πλευρές στην καθοδόν ανάγνωση. Σάμπως μιλάμε μόνο για βιβλία εντελώς διαβασμένα και μόνο; Μιλάμε για παρατημένα, για διάσημα αδιάβαστα, αμετάφραστα στην δική μας γλώσσα, που έχουμε ακουστά, που έχουμε διαβάσει την παρουσίασή τους, που έχουμε δει στο σινεμά, για, για…. γιατί όχι τέλος πάντων και μισοδιαβασμένα.
Το θεώρημα του παπαγάλου του Ντενί Γκετζ, ένα μυθιστόρημα για τα Μαθηματικά (μετάφραση του Τεύκτρου Μιχηλίδη, από τις εκδόσεις Πόλις) δεν είναι και φρέσκια έκδοση. Μετράει μια ήδη μια δεκαετία από την κυκλοφορία του. Ήρθε στα ελληνικά το 1999 και ανατυπώθηκε το 2007, κάνοντας 67.500 αντίτυπα, όπως βλέπω και θαυμάζω τον μεγάλο αριθμό. Είναι, νομίζω, χαρακτηριστικό του καιρού μας να αναζητά άλλες δεξαμενές έμπνευσης, να ρίχνει τα όρια, να πλαταίνει έως και να καταργεί σύνορα στα επιστητά, να συνδυάζει θέματα. Τα μαθηματικά στο μυθιστόρημα, ή μυθιστορήματα με μαθηματικά, ζωές μαθηματικών, χαμένες, άλυτες, εξισώσεις, θεωρήματα, σύμβολα δεν είναι νεοφανή. Στην ελληνική περίπτωση ανήκουν ο Δοξιάδης και ο Μιχαηλίδης.
Κεντρικό πρόσωπο ο Γάλλος παλαιοβιβλιοπώλης Πιέρ Ρυς που ετοιμάζεται και δέχεται την βιβλιοθήκη του παλιού του φίλου. Πρόκειται για μια αποκλειστικά μαθηματική βιβλιοθήκη που περιλαμβάνει σπάνιες εκδόσεις, δυσεύρετες και ακριβές. Άρα Το θεώρημα του παπαγάλου ανήκει στα βιβλιοβιβλία με πάμπολλες εικόνες από βιβλία και βιβλιοθήκες (επισκεπτόμαστε και εμείς την Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας στο Παρίσι και κάνουμε αναλογικές συγκρίσεις…). Συναντάμε τις βιβλιοθηκονομικές έννοιες της ταξινόμησης και κατηγοριοποίησης μιας επιστήμης.. Ο Ρυς αγαπά τις λέξεις γιατί τις νιώθει, ξέρει την ετυμολογία τους (σ. 182). Αγαπά και τα βιβλία. «Τα βιβλία είναι σαν τους ανθρώπους…Απομονωμένοι δεν αντέχουν, στοιβαγμένοι δεν αντέχονται» (σ. 14)
Μυστήριο ο θάνατος/εξαφάνιση του φίλου. Η φαινομενικά αδύναμη πρωταγωνιστική ομάδα που αποτελείται από έναν ηλικιωμένο ανάπηρο, μια εργαζόμενη αγωνιζόμενη γυναίκα που κρύβει τις πληγές της, τα δίδυμα έφηβα παιδιά της φυσικά θυμωμένα και μέσα στην αντίδραση και ένα ιδιαίτερο παιδί με προβλήματα ακοής και ο παπαγάλος φυσικά συντονίζεται, επικεντρώνεται στο ζήτημα της βιβλιοθήκης και του φίλου. Ξετυλίγουν την διαδρομή της επιστήμης των μετρήσεων, των σχημάτων, των σχέσεων από την πρακτική και εφαρμοσμένη υπόσταση στην θεωρητική και φιλοσοφική της διάσταση.

Όσον αφορά τα μαθηματικά κάτι ψιλά, εύκολα, τα πιάνω και μου μένουν, κάτι άλλα σκόρπια μπαίνουν σε μια σειρά, λογική, ιστορικής συνέχειας (τα σχέδια στην αρχή ξενίζουν, μετά βοηθάνε). Δεν πιέζομαι να τα καταλάβω όλα όλα, ξέρω ότι δεν μου είναι δυνατόν, ο προγραμματισμός μου είναι άλλης κατεύθυνσης. Χαίρομαι για όσα κατέχω και όσα κατακτάω, μετράω το μέγεθος του κενού μα πάνω από όλα δεν θέλω να στερηθώ την χαρά της ανάγνωσης. Το κοινωνικό και αστυνομικό τα περπατώ με ευχαρίστηση. Κάνω υποθέσεις για την κατάληξη της αναζήτησης και της καταδίωξης: ότι η μυθοπλαστική συγκυρία το φέρνει ο παπαγάλος να έχει τις απαντήσεις, δηλαδή να υπάρχουν μπροστά σε όλους, από την αρχή της αφήγησης, (όπως συμβαίνει και στα αλήθεια) αλλά δεν το είχαν τεθεί οι ερωτήσεις (όπως πάλι συμβαίνει). Η ομάδα θα αποδειχτεί ανώτερων ικανοτήτων από την καταδιωκτική κερδοεμφορύμενη ομάδα. Αν συμβαίνει αυτό η πρόβλεψη θα δικαιωθεί, αν πάλι δεν συμβεί και έχει γύρισμα απρόσμενο, ο συγγραφέας-μαθηματικός θα έχει κάνει την έκπληξη.
Να δούμε τώρα πώς θα πάει η συνέχεια, και έχει πολύ ακόμα…

Να στείλω και μια ευχή καλής επιστροφής στο πρόγραμμα.