Σε αυτήν την ατμόσφαιρα και το κλίμα του χειμώνα, σχεδόν μόνο του αυτοπροτείνεται το βιβλίο του Hugo von Hofmannstahl, Η επιστολή του λόρδου Τσάντος, ο γερμανικό τίτλος σκέτα Μια επιστολή, (εισαγωγές Claudio Magris, Enrique Vila-Matas, μετάφραση-επίμετρο Έφη Γιαννοπούλου

Μορφή του κειμένου η επιστολική, με αποστολέα και δέκτη κατασκευασμένους. Ο χρόνος προσδιορίζεται στις 22 Αυγούστου 1603. Δεν χωρίζεται σε κεφάλαια, κυλάει σαν εξωτερικευμένη μύχια σκέψη. Μορφή δοκιμασμένη και δημοφιλής, που με το ένα πόδι πατάει στην φαντασία και τον μύθο και με το άλλο στηρίζεται στην προσωπική εμπειρία, κάνοντάς την αληθινή, εξομολόγηση μέσα σε πέπλα τυλιγμένη. Διδακτική, συμβουλευτική; καθόλου.
Αποτραβηγμένος, αποθαρρυμένος, φοβισμένος ότι η ρητορική των λέξεων, μία προς μία και όχι συναρμοσμένες, δεν επιτρέπουν την κατανόηση της ουσίας των πραγμάτων. Τα ενθουσιώδη νιάτα που εμπιστεύονται την γνώση, την υπέρβαση που φτιάχνει ποίηση και αλήθεια, τα έχει εγκαταλείψει. Η πίστη στην ενότητα και σύμπνοια των κόσμων δεν υφίσταται πια. Έχει χάσει «την ικανότητα να σκέφτομαι… Κάτι βαθιά μέσα μου με εμπόδιζε να διατυπώσω κρίσεις… όχι εξαιτίας επιφυλάξεων… αλλά επειδή οι αφηρημένες λέξεις… διαλύονταν στο στόμα μου…» (σ. 32-33). Αμφιβολία, όλα γίνονται ψεύτικα, διάτρητα, οι συνήθειες δεν βοηθούν, έρχεται ένας αποκλεισμός, η αίσθηση μοναξιάς. Τα πιο ασήμαντα και τετριμμένα έχουν οντότητα και ιδιαίτερη σημασία και εφόσον όλα μα όλα (σκέψεις περασμένες και τωρινές, ξεχασμένες και ονειρικές και τα αντικείμενα) έχουν οντότητα, βαραίνουν, μπερδεύουν. Μαγεία είναι να «σκεφτόμαστε με την καρδιά» που όταν τελειώσει η επήρειά της δεν περιγράφεται με λέξεις της λογικής, με ακρίβεια. Αισθάνεται πως ζει μια ζωή κενή και καταφέρνει να επιβιώσει χάρη στην αυστηρή και πειθαρχημένη εκπαίδευσή του. Όλα φαίνονται γελοία και ασήμαντα, έτσι δεν θα γράψει τίποτα πια, κανένα βιβλίο, θα κλειστεί στην σιωπή του.
Ο Claudio Magris παρουσιάζει τον Hofmannstahl ως συγγραφέα γεννημένο με «κλίση για ρήξη και διάλυση που προσπάθησε ακούραστα να μετατρέψει τη νεωτερικότητα σε παράδοση… το άγνωστο στο καθησυχαστικό αυλάκι μιας οικείας κληρονομιάς» (σ. 10). Το εγώ καταπίνεται στην δίνη των πραγμάτων, η γλώσσα δεν είναι σε θέση να αποτυπώσει και να υποτάξει, η υποκειμενική ευαισθησία δεν είναι το ζητούμενο της λογοτεχνίας. Η σύγκρουση που ζει ο Hofmannstahl δεν τακτοποιείται για αυτό και επιλέγει να καταφύγει στην σιωπή.
Το ίδιο βλέπει και ο Enrique Vila-Matas την αδυναμία και μη πίστη του Hofmannstahl στις λέξεις, την χρεοκοπία των συμβόλων που δεν συμβολίζουν πια τίποτα, την γλώσσα των βουβών πραγμάτων, το ύφος της τέχνης της σιωπής που κεντρίζει.
Το επίμετρο της Έφης Γιαννακοπούλου εξηγεί άλλα ζητήματα, μιλάει για το ύφος και τον χρόνο γραφής και για την διαδρομή της μετάφρασης, προσθήκη σε πρώτο πρόσωπο για την ελληνική απόδοση.
Η έκδοση περιλαμβάνει βοηθητικά εργαλεία κατανόησης του κειμένου, εκτός από τις δυο σύγχρονες εισαγωγές και το επίμετρο, έχει και ένα ανθολόγιο κριτικών που δείχνουν την υποδοχή του έως το 1950 και την εργοβιογραφία του. Μια έκδοση θα μπορούσε να πει κανείς κριτική, κέρδος για όσους δεν διαβάζουν απευθείας από γερμανόφωνα κείμενα. Όπως άλλωστε είναι όλα τα γερμανόφωνα στην σειρά Ξένη Λογοτεχνία αυτών των πάντα φροντισμένων εκδόσεων.
Μπαλώματα αχνού ουρανού και φωτεινών αχτίδων που και που.
Σημάδια-λέξεις του καιρού, με κουφαίνουν.