Μα γιατί κανείς δε μιλάει για τα τόσα καινούρια μαγαζιά, όμορφα χρωματιστά μαγαζιά γεμάτα ανθρώπους με νέα ματιά αφού η γερασμένη ξεπεράστηκε.



H αδυναμία μας για τα παιδικά βιβλία είναι μια αλήθεια που δεν κρύβεται. Ίσως να φταίει η εικονογράφηση γιατί καμιά φορά είναι η ιστορία των χρωμάτων και των εικόνων που με μαγεύει και όχι των λέξεων. Μόνο που τα παιδικά βιβλία συγκεντρώνουν και τα δύο: την εικόνα που όσο περνάει ο καιρός έχω την εντύπωση ότι γίνεται όλο και πιο δελεαστική και τις λέξεις, την αφήγηση, σταθερή αξία αναλλοίωτη στο πέρασμα του χρόνου. Αφήγηση απαλλαγμένη από πολυπλοκότητες και δυσνόητες λέξεις, ώστε να εξαλείψει κάθε αίσθημα κόπωσης και ανίας, με φόντο ολοσέλιδες εικόνες φτιαγμένες από τα πιο ζωηρά χρώματα της παλέτας του εικονογράφου, ώστε να εξαφανιστεί εντελώς η γυμνή σελίδα πίσω από τα μαύρα γράμματα, είναι το μυστικό της επιτυχίας των παιδικών βιβλίων. Όλα καλλιεργούνται με σκοπό να προσεγγιστεί η πιο απαιτητική κατηγορία αναγνωστών. Πείθουν ακόμη και εμάς, απλούς φίλους των βιβλίων.
Πράγματι, τα παιδιά αποτελούν το πιο απαιτητικό αναγνωστικό κοινό και ακόμη περισσότερο τα παιδιά των πρώτων τάξεων του δημοτικού που μόλις έχουν κατακτήσει (ή ακόμη προσπαθούν να κατακτήσουν) το μηχανισμό της ανάγνωσης. Σε αυτήν την κατηγορία στοχεύει το ολιγοσέλιδο βιβλιαράκι με τίτλο «Τσέπες γεμάτες λέξεις» που έχω στα χέρια μου που ακόμη και η σελιδαρίθμηση απουσιάζει ως μάλλον άχρηστη λεπτομέρεια για τους αναγνώστες-στόχος. Μια ιστορία 250 λέξεων, όπως και των υπολοίπων βιβλίων της σειράς, όσες λέξεις δηλ. μπορούν να «αντέξουν» οι αναγνώστες ηλικίας 7-8 ετών. Υπό αυτόν τον περιορισμό λέξεων η συγγραφέας Δέσποινα Μπογδάνη-Σουγιούλ αφηγείται την ιστορία του μικρού Οδυσσέα που δεν είναι άλλος παρά ο μεγάλος μας Οδυσσέας Ελύτης.
Οι αραβικές ιστορίες της Σεχραζάντ στο Χίλιες και μία νύχτες (ή τα Παραμύθια της Χαλιμάς για το ελληνικό κοινό) υπήρξαν η βάση και η πηγή έμπνευσης για τη δημιουργία τριών διηγημάτων, όλων δημοσιευμένων υπό τον τίτλο Η χιλιοστή δεύτερη νύχτα.
Τρία διηγήματα που γράφτηκαν σε διαφορετικoύς χρόνους, σε διαφορετικές χώρες από τρεις διαφορετικούς συγγραφείς. O Γάλλος Theophile Gautier to 1842, ο Αμερικάνος Edgar Allan Poe το 1845 και ο Ρουμάνος Nicolae Davidescu το 1937 θέλησαν να δώσουν συνέχεια στο Χίλιες και μία νύχτεςκαι να δώσουν πνοή μέσα από την πένα τους στην ηρωίδα και αφηγήτρια των ιστοριών, ενώνοντας τη μυθοπλασία της Ανατολής με εκείνη της Δύσης.
"Η τέχνη του να έχεις πάντα δίκιο" του Άρτουρ Σοπενχάουερ. Ένας από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους του 19ου αι. πρώτος σε πωλήσεις, ποιος θα το πίστευε. Να όμως που η καλή προώθηση ενός βιβλίου από τον εκδοτικό οίκο μπορεί να κάνει θαύματα (και η καλή τιμή του). Εκτός από την προώθηση που παίζει αναμφίβολα σπουδαίο ρόλο για την ελληνική επιτυχία του βιβλίου ευθύνεται και η έκδοση επιμελημένη έτσι ώστε να απευθύνεται στο ευρύ κοινό και όχι σε ένα εξειδικευμένο κοινό. Το σχόλια του μεταφραστή και του εκδότη της αγγλικής έκδοσης περί περικοπής και παράληψης σημείων που θεωρήθηκαν ακατάλληλα και όχι γενικού ενδιαφέροντος εξηγούν και δικαιολογούν εν μέρη την εμπορική του επιτυχία. Μια τεχνική που με βρίσκει απόλυτα σύμφωνη εφόσον φυσικά δε θίγει τις πρωτότυπες ιδέες και γίνεται αφορμή ώστε να μπουν διεθνώς οι λέξεις (ή κάποιες από τις λέξεις) του Γερμανού φιλόσοφου στα σπίτια του ευρέως αναγνωστικού κοινού. Τεχνική που ακολουθούν και άλλοι τίτλοι των εκδόσεων Πατάκη αυτής της σειράς.Έψαξα αρκετά γι’ αυτό το βιβλίο. Περιπλανήθηκα στα μεγάλα και μικρά βιβλιοπωλεία των Αθηνών, ελπίζοντας ότι θα υπάρχει σε κάποιο σκονισμένο ράφι. Έφταιγε ο τίτλος του. Παντού ίδια απάντηση: εξαντλημένο. Που ξέρεις, σκεφτόμουν, ίσως και πολτοποιημένο, όπως τόσοι τίτλοι, όσους χωράει όλος ο κατάλογος των Ελληνικών Γραμμάτων. Τι ιδέα και αυτή να τα πολτοποιήσουν όλα, ενώ τόσες βιβλιοθήκες πεινάνε. Η φρίκη των ημερών μας διακρίνεται παντού. Η αλήθεια είναι ότι δεν πήγα από τα παλαιοβιβλιοπωλεία, αν και εκεί είχα περισσότερες πιθανότητες να το βρω, έχω καιρό να περάσω από εκείνη τη γειτονιά. Και τελικά βρέθηκε, για φαντάσου, βρέθηκε στη δημόσια βιβλιοθήκη του νησιού μου. Πόσο χαζή νιώθω όταν καμιά φορά υποτιμώ την αξία των βιβλιοθηκών κι ας ρίχνω το φταίξιμο σε άλλους παράγοντες.Γκαρσονιέρα για παλιά βιβλία (μα τι τίτλος, πως γίνεται να μη θες να το δεις;), του Δημήτρη Μιχαηλίδη, από τις εκδόσεις Καστανιώτη, που εξαιτίας τους το βιβλίο αυτό δεν κυκλοφορεί. Αλήθεια το 1996, χρονιά που
κυκλοφόρησε, είναι τόσο μακριά από το σήμερα;
Περιλαμβάνει εννιά διηγήματα και τον τίτλο του τελευταίου δανείστηκε ολόκληρο το βιβλίο, υποθέτω πως αυτό είναι και το πιο δυνατό. Μέσα σε 14 σελίδες συγκεντρώνεται όλη η αγάπη του δημοσιογράφου, συγγραφέα αλλά και εκδότη Δ. Μιχαηλίδη για τα βιβλία. Καμιά φορά δεν χρειάζεται πολύ χώρος για να εκφράσεις ένα συναίσθημα. Μόνο που τότε κάθε λέξη, κάθε σημείο στίξης έχει νόημα και τελειώνοντας μένει η γλυκιά αίσθηση του «θέλω κι άλλο».
Ξαφνικά έγινα ο ήρωας του διηγήματος. Ξύπνησα μετά από 40 χρόνια σε μια άλλη ζωή, στο γραφείο ενός δικού μου σπιτιού γεμάτο με σκονισμένα ράφια. Κάθε βιβλίο και μία ιστορία, της δικής μου ζωής ιστορία. Από κάποια θέλω να απαλλαγώ, ίσως απλά και μόνο για να ξεχάσω ή για να κάνω χώρο, πρακτικό και θεωρητικό, ώστε να μη γκρινιάζουν οι υπόλοιποι που ζουν μαζί μου. Να τα πετάξω, να τα χαρίσω, να τα πουλήσω ή να ακολουθήσω το δρόμο των Ελληνικών Γραμμάτων και να τα πολτοποιήσω; Αδύνατον! Κι έτσι επιλέγω ένα διαφορετικό δρόμο, να νοικιάσω μια γκαρσονιέρα, να σαν κι αυτή που μένω τώρα, και να τα μεταφέρω όλα εκεί, να πηγαίνω όταν θα θέλω να ξεφύγω και να συναντήσω τα φαντάσματα του παρελθόντος που με στοιχειώνουν.
Σίγουρα σε όποια ηλικία κι αν βρεθώ θα θέλω να ξε-φεύγω και να μένω μόνη, μακριά από φασαρία και ρουτίνα και να αναπολώ κοιτώντας μία μία τις χρωματιστές ράχες των βιβλίων της ζωής μου.
«Μόλις άναψε το φως, πραγματικά ένιωσε έκπληξη. Άδειο, όπως το είχε νοικιάσει, του φαινόταν μια τρύπα. Τώρα σαν να ήταν πιο μεγάλο και στον ένα τοίχο του σαλονιού μια βιβλιοθήκη με όλα του τα βιβλία, βέβαια ακατάστατα και ανακατωμένα, αλλά ήταν τα βιβλία του. Κάθισε σε μια πολυθρόνα και τα έβλεπε σαν υπνωτισμένος και σκέφτηκε αρκετά συγκινημένος: Αυτά τα βιβλία είναι η ζωή μου. Εξορισμένα σ’ ένα μικρό κρυφό διαμέρισμα, στην ψυχή μου».
Έτσι ακριβώς.
Να ευχηθώ κι εγώ με τη σειρά μου καλό υπόλοιπο καλοκαιριού συντροφιά με όμορφες σκέψεις.
Ο εκδότης αλλά και συγγραφέας Αντρέ Σιφρίν, γνωστός στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό από το εξαιρετικό βιβλίο του Εκδόσεις χωρίς εκδότες, συνεχίζει στα 75 του χρόνια να μιλάει για το μαγικό κόσμο των εκδόσεων. Συνεχιστής του εκδοτικού οίκου Pantheon Books που ίδρυσε ο πατέρας του ως μετανάστης στην Αμερική, εξέδωσε κορυφαίους Ευρωπαίους συγγραφείς όπως τον Ζαν Πολ Σαρτρ αλλά και τον Μισέλ Φουκό. Ζώντας στον κόσμο των εκδόσεων δε διστάζει να καταγράψει τις αλλαγές που βιώνει και να μιλήσει για τους κινδύνους που απορρέουν από τη συγκέντρωση της εκδοτικής παραγωγής σε μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, γεγονός που μεταμορφώνει τον κόσμο των λέξεων.
Εν μέσω οικονομικής κρίσης στο νέο του βιβλίο, που την ελληνική του μετάφραση μας προσέφεραν οι εκδόσεις Αιώρα, ο Σιφρίν δίνει λύσεις για την επιβίωση αλλά και την ανάπτυξη των παραδοσιακών βιβλιοπωλείων και εκδοτικών οίκων. Λύσεις που προέρχονται από την εμπειρία του, τις γνώσεις και την αγάπη του για τον χώρο των εκδόσεων. Έχοντας ταξιδέψει σε πολλές χώρες του κόσμου, μπαίνοντας πάντα στον πειρασμό να δει από κοντά πως εργάζονται οι συνάδελφοι του, μας προσφέρει όλα όσα συνάντησε στη Γαλλία, στη Νορβηγία, στην Κίνα, στη Δανία και σε άλλες χώρες που έτυχε να περάσει.




Μία πρωτότυπη υπηρεσία που διαθέτει είναι το "κάνε μια ευχή". Αν δεν υπάρχει κάποιος τίτλος που θες, συμπληρώνεις μια καρτούλα ευχής με τα στοιχεία του τεκμηρίου και συνήθως το αγοράζει η βιβλιοθήκη μέσα σε 1 ως και 5 μέρες. Πληρώνεις 0.70 σέντ γιατί είσαι άλλωστε και ο πρώτος που θα το λάβει (το ποσό αυτό πληρώνει και όποιος κάνει "ρεζερβέ" κάποιον τίτλο για να τον δανειστεί μόλις επιστραφεί στην βιβλιοθήκη). Η κάρτα χρήστη κοστίζει 16 ευρώ ετησίως ή 7 ευρώ τετραμηνίως. Μπορείς να δανειστείς μέχρι και 25 τεκμήρια.

Kακό πράγμα η προδημοσίευση. Βλέπεις ένα εξώφυλλο με όμορφα χρώματα και στη μέση στοίβες με βιβλία, διαβάζεις και την περίληψη και σπεύδεις στο κοντινότερο βιβλιοπωλείο για να ακούσεις ότι πρόκειται για άλλη μία προδημοσίευση, για ένα βιβλίο δηλαδή που δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμη. Κι αν βρίσκεσαι σε ένα επαρχιακό βιβλιοπωλείο ενός νησιού, η αναμονή θα είναι μεγαλύτερη. Νομίζω ότι η αναμονή θα ήταν ίδια ακόμη κι αν βρισκόμουν στο πιο όμορφο βιβλιοπωλείο του κόσμου με ειδίκευση στην καλή και μόνο ποιοτική λογοτεχνία.
ονται ή έχουν εκδοθεί, καλείται να επιλέξει και το δικαίωμα της επιλογής είναι των ιδιοκτητών και του προσωπικού τους γούστο. Το πρόβλημα είναι όταν αυτό το βιβλιοπωλείο ονομάζεται "Το καλό μυθιστόρημα" και δηλώνει παντού ότι θα διαθέτει μόνο τα καλύτερα λογοτεχνικά βιβλία. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι όταν τελικά θα κερδίσει ένα μέρος του αναγνωστικού κοινού και μάλιστα αξιόλογο.