Κάποιος κάποτε συγκέντρωνε λογοτεχνικά κείμενα που να αφορούν τα βιβλία. Αυτή η ιδέα με είχε ενθουσιάσει και προέτρεψα όσους ήξερα να γράψουν κάτι και να το στείλουν. Όπως πολλές ιδέες που γεννιούνται σε ετούτη τη χώρα ή μένουν στο συρτάρι ή παίρνουν πολλά χρόνια για να υλοποιηθούν. Κάτι σαν το Γιοφύρι της Άρτας, ένα πράγμα. Σχεδόν αυθόρμητα είχα γράψει μερικές προτάσεις σαν αυτές της προηγούμενης ανάρτησης. Έστειλε κι ο Μαραμπού και όχι μόνο ένα κείμενο. Τώρα που τα χρόνια πέρασαν και ποτέ καμιά απάντηση δεν λάβαμε, ήρθε η ώρα να τα βγάλουμε από το δικό μας συρτάρι και να αφήσουμε τις λέξεις ελεύθερες. Κι ο Μαραμπού πράγματι έγραψε κάτι καλό, ένα κείμενο γεμάτο τίτλους αγαπημένων του βιβλίων.
Συρραφή
Ενάντια στη μέρα, σε ετούτη και στις υπόλοιπες, βρίσκομαι
περιχαρακωμένος σ' έναν υπόγειο κόσμο, σκοτεινό και ερεβώδη, μαύρος πρίγκιπας
σε μια βάρδια πάνω στο πλοίο των νεκρών, τρομακτική και εκκωφαντικά σιωπηλή,
σαν το θηρίο στην ζούγκλα, σε τόπο όμως που δεν έχω ξαναδεί, μακρινό και
μυστήριο, εκεί που ζουν οι τίγρεις. Αναμοχλεύω κάποιες αναμνήσεις εγωτισμού,
για να περάσω την ώρα μου, ιστορίες για αραχνιασμένα κρανία που δεν πρόκειται
να πω πουθενά από φόβο μην γίνουν πιστευτές.
Γεννήθηκα το 1984, ύστερα από έναν τοκετό βραδείας καύσεως, στάζοντας
αίμα και μελάνη, και ο πατέρας μου έσπευσε να με εγγράψει στο βιβλίο των
γεννήσεων, εκείνο το μεγάλο βιβλίο της ανησυχίας, ήμουν η πρώτη λέξη του
κεφαλαίου σε εκείνο το βιβλίο που γράφουν και διαβάζουν μόνο οι γονείς.
Μεγάλωσα στις παρυφές των βουνών, ετούτα τα βουνά της τρέλας ήταν ο παιχνιδότοπός
μου, τριγυρίζοντας αδιάκοπα στο ένα πόδι, παίζοντας κουτσό ολόκληρα τα πρωινά, προστατευμένος καθώς
ήμουν από τις ακτίνες του ιαγουάρου ήλιου, που υποτάσσονταν αδύναμες στον
θαλερό και ανυπόκριτο προστάτη μου, ήταν δροσερά και όμορφα εκεί, κάτω από το
ηφαίστειο. Θυμάμαι όταν ανέβηκα πρώτη φορά στην κορυφή, σιγοτραγουδώντας τα
τραγούδια της αθωότητας, ήταν καταμεσήμερο, ο ήλιος φώτιζε μέσα από το
εσωτερικό του ηφαιστείου και αντικαθρεφτιζόταν πάνω στον σκονισμένο θόλο του
ουρανού. Η τύφλωση ήταν στιγμιαία, ίσα ίσα για να αντικρίσω την μάσκα του
κόκκινου θανάτου, διανθισμένη με πυώδεις φλύκταινες στο άθλιο προσωπείο του,
πριν η εικόνα γίνει ξανά όπως ήταν πριν, μια άνοστη ντοματόσουπα που σιγόβραζε κοχλάζοντας σε μια βρώμικη
κατσαρόλα.
Σ' εκείνη την κατσαρόλα είχα πρωτοπαίξει τον μάγειρα ρίχνοντας μέσα ένα
κομμάτι κρέας. Ήταν το κουτάβι που μου είχαν δωρίσει οι γονείς μου για να
εξασκήσω πάνω του συναισθήματα στοργής, το είχαν ονομάσει Άλεφ, μ' αρέσει πολύ
το όνομα, τους είχα πει. Το κουτάβι ήταν πολύ παράξενο. Το αριστερό του μάτι
είχε χρώμα ανοιχτό πράσινο και το δεξί, στ' αλήθεια απίστευτο, ήταν μάτι γάτας!
Το τρίχωμα του, σαν πολυκαιρισμένο υφαντό, σχημάτιζε γράμματα που αν τα
διάβαζες με φορά από το κεφάλι προς την ουρά, έγραφε “Σου μοιάζω πολύ” και αν
το γύριζες να το χαϊδέψεις στην κοιλιά, διέκρινες την ερώτηση, “εσύ;”. Επιπλέον
έχεζε σε υπερβολικές ποσότητες, λες και ήταν παραγεμισμένο με σκατά. Στην
πραγματικότητα, ήταν ένα σκυλάκι όπως όλα τα υπόλοιπα, σε μένα όμως εμφανιζόταν
διαφορετικό όπως πιθανόν και εγώ σε εκείνο, κάθε διαφορετικότητα οφείλει να
υποστεί μια θυσία, δεν έμαθα όμως ποτέ αν την άξιζε. Τέλος του παιχνιδιού.
Στην αυγή του θαυμαστού νέου κόσμου άφησα εκείνα τα βουνά για τις
πολυπόθητες αόρατες πόλεις, με μεγάλες προσδοκίες να ανακαλύψω σ' αυτές, λευκές
νύχτες και μέρες εγκατάλειψης, αντ' αυτών συνάντησα μόνο λευκό θόρυβο και
άγριους ντετέκτιβ. Περιπλανήθηκα στην χώρα των έσχατων πραγμάτων επιθυμώντας
έναν αφανισμό ή μια διόρθωση ή κάτι παρόμοιο. Ώσπου ένα πρωί ξύπνησα στο σπίτι
των κοιμισμένων κοριτσιών, με ξύπνησαν οι σειρήνες του Τιτάνα, διαπεραστικές
και επίμονες (τα κορίτσια όμως, τι
παράξενο, κοιμούνταν ακόμα), και ένιωσα σαν να ήμουν κάποιος άλλος, μια
μεταμόρφωση γεμάτη ασάφειες, ένα πρόσκαιρο σβήσιμο, ένιωσα σαν να μεταμορφώθηκα
σε μια κατσαρίδα ή έναν χρυσό σκαραβαίο ή κάποιο άλλο παρόμοιο γλοιώδες ζωύφιο,
το ξέρω σας φαίνεται γελοίο, είναι η πιο ηλίθια παρομοίωση που θα μπορούσα να
επινοήσω, όμως δεν έχω άλλη καλύτερη, σας παρακαλώ προσπαθήστε να υποκριθείτε ότι
πρόκειται για ό,τι πιο κοινό έχετε ακούσει.
Ένα ρίγος ήταν από τότε σφηνωμένο στην ραχοκοκκαλιά μου σαν ένα καλά
ακονισμένο μαχαίρι. Άρχιζα να πιστεύω ότι θα τα καταφέρω ό,τι και αν ήταν αυτό
που πάσχιζα να πετύχω. Μου αρκούσαν ελάχιστα, πιπέρι και σπασμένες γραμμές.
Σπούδασα ανατομία της μελαγχολίας και ξοδεύτηκα, ερμηνεύοντας το αλφαβητάρι του
Διαβόλου. Στα όνειρά μου με επισκεπτόταν ο Θεός και με ειρωνευόταν, «εάν αυτό
είναι ο άνθρωπος» έλεγε, δείχνοντάς με, «δε θέλω να έχω καμία σχέση μαζί σου!»,
πρώτος αυτός με εγκατέλειψε, θεϊκή αποστροφή, ανθρώπινη αποδοχή. Σκέτη Θεία
κωμωδία! Στον φάρο της γνώσης, προσπαθούσα με τσακμακόπετρες να δημιουργήσω
σπίθες, θνησιγενείς πυγολαμπίδες που τις καταβρόχθιζαν οι κατασκότεινες μύγες
της νύχτας που εξουσίαζε κάποιος μυστηριώδης άρχοντας των μυγών.
Αγνόησα κάθε κίνδυνο και αναζήτησα την στιγμή της ελευθερίας μέσα στα
λημέρια του λύκου. Έμαθα να δημιουργώ λογοτεχνία χωρίς λέξεις μέχρι που μερικοί
Δουβλινέζοι πλανόδιοι πωλητές με λυπήθηκαν και μου δώρισαν ένα σακουλάκι με
γράμματα˙ τα ροκάνιζα σαν καλοψημένους ηλιόσπορους, για να δω τι ήχο κάνουν και
τι γεύση έχουν. Ήταν εξαιρετικά αλμυρά, σχεδόν δεν μπορούσα να τα φάω, αλλά
όπως όλοι οι φτηνοφαγάδες, δεν είχα άλλη επιλογή. Τώρα που διένυσα δρόμο και
γεύτηκα την ανοστιά του κόσμου, ευχαρίστως θα ξαναγευόμουν μερικά από εκείνα τα
γράμματα. Όμως, οι Δουβλινέζοι πωλητές εξαφανίστηκαν αφού πλέον κανείς δεν
αγόραζε από αυτούς.
Όταν όλα καταρρέουν και στην έρημη χώρα δεν απομένει παρά μόνο το μηδέν
και το άπειρο, εσύ πρέπει να συμπορευτείς με το άπειρο, σίγουρα με το άπειρο.
Έτσι και εγώ, ξεκίνησα να συνθέτω το άπειρο. Τι δύσκολη δουλειά! Και όμως
εφικτή!! Τρόποι επιτυχίας ένα σωρό, παραμιλούν σαν δαιμονισμένοι. Άνθρωποι
χωρίς ιδιότητες, εκφωνούν οδηγίες από τα βάθρα του μηδενός, δείχνοντάς σου τον
δρόμο προς το άπειρο και εσύ πρέπει να είσαι ή ηλίθιος ή τεμπέλης για να μην
τον διανύσεις αμέσως. Ξεκινάτε λοιπόν
χωρίς εμένα, θα σας έχω προσπεράσει πριν προλάβετε να βγείτε στο πρώτο ξέφωτο!
Λεηλατεί σκέψεις και συναισθήματα – τι ωραίο πλιάτσικο! – για να τα
προμηθεύσει εκ νέου, αλλόκοτα και χαλκευμένα, στην μαύρη αγορά της λογοτεχνίας.
Ο θάνατος του εμποράκου θα επέλθει σύντομα, τα προϊόντα του όμως θα
διακινούνται για καιρό, τριγύρω από μνήμες της φωτιάς και με έντονο άρωμα
πάγου. Για να ειδικευτείς σ' αυτό το εμπόριο χρειάζεται να αναγνωρίσεις την
σημασία του να είσαι σοβαρός, να λες όμορφα ψέματα ευρισκόμενος στο μέσον μιας
παρακμής του ψεύδους (να καταφέρεις, με δυο λόγια, να γίνεις το σώμα του
ψέματος, το οποίο θα γυμνάζεις συνεχώς με ασκήσεις ύφους) και απαραιτήτως να
ξέρεις σκάκι.
Καλά όλα αυτά αλλά κάποια στιγμή οφείλεις να πεθάνεις, τελευταίο
έρχεται το κοράκι, να εύχεσαι μόνο, έναν θάνατο το απομεσήμερο. Θα λένε για
σένα διάφορες ιστορίες τρόμου από εκείνες που σε κάνουν να ουρλιάζεις τις νύχτες,
η ζωή και οι απόψεις του..., κυρίου από σόι, θα λένε, τον ήξερα καλά αυτόν τον
άνθρωπο. Εσύ όμως δε θα πολυνοιάζεσαι, θα είσαι σε ένα μέρος γεμάτο γάτες και
θα βλέπεις ράθυμος την λάμψη της αστραπής πίσω από το βουνό. Αυτό είναι η
υστεροφημία που σε ταλαιπωρούσε όταν ήσουν θνητός – τρίχες και λάμψη, ιστορία
χωρίς αίσιο τέλος και τίποτα περισσότερο!
Η ώρα είναι 26:66, (πώς γίνεται αυτό;) αν δεν με πιστεύεις κοίταξε το
ρολόι σου. Ώρα να πιστέψεις στις λέξεις.
2 σχόλια:
Εύγε, Μαραμπού! Και μόνο που είναι για βιβλία το κείμενο, αξίζει πολλά.
Μέτρησα 75 τίτλους. Φαντάζομαι ότι κάποιοι θα μου διέφυγαν.
Από αυτούς έχω διαβάσει μόνο καμιά σαρανταριά -τι βιβλιοδιαστροφή.
Ο συγγραφέας μέτρησε μετά βίας 68! Χαχαχα!! Μάλλον εμένα θα μου ξέφυγαν, έσεις έχετε καλύτρερο μάτι. Χαίρομαι που σας άρεσε! Να μια καλή ευκαιρία, να έχετε το διήγημά μου ως αναγνωστικό στόχο για την υπόλοιπη χρονιά :-)
Δημοσίευση σχολίου