Είναι μέρες, στην σειρά πολλές φορές, που δεν θέλεις να είσαι μέσα στο κάδρο που ποζάρεις, να έχει πάρει το μυαλό σου στροφές χτυπημένες. Τότε, σαν κόλπο άμυνας, αναπροσανοτολίζεσαι, πας αλλού, σε άλλες περιοχές, σε άλλη παραλία για μπάνιο.
Η διδασκαλία γλώσσας, της μητρικής ή ξένης, έχει τεμαχίσει τα πεδία της εκμάθησης σε τέσσερεις τομείς: κατανόηση, ομιλία, ανάγνωση και γραφή. Η σειρά αυτή ακολουθεί (σχεδόν) και την σειρά δυσκολίας. Είναι δυνατόν να καταλαβαίνει κανείς χωρίς να μιλάει, να διαβάζει και να γράφει. Μπορεί να καταλαβαίνει και να αποκρίνεται, χωρίς να διαβάζει και να γράφει και πάει λέγοντας. Το γράψιμο είναι το πιο υψηλό στάδιο κατάκτησης της γλώσσας και γραψίματα υπάρχουν λογιών λογιών, που ικανοποιούν ποικίλες ανάγκες. Η λογοτεχνία, μορφή τέχνης, όπως και κάθε μορφή τέχνης, έχει και δεν έχει κανόνες, είναι γενική και προσωπική. Πολλοί συγγραφείς είναι πρόθυμοι να μοιραστούν, τα βήματα, τις σκέψεις και τα αισθήματα του συγγραφικού τους μίτου, έτσι υπάρχει μακρύς κατάλογος βιβλίων αναμνήσεων εξομολογητικών, σε πολλές μορφές. Νομίζω ότι το εσωτερικό κοίταγμα λειτουργεί και για τους ίδιους κάπως λυτρωτικά και την ίδια στιγμή το είδος έχει μεγάλη αναγνωστική επιτυχία. Όλοι επιθυμούν να κατασκοπεύουν ανθρώπινα ενδότερα (αυτό κάνουν και τα reality shows), να βρουν συνταγές, απαντήσεις.
Ανάμεσα στην πληθώρα αυτού του τύπου βιβλίων συγκαταλέγεται και της Μαργκερίτ Ντυράς με ελληνικό τίτλο Γράφοντας (μετάφραση Χρύσα Τσαμαδού, Αθήνα, εκδόσεις Εξάντας, 1996
, 143 σ.).
Το λεξικό του Petit Larousse, παλιά έκδοση είναι αλήθεια του 1981, μπορεί να έχει αλλάξει τώρα, να θυμηθώ να το κοιτάξω, περιγράφει την Duras (1914-1996) ως «γυναίκα των γραμμάτων και κινηματογραφίστρια». Της αρνείται την καθαρή ιδιότητα του συγγραφέα αν και παρακάτω αναφέρει τους τίτλους των μυθιστορημάτων της. Kλωτσάει κάπως αυτό. Γαλλίδα, λέει, διεκδικώντας την πνευματική της παρουσία, την γαλλοφωνία και γαλλογραφία της, γεννημένη στο Βιέτ-Ναμ όμως, που το έργο της όλο, και θεατρικά και κινηματογράφος καταγγέλλουν τους κοινωνικούς και πολιτισμικούς αποκλεισμούς και διαχωρισμούς να μην αναφέρεται ως συγγραφέας. Ελαφρά ξένη, διαχωρισμένη και αυτή. Τα λεξικά και οι εγκυκλοπαίδειες λένε πολλά για την εποχή τους και για τις νοοτροπίες, ανάμεσα από τις αράδες τους, τις αποσιωπήσεις, την επιλογή λέξεων, τις τυποποιημένες, με κριτήρια αντικειμενικότητας.
Η γραφή αναπόσπαστο μέρος του συγγραφέα, δεν μπορεί να νιώσει τον εαυτό του δίχως. Δηλωμένο πλήρως, κάθετα και οριζόντια. Απόσπασμα επιλεγμένο και για το οπισθόφυλλο «Η γραφή ήταν το μοναδικό πράγμα που γέμιζε τη ζωή μου και τη γοήτευε. Το έκανα. Η γραφή δεν μ’ εγκατέλειψε ποτέ.» (και σ. 15). Και την ίδια στιγμή αυτό το απαραίτητο στοιχείο ζωής να είναι ένα ερωτηματικό «Μπορώ να λέω ό,τι θέλω, ποτέ δεν θα βρω γιατί γράφει κανείς και πώς γίνεται να μην γράφει.» (σ. 18).
Το περιβάλλον της γραφής, τα σπίτια, τα τραπέζια, η θέα από τα παράθυρα, τα κρεβάτια, η κατασκευασμένη μοναξιά («Τη μοναξιά δεν τη βρίσκει κανείς, τη φτιάχνει. Η μοναξιά διαμορφώνεται μόνη της.» σ. 17) και η αληθινή αρχική και μόνιμη μοναξιά. Η μοναξιά στην παρουσία άλλων ανθρώπων ένα άλλο δύσκολο «Όταν υπήρχε κόσμος ήμουν λιγότερο μόνη και ταυτόχρονα πιο εγκαταλειμμένη.» (σ. 28). Και εκεί στην χώρα του μόνου, διαυγής προκειμένου να ολοκληρωθεί το γράψιμο.
Η αμεσότητα του συγγραφέα με το χαρτί, χωρίς ενδιάμεσο άνθρωπο ή μέσο για την Duras απαραίτητη προϋπόθεση. Δεμένη εκεί, τα πράγματα να έχουν και να αποκτούν νόημα μόνο σε σχέση με το γράψιμο, έξω από αυτό να μην υπάρχουν, ακόμα και η εκείνη. Να πιέζει αναπόδραστα και αφόρητα. Να μην μπορείς να μιλήσεις σε κανέναν πριν γράψεις για αυτό με τον φόβο μην χαθεί στον δρόμο, μην σβήσει από ξένη εισβολή. Διαδικασία συνεχούς κυοφορίας που δεν ξέρεις ποια πιθανότητα θα κερδίσει άλλες εκδοχές του ίδιου του.
Αυστηρή με τα βιβλία του καιρού της. Τους προσάπτει ανελευθερία, αυτολογοκρισία, κατασκευή απ’ άκρη σ’ άκρη, καλή διατύπωση δηλαδή σαφή και ανώδυνη «… βιβλία χαριτωμένα, χωρίς προέκταση, χωρίς σκοτάδι. Χωρίς σιωπή. Με άλλα λόγια, χωρίς πραγματικό συγγραφέα. Βιβλία της μιας μέρας, για να περνάει η ώρα, για το ταξίδι. Όχι όμως τα βιβλία που ριζώνουν στη σκέψη και μαρτυράνε το μαύρο πένθος κάθε ζωής, την κοινοτυπία κάθε σκέψης.» (σ. 36-37).
Αναφέρεται στα βιβλία της πέρα δώθε, τι ήθελε για την γραφή, τον χρόνο, σε κάποιο σημείο αφήνεται εντελώς και γράφει σύντομες παραγράφους, εικόνες σαν πίνακες ζωγραφικής, ακόμα και διαλόγους, ανακατεμένα, χύμα, σαν να είναι σημειώσεις σκέψεων.
Δύσκολο παίδεμα.
Ήταν τώρα άλλη παραλία τούτη; Χάλια πήγε το κόλπο…
Η διδασκαλία γλώσσας, της μητρικής ή ξένης, έχει τεμαχίσει τα πεδία της εκμάθησης σε τέσσερεις τομείς: κατανόηση, ομιλία, ανάγνωση και γραφή. Η σειρά αυτή ακολουθεί (σχεδόν) και την σειρά δυσκολίας. Είναι δυνατόν να καταλαβαίνει κανείς χωρίς να μιλάει, να διαβάζει και να γράφει. Μπορεί να καταλαβαίνει και να αποκρίνεται, χωρίς να διαβάζει και να γράφει και πάει λέγοντας. Το γράψιμο είναι το πιο υψηλό στάδιο κατάκτησης της γλώσσας και γραψίματα υπάρχουν λογιών λογιών, που ικανοποιούν ποικίλες ανάγκες. Η λογοτεχνία, μορφή τέχνης, όπως και κάθε μορφή τέχνης, έχει και δεν έχει κανόνες, είναι γενική και προσωπική. Πολλοί συγγραφείς είναι πρόθυμοι να μοιραστούν, τα βήματα, τις σκέψεις και τα αισθήματα του συγγραφικού τους μίτου, έτσι υπάρχει μακρύς κατάλογος βιβλίων αναμνήσεων εξομολογητικών, σε πολλές μορφές. Νομίζω ότι το εσωτερικό κοίταγμα λειτουργεί και για τους ίδιους κάπως λυτρωτικά και την ίδια στιγμή το είδος έχει μεγάλη αναγνωστική επιτυχία. Όλοι επιθυμούν να κατασκοπεύουν ανθρώπινα ενδότερα (αυτό κάνουν και τα reality shows), να βρουν συνταγές, απαντήσεις.
Ανάμεσα στην πληθώρα αυτού του τύπου βιβλίων συγκαταλέγεται και της Μαργκερίτ Ντυράς με ελληνικό τίτλο Γράφοντας (μετάφραση Χρύσα Τσαμαδού, Αθήνα, εκδόσεις Εξάντας, 1996

Το λεξικό του Petit Larousse, παλιά έκδοση είναι αλήθεια του 1981, μπορεί να έχει αλλάξει τώρα, να θυμηθώ να το κοιτάξω, περιγράφει την Duras (1914-1996) ως «γυναίκα των γραμμάτων και κινηματογραφίστρια». Της αρνείται την καθαρή ιδιότητα του συγγραφέα αν και παρακάτω αναφέρει τους τίτλους των μυθιστορημάτων της. Kλωτσάει κάπως αυτό. Γαλλίδα, λέει, διεκδικώντας την πνευματική της παρουσία, την γαλλοφωνία και γαλλογραφία της, γεννημένη στο Βιέτ-Ναμ όμως, που το έργο της όλο, και θεατρικά και κινηματογράφος καταγγέλλουν τους κοινωνικούς και πολιτισμικούς αποκλεισμούς και διαχωρισμούς να μην αναφέρεται ως συγγραφέας. Ελαφρά ξένη, διαχωρισμένη και αυτή. Τα λεξικά και οι εγκυκλοπαίδειες λένε πολλά για την εποχή τους και για τις νοοτροπίες, ανάμεσα από τις αράδες τους, τις αποσιωπήσεις, την επιλογή λέξεων, τις τυποποιημένες, με κριτήρια αντικειμενικότητας.
Η γραφή αναπόσπαστο μέρος του συγγραφέα, δεν μπορεί να νιώσει τον εαυτό του δίχως. Δηλωμένο πλήρως, κάθετα και οριζόντια. Απόσπασμα επιλεγμένο και για το οπισθόφυλλο «Η γραφή ήταν το μοναδικό πράγμα που γέμιζε τη ζωή μου και τη γοήτευε. Το έκανα. Η γραφή δεν μ’ εγκατέλειψε ποτέ.» (και σ. 15). Και την ίδια στιγμή αυτό το απαραίτητο στοιχείο ζωής να είναι ένα ερωτηματικό «Μπορώ να λέω ό,τι θέλω, ποτέ δεν θα βρω γιατί γράφει κανείς και πώς γίνεται να μην γράφει.» (σ. 18).
Το περιβάλλον της γραφής, τα σπίτια, τα τραπέζια, η θέα από τα παράθυρα, τα κρεβάτια, η κατασκευασμένη μοναξιά («Τη μοναξιά δεν τη βρίσκει κανείς, τη φτιάχνει. Η μοναξιά διαμορφώνεται μόνη της.» σ. 17) και η αληθινή αρχική και μόνιμη μοναξιά. Η μοναξιά στην παρουσία άλλων ανθρώπων ένα άλλο δύσκολο «Όταν υπήρχε κόσμος ήμουν λιγότερο μόνη και ταυτόχρονα πιο εγκαταλειμμένη.» (σ. 28). Και εκεί στην χώρα του μόνου, διαυγής προκειμένου να ολοκληρωθεί το γράψιμο.
Η αμεσότητα του συγγραφέα με το χαρτί, χωρίς ενδιάμεσο άνθρωπο ή μέσο για την Duras απαραίτητη προϋπόθεση. Δεμένη εκεί, τα πράγματα να έχουν και να αποκτούν νόημα μόνο σε σχέση με το γράψιμο, έξω από αυτό να μην υπάρχουν, ακόμα και η εκείνη. Να πιέζει αναπόδραστα και αφόρητα. Να μην μπορείς να μιλήσεις σε κανέναν πριν γράψεις για αυτό με τον φόβο μην χαθεί στον δρόμο, μην σβήσει από ξένη εισβολή. Διαδικασία συνεχούς κυοφορίας που δεν ξέρεις ποια πιθανότητα θα κερδίσει άλλες εκδοχές του ίδιου του.
Αυστηρή με τα βιβλία του καιρού της. Τους προσάπτει ανελευθερία, αυτολογοκρισία, κατασκευή απ’ άκρη σ’ άκρη, καλή διατύπωση δηλαδή σαφή και ανώδυνη «… βιβλία χαριτωμένα, χωρίς προέκταση, χωρίς σκοτάδι. Χωρίς σιωπή. Με άλλα λόγια, χωρίς πραγματικό συγγραφέα. Βιβλία της μιας μέρας, για να περνάει η ώρα, για το ταξίδι. Όχι όμως τα βιβλία που ριζώνουν στη σκέψη και μαρτυράνε το μαύρο πένθος κάθε ζωής, την κοινοτυπία κάθε σκέψης.» (σ. 36-37).
Αναφέρεται στα βιβλία της πέρα δώθε, τι ήθελε για την γραφή, τον χρόνο, σε κάποιο σημείο αφήνεται εντελώς και γράφει σύντομες παραγράφους, εικόνες σαν πίνακες ζωγραφικής, ακόμα και διαλόγους, ανακατεμένα, χύμα, σαν να είναι σημειώσεις σκέψεων.
Δύσκολο παίδεμα.
Ήταν τώρα άλλη παραλία τούτη; Χάλια πήγε το κόλπο…