Είναι ωραίο να δουλεύεις σε ένα βιβλιοπωλείο.
Ειδικά σε εκείνα τα βιβλιοπωλεία τα μεγάλα, τα super markets όπως τα αποκαλούν μερικοί
(βέβαια τα κακά είναι περισσότερα, αλλά ας μιλήσω για τη ρομαντική πλευρά αυτής της εργασίας).
Σε αυτά τα βιβλιοπωλεία υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες εύρεσης εργασίας καθώς τα μικρά συνήθως τα δουλεύουν αυτοί που τα έχουν και γιατί σε αυτά τα μεγάλα βιβλιοπωλεία μπαινοβγαίνει πολύς κόσμος και έτσι έχεις την ευκαιρία να συνομιλήσεις με κάθε τύπου αναγνώστη και όχι μόνο με τους ψαγμένους ή τους πιο φανατικούς. Συνεπώς, αποκτάς μια σφαιρική εικόνα για το αναγνωστικό κοινό αυτής της χώρας που σίγουρα δεν αποτελείται από έμπειρους αναγνώστες αλλά κυρίως από περιστασιακούς. Κι εκεί είναι το μεγάλο δέλεαρ, πώς θα καταφέρεις να κάνεις αυτούς τους περιστασιακούς να κολλήσουν, να μπαίνουν στο βιβλιοπωλείο και να ψάχνουν το επόμενο προς ανάγνωση βιβλίο.
Διαβάζοντας μια σχετική ανάρτηση στο
Διαβάζοντας μου ήρθαν στο μυαλό χίλιες σκέψεις και χίλιες εικόνες. Κυρίως οι στιγμές αμηχανίες που μου δημιουργούσαν κάποιοι που μου έλεγαν "η κόρη μου (πιο σπάνια ο γιος μου και πιο δύσκολη περίπτωση) δεν διαβάζει καθόλου βιβλία, ποιο βιβλίο θα πρότεινες να της πάρω για να την κάνω να αγαπήσει το διάβασμα;".
Η πρώτη απάντηση που μου έρχονταν στο μυαλό είναι "ψήσε την κόρη σου να έρθει στο βιβλιοπωλείο και να ρωτήσει εκείνη, θα έχεις κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσες".
Αλλά αυτή η απάντηση δύσκολα λέγεται γιατί ο οποιοσδήποτε μπορεί να σε κατηγορήσει ότι διώχνεις πελάτη.
Οπότε άρχιζα τις ερωτήσεις για να καταλάβω για ποιον αναζητώ βιβλίο. Ποια είναι τα ενδιαφέροντα της, η ηλικία, με τι ασχολείται, τι ταινίες βλέπει, τι μουσική ακούει, μια σωστή ανάκριση δηλαδή.
Η πιο συνηθισμένη απάντηση ενός έμπειρου αναγνώστη είναι να προτείνει κάποιο από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, τα βιβλία εκείνα που έχει διαβάσει και τον έχουν στιγματίσει, τον έχουν διαμορφώσει ως άνθρωπο, αλλά ξεχνά μια μικρή αλλά σπουδαία παράμετρο, απαντά ως έμπειρος αναγνώστης και μάλιστα ενός σπάνιου για τα δεδομένα της χώρας αναγνώστη.
Η κλασική λογοτεχνία είναι πάντα μια εύκολη απάντηση, όμως πολύ σπάνια έφηβοι που μπαίνουν σε ένα βιβλιοπωλείο προσεγγίζουν βιβλία κλασικής λογοτεχνίας, πιο συχνά τέτοιου είδους βιβλία τα θεωρούν ξεπερασμένα και βαρετά, τα απορρίπτουν από το εξώφυλλο και μόνο.
Και πράγματι γιατί να θέλουν να διαβάσουν βιβλία του 19ου αιώνα;
Τους προσελκύουν περισσότερο τα πιο σύγχρονα βιβλία με θέμα ανάλογο με τη μόδα της εποχής (π.χ. με βρικόλακες και λυκανθρώπους ή μάγους και μάγισσες).
Για κάποιον έμπειρο αναγνώστη τα εμπορικά βιβλία είναι παράδειγμα προς αποφυγή.
Εγώ όμως δεν ξεχνώ πως πρώτα διάβασα Κοέλιο και μετά Ντοστογιέφσκι.
Γι' αυτό θεωρώ ότι για κάποιον που δεν διαβάζει πιο σωστή είναι η επιλογή ενός βιβλίου από τα best sellers παρά από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Εξάλλου ακόμη και στα best sellers υπάρχουν διαβαθμίσεις στην ποιότητα.
Το κακό στην υπόθεση είναι ότι αυτή η ερώτηση απευθύνεται σε ανθρώπους που εργάζονται σε βιβλιοπωλεία ενώ είναι ερώτηση που αρμόδια για να δώσει απάντηση είναι η τοπική βιβλιοθήκη, μία σύγχρονη βιβλιοθήκη που θα περιλαμβάνει νέες εκδόσεις και ενημερωμένους βιβλιοθηκονόμους.
Γιατί το να βοηθήσεις έναν αναγνώστη στα πρώτα του βήματα ονομάζεται αναγνωστική πολιτική και δεν πρέπει να έχει σχέση ούτε με οικονομικά συμφέροντα ούτε με υπαλλήλους
που φοράν σκάνερς για να ελέγχονται οι ημερήσιες πωλήσεις τους...
Είναι ωραίο να δουλεύεις σε ένα βιβλιοπωλείο, είναι καλύτερο να έχεις το δικό σου βιβλιοπωλείο και ακόμα καλύτερο να εργάζεσαι σε μια βιβλιοθήκη.