Είναι βραδάκι, βάρδια στο γραφείο, λίγος κόσμος, ησυχία, το φως υποχωρεί στον ερχομό του σκοταδιού, όπως σε εκείνη την εικόνα μιας νεαρής γυναίκας με μακριά σκούρα ίσια μαλλιά που ανεμίζει ένα μαύρο πέπλο στο ουράνιο πέρασμά της. Μας σκεπάζει, μας αγκαλιάζει, κατά κάποιο τρόπο μας προστατεύει. Έτσι έρχεται η νύχτα, όχι γιατί αλλάζουν οι θέσεις των πλανητών και των δορυφόρων του ηλιακού μας συστήματος με την διαρκή σταθερή και αδιόρατη κίνηση που μας επιτρέπει να στεκόμαστε όρθιοι στην επιφάνεια της στρογγυλής γης.
Καθόμαστε, «για πες τι νέα;». Τι νέα να ειπωθούν τώρα; Η γκρίνια και η μιζέρια εδώ και καιρό τώρα περισσεύουν. Έχουν καταντήσει μια αδιέξοδη επανάληψη που έχει χάσει και τον εκτονωτικό της χαρακτήρα. Τα προσωπικά είναι προσωπικά, έχουν την στιγμή τους. Η καθημερινότητα μοιρασμένη άρα ήδη γνωστή και σχολιασμένη. Τι νέα τώρα;
Νέα είναι το βιβλίο που έχω μισοδιαβασμένο δεν ξέρω το τέλος, δεν έχω την ιστορία ολόκληρη. Μα δεν πειράζει, «πες». Είναι Η Οδύσσεια του πλαστογράφου Κωνσταντίνου Σιμωνίδη: η περιπετειώδης ιστορία του Έλληνα που ξεγέλασε την Ευρώπη και παράλληλα εφηύρε την Αρχαιότητα, του Rudiger Schaper, σε μετάφραση Νατάσας Σεχίδου (εκδόσεις Νεφέλη, Οκτώβριος 2012, 260 σ.). Ο Κωνσταντίνος Σιμωνίδης υπαρκτό πρόσωπο γεννημένο την δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα ή στην Σύμη ή στην Ύδρα, δεν είναι γνωστό με βεβαιότητα. Όπως πολλά δεν είναι γνωστά για αυτόν. Σαν το πέπλο της νύχτας να σκέπασε και τα δικά του περάσματα. Γεγονός που δίνει την ευκαιρία στον συγγραφέα να υποθέτει, να χρησιμοποιεί την φαντασία του προκειμένου να συμπληρώσει τα κενά που άφησε η προσεκτική και επίμονη έρευνά του.
Ένα βιβλιοβιβλίο με τα όλα του, μιλά για χειρόγραφα (δεν έχει σημασία αν είναι αυθεντικά εξάλλου το ζήτημα της αυθεντικότητας τοποθετείται σε άλλες διαστάσεις, την ιστορική και την φιλοσοφική), για βιβλιοθήκες (εδώ κυρίως μοναστηριακές, του Αγίου Όρους, της Μονής του Σινά) που κατείχαν και έσωσαν πολύτιμα τεκμήρια από τις οποίες κλέβονται, αρπάζονται, ή και αγοράζονται, δανείζονται. Αναφέρεται στην αναζήτηση των πηγών του παρελθόντος για να ανασυσταθεί με τους όρους της σύγχρονης επιστήμης, για το ενδιαφέρον περί τα φιλολογικά, περί τα θεολογικά. Εκεί στο Όρος η κρυψώνα είναι εντυπωσιακό θέαμα, κύλινδροι περγαμηνών, έγγραφα, σχέδια, κατάλογοι, μέσα σε καλάθια και τσουκάλια, φύρδην μίγδην στο χώμα, στοίβες, μούχλα. Βιβλιοθήκες που επιθυμούν να δημιουργήσουν πολύτιμες συλλογές, όπως του Βρετανικού Μουσείου (παράλληλα με την απόκτηση αρχαιοτήτων), της Οξφόρδης. Αναφέρεται σε βιβλιοσυλλέκτες που κατά κανόνα εντοπίζουν, συγκεντρώνουν, φυλούν αλλά δεν διαβάζουν απαραιτήτως «Έχουν βιβλία και τα βιβλία τους κατέχουν» (σ. 164-165).
Η εκπαίδευση του Σιμωνίδη στα μοναστήρια στην αντιγραφή, την επεξεργασία των υλικών, τα κείμενα. Οι πλαστογραφίες του γίνονται αντικείμενο πολεμικής, δημιουργίας στρατοπέδων υποστηρικτών και πολεμίων. Ο Τύπος ασχολείται με το θέμα, η αντιπαράθεση γίνεται μέσα από τις στήλες των εφημερίδων που δημοσιεύουν επιστολές ειδικών, εμπειρογνωμόνων, σχόλια και θέσεις των εκδοτών. Ο Σιμωνίδης ηττάται κατά κράτος, στην Αθήνα, την Γερμανία, την Αγγλία, αποχωρεί από την σκηνή αφού έχει διαθέσει πολλά χειρόγραφα, αυθεντικά και πλαστά δικά του δημιουργήματα.
Υπερασπιστής των έργων του διατύπωνε ότι αν το ζητούμενο ήταν η αλήθεια και μόνο η αλήθεια, δεν θα έπρεπε να τυπώνονται ούτε ο Όμηρος ούτε ο Ηρόδοτος, καθώς «ως γνωστόν περιέχουν πολλές αναλήθειες». Δήλωση αληθινή γιατί η πραγματικότητα και η αλήθεια κυκλοφορούν σφιχτά μαζί με άλλες ιδιότητες, όπως για παράδειγμα τις προσωπικές εντυπώσεις, τις ζωηρές αισθήσεις, τις αντιλήψεις και τις προϋπάρχουσες απόψεις, τα μυστήρια κίνητρα και ένα σωρό τέτοιας τάξης πράγματα που όλα μαζί φτιάχνουν πραγματικότητες, ανάλογα με την γωνία του φωτός που πέφτει πάνω τους. Όμως το αίτημα της υψηλής επιστημονικότητας και της σοβαρότητας ήταν πιεστικό τον 19ο αιώνα. Οι επιστήμες του ανθρώπου έπρεπε να αποκτήσουν εργαλεία, μεθόδους και κριτήρια αντίστοιχα των θετικών επιστημών.
Η ιστορία του Σιμωνίδη είναι μια αφήγηση με πολλαπλές αναζητήσεις, της ζωής και διαδρομής του, της σκέψης του μέσα στην ρευστότητα της εποχής του, της διάκρισης μεταξύ σοβαρότητας και μη, της αλήθειας, της γνησιότητας, των παγωμένων ορίων μεταξύ του αληθούς και ψευδούς. «Από τη ζωή και το έργο του μαθαίνουμε πώς γίνεται η Ιστορία, επειδή η Ιστορία είναι πάντοτε κάτι κατασκευασμένο, ηθελημένο, καταπιεσμένο, υπερτονισμένο, κατευθυνόμενο. Υπάρχει πολλή αλήθεια στις πλαστογραφίες» (σ. 253), υποστηρίζει ο συγγραφέας που έχει καταγαπήσει τον Έλληνα πλαστογράφο.
4 σχόλια:
Το διαβάζεις καιρό αυτό το βιβλίο, ωραίο όμως ακούγεται.
Να το τελειώσεις να μη μένει μισοδιαβασμένο!
Με τις εικόνες έχεις τσακωθεί,ε;
Α μα το τελείωσα, έτσι και έγραψα. Άσε που δημιούργησε και άλλες επιθυμίες για ανάγνωση.
Δεν έχω τσακωθεί εντελώς με τις εικόνες, μα κάτι άλλαξε στον τρόπο μεταφόρτωσης και δεν με κατάλαβε!
Μόλις δε τελείωσα ένα άλλο, το αφήνω για έκπληξη...
Για ποια εικόνα άραγε μιλάς της νεαρής γυναίκας; Τίποτα δεν έχει αλλάξει στη μεταφόρτωση.
Άντε περιμένω και το επόμενο!
Μπα, κάτι γίνεται...
Δημοσίευση σχολίου