Τώρα όπως και να το κάνουμε δεν γίνεται να περάσουν τα όσα διαδραματίζονται στο ντούκου, στο απυρόβλητο, σαν να μην έχουν επίδραση πάνω μας. Γιατί είναι φοβερό να πεθαίνουν άνθρωποι στην οδό Σταδίου, γιατί είναι τρομερό η βία, φυσική, πνευματική και ψυχολογική, να κυριαρχεί, να είμαστε έρμαια και να χάνονται όλες οι σιγουριές μας η μια μετά την άλλη, σχεδόν ανέλπιδα. Απλά όλα αυτά τα γεγονότα μας αρπάζουν στην δίνη τους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Σε γενικό επίπεδο και σε προσωπικό. Θα πρέπει να τοποθετηθούμε απέναντί τους, να ξαναδούμε τους εαυτούς μας, να μετρηθούμε, να αποφασίσουμε τι αξίζει για εμάς, να κάνουμε ή να αφεθούμε.
Τούνελ χωρίς τέλος και φως στην άκρη που δεν φτάνουμε ποτέ, μονόδρομοι, τρένα που πέρασαν, τελευταία βαγόνια, μαύρα και άσπρα χρήματα, πάνω και κάτω από το τραπέζι, ευθύνες, ποιος τις έχει, ένα δάκτυλο που γυρίζει να βρει τι και ποιος τέλος πάντων έφταιξε. Άντε τώρα να συνεχίσω τον χαβά με τα βιβλιοβιβλία, ο νους μου είναι αλλού και όμως, θα τον στρέψω αμέσως τώρα εκεί. Εσείς το είπατε άλλωστε. Οι καιροί ευνοούν τα διαβάσματα. Ταξίδια απόδρασης, ταξίδια στο φανταστικό, λησμονιά και παρηγοριά. Κάπου το έχω διαβασμένο ότι στην Κατοχή ο δανεισμός βιβλίων ανέβηκε κάθετα.
Το διάβασμα πράξη αντίδρασης και αντίστασης, κάτι σαν «διαβάζω άρα υπάρχω», σκέφτομαι και τις σκέψεις μου κανένας δεν μπορεί να φορολογήσει, μειώσει, κόψει, περικόψει, είναι κατακτημένες πάνω από κάθε σύμβαση, δεν αποδίδουν λογαριασμό παρά μόνο σε εκείνον που τις γέννησε.
Επιστρέφω στο βιβλίο μου, Μαρίνος Βλέσσας-Μαρία Μαλακού,
Ιστορία του χαρτιού: μια ιστορική και πολιτισμική διαδρομή δύο χιλιετιών, εκδόσεις Αιώρα, Απρίλιος 2010, 219 σ. Ναι είναι τόσο φρεσκοτυπωμένο

που με το που το ανοίγω με παίρνει η μυρωδιά του μελανιού πάνω στο χαρτί Aralda των 120 γραμμαρίων. Ανυπομονώ. Το διατρέχω, τα φύλλα περνάνε κάτω από τα μάτια μου, γραμματοσειρά φιλική στο ελληνικό αλφάβητο, μαυρόασπρη εικονογράφηση, η επεξεργασία του χαρτιού στον κόσμο, επίπονη και σύνθετη που είναι, σχέδια εργαλείων, φωτογραφίες, βιβλιογραφία και ευρετήριο. Με ψυχραιμία ξανά. Τα περιεχόμενα: η αθέατη δομή του χαρτιού, άλλες επιφάνειες γραφής, φλοιοί φυτών για παράδειγμα, κινεζική εφεύρεση, οι διαδρομές του και η σιγανή διάδοσή του, ιταλική πρωτοπορία στις τεχνικές και την ποιότητα, χαρτί και τυπογραφία στην Ασία και τη Δύση, η χαρτοποιητική μηχανή, τα υδατόσημα, η υπόθεση του χαρτιού στην Ελλάδα.
Αρχιτέκτονες το επάγγελμα οι συγγραφείς του στράφηκαν στις προβιομηχανικές τεχνολογίες και στην συνέχεια το ενδιαφέρον τους επικεντρώθηκε στην ιστορία του χαρτιού. Φυσικά και συλλέκτες αντικειμένων που σχετίζονται με το χαρτί. Με χαρά διαβάζω στην εισαγωγή, ανάμεσα στις ευχαριστίες, ότι η υπάρχουσα συλλογή τους θα αποτελέσει τον πυρήνα Μουσείου Χαρτιού και Ελληνικής Τυπογραφίας, μετά από πρόταση του Πολιτιστικού Ιδρύματος του Ομίλου Πειραιώς το 2003 που σήμερα βρίσκεται στο στάδιο υλοποίησης. Καλό νέο!
Περνώ και αφήνω τις ιστορικές αναδρομές και τα πρακτικά της τεχνικής του χαρτιού και πετιέμαι στο ενδέκατο κεφάλαιο με τίτλο «Ελλάδα: από τις αόριστες ιδέες του 1800 στην εγχώρια χαρτοβιομηχανία». Πενία στο σκηνικό της χαρτοπαραγωγής, με θαυμασμό διαβάζω και μαθαίνω ότι ο στρατηγός Νικηταράς (εικάζω ο Τουρκοφάγος που κόλλησε το χέρι του πάνω στην σπάθα στα Δερβενάκια με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ανοίξει το χέρι και να αφήσει την σπάθα), το 1829 είχε παραχωρήσει στον γιατρό και αρχιμανδρίτη Διονύσιο Πύρρο τον Θεσσαλό στο Κεφαλάρι Αργολίδας, ένα μύλο προκειμένου να συστήσει χαρτουργείο. Εγχείρημα που δεν στηρίχθηκε από το νεοσύστατο κράτος εξαιτίας του υψηλού εξοπλιστικού κόστους. Μετά πάμε στην δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα, στην χαρτοποιία του Αιγίου, μετά του Λαδόπουλου στην Πάτρα που επεκτάθηκε και στην Μακεδονία, μετά στην Αθηναϊκή Χαρτοποιία, Πόλεμος, εξαγορές… και μπαίνουμε σε ένα άλλο αγαπημένο μου θέμα (κόλλημα) την ανακύκλωση χαρτιού. Που θα μας ανακούφιζε από την εισαγωγή χαρτοπολτού, που είναι και πράξη οικολογικής συνείδησης.
Αχ αυτή η συνείδηση!!