Σάββατο 28 Μαρτίου 2009

Κατάλοιπα ζωντανού συγγραφέα

Robert Musil, Κατάλοιπα ζωντανού συγγραφέα, μτφρ. Δήμος Βαρθολομαίος κ.ά., εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 1994, 217 σ.


Οι περισσότεροι από εσάς εκεί έξω δηλώνετε ότι δε δανείζεστε βιβλία από δανειστικές βιβλιοθήκες ή από φίλους. Προτιμάτε, έχετε γράψει κατά καιρούς, να έχετε το αντίτυπο στην κατοχή σας, να υπογραμμίζετε, να σημειώνετε και να ανατρέχετε σε αυτό όποτε το αισθανθείτε. Εν μέρει το κατανοώ. Πράγματι είναι δύσκολο να διαβάζεις λογοτεχνία ή ποίηση από ένα αντίτυπο που δεν είναι δικό σου, που δεν έχεις κανένα δικαίωμα πάνω του, αλλά δε συμβαίνει το ίδιο με επιστημονικά εγχειρίδια.

Τα Κατάλοιπα ζωντανού συγγραφέα του Ρόμπερτ Μουζίλ, συγγραφέα του βιβλίου Άνθρωπος χωρίς ιδιότητες, είναι ένα βιβλίο που εντόπισα στα ράφια βιβλιοθήκης και φυσικά δανείστηκα χωρίς να το πολυσκεφτώ. Από τις πρώτες σελίδες του μου δημιουργήθηκε η επιθυμία να γράψω γι’ αυτό εδώ, αλλά τώρα συνειδητοποιώ πόσο δύσκολο είναι να εντοπίσω τα κομμάτια εκείνα που περισσότερο μου άρεσαν και θα ήθελα να τα παραθέσω από ένα αντίτυπο ξένο στο οποίο δεν μπορούσα να υπογραμμίσω.

Οι σελίδες του φαντάζουν ένα πέλαγος με ακυβέρνητες λέξεις, αναγκάζομαι να διαβάσω πάλι από την αρχή κεφάλαια για να εντοπίσω εκείνες τις προτάσεις που ήθελα να κάνω δικές μου. Ίσως να χρειαστεί να το διαβάσω όλο ξανά.

Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε τέσσερα μέρη. Τα τρία μέρη είναι χωρισμένα σε κεφάλαια σαν μικρά αφηγήματα, δοκίμια ή στοχασμούς. Το τέταρτο μέρος είναι ένα αφήγημα με τον τίτλο «Κότσυφας», το οποίο τελειώνει με τον αφηγητή να στέκει μόνος, ανάμεσα στα φαντάσματα των νεκρών, στο πατρικό του σπίτι που πέρασε τα παιδικά του χρόνια και να ανακαλύπτει τα παιδικά του βιβλία σε ένα μπαούλο στη σοφίτα, με όψη ταλαιπωρημένη από το χρόνο όλα σχεδόν δε τα γνώριζε αλλά «σαν μπήκε μες στις σελίδες κατέκτησε το περιεχόμενό τους σαν τον πειρατή που κουρσεύει μες στους κινδύνους». Η τελευταία αυτή εικόνα μου άφησε μια γεύση γλυκιά κλείνοντας το βιβλίο.

Προτιμώ τα βιβλία που περιλαμβάνουν αφηγήματα ή διηγήματα. Τα θεωρώ ασφαλέστερα γιατί σίγουρα θα βρω μέσα τους κάτι που να ανταποκρίνεται περισσότερο στα γούστα μου. Η ΗΗΈτσι συνέβη κι εδώ. Το δεύτερο μέρος του που τιτλοφορείται «Εμπαθείς παρατηρήσεις» περιλαμβάνει κεφάλαια που με έβαλαν σε σκέψη. Ο συγγραφέας προσπαθεί να απαντήσει στην ερώτηση «Μπορείτε να ορίσετε τι είναι λογοτέχνης;» χωρίς τελικά να τα καταφέρνει την αφήνει σε εμάς.

Αλλού αντιστρέφει τον ισχυρισμό ότι σήμερα οι συγγραφείς δεν είναι σε θέση να γράψουν μεγάλα βιβλία με την εκδοχή ότι οι αναγνώστες δεν είναι σε θέση να διαβάσουν. Ο συγγραφέας επεμβαίνει σε όλα τα πεδία της τέχνης: στη ζωγραφική, στα μνημεία και στα γλυπτά, στον κινηματογράφο και παντού αφήνει αναπάντητα ερωτήματα.

Γραμμένα από το 1920 έως και το 1929 τα κείμενα του έχουν να δώσουν ακόμη και σήμερα σκέψη, όπως κάθε τι κλασικό.

Τον τίτλο του βιβλίου του εξηγεί στην πρώτη σελίδα στα «Προλεγόμένα» του:

«Όπως και να έχει το πράγμα, όποια και να είναι τα κριτήρια με τα οποία θα ξεχωρίσουμε τα αξιόλογα κατάλοιπα από τα απλά ρετάλια, εγώ είμαι αποφασισμένος να ματαιώσω τη δημοσίευση των δικών μου, προτού έρθει η στιγμή που θα μου είναι πια αδύνατο. Και ο ασφαλέστερος τρόπος να το πετύχω, όσο παράξενο κι αν φαίνεται, είναι να τα εκδώσω εγώ ο ίδιος όσο είμαι ακόμα ζωντανός.».

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2009

Φωτογραφία και βιβλίο

Σχηματικά και γενικά εντελώς, πρώτα έρχονται οι εικόνες αυτές καθαυτές, μετά οι εικόνες αποκτούν και συμπληρωματικά νοήματα, διηγούνται κοινές συλλογικές ιστορίες, μετά συμβολοποιούνται, μετά γίνονται εικονογράμματα και ηχογράμματα με πολλές φωνές σε διάφορες γλώσσες, μετά γίνονται κείμενο, κρατώντας μια μακρινή μόνο ανάμνηση της ζωγραφικής τους υπόστασης καθώς είναι πειθαρχημένα γραμμικά, μετά τα κείμενα παλεύουν με τις εικόνες και συνυπάρχουν και ορισμένες φορές τις νικάνε. Όμως τα κείμενα, σαν δαμασμένες και υποταγμένες εικόνες που υπηρετούν την ανθρώπινη σκέψη, δεν τις αποχωρίζονται, αντίθετα αποζητούν την συντροφιά τους.
Οι εικόνες μπορεί να είναι απεικονίσεις, ζωγραφιές κάθε λογής, αρχικά χειρόγραφες, μικρογραφίες, ξυλογραφίες, λιθογραφίες, γκραβούρες, μαυρόασπρες, επιχρωματισμένες, ένα σωρό τεχνικές έχουν δοκιμαστεί στο πέρασμα του χρόνου, και πάει λέγοντας έως την φωτογραφία και σήμερα τα ψηφιακά.
Όνειρο της φωτογραφίας ήταν ο ακριβής και μαζικός πολλαπλασιασμός της εικόνας όπως είχε καταφέρει η τυπογραφία να πολλαπλασιάζει τα κείμενα Και η πρόοδος των επιστημών, ειδικότερα της χημείας και της φυσικής, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εφεύρεσή της. Οι πατέρες της φωτογραφίας βγήκαν από τις τάξεις των ζωγράφων, λιθογράφων, χαρακτών, και χημικών. Οι πρώτοι χρήστες της φωτογραφίας ήταν οι τολμηροί ταξιδιώτες, οι εξερευνητές, οι δημοσιογράφοι, μα και οι αρχαιολόγοι, οι μελετητές της φύσης και άλλοι επιστήμονες.
Ο φωτογραφικός φακός ήρθε και προσέθεσε μια ματιά. Στο σημείο που επικεντρώνεται μεγιστοποιεί, αναδεικνύει, παραμορφώνει, μετατρέπει την ύλη, δίνει αξίες συναισθηματικές Ακινητοποιεί μέσα στον χρόνο, μιας και μπορούμε να ερχόμαστε και να επανερχόμαστε σε εκείνη την στιγμή της αιχμαλωσίας της εικόνας. Η ίδια εκείνη στιγμή βρίσκεται στην διάθεσή μας για πάντα. Μετατρέπει τα τρέχοντα, περαστικά στιγμιότυπα σε διαρκείς οντότητες. Κοντά στο ανθρώπινο μάτι κερδίζεται ένα επιπλέον, το μάτι του φακού, των ποικίλων φακών με δυνατότητες αλλιώτικες ο καθένας. Στρέφεται, εστιάζει (πυροβολεί) και αποτυπώνει.

Περί τα μέσα του 19ου αιώνα ο Φλωμπέρ με τον Καν πραγματοποίησαν ένα ταξίδι στην Αίγυπτο, την Νουβία, Παλαιστίνη και Συρία. Φωτογραφίες αυτού του ταξιδιού δημοσιεύτηκαν το 1852, «μια απ’ τις πιο ουσιαστικές καμπές της ιστορίας της φωτογραφίας, της ιστορίας του βιβλίου αλλά και της ιστορίας της τέχνης» (σ. 35). Στο σημείο αυτό τοποθετείται η γέννηση των λευκωμάτων, ειδικής κατηγορίας βιβλίων, που και σήμερα ακόμη κατέχουν σημαντική θέση στην εκδοτική παραγωγή. Το 1851 κυκλοφόρησαν περιοδικά φυλλάδια με εικονογραφημένες σελίδες, το περιοδικό Φως της Ηλιογραφικής Εταιρείας που προετοίμασαν το έδαφος για τα εικονογραφημένα κάθε είδους και περιεχομένου περιοδικά του 20ού αιώνα. Το 1900 εμφανίζεται η μόδα των επιστολικών δελταρίων, καρτ ποστάλ, μια μόδα που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής καθώς συνδύαζε της εικόνα στην μια όψη με τις ειδήσεις του αποστολέα από την άλλη, και διάρκεσε έως την ανακάλυψη και χρήση των νέων μέσων προσωπικής επικοινωνίας, του τηλεφώνου, αν μην πούμε για τις νέες τεχνολογίες. Αντικείμενο συλλεκτικό, κυκλοφορούν και σήμερα στα περίπτερα και στα μουσεία. Τα βιβλία, τα περιοδικά, οι εφημερίδες δημοσιεύουν φωτογραφίες και η όψη τους αλλάζει. Πλουτίζεται και ικανοποιεί περισσότερες αισθητικές αλλά και πνευματικές ανάγκες και αναζητήσεις. Οι φωτογραφίες ντύνουν τα κείμενα, λειτουργούν επεξηγηματικά, ενημερωτικά, πειστικά, απλά περιγραφικά, καλλιτεχνικά και διακοσμητικά.
Την ιστορία της φωτογραφίας βρήκα στο βιβλίο του Ιβάν Κριστ, Ο χρυσούς αιώνας της φωτογραφίας από τις εκδόσεις Αιγόκερως, μικρού μεγέθους με πολλές τεχνικές περιγραφές, στους σταθμούς, τα πρόσωπα και τις χρονιές, που μιλάει για την σχέση της φωτογραφίας με την ζωγραφική και με την τέχνη, για τα είδη της φωτογραφίας και την ανάπτυξή τους και τις πρώτες φωτογραφίες.
Να κλείσω με την ιστορία της συνάντησής μου με το βιβλίο. Σε ένα από τα παζάρια της πλατείας Κλαυθμώνος, τέλη Ιανουαρίου, πουλιόταν για 1,50€ αντί για 5,60€ που κανονικά κάνει. Και εκείνη την ημέρα επένδυσα κυρίως σε πληροφορίες για την φωτογραφία και για φωτογράφους και έτσι, μπήκε στην σακούλα με τα βιβλιολάφυρα. Όμως, κατά κάποιο τρόπο το πρόδωσα πριν καν το περάσω από την πόρτα του σπιτιού μου. Ντράπηκα για αυτό, για το γυμνό στο εξώφυλλό του και τώρα, λυπάμαι. Όταν, βγαίνοντας από το μετρό, πάνω σε μια αναγνωριστική κουβέντα στην μέση του δρόμου έβγαλα για να δείξω το περιεχόμενο της σακούλας, αυτό το άφησα επίτηδες στον πάτο. Διαβάζοντάς το τις επόμενες ημέρες, πήρα πράγματα, έκανα και σκέψεις, τις παραπάνω και άλλες…


Δευτέρα 23 Μαρτίου 2009

The life of Emile Zola

Κινηματογράφος: αγαπημένη συνήθεια.
Περισσότερο οι παλιές ασπρόμαυρες ξένες ταινίες και όταν η υπόθεση τους είναι η ζωή ενός συγγραφέα τότε γίνεται πραγματικά απόλαυση. Μια βιογραφία με εικόνα και ήχο. Αναφέρομαι στην ταινία του 1934, φυσικά ασπρόμαυρη, με τίτλο “The life of Emile Zola” του William Dieterle.
Βρισκόμαστε στο Παρίσι του 1863 σε μια φτωχική σοφίτα, ο Σεζάν ζωγραφίζει και ο Ζολά προσπαθεί να κλείσει με πανιά τις τρύπες για να εγκλωβίσει το κρύο έξω. Αχώριστοι φίλοι έχουν επιλέξει να ζουν χωρίς χρήματα ζωγραφίζοντας και γράφοντας, υποστηρίζοντας ο ένας τον άλλον, περιφρονώντας τους ανθρώπους του Παρισιού με διάθεση φιλοσοφική.
Την πρώτη δουλεία του Ζολά ως υπάλληλος σε έναν μεγάλο εκδοτικό οίκο, την χάνει όταν εκπρόσωπος της αστυνομίας τον επιπλήττει επειδή το βιβλίο του με τίτλο «Εξομολογήσεις του Κλόντ» είναι υβριστικό και θα κάνει κακό στα δημόσια ήθη, τα άρθρα του επιτίθενται στους πνευματικούς ηγέτες και κάνουν κριτική στις πολιτικές αρχές. Ο εργοδότης του του αναγγέλλει ότι δεν θα τον απολύσει μόνο σε περίπτωση που σταματήσει να γράφει σκουπίδια και αρχίσει να ασχολείται αποκλειστικά με τη δουλειά του, κάτι που δε δέχεται.
Τη Νανά την γνώρισε μια νύχτα, η αστυνομία την κυνηγούσε και θέλησε να κρυφτεί σε ένα μπαρ, ο Ζολά και ο Σεζάν της πρότειναν να καθίσει στο τραπέζι τους, εμπνευσμένος από την ιστορία της και από το πορτρέτο που της ζωγράφισε ο Σεζάν έγραψε το βιβλίο του που φέρει το όνομά της.
Πορτρέτο που έχω την εντύπωση ότι συνεχίζει να υπάρχει σε μερικά εξώφυλλα των εκδόσεων του βιβλίου.
Λίγο καιρό μετά την έκδοσή του ο Σεζάν επισκέπτεται τον εκδότη του για να του ζητήσει μια προκαταβολή λίγων φράγκων εισπράττει όμως ένα τσεκ των 18.000 φράγκων επειδή η «Νανά» πούλησε 36.000 αντίτυπα στις πρώτες τρεις μέρες.
Μετά την επιτυχία του βιβλίου του η ζωή του Ζολά αλλάζει. Ωστόσο ο τρόπος με τον οποίο ενεργούν ο στρατός και οι πολιτικοί εξακολουθούν να τον ενοχλούν και δε διστάζει να γράψει αποκαλύπτοντας αλήθειες και κάνοντας επίθεση εναντίον των αξιωματικών στο βιβλίο του «Η πτώση». Επιτίθεται προφορικά στον αρχιλογοκριτή ο οποίος του συνιστά να σταματήσει να γράφει τέτοιου είδους βιβλία.
Εκδίδει δεκάδες βιβλία που του επιτρέπουν να ζει πλουσιοπάροχα και με ανέσεις. Ο παιδικός του φίλος, Σεζάν, πιο πιστός στην άποψη ότι ένας καλλιτέχνης πρέπει να παραμένει φτωχός, αποφασίζει να φύγει από το Παρίσι, να εγκαταλείψει τον παλιόφιλό του που τώρα πια είναι πλούσιος και φημισμένος.
Τη φήμη όμως αυτή δε διστάζει να ριψοκινδυνέψει όταν αποφασίζει να εμπλακεί σε μια υπόθεση που ήξερε εκ των προτέρων ότι θα είναι εναντίον του εγκαταλείποντας μάλιστα μια θέση στη Γαλλική Ακαδημία.
Έχοντας τα λόγια του Σεζάν στο μυαλό του αποφασίζει να υπερασπιστεί την άποψη του ότι οι συγγραφείς πρέπει να αγωνίζονται για την αλήθεια και να γράφουν ελεύθερα. Η εμπλοκή του στην υπόθεση για την απονομή δικαιοσύνης σε μια λάθος απόφαση του στρατού έχει ως αποτέλεσμα το ευρύ κοινό να στραφεί εναντίον του, να κατηγορηθεί ως ένοχος στο δικαστήριο, να καταδικαστεί σε ένα χρόνο φυλάκιση και να αναγκαστεί να φύγει από τη Γαλλία και να συνεχίσει να αγωνίζεται γράφοντας. Αυτοεξόριστος στην Αγγλία συνεχίζει να γράφει και να φωνάζει την αλήθεια και στο τέλος κερδίζει, η αλήθεια αποκαλύπτεται. Επιστρέφει στη Γαλλία γεμάτος χαρά, όρεξη, νιώθοντας πιο ζωντανός από ποτέ γεμάτος ιδέες και κατευθείαν αρχίζει τη συγγραφή του βιβλίου του με τίτλο «Δικαιοσύνη», το οποίο δεν τελείωσε ποτέ εξαιτίας του ξαφνικού θανάτου του από εισπνοή μονοξειδίου του άνθρακα.

Ανατρέχοντας από σκηνή σε σκηνή την ταινία για να γράψω ετούτες τις γραμμές, μπρος πίσω, σταματάω την εικόνα, σημειώνω διαλόγους, προσέχω τις κινήσεις, τολμώ να παραδεχτώ ότι μια καλή ταινία δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από ένα καλό βιβλίο.

Κυριακή 15 Μαρτίου 2009

Ζοζέ Σαραμάγκου, Μικρές αναμνήσεις: αυτοβιογραφία, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2008, 140 σ.


Και ξανά για αυτό που ονομάζεται δημιουργική γραφή. Την γραφή που βγάζει το γράψιμο από τα όρια της καθημερινότητας με τις πρακτικές της όψεις, δεν λέω απαραίτητες για την ανθρώπινη λειτουργία, και την μετατρέπει σε τέχνη, εξίσου απαραίτητη, σε διαστάσεις αποστασιοποιημένες, λυτρωτικές, προφητικές... Θέμα ατελείωτο, μαγικό, μυστηριώδες, άλυτο. Τόσοι και τόσοι δημοφιλείς συγγραφείς έχουν γράψει για την «συνταγή» τους και πάλι απάντηση δεν έχει δοθεί (ίσως γιατί δεν υπάρχει μια απάντηση, σίγουρα δεν υπάρχει μια και μόνη απάντηση). Η γραφή διδάσκεται σε όλα τα εκπαιδευτικά επίπεδα, από το δημοτικό έως και το μεταπτυχιακό, εξετάζεται (που μου φαίνεται τρομερά αστείο) χωρίς στην ουσία του να μεταδίδεται. Οι εκθεσάδες, η ειδική κατηγορία καθηγητών που διδάσκουν έκθεση, χρεώνουν σε άλλη βάση, υψηλότερη κατά πολύ, για να δείξουν στους μαθητές τους κανόνες και τις συμβάσεις του να διατυπώνουν την σκέψη τους (και εδώ ένα ερωτηματικό αν διατυπώνουν την δική τους ή εκείνη που αναμένεται). Ενώ η δημιουργία κρύβεται ακριβώς στις ανατροπές των κανονισμών και των παραδεδεγμένων και η επανάληψη είναι εχθρός της. Η καθιέρωση του σπασίματος της φόρμας οδηγεί σε αναδιαμόρφωση των συνόρων των κανόνων, έως ότου στεγανοποιηθεί για να την ξανασπάσει ο δημιουργός μιας επόμενης γενιάς.
Ένας νομπελίστας συγγραφέας ο Ζοζέ Σαραμάγκου που αν και αρκετά έργα του έχουν μεταφραστεί στην ελληνική γλώσσα (τουλάχιστον δέκα τίτλους διαβάζω στο πίσω αυτί του βιβλίου), δεν έχω διαβάσει εξαντλητικά. Ενδεικτικά μόνον. Είναι στο μακρύ αναγνωστικό πρόγραμμα του μέλλοντος…
Απρόθυμος εξομολογητής μου κάνει κάπως. Δεν είναι και τόσο δοτικός. Το γράψιμό και το ύφος του δεν μοιάζει με αλλού. Οι αναμνήσεις μικρές, σύντομες –ο ίδιος το τιτλοφορεί έτσι. Το αιτιολογεί, είναι «οι μικρές αναμνήσεις απ’ όταν ήμουν μικρός, απλά.» (σ. 35). Μιλάει για τα τοπία που καθρέφτισαν και αμπάρωσε στην παιδική ματιά του, τοπία της ανοικτής φύσης και αστικά, αλλά και ανθρώπινα (η γιαγιά και ο παππούς του, οι γονείς, συγγενείς και γείτονες), που τον χάραξαν αλλά μάλλον από αυτά που δεν τους κρατά κακίες για κάτι. Πολλά γράφει για τις μετακομίσεις από γειτονιά σε γειτονιά και κατά συνέπεια από σχολείο σε σχολείο. Είναι εκεί αυτά που παρακολούθησε, η εκπαιδευτική του πορεία, η σημασία των βιβλίων και του κινηματογράφου (μανία με το πανί είχε και ο Stephen King) και του αναγνωρίζει πλοκές και εικόνες.
Μέσα από την διήγηση ψάχνω για εκείνες τις προτάσεις που κρατάνε ένα απόσταγμα. Εντοπίζω ορισμένες, όχι όσες ανέμενα σε ποσότητα. Αλλά και αυτές, με αποζημιώνουν στην τελική. Φτάνω στο σημείο να τον φτιάξω όταν ήταν μικρός, ένα έργο παίζει στο μυαλό μου και μου κάνει.
«Έτσι είναι τα καλά μαθήματα, αυτά που διαρκούν ολόκληρη ζωή, αυτά που μας γραπώνουν απ’ τον ώμο την ώρα που είμαστε έτοιμοι να παραδοθούμε. (σ. 32). Παραλλαγή του ο δάσκαλος είναι εκεί όταν ο μαθητής είναι έτοιμος να μάθει.
Για την μνήμη που ανασύρεται μια παρομοίωση υγρή «… θαμμένα για χρόνια ολόκληρα κάτω από κατολισθήσεις λησμονιάς, άναψαν υπάκουα στα βάθη της μνήμης όταν τα επικαλέστηκε, σαν σημαδούρα από φελλό που ξαφνικά ξεκόλλησε από συνονθύλευμα της λάσπης και ανασύρθηκε από το βυθό του νερού.» (σ. 38) Μα δεν είναι και σίγουρος για την διαδικασία της μνήμης, και ιδιαίτερα εκείνης που πάει στα παλιά. Είναι δική μας ολοδική μας ή δανεική, ή λίγο από τα δυο, αναπλασμένη με βοήθεια. Αναρωτιέται αν «κάποιες από τις αναμνήσεις είναι πράγματι δικές μου ή αν ήταν απλώς ξένες ενθυμήσεις επεισοδίων όπου ασυνείδητα εγώ συμμετείχα και τα οποία έμαθα πολύ αργότερα όταν μου τα αφηγήθηκαν άνθρωποι που ήταν παρόντες, ή…» (σ. 60). Και επανέρχεται «Πολλές φορές ξεχνάμε αυτό που θα θέλαμε να μπορούσαμε να θυμηθούμε, άλλες φορές, έμμονα επαναλαμβανόμενες, ξυπνούν στο παραμικρό ερέθισμα κι έρχονται απ’ το παρελθόν εικόνες, σκόρπιες λέξεις, αστραπές, εκλάμψεις, χωρίς να υπάρχει εξήγηση, δεν τις προσκαλέσαμε, αυτές όμως είναι εκεί.» (σ. 133).
Στέκομαι στην ανάγνωση του τυπωμένα συνδρομητικά μυθιστορήματος της δεκαετίας του 1920 Μαρία, η Νεράιδα των Δασών. Πριν ο Σαραμάγκου μυηθεί στην «ντελικάτη τέχνη της αποκωδικοποίησης των ιερογλυφικών», μαζί με την μητέρα του που ποτέ της δεν έμαθε αυτήν την τέχνη, την ανάγνωση, άκουγαν και ταξίδευαν σε έναν κόσμο αλλότερο γεμάτο απιθανότητες που γίνονταν πραγματικότητα.
Συγκινητική η συνειδητοποίηση της αναγνωστικής ικανότητας που δεν αναγνωρίζει καν, καθώς δεν κατανοεί το περιεχόμενο της εφημερίδας. Συλλαβίζει και όταν πιάνει μια γνωστή λέξη «ήταν σαν να έβρισκα στο δρόμο ένα σήμα που μου έλεγε πως πήγαινα καλά, πως ακολουθούσα τη σωστή κατεύθυνση.» (σ. 93). Οι εικόνες, τα πρόσωπα και οι καταστάσεις που τροφοδότησαν μέρος από τα γραψίματά του, αλήθειες, ψέματα, φαντασιακά, επινοήσεις, λογικοποίηση, αλλού πιο φανερά αλλού ανάμεσα στα διάφορα.

Και τώρα που το ξαναδιάβασα διαγώνια για να πω αυτά τα λίγα μου φαίνεται ότι δίνει περισσότερα από όσα έπιασα αρχικά, για μια φορά ακόμα μου συμβαίνει (και στο βάθος χαίρομαι). Δεν είναι συναισθηματικά και κρατάει μια απόσταση –που υπάρχει από μόνη της λόγω χρόνου– έχει και την αίσθηση του ξεπερασμένου, του αστείου, μια αδιόρατη ενόχληση τύπου συστολή που μιλάει για τον εαυτό του.

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2009

Παιδικών Βιβλιοβιβλίων συνέχεια

Πέρασε ο καιρός και ο κατάλογος των παιδικών βιβλιοβιβλίων μάκρυνε. Για αυτό και επανερχόμαστε και τον ξαναβάζουμε. Τα πρώτα 22 είναι τα ίδια τα παλιά και ξαναμπαίνουν για να υπάρχει ο κατάλογος ενιαίος, εύκολα προσβάσιμος. Η συνέχειά του φτάνει τον αριθμό 40 (!) παρακαλώ, και αυτήν την φορά οι παιδικές εκδόσεις είναι παρουσιασμένες αλφαβητικά σύμφωνα με τον συγγραφέα. Πολλά από αυτά είναι ολόφρεσκα, τωρινά δημοσιευμένα άλλα μας είχαν ξεφύγει άλλα τα ανακαλύψαμε, και αν μας έχουν ξεφύγει και άλλα δεν θα είναι για πολύ…. Τώρα αυξήθηκαν τόσο πολύ που θα ήταν ψέματα να πω ότι τα έχω όλα διαβασμένα. Τα διαβάζω σιγά σιγά κάθε πρωί πηγαίνοντας στη δουλειά μου με λεωφορείο, χθες διάβασα τον αριθμό 33 και σήμερα τον αριθμό 36 και τα δυο μου άρεσαν και θα τα περπατήσω στις Βολτίτσες.

1. Μπερνάρ Κλαβέλ, Το χάρτινο κάστρο, εικονογράφηση Γιάν Νάσιμπεν, μετάφραση Έφη Κορομηλά, εκδόσεις Κάστωρ, Αθήνα 2005, 32 σ. 
2. Αντώνης Παπαθεοδούλου-Τερέσα Ινφάντε, Το παρανομύθι, εικονογράφηση Δέσποινα Καραπάνου, εκδόσεις Κυριάκος Παπαδόπουλος, Αθήνα 2006, 57 σ., σειρά: πτήσεις Junior, για παιδιά 7-9 χρονών. 
3. Jeanette Winter (κείμενα και εικονογράφηση), Η βιβλιοθηκάριος της Βασόρας, μια αληθινή ιστορία από το Ιράκ, εκδόσεις Παπαδόπουλος, Αθήνα 2007. 
4. Εβελίν Μπριζού-Πελέν, Ο μεγάλος έρωτας του βιβλιοθηκάριου, εικονογράφηση Βερονίκ Ντες, μετάφραση Ρένα Χατχούτ, Σύγχρονοι Ορίζοντες, Αθήνα 2000, 47 σ., σειρά: Λογοτεχνία για παιδιά. Για νεαρούς αναγνώστες από 8 ετών και πάνω 
5. Ευγένιος Τριβιζάς, Ο Ιγνάτιος και η γάτα, εικόνες Βαγγέλης Παυλίδης, Καλέντης, Αθήνα 2001 σειρά: Παραμύθια από τη χώρα των χαμένων χαρταετών 1 
6. Ντομινίκ Ντέμερ, Η μυστηριώδης βιβλιοθηκάριος, μετάφραση Πόπη Καλούδη-Escayola, εικονογράφηση Κωνσταντίνα Καπανίδου, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2005, 71 σ. Σύγχρονη λογοτεχνία για παιδιά και για νέους-συλλογή Χελιδόνια για παιδιά από 8 ετών
7. Charle M. Schultz, Αγαπητέ μου εκδότη…: οδηγός επιβίωσης για επίδοξους συγγραφείς, Ερευνητές, 2008, 94 σ.
8. Γιοστέιν Γκάαρντερ-Κλάους Χάγκερουπ, Η Μαγική Βιβλιοθήκη, μετάφραση Ιάκωβος Κόπερτι, Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη, Αθήνα 2002, 299 σ., σειρά: Ξένη Λογοτεχνία
9. Πόλυ Βασιλάκη, Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Η κυρία Καμηλοπάρδαλη ήταν σοφή!, εικονογράφηση Λίλα Καλογερή, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2005, 28 σ. + 4 σ. χωρίς αρίθμηση. Σειρά: Χωρίς σωσίβιο, επίπεδο 2.
10. Μαρία Παπαγιάννη, Βιβλιοφάγος κατά… λάθος!, εικονογράφηση Σ. Τουλάτου-Π. Μπουλούμπασης, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2005, 22+2 χ. α. Βιβλία για παιδιά και νέους, σειρά: χωρίς σωσίβιο, επίπεδο 1, Καβουράκια 5
11. Suzanna Tamaro, Χαρτοφοβία, εικονογράφηση Τζοβάννι Μάννα, μετάφραση Σώτη Τριανταφύλλου, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2003, 2004, 53 σ. Σύγχρονη Λογοτεχνία για παιδιά και νέους, Συλλογή Μικρά Σπουργιτάκια 5, για παιδιά από 5 ετών.
12. Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Ο Βιβλιοπόντικας, εικονογράφηση Κιάρα Φεντέλε, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2004, 24 σ., σειρά: χωρίς σωσίβιο-Καβουράκια 1 (για παιδιά Α΄ και Β΄ Δημοτικού)
13. Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Όταν ο Βιβλιοπόντικας συνάντησε την Τίτα Γραβιέρα, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2004, 32 σ.
14. Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Μυστήριο στην Βιβλιοποντικοθήκη, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2006, 32 σ.
15. Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι του Βιβλιοπόντικα, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007
16. Silvia Roncaglia, Elena Temporin, Η πριγκίπισσα που διάβαζε πολλές ιστορίες για πριγκίπισσες, εκδόσεις Modern Times, Αθήνα, 51 σ.
17. Ελένη Μαντέλου-Σουβατζίδου, Η περιπέτεια της Περιπέτειας, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 1990 και τον Νοέμβριο 2005 είχε κάνει 19 εκδόσεις, 59 σ., συλλογή σπουργιτάκια 2
18. Ελένη Μαντέλου, Η Περιπέτεια κρυμμένη στις σελίδες, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2003, 79 σ., συλλογή σπουργιτάκια 72
19. Ντέιβιντ Μέλλινγκ, Η βιβλιοθήκη των φαντασμάτων, απόδοση: Αγαθή Δημητρούκα, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2004
20. Birgit Bergander, Franziska von Strotha, Έχω μία φίλη που είναι βιβλιοπώλης, εικονογράφηση Ralf Butschkow, Modern Times, Αθήνα 2000, σειρά: Τα επαγγέλματα
21. Το βιβλίο, εκδόσεις ΑΣΕ Α.Ε., Θεσσαλονίκη, σειρά: δες πώς γίνεται
22. Άννα Δαρδάλη, Η Γούπυ στην Εθνική Βιβλιοθήκη, εικονογράφηση: Νίκη Λεωνίδου, εκδόσεις Χατζηλάκος, Αθήνα 2008, με CD
23. Brookfield Karen, Ιστορία της γραφής, φωτογραφία Laurence Pordes, μετάφραση Μaria Lavda, Ερευνητές, Αθήνα 1997, 64, σειρά: Αυτόπτης Μάρτυρας.
24. Αγγελίδου Μαρία, Οι άνθρωποι που έκλεψαν τα γράμματα από τους θεούς, εικονογράφηση Μυρτώ Δεληβοριά, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2009, 48 σ., Συλλογή Σπουργιτάκια 10.
25. Άρης Δημακίδης, Το παιδί που δεν αγαπούσε τα βιβλία, εικόνες Γιώργος Σγουρός, Μεταίχμιο, Αθήνα 2009, 44 σ.
26. Καββαδά Μαριλένα, Ταξίδι στη χώρα χωρίς σχολεία, εικονογράφηση Νεκτάριος Ντεληγιώργης, εκδόσεις Διάπλαση, Αθήνα, σειρά: Σύγχρονη Παιδική Λογοτεχνία.
27. Καρακώστα Μελίνα, Η πριγκίπισσα των λέξεων, εικονογράφηση Γιώργος Σγουρός, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2008, σειρά: Στα Βαθιά, 4.000 λεύγες 4.
28. Κάργα Βασιλική, Το βιβλίο που δεν ήθελε να διαβαστεί, εικονογράφηση Νίκος Κουμαριάς, εκδόσεις Επόμενος Σταθμός, Θεσσαλονίκη 2008.
29. Κερασίδης Δημήτρης, Το μυστήριο της βιβλιοθήκης, Μαλλιάρης Παιδεία, Αθήνα 2009, 36 σ., σειρά: Οι περιπέτειες του Ζαχαρία Ανανία.
30. Κοκκινάκη Νένα Ι., Μου δανείζεται μια ιστορία παρακαλώ;, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2005, 104 σ., Συλλογή Χελιδόνια 122.
31. Κόρκυ Πωλ και Βάλερι Τόμας, Ο υπολογιστής της Μάρας, μετάφραση Λημήτρης Παπαδημήτρης, εκδόσεις Άμμος, Αθήνα 2003.
32. Κυριάκος Ντελόπουλος, Το βιβλίο των βιβλίων, εικονογράφηση Σοφία Ζαραμπούκα, έκδ. β΄, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1984.
33. Μπογδάνη-Σουγιούλ Δέσποινα, Τσέπες γεμάτες λέξεις, εικονογράφηση Μαρίνα Μαρκολίν, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2008, σειρά: Χωρίς σωσίβιο, Καβουράκια 8.
34. Παχνέλης Πάνος, Γουτεμβέργιος και η εφεύρεση της τυπογραφίας, εκδόσεις Καμπάνα, Αθήνα, 24σ., σειρά: Οι άνθρωποι που άλλαξαν τον κόσμο.
35. Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου Λότη, Ιστορίες που ταξιδεύουν με το Μαρίνο και τη Μαρίνα, εικονογράφηση Σπύρος Ορνεράκης, εκδόσεις Πατάκη, έκδοση 14η, Αθήνα 2006, 103 σ., Συλλογή Χελιδόνια 21.
36. Πιπίνη Αργυρώ, Λέξεις και χρώματα, τελείες και κόμματα, εικονογράφηση Μαρία Μπαχά, Εκδόσεις Παπαδόπουλος, Αθήνα 2008, 38 σ.
37. Τσαρουχάς Πασχάλης, Το παραμύθι είναι…, εκδόσεις Διάπλαση, Αθήνα.
38. Τσορώνη-Γεωργιάδη Γιολάντα, Γίνε ξεφτέρι: κάθε φράση και μια ιστορία, εικονογράφηση Νέστορας Ξουρής, εκδόσεις Διάπλαση, Αθήνα 2008.
39. Χατζηνικολάου Ντίνα, Τα όνειρα ενός λευκού χαρτιού, εικονογράφηση Κωνσταντίνος Χαρίτος, εκδόσεις Διάπλαση, Αθήνα, σειρά: Σύγχρονη Παιδική Λογοτεχνία.
40. Χατζοπούλου-Καραβία Λεία, Η Άννα και οι θαυματουργές λέξεις, εικονογράφηση Λίζα Ηλιού, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2000, 2005, 46 σ., Συλλογή Μικρά Σπουργιτάκια

Ο κατάλογος δεν έχει κλείσει βέβαια...

Κυριακή 8 Μαρτίου 2009

Για τις αφιερώσεις των βιβλίων

Το θέμα και πάλι δανεισμένο από το Ex Libris της Anne Fadiman. Έξι γεμάτες σελίδες για εκείνες τις λέξεις σκέψεις που μετατρέπουν το βιβλίο σε ατομικό προορισμό. Η Fadiman ξεκινά, όπως το συνηθίζει στιλιστικά άλλωστε, από την προσωπική της εμπειρία ανατρέχει στο πρώτο βιβλίο δώρο που αντάλλαξε με τον κατοπινό της άντρα, George. Εκτός από την επιλογή του βιβλίου, αναφέρεται στην αφιέρωση του George, απλή και δηλωτική συγχρόνως («Σε μια νέα αληθινή φίλη») και στον δικό της κυκεώνα δεκαπέντε αράδων αφιερώσεων, στίχους, ένα πράγμα βαρύ και ασήκωτο, τέλος πάντων.
«Αντίθετα από την κάρτα που συνοδεύει, για παράδειγμα, ένα πουλόβερ, από το οποίο θα αποκοπεί, ένα βιβλίο και η αφιέρωσή του είναι μόνιμα παντρεμένα. Αυτό μπορεί να είναι είτε μια ευλογία είτε ένας λεκές.» Ένας παλαιοβιβλιοπώλης θα έδινε όσα όσα για να αποκτήσει βιβλία με αφιερώσεις διασήμων προς άλλους διάσημους, το φαντάζεται και παραμυθιάζεται ακόμα και με την πιθανότητα. Ένα βρωμερό και τρισάθλιο αντίτυπο αναβαθμίζεται αυτόματα εάν φέρει χειρόγραφη αφιέρωση ενός ξεχωριστού συγγραφέα. Αναφέρει διάσημες αφιερώσεις, όπως εκείνη του Βύρωνα προς την Μαρκησία Γκουιτσιόλι, των 226 λέξεων εξομολογημένου έρωτα, στο αντίτυπο της Κορίννας της Κυρίας ντε Σταέλ.
Το πρωτόκολλο των αφιερώσεων μας λέει πως μόνον ο ίδιος ο συγγραφέας του βιβλίου κάνει την ιδιόχειρη αφιέρωσή του στην σελίδα του τίτλου του έργου του, οι άλλοι όταν δωρίζουμε ένα βιβλίο με αφιέρωση χρησιμοποιούμε την σελίδα του ψευδότιτλου. Οι αφιερώσεις που ζητούν άγνωστοι αναγνώστες στους συγγραφείς είναι δουλειά που δεν συμπαθούν και συνήθως απωθούν. Παλιότερα γινόταν με το ταχυδρομείο, οι αναγνώστες έστελναν το αντίτυπό τους στην κατοικία του συγγραφέα ή στον εκδότη. Σήμερα, έχει γίνει θεσμός. Οι συγγραφείς προγραμματισμένα υπογράφουν τα βιβλία τους σε βιβλιοπωλεία, την ημέρα της παρουσίασής τους και πάει λέγοντας.
«Πόσο μελαγχολικές είναι … οι λεγεώνες των αφιερωμένων βιβλίων που βρίσκει κανείς σε ράφια βιβλιοπωλείων με δεύτερο χέρι βιβλία, κάθε ένα από αυτά μνημείο μιας προδομένης φιλίας. Μήπως οι προδότες πιστεύουν ότι η απιστία τους θα μείνει κρυφή; Αν το πιστεύουν, απατώνται οικτρά. Εκατοντάδες άνθρωποι θα γίνουν μάρτυρες, και περιστασιακά, και εκείνος που το αφιέρωσε

Η οικονομική αξία ενός βιβλίου μεγαλώνει εφόσον φέρει αφιέρωση και μάλιστα ενυπόγραφη. Η αφιέρωση αυτόματα το τραβάει από τον σωρό των ανώνυμων αντιτύπων και το τοποθετεί σε μια άλλη κατηγορία. Αποκτά μια επώνυμη διαδρομή, το όνομα του δωρητή και του δέκτη είναι εκεί, υπάρχει με άλλα λόγια ένα στόρι. Μπορούμε να το πλάσουμε με ελεύθερη την φαντασία μας, τα στοιχεία είναι λίγα μα ενδεικτικά. Γιατί, πότε, σε ποιον, σε ποιαν είναι η προσφορά ένδειξη φιλίας, αγάπης, σεβασμού. Είναι ακόμα καλύτερο οι εμπλεκόμενοι, ή έστω ο ένας, να είναι επώνυμοι, γνωστοί, διάσημοι στον χώρο τους, συγγραφικό ή άλλο. Σε αυτήν την περίπτωση η ιστορία είναι πιο δεσμευμένη, μπορεί να ελεγχθεί και από άλλα παράλληλα δεδομένα. Μας αγγίζει ότι τα αυτά τα γνωστά πρόσωπα εκφράζονται μέσα από αυτές τις γραμμές, την προσφορά, την επιλογή.
Βιβλιοθηκονομικά ένα βιβλίο με αφιέρωση χρειάζεται μια σημείωση παραπάνω. Να ξέρει ο χρήστης ότι το αντίτυπο που υπάρχει στην βιβλιοθήκη, το έχουν ακουμπήσει και χαράξει άνθρωποι με δράση.
Οι αφιερώσεις μου δίνουν χαρά και συχνά με έχουν εκπλήξει (μια λεξούλα φτάνει). Να γράφω αφιερώσεις αντίθετα μου φέρνει αμηχανία για αυτό συνήθως σημειώνω τον τόπο και τον χρόνο, την στιγμή της ανταλλαγής, του περάσματος. Δεν φτάνει, το ξέρω, αισθάνομαι αδέξια, μα το παλεύω.

Ζεστά αφιερωμένη ανάρτηση σε όλους, γνώριμους και άγνωστους επισκέπτες στις Βολτίτσες, γιατί μια κουβέντα παραπάνω εκπέμπει δύναμη και δίνει δύναμη.

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2009

Becherel: Η πόλη του βιβλίου




Η Becherel είναι ένα μικρό χωριό στη Βρετάνη στη Βόρεια Γαλλία, το οποίο το 2005 είχε όλους κι όλους 745 κάτοικους. Όλη η πόλη είναι κτισμένη σε ένα παλιό μεσαιωνικό φρούριο, το οποίο είναι γεμάτο βιβλιοπωλεία και εκθεσιακούς χώρους, ενώ συγκεντρώνει κάθε χρόνο εκατοντάδες βιβλιόφιλους και επαγγελματίες του βιβλίου από όλη τη Γαλλία αλλά και από άλλες χώρες.
Όλα ξεκίνησαν το 1989, όταν μια τοπική πολιτισμική οργάνωση είχε την ιδέα να μετατρέψει το μικρό αυτό ιστορικό χωριό σε πόλη του βιβλίου ώστε να καλυφθεί τότε το κενό που υπήρχε στην οικονομία όταν έκλεισαν αρκετές βιομηχανίες. Δεκάδες βιβλιοπωλεία άνοιξαν τις πόρτες τους στους λάτρεις των παλαιών βιβλίων, παλιά σπίτια ευγενών και εμπόρων μετατράπηκαν σε χώρους γεμάτους βιβλία. Έτσι δημιουργήθηκε η πρώτη πόλη του βιβλίου στη Γαλλία και η τρίτη στην Ευρώπη. Η πρώτη έγινε στην Ουαλία το 1961 και η δεύτερη στο Βέλγιο το 1984. Έκτοτε διάφορες μικρές πόλεις σε πολλές χώρες του κόσμου έχουν μετατραπεί σε πόλεις του βιβλίου, γιατί καμία στην Ελλάδα άραγε;
Έψαξα να μάθω τι ακριβώς είναι πόλη του βιβλίου γιατί τον όρο αυτόν καθόλου υπόψη μου δεν τον είχα. Στην ουσία αυτές οι πόλεις έχουν την ιδιαιτερότητα να συγκεντρώνουν ανθρώπους διαφόρων επαγγελμάτων από το χώρο του βιβλίου, όπως βιβλιοπώλες, εικονογράφους, καλλιγράφους, βιβλιοδέτες κ.ά. μέσω διαφόρων φεστιβάλ, εκθέσεων, διαγωνισμών αλλά και σεμιναρίων που πραγματοποιούνται.
Στην Becherel υπάρχουν 23 βιβλιοπωλεία τα οποία πωλούν από παλαιά βιβλία μέχρι σύγχρονες τοπικές εκδόσεις. Πολλά από αυτά τα βιβλιοπωλεία είναι ταυτόχρονα και καφετέριες και εστιατόρια και μπαρ και ανθοπωλεία και ό,τι άλλο σκαρφίζεται το εμπορικό πνεύμα των ιδιοκτητών χωρίς να χάνεται το ιστορικό ύφος της πόλης. Οργανώνει αναρίθμητα φεστιβάλ που σχετίζονται με το βιβλίο, τη λογοτεχνία και την ανάγνωση, όπως το Ευρωπαϊκό Φεστιβάλ Αρχαίων Ελληνικών και Λατινικών, ενώ τον Μάιο υπάρχει η Γιορτή του Βιβλίου, τον Αύγουστο η Νύχτα του Βιβλίου, η Άνοιξη των Ποιητών και κάθε μήνα και από κάτι άλλο.
Κάθε μέρα αυτό το μικρό χωριό της Γαλλίας είναι χαρά για τους βιβλιόφιλους και μια γιορτή για το βιβλίο, τους συγγραφείς και τις λέξεις τους.
Το βίντεο αυτό, αν και στα γαλλικά, είναι ένα ρεπορτάζ που παρουσιάζεται το ξεχωριστό αυτό μέρος.

Δευτέρα 2 Μαρτίου 2009

Για το αγαπημένο ράφι

Ενώ τα θέματα του Ex libris είναι τραβηχτικά και χαριτωμένα έξυπνα, τελικά αποδείχθηκε ιδιαίτερα δύσκολο να βρω ένα κομμάτι να μεταφράσω. Τα κείμενα πολύ προσωπικά, με αναφορές εντελώς ατομικές, δεμένες άρρηκτα στον πολιτισμό τους, και με παραστάσεις και διαβάσματα άλλα –δυο φορές απόμακρες- με αποτέλεσμα, όχι τόσο να δυσκολεύουν την μετάφραση αλλά να μην βγάζουν νόημα, χωρίς εξήγηση και σχολιασμό. Ξεχώρισα διάσπαρτες προτάσεις μόνο που και πάλι ξεκομμένες, λειψές έκαναν. Παρ’ όλα αυτά, να ένα δείγμα για το ειδικό ράφι των αγαπημένων βιβλίων.

«Εκείνο το ράφι μου
Από παλιά πιστεύω ότι όλων η βιβλιοθήκη έχει ένα παράξενο ράφι. Στο ράφι αυτό κάθεται ένα μικρό, μυστηριώδες σύνολο τόμων το θέμα των οποίων είναι εντελώς άσχετο με την υπόλοιπη βιβλιοθήκη, αλλά το οποίο, με μια κοντινότερη ματιά αποκαλύπτει πολλά για τον ιδιοκτήτη του. Το παράξενο ράφι του George Orwell περιλάμβανε μια συλλογή δεμένων γυναικείων περιοδικών του 1860, τα οποία του άρεσε να διαβάζει στην μπανιέρα του. Ο Philip Larkin είχε ένα ιδιαίτερα γεμάτο ράφι ξέχειλο από πορνογραφήματα. Ο υποναύαρχος James Stockdale, έχοντας ακούσει ότι ο Φρειδερίκος ο Μέγας ποτέ δεν είχε εκστρατεύσει χωρίς το αντίτυπό του Το Εγχειρίδιο, πήρε μαζί του στο Βιετνάμ τα έργα του Επίκτητου, του οποίου η στωική φιλοσοφία τον στήριξε τα οκτώ χρόνια που πέρασε ως αιχμάλωτος πολέμου.
Το δικό μου ράφι κρατάει εξήντα τέσσερα βιβλία για τις πολικές εξερευνήσεις: διηγήσεις αποστολών, ημερολόγια, συλλογές φωτογραφιών, μελέτες φυσικής ιστορίας, και ναυτικές οδηγίες («Μην ακουμπάτε κρύα μέταλλα με υγρά χέρια. Εάν από απροσεξία κολλήσει ένα χέρι σε κρύο μέταλλο, ουρήστε στο μέταλλο να το ζεστάνετε και σώστε μερικές ίντσες δέρματος. Εάν κολλήσουν και τα δυο χέρια καλό θα ήταν να υπάρχει ένας φίλος μαζί»).
….
Θα έπρεπε να αναφέρων ότι όλοι οι παραπάνω εξερευνητές [Ross, Franklin, Nares, Shackleton, Oates, Scott] υπήρξαν ανεπιφύλακτα αποτυχημένοι. Όχι τυχαία, ήταν όλοι Βρετανοί. Οι Αμερικάνοι θαυμάζουν την επιτυχία. Οι Εγγλέζοι θαυμάζουν την ηρωική αποτυχία.

Τα χρονικά των πολικών εξερευνήσεων περιέχουν πολλές στιγμές θριάμβου, ακόμη περισσότερες φάρσας, αλλά είναι γεμάτες με θάνατο. Το μάθημα που με δίδαξαν αυτά τα βιβλία είναι ότι εάν είναι να θυσιαστεί κανείς, θα πρέπει να επιλέξει με προσοχή τον σκοπό του. Όταν σκέφτομαι τους λόγους για τους οποίους οι άνθρωποι συνήθως δίνουν την ζωή τους –πατρίδα, θρησκεία, έθνος– μου φαίνεται ότι … εκείνα που αντιπροσωπεύουν έναν κόσμο που χάθηκε, δεν είναι ασήμαντος σκοπός για να πεθάνει κανείς.»

Σειρά μου, τώρα, για αυτό το παράξενο ράφι κάθε βιβλιοθήκης. Είναι αυτονόητο, και δεν χρειάζεται καν να αναφέρω ότι τα πιο αγαπημένα είναι τα βιβλιοράφια που όλο και βαραίνουν, όμως το γεγονός δεν είναι περίεργο με κανέναν τρόπο. Ράφια λογοτεχνίας, ιστορίας, θεωρίας της ιστορίας, απομνημονεύματα, και άλλα, μα δεν είναι αυτά. Το παράξενο ράφι μου είναι εκείνο που φιλοξενεί ιστορίες διαφόρων αγαθών που κινητοποίησαν τους ανθρώπους τόσο ώστε να ταξιδέψουν, να κινδυνεύσουν, να χτίσουν θεωρίες για αυτά, να κατασκευάσουν μύθους: το αλάτι, ο καπνός, ο καφές, το κακάο, το μάτε (ένα είδος πικρού τσαγιού της Ν. Αμερικής), το μοσχοκάρυδο, το λάδι, το χαβιάρι, το μετάξι και άλλα παρόμοια. Η ιστορία του αλατιού είναι πολυεπίπεδη, καθώς μπερδεύονται η πολιτική, το εμπόριο, η επιστήμη, οι θρησκείες, οι συνήθειες στην διήγηση της εξάπλωσης και διαδρομής του. Για τον καφέ έχουν γραφτεί πολλά, σε πολλές γλώσσες και εκτός από την ιστορία του αναδεικνύεται η κοινωνική λειτουργία που τον συνοδεύει. Μεταξύ άλλων που έγραψε ο Αντουάν Γκαλλάν το 1696 σημείωσε την σημασία του καφέ στις θρησκευτικές αγρύπνιες μα και για αυτούς που αγαπούσαν την ανάγνωση, και για τους τεχνίτες και τους ταξιδιώτες. Για το μοσχοκάρυδο η Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών οργάνωσε αποτυχημένες αποστολές υψηλού κόστους σε ανθρώπινες απώλειες και κεφάλαια.
Το χαβιάρι ήταν φαγητό των Ρώσων χωρικών προτού αναβαθμιστεί και αγγίξει τις ανώτερες ευρωπαϊκές τάξεις, χάρη στον Ψαριανό Ιωάννη Βαρβάρκη. Το 1774 τάχθηκε στο πλευρό των Ρώσων κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Δεν επέστρεψε στην Ελλάδα. Του παραχωρήθηκε άδεια ελεύθερης αλιείας, απαλλαγμένη από φορολογία, στην Κασπία Θάλασσα και ξεκίνησε τη μαζική εξαγωγή χαβιάρι το 1780. Ιστορίες ατέλειωτες.

Σειρά σας τώρα…

Καλή Καθαρή Δευτέρα, να πετάξουν ψηλά και μακρυά οι σκέψεις σας!