Τρίτη 16 Μαρτίου 2010

Βιβλιοπαρουσιάσεις

Κύλησαν βδομάδες χωρίς παρουσία στις Βολτίστες κι το ομολογώ μου έλειψαν κι από το μυαλό μου δεν έφευγαν ιδέες και πράγματα που περίμεναν να ειπωθούν και να κρεμαστούν στον άπιαστο διαδικτυακό τόπο. Έτσι σκεφτόμουν μια το ένα μια το άλλο και πουθενά δεν στεκόμουν και άντε πάλι από την αρχή και σκέψεις που στο ενδιάμεσο ξέφευγαν και στην συνέχεια επέστρεφαν, επαναλαμβάνονταν με μικρές παραλλαγές. Τελικά καταλήγω στο θέμα των βιβλιοπαρουσιάσεων και εκείνων που τις κάνουν. Αφορμή, πάω στον George Orwell που απομυθοποιεί εντελώς μα και κατανοεί τους κριτικούς και παρουσιαστές βιβλίων. Στο βιβλίο των εκδόσεων Penguin (ανοίγω παρένθεση για να αναφέρω την καινούρια σειρά που ήρθε στα Metropolis, κλασικά ερωτικά κείμενα, με εξώφυλλα και πάλι άπαιχτα που σε κάνει σχεδόν να ξεχνάς το μπακαλόχαρτο των σελίδων) Books v. cigarettes (Βιβλία εναντίον τσιγάρων) μπαίνει σε βάθος, μεταξύ άλλων, και στο επάγγελμα του κριτικού συντάκτη που παρουσιάζει στον Τύπο τις νέες εκδόσεις. Αναφέρεται σε εκείνους που υποχρεούνται να παραδώσουν 500 παρουσιάσεις τον χρόνο, θεωρητικά δηλαδή να έχουν διαβάσει και να έχουν διαμορφώσει άποψη ούτε λίγο πολύ ούτε πολύ για 500 βιβλία, όπερ στόχος αδύνατος όσο ταχύς αναγνώστης και να είναι κανείς. Δουλειά που αναλαμβάνει κάποιος που καταρχήν αγαπά το διάβασμα και επιθυμεί να βρίσκεται στο έντυπο περιβάλλον, δουλειά για ξεκίνημα και όχι καταληκτική, ίσως με την με βαθιά επιθυμία να γίνει και ο ίδιος συγγραφέας. Και μετά συνήθως κανείς παγιδεύεται μέσα εκεί. Παύει να αγαπά τα βιβλία γιατί τα περισσότερα που περνούν από τα χέρια του δεν ξεχωρίζουν για τίποτα, δεν φέρνουν το κάτι, ή το κάτι είναι παρά μια αδιόρατη αγέννητη υποψία. Το κείμενο του Orwell γραμμένο το 1946, μετά την λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, λέει διάφορα. Τσιμπολογώ όσα θυμάμαι (άρα εντυπώθηκαν), οι κριτικοί έχουν το καλό να εργάζονται στην ασφάλεια του σπιτιού τους (δίκοπο μαχαίρι αυτό μιας και ωθούνται στην εσωστρέφεια, στην στέρηση εξωτερικής επαφής, βράζουν στο ζουμί τους, εκεί που ακούν ραδιόφωνο, βλέπουν τηλεόραση, στον ιδιωτικό τους χώρο καλούνται να παράγουν το δημόσιο έργο τους), τα βιβλία τους κυκλώνουν περιμένοντας μια ματιά, ένα ξεφύλλισμα και όταν χτυπάει το τηλέφωνο είναι από τον εκδότη που πιέζει για χρόνους που δεν κρατήθηκαν. Μα κάθε πρόταση δεν βγαίνει καθόλου αυτόματα, με ένα πάτημα κουμπιού, δεν κολλάει με την επόμενη στην τύχη. Ο ειρμός, ο ρυθμός για να γίνουν ένα απαιτούν την ανθρώπινη προϋπόθεση. Χρειάζεται ανθρώπινη επέμβαση έστω και ένα ψήγμα διάθεσης αν όχι έμπνευσης. Και σε επόμενο κείμενο ο Orwell έρχεται σε θέματα ελευθερίας της γνώμης: οι δημοσιογράφοι όταν στερούνται ελευθερίας, είναι αναγκασμένοι να καταπιέζουν την έκφρασή τους, να αυτολογοκρίνονται ή ακόμα ακόμα υπογράφουν ανακρίβειες, μισές αλήθειες. Οι δημοσιογράφοι, λέει, ως συγγραφείς συχνά καταχωνιάζουν τα υποκειμενικά τους αισθήματα κάνοντας πολιτικές αναλύσεις, μιλώντας για βιβλία ή για ό,τι άλλο. Χρησιμοποιούν γλώσσα στερεοτυπική, με προτάσεις προκάτ, με φράσεις διφορούμενες τύπου Πυθία. Ελευθερία της διανόησης σημαίνει ελευθερία καταγραφής εικόνων, ακουσμάτων και συναισθημάτων.
Τώρα εδώ οι βιβλιο-βιβλιοπαρουσιάσεις και οι κουβέντες γίνονται έτσι, από κέφι, η επιλογή γίνεται από μέσα, εμάς τους ίδιους και όχι από πάνω, από δίπλα, από αλλού (όχι ότι και τα δικά μας «προγράμματα» δεν έχουν ορισμένα και προκαθορισμένα χαρακτηριστικά και έχουν κατασκευαστεί να ανιχνεύουν και να ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένες συνθήκες). Η αγάπη μας για τον πολιτισμό των βιβλίων, η σχεδόν μανία μας προσπαθεί να δώσει κάποιες έστω απαντήσεις μα και παράλληλα μας θωρακίζει, μας προστατεύει, μας δίνει ένα αλεξίσφαιρο σε ένα κόσμο που πυροβολεί αδιάκοπα και αδιάκριτα αξίες που στηρίζουν και δίνουν κάποιο νόημα στο γήινο πέρασμά μας.
Μάρτης μήνας ανοιξιάτικος με χειμωνιάτικη γεύση ακόμα, εμ όπως και να το κάνουμε επηρεάζει και αυτό την διάθεση…

Παρασκευή 12 Μαρτίου 2010

"Χαλίλ Γκιμπράν με φτερά"

Ήταν οι τέσσερις λέξεις που άφησε η υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων του εκδοτικού οίκου Μακμίλαν στο περιοδικό TΙΜΕ για να περιγράψει μια ιστορία ενός γλάρου που μιλάει και το συγγραφέα της, Richard Bach.

Η ιστορία ενός γλάρου που μιλάει δεν είναι άλλη παρά η ιστορία του γλάρου Ιωνάθαν, το εκδοτικό φαινόμενο των τελευταίων δεκαετιών που συντροφεύει το Όσα Παίρνει ο Άνεμος στο Πάνθεον των Best Sellers όλων των εποχών, μετά την Αγία Γραφή.

Πάντα με εντυπωσίαζε η ικανότητα ενός συγγραφέα να μπορεί με λίγες και απλές λέξεις να πλέξει μια ιστορία που θα αγγίξει από το μυαλό ενός μικρού παιδιού μέχρι το μυαλό ενός σοφού γέροντα.
Η ικανότητα αυτή είναι ίσως μια φευγαλέα στιγμή που πλυμμυρίζεις λέξεις στα καλά καθούμενα, έρχονται από παντού και δεν σ' αφήνουν ήσυχο, τις ακούς και τις βλέπεις και νομίζεις ότι θα μείνουν για πάντα εκεί μπροστά σου αν δεν τις αφήσεις κάπου να ζήσουν μόνες. Η φευγαλέα αυτή στιγμή είναι μάλλον η στιγμή που ένας συγγραφέας αγγίζει ένα κάτι από αυτό που ονομάζουν ευτυχία.
Κάπως έτσι γεννήθηκε και ο Ιωνάθαν:

"Η ιστορία άρχισε να ξεδιπλώνεται σαν μεταξογάλανο λάβαρο στον άνεμο. Τίποτα δεν επινοήθηκε — ούτε μια παύλα. Δε μ' ένοιαζε τι θα σκεφτεί ο κόσμος, καμιά σκέψη για το παραμικρό. Το μόνο που έκανα ήταν να παρακολουθώ όσα έβλεπα και να τ' αφήνω να ξεχύνονται με πράσινη μελάνη πάνω στο χαρτί. Θυμάμαι ότι μετά από λίγο άρχισε να με πονάει το χέρι μου, κάτι που δε μ' ένοιαζε καθόλου. Πόσο αγάπησα το πνεύμα αυτού του μικρού γλάρου και πόσο ήθελα να ζήσει!
Δεν μπορώ να πω για πόσα λεπτά συνέχισε να ξετυλίγεται αυτή η ιστορία. Δεν πρέπει να κράτησε ούτε μια ώρα, γιατί μόλις ο Ιωνάθαν εξορίστηκε για τις ανόητες ιδέες του, σταμάτησαν οι εικόνες. Απότομα, λες και είχε κοπεί το φιλμ ή κάποιος είχε βγάλει το βύσμα από την πρίζα".

Και μετά έμεινε με ένα χειρόγραφο μιας ιστορίας που απλά ήθελε να εκδώσει. Ήταν για πρώτη φορά σίγουρος ότι κανείς δεν θα μπορούσε να πει όχι σε μια τέτοια ιστορία.
Δεν υπολόγισε καθόλου όμως την άποψη των εκδοτών:

"Έχουμε μεγάλη εκτίμηση στα βιβλία σου, Ρίτσαρντ, και ειλικρινά συμμεριζόμαστε την αγάπη σου για τις πτήσεις. Ωστόσο, η αναμφισβήτητη πραγματικότητα των στοιχείων αεροδυναμικής στον Ιωνάθαν δείχνει να υπαινίσσεται ότι είναι εξίσου πραγματικός, ή έστω πιθανός, κι ο τρόπος συμπεριφοράς του πουλιού. Δεν υπάρχουν ενδείξεις, όπως ξέρεις, για κάτι τέτοιο και είμαστε της γνώμης ότι ο χαρακτήρας ενός γλάρου που μπορεί και μιλάει δε θα είχε ενδιαφέρον στη σημερινή αγορά του βιβλίου. Επομένως, με λύπη μας σε πληροφορούμε ότι δεν μπορούμε να προχωρήσουμε στην έκδοση αυτών των χειρογράφων, τα οποία και σου επιστρέφουμε".

18 τέτοιες απαντήσεις έλαβε τα δύο χρόνια που αναζητούσε εκδότη μέχρι που ένα διοικητικό στέλεχος των εκδόσεων Μακμίλαν ζήτησε να διαβάσει το χειρόγραφο που είχαν αρχικά απορρίψει.
Στις 25 Σεπτεμβρίου του 1970 το βιβλίο δημοσιεύθηκε, η πρώτη περιορισμένη έκδοση του βιβλίου εξαντλήθηκε μέσα στου πρώτους μήνες και όποια έκδοση την ακολούθησε και αυτή είχε την ίδια τύχη.

Η ιστορία μέσα στην ιστορία που ξεκίνησε με μια απλή λέξη: Πέτα.
Αφιερωμένο
στην Κω που αγαπώ να πηγαίνω,
σε όσους ακόμη ονειρεύονται


O Γλάρος Ιωνάθαν Λίβινκστον εδώ και εδώ

Τετάρτη 3 Μαρτίου 2010

Μια φωτογραφία, ένα ποίημα, μία αφιέρωση


Παρέα με τις φωτογραφίες μου μένω πολλά βράδια, τις κοιτώ για να μη ξεχνάω.

Γι’ αυτό τις τραβώ άλλωστε, για να έχω να θυμάμαι.

Είναι τοποθετημένες με χρονολογική σειρά. Όσο πιο πίσω πάω τόσο και ξεθωριάζουν.

Πρόσωπα, χαμόγελα, εικόνες, χρώματα που διαφέρουν με το μέρος και την ώρα, στιγμές που πάγωσαν.

Ένα τέτοιο βράδυ βάλθηκα να ξεφυλλίζω, λοιπόν, τις αναμνήσεις μου και έπεσα πάνω σε μια που διέφερε. Ήταν μια σελίδα από μια ποιητική συλλογή. Μια ποιητική συλλογή που ταξίδεψε από την Πάτρα στην Κέρκυρα για να φτάσει στα χέρια μου, να διαβαστεί και να επιστρέψει πάλι πίσω, να μπει στα ράφια μιας βιβλιοθήκης που σίγουρα δεν θα έχει την ακαταστασία της δικής μου.

Από φόβο μάλλον μην τυχόν και χαλάσει, μην τσακιστεί κάποια σελίδα, μην σπάσει και ραγίσουν οι λέξεις, δεν την φωτοτύπησα και αρκέστηκα σε μια μόνο φωτογραφία.

Αφορμή όλων μια αφιέρωση.

Που να’ ξερε ο ποιητής ότι μια μόνο αφιέρωση θα έφερνε μια τέτοια αναστάτωση.

Ο τίτλος του ποιήματος, και της φωτογραφίας λοιπόν, είναι Το σκάκι και τα χρώματά της είναι τα εξής:


«Σ’ ένα λιβάδι – πριν ακόμα εκπατρισθούν οι σιταρήθρες κι’ αναληφθούν ένα πρωί τα κρίνα – είχαμε οριοθετήσει το παιδικό βασίλειό μας – ένα βασίλειο μοναδικό σ’ ολόκληρη τη γη, αφού δεν είχε καθόλου υπηκόους κι’ είμασταν όλοι αρχηγοί. Αργότερα, διψασμένοι για περισσότερη δράση, μεταναστεύσαμε στην πλατεία με τις βρύσες˙ εκεί τα βράδυα καταστρώναμε σχέδια τολμηρά, γιατί ο κόσμος γύρω μάς φαινόταν μικρός – μικρή η πλατεία, αδιέξοδα τα σοκάκια, παντού φράκτες – κι’ εμείς θέλαμε τα σύνορά μας ελεύθερα, πέρα απ’ τον ορίζοντα. Γρήγορα όμως αλλάξαμε πόστο και, αναζητώντας λύσεις πιο ασφαλείς, περιμαντρώσαμε τις ανησυχίες μας σε μιαν αυλή και περνούσαμε τον καιρό μας φιλοσοφώντας κάτω από ένα φεγγάρι, που μας κοιτούσε δεκαοχτώ χρόνια συνέχεια. Έχοντας διανύσει τόση απόσταση χωρίς – αλλοίμονο – να το καταλάβουμε, ανίδεοι, σαν να μην κουβαλούσαμε κάποιο παρελθόν, βρεθήκαμε στο τέλος σε μια κάμαρα καθισμένοι γύρω από ένα τραπέζι, να

σχεδιάζουμε, σκυφτοί πάνω από τα ασπρόμαυρα τετραγωνάκια του σκακιού, μια νίκη χωρίς σημασία.».


Ας με συγχωρέσει ο κάτοχος του αντιτύπου που τα χρόνια πέρασαν και ξέχασα και το όνομα του ποιητή αλλά και τον τίτλο της ποιητικής συλλογής.

Θα είχα ξεχάσει και τις λέξεις του ποιήματος, αν δεν ήταν η φωτογραφία, αλλά σίγουρα όχι το ταξίδι.