
Bernhard Schlink, Διαβάζοτας στη Χάννα, μετάφραση Ιάκωβος Κοπερτί, εκδόσεις Κριτική, Αθήνα 1998, 205 σ.
Ένα βιβλίο γραμμένο το 1995 που πιάνει πολλά θέματα, όλα βαριά και σοβαρά, μπαίνει σε μια γενικευμένη κουβέντα χάρη στην κινηματογραφική εκδοχή του που παίζεται στις αθηναϊκές αίθουσες από την προηγούμενη εβδομάδα. Υπάγεται, έτσι, στην κατηγορία των βιβλίων που η ιστορία τους γίνεται σενάριο του σινεμά. Αλλά πολλά βιβλία έχουν γίνει και γίνονται τηλεοπτικά σενάρια, θεατρικές παραστάσεις, μιούζικαλ, όπερες, πίνακες ζωγραφικής και πάει λέγοντας. Ισχύει και το αντίστροφο, μια εικόνα που εμπνέει ένα ποίημα, ένα ποίημα που δημιουργεί μια πλοκή, και πάνω του χτίζεται μια μυθοπλασία, αφορμές για διαλογικές σκέψεις σε διάφορα είδη και ύφη. Ένα γενικό πολιτιστικό γίγνεσθαι, από μια κατηγορία έκφρασης σε άλλη, περάσματα, αλυσιδωτές μεταγγίσεις, μεταπλάσεις, συνεχής επεξεργασία που ανοίγει τα θέματα και την έκφρασή τους.
Συγκρίσεις για την πιστότητα στο αφετηριακό έργο και κρίσεις για το αν το ένα αποδίδει καλύτερα την αφήγηση από το άλλο εξυπηρετούν άραγε; Το ένα πλουτίζει το άλλο, δουλεύει προσθετικά με τα εργαλεία που έχει στην διάθεσή του, προσφέρει διαφορετικά πράγματα, και οι αναγνώστες, θεατές, ακροατές έχουν να λάβουν από όλα.
Και αν έχουμε βιβλία για την γραφή και την ανάγνωση, αυτό εδώ είναι ένα βιβλίο για τον αναλφαβητισμό, για τις δυσκολίες που προκύπτουν από την κοινωνική αναπηρία, για την ντροπή που ακολουθεί για την κρυφή ζωή που ζει εκείνος που δεν μπορεί να αποκωδικοποιήσει τα σύμβολα του αλφαβήτου που τον περιβάλλουν στο αστικό περιβάλλον και την συνεχή πίεση και την εξαντλητική ένταση που υφίσταται με το που βγαίνει από το κατώφλι του σπιτιού του για να καλύψει ότι δεν μπορεί το αυτονόητο σήμερα στην Δύση, να διαβάσει.
Ένα βιβλίο που μιλάει για την ανάγνωση προς έναν αναλφάβητο, μια ειδική περίπτωση ενήλικα αναλφάβητου που δεν μαθαίνουμε γιατί και πώς προέκυψε αυτή η έλλειψη. Μια ανάγνωση που διαφέρει από την σιωπηλή κατ’ ιδίαν ανάγνωση, που γυρεύει την σωστή εκφορά και τονισμό του λόγου, που διαρκεί περισσότερο χρόνο, και έχει ως αποτέλεσμα την καλύτερη και μονιμότερη διατήρηση του περιεχομένου της ανάγνωσης στον αναγνώστη, που απαιτεί τις δυνάμεις του και δημιουργικότητα.
Είναι ένα βιβλίο που μιλάει και για αναγνώσεις που μεταδίδονται μέσα από μηχανικά μέσα (το κασετόφωνο) προκειμένου να υπηρετήσουν μια ξεχωριστή επικοινωνία με ενδιάμεσο την τέχνη του λόγου. Συναντάμε την επιθυμία για. διάχυση της ανθρώπινης περιπέτειας, τις σκέψεις και τα συναισθήματα που γεννά οι λέξεις των άλλων. Ο πρωταγωνιστής δανείζει την φωνή του και δανείζεται τις λέξεις από το ξεκίνημα της ιδιότυπης σχέσης.
Πολλά ερωτηματικά και αιωρούμενες μισοαπαντήσεις γύρω από το πώς δουλεύει η μνήμη, τι συμβαίνει με την διαδικασία της ανάμνησης, πόσο μπορούμε να βασιζόμαστε σε εντυπώσεις, πώς τις ξαναφέρνουμε στο μυαλό μας, την θλίψη που μας κυριεύει στριφογυρνώντας προς τα πίσω, και την σχέση μεταξύ υπαρκτών καταστάσεων και υποσχέσεων που δεν πραγματοποιήθηκαν. Εσωτερικές διεργασίες. Προσωπικές και συλλογικές. Πώς να συμβιώνει κανείς με βαριά σημαδεμένα παρελθόντα, όπως η γενιά των Γερμανών που είχε συνεργαστεί ή και δεν εμπόδισε το παγκόσμιο αιματοκύλισμα…, τι έπρεπε να κάνει και πού πρέπει να σταθεί η μεταπολεμική γενιά, πώς να φερθούν και να νιώσουν όσοι αγάπησαν συγγενείς και φίλους που εγκλημάτησαν. Ζητήματα συμφιλίωσης του παρελθόντος με το παρόν που απασχολούν τους λαούς, σε μικρότερη ένταση, και ψάχνονται. Απασχολούν και εμάς σε διάφορα και διαφορετικά επίπεδα, ας πούμε η παρουσία της αρχαιότητας στην καθημερινότητά μας και στην θεωρητική μας θωράκιση, οι σχέσεις μας με τους γείτονες από όλα τα σημεία του ορίζοντα με τους οποίους έχουμε έρθει σε μετωπική σύγκρουση,…
Ο αφηγητής σε πρώτο πρόσωπο Μίχαελ Μπεργκ, μετά τις νομικές σπουδές του γίνεται ιστορικός του δικαίου πιστεύοντας ότι «… το παρελθόν… ήταν εξίσου ζωντανό με το παρόν.» και «Το ν’ ασχολείσαι με την ιστορία σημαίνει να δημιουργείς γέφυρες μεταξύ παρελθόντος κι παρόντος, να παρατηρείς και τις δύο όχθες και να ενεργείς και στις δύο.» και κατέληγε ότι μέσα στο παρόν θα έπρεπε να μάθουμε να ζούμε με το παρελθόν (σ. 171).
Για την προδοσία, τις αμφιβολίες, τις ενοχές «Ξέρω πως ν΄ αρνηθείς κάποιον είναι ένα είδος κρυφής προδοσίας. Απ’ έξω δεν είναι εμφανές αν πρόκειται γι’ απάρνηση ή απλώς διακριτικότητα, σεβασμό, αποφυγή λυπηρών και δυσάρεστων καταστάσεων. Αλλά εκείνος που απαρνιέται το ξέρει καλά…» (σ. 73).
Διαβασμένο το είχα, είδα την ταινία «Σφραγισμένα χείλη» και το ξαναδιάβασα. Η ταινία μου άρεσε και αναγνώρισα μέρη του βιβλίου αλλά απέκτησα και εικόνα (εσωτερικά σπιτιών, αστικές ματιές, η εξοχή, αίθουσα δικαστηρίου), τα διαβάσματα τα μοιράστηκα διαφορετικά και αυτό πολύ το ευχαριστήθηκα γιατί έφτιαξε ενωτικό νήμα.