Συνεχίζω να περνώ τις μέρες μου διαβάζοντας Σεφέρη. Πόσες αναγνώσεις χωρούν στα ημερολόγιά του, πόσες μελέτες, πόσα άλλα κείμενα μπορούν να γεννήσουν και προπάντων πόσες σκέψεις. Μια ολόκληρη εποχή, μια ολόκληρη ζωή μέσα από τη ματιά του σπουδαίου ποιητή που λόγω επαγγέλματος ταξίδευε πολύ, αγαπούσε τη μουσική και κόπιαζε φτιάχνοντας στίχους. Ο δεύτερος τόμος (24 Αυγούστου 1931 - 12 Φεβρουαρίου 1934) γεμάτος μουσικές πληροφορίες από κονσέρτα που παρακολούθησε, συνθέτες που είδε να διευθύνουν τα έργα τους, η μουσική που ενέπνευσε την ποίησή του. Στον τρίτο τόμο (16 Απριλίου 1934 - 14 Δεκεμβρίου 1940) βρίσκει κανείς πληροφορίες για τους τυπογράφους της περιόδου, κυρίως το τυπογραφείο του Ταρουσόπουλου, και τις προσπάθειες του να συνεργαστεί μαζί τους. Στον πέμπτο τόμο (1 Γενάρη 1945 - 19 Απρίλη 1951) βρίσκονται όλες οι σκέψεις του από την εποχή που ζούσε σε πόλεις της Τουρκίας, συγκινητική η στιγμή που επέστεψε στα πάτρια εδάφη προσπαθώντας να βρει τις αναμνήσεις του.
Αντιγράφω μερικές σκέψεις του για μουσική, ποίηση, εκδόσεις:
Παρασκευή, 23 Φεβρουαρίου (1940)
Στο μικρό δωμάτιο το τσίμπαλο με τις δύο σειρές τα μαύρα πλήκτρα, η μουσική του Μπαχ. Το σιδερένιο φανάρι κρεμασμένο στο βάθος, μπροστά στο γυμνό τοίχος, μου θύμιζε το φανάρι της πρώτης πράξης της Τρικυμίας, που είδα κάποτε στο Λονδίνο. Σε μια γωνία πάνω από τη βιβλιοθήκη, κρεμασμένα, πάνω σε μια ταπετσαρία από λινάτσα, διάφορα ξύλινα πνευστά με ωραία πατίνα. Ο Γκίκας τα κοιτάζει και τ' αγγίζει με δάκτυλα προσεκτικά, θαρρείς μην τα ξυπνήσει. Είναι σχήματα που μπορούν να θρέψουν την τέχνη του. Όταν, κάπως απροσδόκητα, τον ακούω: "Θα ήθελα ν' ακούσω τι ήχο κάνουν." Έχω την εντύπωση ότι κι αυτή η απορία του είναι μια απορία πλαστική. Πως ο ήχος που θα ήθελε ν' ακούσει θα συμπλήρωνε την ιδέα του για μια πλαστική έκφραση αυτών των οργάνων.
Δευτέρα, 29 Απρίλη (1940)
Κοιτάζοντας το πρωί πόσο ανθρώπινο μπορεί να είναι ένα τοπίο, συλλογιζόμουνα την αντίδραση που ένιωθα πάντα ακούγοντας τη λέξη "ποιητής" με την υπερβατική έννοια που της δίνουν τόσο συχνά, σα να ήταν ο ποιητής κανένας ιππόγρυπας. Αντίδραση που μ' έκανε ν' αποφύγω, όσο μπορούσα, να ονομάσω έτσι εγώ ο ίδιος τον εαυτό μου, ή να ονομάσω "ποιήματα" την εργασία μου. Ποιητής, για τους περισσότερους σημαίνει άνθρωπο στο περιθώριο της ζωής, στα σύννεφα, όπως λένε, και που έχει στη διάθεσή του έναν ακατάσχετο καταρράκτη λέξεων. Πόσο δύσκολα, κάποτε, μιλά ο ποιητής, δεν το καταλαβαίνουν. Βλέπουνε μόνο ένα φουσκωμένο εγώ και δεν υποψιάζονται πόσο άρνηση του εγώ, απεναντίας, χρειάζεται για να φτάσει κανείς στην παραδοχή που σου επιτρέπει να φτιάξεις ένα ποίημα.
Σάββατο, 2 Νοέμβρη (1946)
Δεν αποσπάται κανείς εύκολα από ένα ποίημα που έχει τελειώσει, δεν κόβονται εύκολα οι κλωστές. Όλη τη μέρα σήμερα πασπατεύω ακόμη την Κίχλη, γυαλίσματα, διορθώματα, συμπληρώματα μικρών τόνων. Αισθάνομαι ακόμη μωλωπισμένος από το ποίημα. Τράβηξε κάμποση πείρα ζωής των τελευταίων χρόνων και ιδέες στίχων που σημείωνα σκόρπια από τον περασμένο Γενάρη.
Κυριακή, 2 Φεβρουαρίου (1947)
Χτες και σήμερα δοκίμια της Κίχλης. Έχασα πολύ καιρό από το τέλος του Δεκέμβρη. Ο Ταρουσόπουλος, ο τυπογράφος (όχι ο Πέτρος, ο άλλος), που τον παρακαλούσα να κινήσει τη δουλειά για να τελειώνουμε: "Τι τσίχλες και κοτσύφια μου λέτε, έχω τώρα τα Πρακτικά της Ακαδημίας!"
5 σχόλια:
Τι να σχολιάσει κανείς... Σε ευχαριστούμε!
Υπεραγαπημένος. Καλή χρονιά να έχουμε librarian!
Έχεις διαβάσει τις «Μέρες» του; αν όχι να το κάνεις, αξίζει να αφιερώσεις χρόνο στους επτά τόμους! Καλή χρονιά καλλιτέχνιδα!
μεγάλο έργο οι ''Μερες''. Δεν σχολιάζεται. Μονο διαβάζεται. Με δέος. Μερσί
Παραμυθού! Καιρό έχω να σε δω!
εχεις δίκιο. Περνώ περίοδο εσωστρέφειας αλλά, όλα καλά....
Ευτυχώς που υπάρχουν τα βιβλία και οι λέξεις. Κι όσοι πιστοί...
Τα σέβη μου
Δημοσίευση σχολίου