Έλαβα από τον φίλο Μαραμπού μια ανάρτηση αφιερωμένη στον πολύ αγαπημένο ποιητή της εφηβικής μου ηλικίας Κ. Γ. Καρυωτάκη. Οι στοίχοι του μου κρατούσαν συντροφιά νύχτες πολλές πριν από δεκαπέντε χρόνια. Ήταν ένα βιβλιαράκι με επιμέλεια Τέλλου Άγρα με συλλογές ποιημάτων του που σαν να το είχα μάθει απ' έξω. Η ποίηση του Καρυωτάκη δεν μπορεί να ξεπεραστεί αν τόσο σε έχει αγγίξει σε αυτήν την ιδιαίτερη ηλικία. Σε αντίθεση με την ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη που ποτέ δεν με άγγιξε, με άγγιξαν όμως τα συναισθήματα που ένιωθε γι' αυτόν. Και μιας που βρίσκομαι στην γενέτηρα πόλη της θα βάλω και μια εικόνα που ήθελα από καιρό να αναρτήσω αλλά δεν έβρισκα αφορμή.
Πρώτα όμως οι λέξεις του Μαραμπού:
Η κουλτούρα είναι ό,τι μένει όταν τα' χουμε όλα
ξεχάσει. Αυτή η φράση αποδίδεται στον Αντρέ Μαλρώ και μας λέει πως όταν
κοπάσουν τα πάθη και οι ίντριγκες, οι πολεμικές και τα μαχαιρώματα, θα
θυμόμαστε μόνο εκείνο που είχε την αντοχή και τις αντιστάσεις να φτάσει ως
εμάς. Όσοι ακούν το όνομα “Καρυωτάκης” σήμερα, συνήθως αγνοούν τον λυσσαλέο
πόλεμο και την λασπολογία που δέχθηκε από κριτικούς και συγγραφείς της γενιάς
του. Η λέξη “καρυωτακισμός” είχε φτάσει να γίνει "συνώνυμη της εύκολης
στιχουργίας, της φτηνής αισθηματολογίας και της αδιέξοδης μεμψιμοιρίας".
Η πεισιθάνατη ποίηση του Καρυωτάκη λοιδορήθηκε γιατί
μια κοινωνία που βγήκε από έναν πόλεμο και ετοιμαζόταν να μπει σε έναν νέο, δεν
ήθελε πλέον να ακούει άλλο για θανάτους. Η σήψη του σώματος (Ωχρά σπειροχαίτη)
αλλά κυρίως η σήψη του πνεύματος, τον καθόρισε ποιητικά και τον έθεσε σε ένα
περιθώριο να θαυμάζει τα οράματά του που έρχονταν με ταχύτητα να επαληθευτούν!
Την ποιητική του όμως κάθε άλλο παρά σάπια μπορούσες να την χαρακτηρίσεις.
Χρησιμοποιώντας την παραδοσιακή φόρμα, ενσωμάτωσε κάποιες μοντέρνες πινελιές
που ξεχωρίζουν και εντυπωσιάζουν ακόμα και τώρα. Η γλώσσα του έδειχνε τόσο
ελεύθερη όσο θα έδειχνε και μέσα στα χαλαρά όρια ενός ελεύθερου στίχου,
διανθισμένη με μια αριστοκρατική ειρωνεία που αποδεκάτιζε τις συντηρητικές
συνειδήσεις με τόση ευκολία και χάρη φέρνοντας στην επιφάνεια την αμηχανία των
αναγνωστών του πριν την σαρωτική απαξίωση. "Ένας ήσυχος και μετρημένος υπάλληλος
που μεταβάλλεται σε μαχητικό συνδικαλιστή, ένας σωστός δημοτικιστής που νοθεύει
την γλώσσα του με καθαρευουσιανισμούς, ένας ευγενικός θλιμμένος ποιητής που
εξεγείρεται και σατιρίζει με καυστικό τρόπο πρόσωπα και καταστάσεις φέρνει σε
δύσκολη θέση ακόμα και τους παλιούς του φίλους."
"
Η Χριστίνα Ντουνιά γράφει μια εξαιρετική και
διεισδυτικότατη μελέτη, που έχει ως επίκεντρο την ποιητική συλλογή του
Καρυωτάκη “Ελεγεία και Σάτιρες” (και
κυρίως τις σάτιρες) που ξεσήκωσε τις περισσότερες αντιδράσεις, και ενορχήστρωσε
μία συντονισμένη επίθεση από κριτικούς, συγγραφείς, παλιούς φίλους, υπουργικά
ανδρείκελα και εκπορνευμένες συνειδήσεις. Η μελέτη της Χριστίνας Ντουνιά
διαθέτει εμβρίθεια και αφηγηματική καλαισθησία που φωτίζει το ζήτημα από όλες
τις πλευρές του. Όσοι αγαπάτε τον ποιητή θα λατρέψετε και αυτήν εδώ την μελέτη.
Θα ανακαλύψετε εκ νέου κάτι που ήδη το ξέρετε, ότι εκείνη η «ποίηση
ναρκισσευόμενων ατόμων» δεν θα μπορούσε να φτάσει ως εμάς μόνο χάρη στο
ναρκισσιστικό της όχημα – ούτε όμως και να τελειώσει για πάντα με μια σφαίρα
στην καρδιά κάτω από τον απόκοσμο ίσκιο ενός ευκαλύπτου της Πρέβεζας!
ΣΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
ΠΟΥ ΦΩΤΙΖΕΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Λευτεριά, Λευτεριά, σχίζει,
δαγκάνει
τους ουρανούς το στέμμα σου. Το
φως σου,
χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό
σου.
Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι,
λογαριάζουν πόσα δολάρια κάνει
σήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου.
Λευτεριά, Λευτεριά, θα σ'
αγοράσουν
έμποροι και κονσόρτσια κι
Εβραίοι.
Είναι πολλά του αιώνος τα χρέη,
πολλές οι αμαρτίες που θα
διαβάσουν
οι γενεές, όταν σε παρομοιάσουν
με το πορτρέτο του Dorian Gray.
Λευτεριά, Λευτεριά, σε
νοσταλγούνε
μακρινά δάση, ρημαγμένοι κήποι,
όσοι άνθρωποι προσδέχονται τη
λύπη
σαν έπαθλο του αγώνος, και
μοχθούνε
και τη ζωή τους εξακολουθούνε,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου