Ο Μαραμπού που μετά από τόσα χρόνια που τον πιλατεύω αποφάσισε να κάνει δικό του μπλογκ (άραγε να ήταν το 2010 που πρωτοξεκίνησα να του το λέω;) μου έστειλε μια ανάρτηση ενός βιβλίου που είχε την καλοσύνη να μου παραχωρήσει την πρώτη ανάγνωση (αυτές οι κινήσεις σημειώνονται και δεν ξεχνιούνται). Τα διαφορετικά με όσα γράφτηκαν γι' αυτό το βιβλίο λόγια του με βρίσκουν απολύτως σύμφωνη. Κι αν και εμένα δεν μου αρέσει να αναρτώ για βιβλία που με άφησαν αδιάφορη, ανέθεσα σε εκείνον αυτή την αποστολή για το συγκεκριμένο βιβλίο.
Αφήνω, λοιπόν, την ανάρτησή του και του εύχομαι καλή και δημιουργική αρχή στο νέο του δημιούργημα, αν και δεν μπορώ να κρύψω την ανησυχία μου μήπως και σταματήσω να λαμβάνω τις πολύαναμενόμενες βιβλιοκριτικές του.
Κέρδισα το βιβλίο από τη ραδιοφωνική εκπομπή του Librofilo (τον οποίο και ευχαριστώ) και ζήτησα από την librarian να το παραλάβει και αφού το διαβάσει να μου το στείλει. Το βρήκε χλιαρό όταν οι περισσότεροι το εκθείαζαν ενθέρμως και αυτό μου κίνησε το ενδιαφέρον. Θα έπρεπε να είμαι προετοιμασμένος και για ενδεχόμενη ψυχρολουσία; Όχι, δεν πρόκειται για ψυχρολουσία. Αλλά το βιβλίο είναι μέτριο, απλώς μέτριο, χωρίς να μπορώ να του προσδώσω κανέναν επιθετικό προσδιορισμό που θα το τραβήξει από την μετριότητα. Έχασα οριστικά το αμυδρό ενδιαφέρον μου κάπου στη σελίδα 70.
Ο συγγραφέας ασχολείται με χαρακτήρες και θέματα που θα “έκαναν παπάδες” και στο τέλος απορείς πώς στο καλό βγαίνει μια τόσο άτονη ιστορία. Δεν ταυτίζεται μαζί τους ούτε στιγμή, οι χαρακτήρες με τόσες δυνατότητες από “γεννησιμιού” τους παρουσιάζονται εντελώς άχρωμοι. Όταν γίνεται μεγάλος ντόρος για βιβλία, συνήθως κρατάω ένα μικρό καλάθι που έχω γι' αυτές τις περιπτώσεις, αλλά, σε μερικά σημεία του βιβλίου (δε θα το αρνηθώ) χρειάστηκε να αντικαταστήσω το καλάθι με ένα ακόμα πιο μικρό! Διαρκώς αμφιταλαντευόμουν αν η χρήση της γλώσσας ενισχύει την μνήμη ή τη λήθη της ιστορίας, ας μην είμαι τόσο άδικος, ίσως να μην θυμάμαι πολλά τώρα άλλο όταν το οικοδόμημα τελειώσει να εντυπωθεί αμετάκλητα στο μυαλό μου. Μπα! Δε θα θυμάσαι τίποτα μετά την πάροδο μιας εβδομάδας. Και πολύ λέω!
Το πιο ενδιαφέρον μέρος του βιβλίου είναι μια άποψη στο αυτί του που αφήνει να εννοηθεί ότι έχει μια έστω και επισφαλή ομοιότητα και δυναμική με το 2666! Δε θα άξιζε τα λεφτά μου (αν τα έδινα) αλλά μάλλον ούτε τον χρόνο μου άξιζε. Κατά την (αλλοπρόσαλλη) αισθητική μου κρίση, θεωρώ το εξώφυλλο, ένα από τα πιο κακόγουστα της σειράς και από τα πιο κακόγουστα εν γένει. Επίσης, η καρτουνίστικη γραμματοσειρά σε συνδυασμό με την ατροφική ιστορία του βιβλίου, δεν βοηθούν τους αναγνώστες να το πάρουν στα σοβαρά! Μειονέκτημα αποτελεί και η μικροσκοπική γραμματοσειρά, η οποία όταν εξιστορεί γράμματα και άρθρα εφημερίδων μικραίνει περισσότερο, μεγαλώνοντας παράλληλα τους βαθμούς της μυωπίας.
Η ανάγνωση (παραδόξως!) δεν είναι απογοητευτική, η γλώσσα του συγγραφέα είναι καλή (αρκεί όμως αυτό; Σε αυτή την περίπτωση μάλλον όχι!), η μετάφραση το ίδιο και παρά τα εξωτερικά μειονεκτήματα, νιώθεις ότι την απολαμβάνεις. Είναι, όμως, απελπιστικά αδιάφορη. Και αυτό, εν τέλει, είναι το απογοητευτικότερον όλων!
Αφήνω, λοιπόν, την ανάρτησή του και του εύχομαι καλή και δημιουργική αρχή στο νέο του δημιούργημα, αν και δεν μπορώ να κρύψω την ανησυχία μου μήπως και σταματήσω να λαμβάνω τις πολύαναμενόμενες βιβλιοκριτικές του.
Κέρδισα το βιβλίο από τη ραδιοφωνική εκπομπή του Librofilo (τον οποίο και ευχαριστώ) και ζήτησα από την librarian να το παραλάβει και αφού το διαβάσει να μου το στείλει. Το βρήκε χλιαρό όταν οι περισσότεροι το εκθείαζαν ενθέρμως και αυτό μου κίνησε το ενδιαφέρον. Θα έπρεπε να είμαι προετοιμασμένος και για ενδεχόμενη ψυχρολουσία; Όχι, δεν πρόκειται για ψυχρολουσία. Αλλά το βιβλίο είναι μέτριο, απλώς μέτριο, χωρίς να μπορώ να του προσδώσω κανέναν επιθετικό προσδιορισμό που θα το τραβήξει από την μετριότητα. Έχασα οριστικά το αμυδρό ενδιαφέρον μου κάπου στη σελίδα 70.
Ο συγγραφέας ασχολείται με χαρακτήρες και θέματα που θα “έκαναν παπάδες” και στο τέλος απορείς πώς στο καλό βγαίνει μια τόσο άτονη ιστορία. Δεν ταυτίζεται μαζί τους ούτε στιγμή, οι χαρακτήρες με τόσες δυνατότητες από “γεννησιμιού” τους παρουσιάζονται εντελώς άχρωμοι. Όταν γίνεται μεγάλος ντόρος για βιβλία, συνήθως κρατάω ένα μικρό καλάθι που έχω γι' αυτές τις περιπτώσεις, αλλά, σε μερικά σημεία του βιβλίου (δε θα το αρνηθώ) χρειάστηκε να αντικαταστήσω το καλάθι με ένα ακόμα πιο μικρό! Διαρκώς αμφιταλαντευόμουν αν η χρήση της γλώσσας ενισχύει την μνήμη ή τη λήθη της ιστορίας, ας μην είμαι τόσο άδικος, ίσως να μην θυμάμαι πολλά τώρα άλλο όταν το οικοδόμημα τελειώσει να εντυπωθεί αμετάκλητα στο μυαλό μου. Μπα! Δε θα θυμάσαι τίποτα μετά την πάροδο μιας εβδομάδας. Και πολύ λέω!
Το πιο ενδιαφέρον μέρος του βιβλίου είναι μια άποψη στο αυτί του που αφήνει να εννοηθεί ότι έχει μια έστω και επισφαλή ομοιότητα και δυναμική με το 2666! Δε θα άξιζε τα λεφτά μου (αν τα έδινα) αλλά μάλλον ούτε τον χρόνο μου άξιζε. Κατά την (αλλοπρόσαλλη) αισθητική μου κρίση, θεωρώ το εξώφυλλο, ένα από τα πιο κακόγουστα της σειράς και από τα πιο κακόγουστα εν γένει. Επίσης, η καρτουνίστικη γραμματοσειρά σε συνδυασμό με την ατροφική ιστορία του βιβλίου, δεν βοηθούν τους αναγνώστες να το πάρουν στα σοβαρά! Μειονέκτημα αποτελεί και η μικροσκοπική γραμματοσειρά, η οποία όταν εξιστορεί γράμματα και άρθρα εφημερίδων μικραίνει περισσότερο, μεγαλώνοντας παράλληλα τους βαθμούς της μυωπίας.
Η ανάγνωση (παραδόξως!) δεν είναι απογοητευτική, η γλώσσα του συγγραφέα είναι καλή (αρκεί όμως αυτό; Σε αυτή την περίπτωση μάλλον όχι!), η μετάφραση το ίδιο και παρά τα εξωτερικά μειονεκτήματα, νιώθεις ότι την απολαμβάνεις. Είναι, όμως, απελπιστικά αδιάφορη. Και αυτό, εν τέλει, είναι το απογοητευτικότερον όλων!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου