Ο Μαραμπού διάβασε ένα πολύ ιδιαίτερο δοκίμιο που μιλά για τη χαρά της ανάγνωσης, μπαίνει στο μυαλό του αναγνώστη και αφηγείται τι συμβαίνει εκεί και φυσικά έστειλε εντυπώσεις:
Πόσες και πόσες φορές, αναγνώστες δεν στοχάστηκαν πάνω
στα βιβλία που διάβασαν; Δεν είναι αναγκαίο να γίνει, είναι όμως θεμιτό. Πολλές
φορές θέλεις να πας την ανάγνωση ένα βήμα παραπέρα, να σκεφτείς τους λόγους για
τους οποίους ο συγγραφέας επέλεξε μια συγκεκριμένη αφηγηματική τεχνική, να
μαντέψεις ποια πρόσωπα μπορεί να κρύβονται πίσω από τα “πρόσωπα”, ή τουλάχιστον
να ψέξεις με την ησυχία σου τον συγγραφέα για τα μύρια όσα σφάλματα στα οποία
υπέπεσε, αναθεματίζοντας την φήμη που τον τυλίγει, όταν εσύ θα μπορούσες να
γράψεις σαφώς πολύ καλύτερα από αυτόν!
Ο Μάριο Λαβατζέτο, Ιταλός θεωρητικός της λογοτεχνίας,
γνωρίζοντας προφανώς, ότι σπανίως μια ανάγνωση αρχίζει και τελειώνει στα στενά
όρια της αναγνωστικής απόλαυσης, ξεκινά ν' αναπλάσει την ιστορία μιας
ανάγνωσης, συνεπικουρούμενος (εδώ, η επίδραση του μεγάλου Καλβίνο γίνεται
αντιληπτή με ένα φευγαλέο βλεφάρισμα του νου!) από έναν φανταστικό αναγνώστη,
“αρκεί να είναι υπομονετικός και να μην αφήνει κατά μέρος όλα όσα ξεφεύγουν από
τη λογική της γραμμικής διαδοχής των γεγονότων”. Στοχεύουν λοιπόν τον Μπαλζάκ
και το διήγημά του “La Grande Breteche”, το οποίο υπέστη πολλές επεμβάσεις από το συγγραφέα του
και πολλές “μετακινήσεις” μέσα στην πελώρια Ανθρώπινη κωμωδία του, κατά
τη διάρκεια των επανεκδόσεων. Γιατί συνέβη αυτό, φανταστικέ αναγνώστη;
Ο φανταστικός αναγνώστης αφού διαβάσει (μαζί με μας) την
ιστορία της “Grande Breteche”, αναλαμβάνει να δώσει λύση στα ερωτήματα που
ανακύπτουν, ελάχιστα σίγουρος για τις απαντήσεις.
(...) πίσω από κάθε συνείδηση αναγνώστη – ακόμα και από
την πιο οξυδερκή και συνετή – υπάρχει μια ερευνητική ροπή που την αυξάνει το
ρεαλιστικό κείμενο, καθώς ξεδιπλώνει όλους τους μηχανισμούς των ιστορικών ή
ψευδο-ιστορικών αναφορών. Οι λέξεις προβάλλουν την πραγματικότητα σαν σκιά,
ταυτόχρονα όμως παραπέμπουν οι ίδιες σε μια πραγματικότητα, σε ένα σύνολο
“πραγμάτων”˙ έχουν μια προέλευση, ή τουλάχιστον κουβαλούν μέσα τους την
πληθωρική μνήμη της προέλευσής τους.
Ξεκινάει λοιπόν, μια “αστυνομική έρευνα” προς διαλεύκανση
του μυστηρίου: ερευνώνται πηγές, τα χειρόγραφα του συγγραφέα για τυχόν
σβησίματα ή τρεμουλιάσματα και δισταγμούς του
χεριού και του μυαλού, αναζητούνται στοιχεία μέσα στην
αλληλογραφία με τους συγγενείς του, οτιδήποτε θα ενοχοποιήσει τον αδίστακτο
δημιουργό. Θα κοροϊδέψει εμάς ο Μπαλζάκ, σκεφτόμαστε χαιρέκακα, παρασυρμένοι
από την αλαζονεία του φανταστικού αναγνώστη, λησμονώντας φαίνεται ότι,
(...) το λογοτεχνικό κείμενο είναι από τη φύση του
“σπογγώδες” και απορροφά, στη διάρκεια της μακρόχρονης ύπαρξής του, μια μεγάλη
ποσότητα σημασιών που δεν είχαν προβλεφθεί στην “γραφή” του (ή και που είναι
αρχικά “ξένες” προς αυτή), χωρίς να είναι δυνατόν να το αποκαταστήσουμε στην
πρωτογενή μορφή του απλώς στύβοντάς το ή στεγνώνοντάς το στον ήλιο.
“Η μηχανή του σφάλματος” είναι ένα όμορφο δοκίμιο για
όσα, λίγο ή πολύ, σκέφτεται κάθε βιβλιόφιλος ύστερα από μία ανάγνωση.
Συνταιριάζει πολλά και διαφορετικά είδη γραφής, περιέχει πολλά αποσπάσματα από
κείμενα του Μπαλζάκ (συμπεριλαμβανομένης και της ιστορίας της “Grande Breteche”), αλληλογραφία, βιογραφία και φυσικά δοκιμιακό λόγο,
στιβαρό και ουσιώδη, κάτι που αποδεικνύεται και από τις πολλές σελίδες
βιβλιογραφικών αναφορών για ένα βιβλίο σχετικά μικρής έκτασης. Μπορεί να μην
τρέξετε στα βιβλιοπωλεία για να το αγοράσετε, αν όμως πέσει τυχαία στα χέρια
σας, σίγουρα θα το διαβάσετε ως το τέλος, απολαμβάνοντας παράλληλα τρεις
διαδοχικές αρωματικές κούπες καφέ – προς τιμήν του σπουδαίου Μπαλζάκ, που έπινε
πενήντα καφέδες την μέρα, για να μπορεί να γράψει όλα αυτά τα σπουδαία, που
εμείς οι τωρινοί αναγνώστες, ερχόμαστε να αποδομήσουμε σε μια πρωινή συνάντησή
μας σε ένα βιβλιοπωλείο-καφέ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου