Διαβάζοντας για τους Bouquinistes του Παρισιού, τους βιβλιοπώλες εκείνους που πουλούν παλιά βιβλία στις δύο όχθες του Σηκουάνα δημιουργώντας την αίσθηση ότι το ποτάμι αυτό κυλά ανάμεσα σε δύο βιβλιοθήκες, μου ήρθε στο νου ένα απόσπασμα που είχα διαβάσει σε έναν παλιό βιβλιογραφικό κατάλογο σπάνιων εκδόσεων. Ήταν ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Μαρίνου Σιγούρου Εντυπώσεις από το Παρίσι, έκδοση του 1910 των Παναθηναίων, το οποίο φέρει τον τίτλο "Παλαιοβιβλιοπώλες".
Το ανιγράφω εδώ ολόκληρο για τους λάτρεις των παλιών βιβλίων αλλά και του όμορφου Παρισιού.
«Όταν περνώ, έξω από τη Γαλλική Ακαδημία, στην προκυμαία του
Σηκουάνα, σταματώ εμπρός στα ξύλινα κιβώτια των Bouquinistes και κυττάζω τα
παλιά βιβλία. Κληρικοί γαλήνιοι, γέροι σοφοί, παρά ξένοι άνθρωποι, νέοι
ανήσυχοι διψασμένοι για τη μάθηση, ο κόσμος που αγαπά τα βιβλία, λησμονιέται
εκεί με το πρόσωπο βυθισμένο στις ξεθωριασμένες σελίδες και με τη σκέψη φευγάτη
στον περασμένο καιρόν ή σε μεταφυσικούς στοχασμούς.
Λίγα βήματα παραπέρα το Παρίσι οργιάζει πολυθόρυβο.
Όλα αυτά τα παλιά βιβλία, τα μικρά μετάλλινα αγαλματάκια, οι
μικρογραφίες, τα ειδώλια βλέπουν το φως της ημέρας, αφού θα έμειναν λησμονημένα
και παραριγμένα για πολλά χρόνια, σε κλειστά σκοτεινά καταγώγια, σε
αραχνιασμένες σοφίτες. Μια μυστική πνοή του Καιρού, κάτι σαν από την ψυχή της
Ιστορίας περνάει απάνω από αυτά τα κιβώτια που σκεπάζουν και στολίζουν σαν
στεφάνι τις όχθες του Σηκουάνα. Σηκώνεται σαν σκόνη η αναθυμίαση των άψυχων και
πλημμυρίζει με χίλιες σκέψεις την φαντασίαν όσων ζούνε με όνειρα.
Και ο περίγυρος, από το Λούβρον ως την Παναγιά του Παρισιού,
διηγείται όλη την ιστορία της Γαλλίας. Μαζί με τη σκόνη του δρόμου αναπνέω και
τη σκόνη της Ιστορίας, τις αναμνήσεις των εποχών. Βλέπω και αισθάνομαι την
εργασία των γενεών που επέρασαν, ταχνάρια ενός λαού.
Τέτοιο θέαμα κάνει κάθε στοχαστική ψυχή να περιφρονεί τα
πράγματα του κόσμου.
Κοντά στα νεκρά παλαιϊκά πράγματα, όπως μέσα σ' ένα κοιμητήρι,
νοιώθω την ειρηνική βαθιά θλίψη που εμπνέει το μοιραίο πέρασμα της ζωής.
Αυτά τα βιβλία που πουλιούνται για λίγες πεντάρες, μας δίνουν το
πικρότερο μάθημα μιας απελπιστικής σοφίας.
Μια ξεθωριασμένη ψυχή φωλιάζει μέσα στις σκοτεινές σελίδες των,
μια θλιβερή γεροντική ψυχή, ένα σιωπηλό πνεύμα του πόνου.
Ρίχνω μια γοργή ματιά στο τυπωμένο χαρτί που θυμίζει τη ματαιότητα
της εφήμερης επιτυχίας, την εργασία που περνά άκαρπη και αγνώριστη, την ανώφελη
προσπάθεια που χάνεται...
Πόσοι άγνωστοι συγγραφείς! Ονόματα που δεν τα είδα ποτέ, ονόματα
που ποτέ δεν τα άκουσα. Ποιός τους ξέρει, και ποιός τους συλλογίζεται τους
ευλογημένους αυτούς ανθρώπους που θυσιάσανε τα ωραιότερα χρόνια της ζωής
των σε μιαν εργασία χαμένη και άσκοπη, σ' ένα περιττό κόπο!
Ψηλά τα δένδρα είναι ολοπράσινα από τους ανοιξιάτικους χυμούς και
στα κλαδιά γλυκοκελαϊδούν τα πουλιά. Κάτου ο Σηκουάνας κυλά τα θολοπράσινα νερά
του. Κ' εγώ, με θλιμμένη ψυχή, συλλογίζομαι όλους αυτούς τους λησμονημένους
συγγραφείς, που κοιμούνται, μαζί με το έργο τους, άγνωστοι τον αιώνιον ύπνο.
Το βαθύ πικρό αίσθημα που νοιώθω μοιάζει σαν συμπάθεια και σαν
εγωισμός.
Τι τάχα αξίζει να προσθέσει κανείς λίγες ή πολλές σελίδες στην
άπειρη πληθώρα του τυπωμένου χαρτιού;
Γυρίζει στο νου μου ο φόβος που βασάνισε σχεδόν όλους όσοι ζήτησαν
να διαιωνίσουν (!) τη σκέψη τους επάνω στο χαρτί, που το τρώει ο σκόρος, που το
σαπίζει η υγρασία, που το σκίζει ο άνθρωπος.
Ο γερό-bouquiniste δεν σκοτίζεται από τέτοιους στοχασμούς, και
φαίνεται ευτυχισμένος γιατί ξέρει πως η Ευτυχία δεν αφίνει να την πιάσουν παρά
μόνον όσοι αδιαφορούν ή την περιφρονούν, ή εκείνοι που δεν την έχουν ανάγκη,
γιατί όταν γεννήθηκαν, τη βρήκαν σκυμένη από πάνω τους.
Δεν θα συλλογίζεται τη φτώχια του και δεν θα λογαριάζει την ηλικία
του. Κάθεται μπροστά στα βιβλία του και όταν δεν τα πουλεί τα διαβάζει. Έτσι
γυρτός, ασπρομάλλης, ζαρωμένος, ήρεμος, μου θυμίζει κάποιους γέρους πούχει
ζωγραφίσει ο Ρέμπραντ, σκυμένους στην ανάγνωσην ή στην προσευχή, με τη μορφή
μισοφωτισμένην από μια περαστικήν αχτίνα, ενώ το κορμί των το σκεπάζει σκιά.
Ζει με εγκαρτέρηση και κυττάζει όλα τα πράγματα με το
παρατηρητικό, αλλά ψυχρό και αδιάφορο βλέμμα του φιλοσόφου, που δεν μπορεί
τίποτε να τον εκπλήξει, γιατί όλα τα είδε, όλα τα περιμένει και του φαίνονται
φυσικά. Τον κόσμο τον πέρνει όπως βρίσκεται, και δεν του φαίνεται και πολύ
κακός, ούτε θαρρεί πως πρέπει να διορθωθεί.
Κι' όταν διαβάζοντας του ξεφεύγει ένα σβυμένο ειρωνικό μισοχαμόγελο,
θάναι γιατί βρίσκει περιττή κι' άσκοπη τη ματαιοδοξία των σοφών που θέλουν να
συστηματοποιήσουν μεθοδικά την τρελλήν αυτή σφαίρα που χωρίς λόγο στρηφογυρίζει
ακούραστη μέρα και νύχτα.
Όσα δεν καταλαβαίνει από τ' απούλητα βιβλία που διαβάζει, δεν
ζητεί να τα μάθει. Δεν νοσταλγεί ξένες χώρες, γιατί κάνει φανταστικά ταξίδια,
σε περασμένους καιρούς και μακρυνούς τόπους που τους γνωρίζει μόνο από τις
εικόνες των βιβλίων του, ή που τους ονειρεύεται μισονυσταγμένος, ακίνητος στο
σκαμνί του, κυττάζοντας τα θολοπράσινα νερα του Σηκουάνα και περιμένοντας
κανένα θεόλστατο πελάτη.
Βλέπει την παρισινή ζωή να περνά ολημερίς μπροστά του, και
στη μορφή του ζωγραφίζεται αυτή η σκέψη:
-Τίποτε δεν με συγκινεί, τίποτα δεν με ενθουσιάζει. Συνήθισα τη
θλίψη κ' ελησμόνησα τη χαρά.
Άλλοι περνούν βιαστικοί και αδιάφοροι χωρίς να ρίξουν μια ματιά
στα βιβλία. Άλλοι στέκονται και τα φυλλομετρούν και τα κυττάζουν. Φαντάζομαι
πως το ξεχασμένο βιβλίο θ' ανατριχιάζει από κρυφή ηδονή, θα νοιώθει χαρά να το
ξεφυλλίζουν απαλά σαν να το χαϊδεύουν τα δάχτυλα ενός αγνώστου. Ύστερα από
πολυκαιρινή λησμονιά θα έχει την πρόσκαιρην αυταπάτη πως δεν είναι άχρηστο.
Κάποιος διαβάτης που κοντοστέκει, μισοδιαβάζοντας με γλήγωρες ματιές, μπορεί να
ενδιαφερθεί και από την πιο ανόητη φυλλάδα, ο καθένας μπορεί να βρει στις
σελίδες της μιαν ιδέα, μια σκέψη του, κάτι που να τον ενθουσιάσει ή να τον
παρηγορήσει.
Ενώ φεύγω το πέρασμα μιας ωραίας κόρης με κάνει να λησμονήσω τα
ξεθωριασμένα βιβλία και τους μαύρους στοχασμούς.
Η ξανθή κόμη της αστράφτει στο φως, και στο λαμπρό χαμόγελο του
ήλιο φεγγοβολάει πρόσχαρη της φύσης η αιώνια νιότη, που αδιαφορεί για την
ανθρώπινη σοφία και που δεν έχει καμμιάν απαισιοδοξία».
Ο πρώτος πίνακας είναι του Tavik Frantisek Simon και φέρει τον τίτλο ο Παλιός Βιβλιόφιλος (Παρίσι, 1926).
Ο δεύτερος είναι του Antoine Blanchard με τίτλο Notre Dame, les bouquinistes, Paris.
4 σχόλια:
Αχ τι μας κάνεις τώρα, ειδικά σε όσους δεν έχουμε μπορέσει να βολτάρουμε στους δρόμους του Παρισιού, μακάρι να μπορούσα να πάω να χαζεύω με τις ώρες τα βιβλιοπωλεία, τους δρόμους, να πίνω καφεδάκια στα μπιστρό και να φωτογραφίζω ότι μου αρέσει.
Αχ καλλιτέχνιδα στο εύχομαι ολόψυχα να πας και να τραβήξεις πολλές φωτογραφίες. Είναι το Παρίσι μαγικό, από τις πιο όμορφες πόλεις.
Πολύ ωραίο το κειμενάκι!
Θέλω και γω να είμαι ένας bouquinistas (απογαλλοποίησα τελείως την λέξη)! Η καλύτερη δουλειά στο κόσμο, με ασταθή μισθό αλλά σταθερή ευτυχία!
Χαίρομαι που σου άρεσε το κειμενάκι - και που το διάβασες. Χάνει πολύ όταν δεν είναι τυπωμένο αλλά επειδή είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί γι' αυτό και το αντέγραψα. Ο συγκεκριμένος βιβλιογραφικός κατάλογος είχε και άλλα κειμενάκια για τα παλιά βιβλία. Ίσως κάποια στιγμή να τα αντιγράψω κι εκείνα.
Δημοσίευση σχολίου