Ο καλός φίλος Μαραμπού σαν να κατάλαβε ότι αλωνίζουμε και γι' αυτό δεν γράφουμε αναρτήσεις ήρθε σαν από μηχανής Θεός να μας ταρακουνήσει λίγο. Το Νησί των πιγκουίνων είναι σίγουρα ένα βιβλίο που θα διαβάσω με την πρώτη ευκαιρία και γι΄αυτό το λόγο με χαρά αναρτώ το παρακάτω κείμενο.
Γράφει ο Μαραμπού
Ο
όρος “Νόμπελ Λογοτεχνίας” έχει καταντήσει τα τελευταία χρόνια να ακούγεται σαν ευφημισμός. Όπως και το “Νόμπελ Ειρήνης” που δίνεται αφειδώς σε φιλοπόλεμες
καρικατούρες. Τα πρώτα αγνά χρόνια του θεσμού όμως, αυτό το βραβείο το πήρε
ένας Γάλλος, όνομα και πράγμα, ο Ανατόλ Φρανς και αυτό νομίζω, εξισώνει όλες
τις ατυχείς επιλογές που ακολούθησαν. «Γιος βιβλιοπώλη, έζησε το μεγαλύτερο
μέρος της ζωής του μαζί με τα βιβλία. Από πολύ μικρός ασχολήθηκε με τη συγγραφή
και αφιέρωσε τη ζωή του στην λογοτεχνία», μας πληροφορεί το σύντομο βιογραφικό
του που φιλοξενεί το βιβλίο. Στο υπενθυμίζει και ο ίδιος ο συγγραφέας από τις
πρώτες φράσεις κάθε βιβλίου του και δεν σε αφήνει να το ξεχάσεις παρά μόνο στην
τελευταία τελεία.
Αν
διαβάσεις Ανατόλ Φρανς, νιώθεις πλούσιος, ευρυμαθής όπως εκείνος, σοφός και
σίγουρος· γαλήνιος και αισιόδοξος· όμως όλη αυτή η γνώση που υπάρχει μέσα στα
βιβλία του, δεν προσφέρεται στους αναγνώστες ως άνοστη μασημένη τροφή, άλλα
“καρυκευμένη” με τον σπόρο της αμφισβήτησης, ακόμα και για όσα σου προτείνει·
σε βοηθάει να μην αναμασάς τις σκέψεις του αλλά να μάθεις να χωνεύεις τις δικές
σου.
Από
όσους συγγραφείς έχω διαβάσει, μόνο δύο μπορούν να χειριστούν την ειρωνεία τόσο
λειτουργικά ώστε να καταφέρουν μια άνευ προηγουμένου κοινωνική κριτική στα
περιβάλλοντά τους (άντε τρεις, ας συμπεριλάβω με επιείκεια και τον Σαραμάγκου!). Ο ένας είναι
ο Τόμας Μπερνχαρντ, του οποίου όμως η ειρωνεία είναι τόσο αιχμηρή και σφοδρή,
μπερδεύοντας πολλούς αναγνώστες, που καταλήγουν να την κατατάξουν στις τάξεις
μιας κατάφωρης και μισάνθρωπης
υβρεολογίας! Ο άλλος είναι ο Ανατόλ Φράνς που η ειρωνεία του είναι
λεπτή, αδιόρατη, ανέφελη – τόσο που, την νιώθεις σαν απαλό πουπουλένιο χάδι πάνω στην κοιλιά σου ενώ
εκείνη ξεσκίζει ανελέητη τα σωθικά σου!
Στον
πρόλογο του βιβλίου, ο αφηγητής που πρόκειται να γράψει την ιστορία των
Πιγκουίνων, ζητά την βοήθεια ενός σπουδαίου ιστορικού γιατί δεν καταφέρνει και
πολλά πράγματα μόνος του. Ο σοφός δάσκαλος τον συμβουλεύει. «Μα γιατί να
ταλαιπωρήστε τόσο, φτωχέ μου φίλε, και γιατί να φτιάξετε εσείς ιστορική μελέτη,
ενώ το μόνο που χρειάζεται, είναι να αντιγράψετε τις πιο γνωστές; Αν έχετε μια
καινούργια άποψη, κάποια ιδέα πρωτότυπη, αν βλέπετε τα πράγματα και τους ανθρώπους από διαφορετική σκοπιά, θα
ξαφνιάσετε τους αναγνώστες. Και τα ξαφνιάσματα δεν αρέσουν στους αναγνώστες.
Ζητούν πάντα να βρουν στην ιστορία τις κουταμάρες που έχουν κιόλας μάθει. Αν
δοκιμάσετε να τους διδάξετε, θα τους ταπεινώσετε και θα θυμώσουν. Μην
προσπαθείτε να τους φωτίσετε, γιατί θα φωνάξουν πως προσβάλλετε τις
καθιερωμένες πεποιθήσεις τους». Υπάρχει καθόλου ειρωνεία εδώ; Μα τω θεό,
δεν διακρίνω τίποτα!
Πέρα
από την πλάκα, είναι σελίδα και ειρωνεία, σελίδα και ειρωνεία, ένα page-irony
turner βιβλίο! Κυριολεκτικά, τα βάζει με όλους: με την ημιμάθεια των ανθρώπων,
τις θρησκευτικές μισαλλοδοξίες, τις πολιτικές μικρότητες, τα σεξουαλικά ήθη της
εποχής. Μοιραία, καθ' όλη την πορεία της ανάγνωσης (τουλάχιστον από τη μέση του
βιβλίου και ύστερα) κάνεις συνεχείς αναγωγές στην περίοδο της Γαλλικής
επανάστασης. Ωστόσο, η ευρυμάθεια του συγγραφέα σε ταξιδεύει σε περιόδους πολύ
πιο μακρινές και χαμένες στα βάθη του παρελθόντος, από την ιστορούμενη και,
(κάτι που ενδεχομένως το υποπτευόταν και ο ίδιος όταν έγραφε το βιβλίο) σε
προετοιμάζει για ανάλογες, καταγόμενες από τα ύψη του μέλλοντος!
Αυτό
το άθλιο κλισέ, πιο επίκαιρο από ποτέ, φαίνεται να ταιριάζει στην
προκειμένη περίπτωση. Ο κόσμος μάλλον δεν προόδευσε όσο θα περίμενε κανείς, αν
δε γίνεται αμέσως αντιληπτό είναι γιατί λείπει ένας Ανατόλ Φρανς να το
καταδείξει εκ νέου (αν και είπαμε, υπάρχει ο Τόμας Μπέρνχαρντ, μην
ξεχνιόμαστε!). Το βιβλίο διαβάζεται πολύ ευχάριστα, με την πανταχού παρούσα
ειρωνεία να αποτελεί... τα κερασάκια στην τούρτα! Τα ονόματα των χαρακτήρων
είναι επίσης πλασμένα με ειρωνεία και σας μεταφέρω μερικά όπως τα μετέπλασε η
αμφιβόλου αξιοπιστίας ειρωνεία του μεταφραστή: κύριος Ντ' Ουβάριος, πάτερ
Γκάιντας, πρίγκιπας Καμπουρίδης, Τουρλορόζα, Μουχληφαίστειος, Ραπάνιος,
υποκόμης Ελίτσας, υποκόμης της Κλίνης, Φτασμένος, Προσωπέας κ.α.
Ο
Ανατόλ Φρανς είναι αγαπημένος μου συγγραφέας και μετά λύπης μου διαπιστώνω,
διαισθάνομαι περισσότερο, ότι δεν διαβάζεται πια· θεωρείται παρωχημένος, κυρίως
γιατί μέσα από τα έργα του παρουσιάζεται ως ένας ανθρωπιστής (άλλο άθλιο κλισέ,
που αποδιδόταν συχνά και στον Καμύ) που ωστόσο, πριν προλάβουν να αναθαρρήσουν
από περηφάνια οι άνθρωποι που θα διαβάσουν αυτό, μάλλον ενστερνιζόταν
περισσότερο την άποψη που αποδίδεται στον σπουδαίο εφευρέτη Νικολά Τέσλα, “...
λέτε ότι αγαπάτε τους ανθρώπους. Εγώ δεν τους αγαπώ. Εκείνο που εγώ αγαπώ είναι
η ανθρωπότητα”.
Όποιος
θέλει να περηφανεύεται για τα λογοτεχνικά του ταξίδια, πρέπει να παραθερίσει
έστω και για λίγο στο Νησί των Πιγκουίνων (ας είναι και με ελεύθερο κάμπινγκ).
Αν ανήκετε όμως, στους ανθρώπους που παραπονιούνται συχνά, «Ειλικρινά, δεν
μπορώ να καταλάβω πότε ειρωνεύεσαι και πότε όχι!», τότε διαβάστε κάτι άλλο, για
να μην μείνει αναξιοποίητος ο πολύτιμος χρόνος σας!
3 σχόλια:
Ωραιότατο.
Ευχαριστώ, Δάφνη!
Δάφνη σε ευχαριστώ για τη βόλτα σου Μαραμπού σε ευχαριστώ γενικότερα. Περιμένουμε κι άλλα δικά σου.
Δημοσίευση σχολίου