Τρίτη 30 Απριλίου 2013

Ένα ποίημα ξεχωριστό

το ανέκφραστο που εκφράζουν

είναι στιγμές που οι λέξεις δραπετεύουν
από τη σκέψη
από τα χείλη
απ' τις σελίδες των βιβλίων
και γίνονται ένα μπλε βαθύ
ή της φωτιάς το κόκκινο σε ζωγραφιά
του έρωτα και τ' ουρανού

άλλοτε πάλι ξαφνικά
το ανέκφραστο που εκφράζουν
γίνονται νότες
μουσική νυχτερινή
σ' έρημο δρόμο με αρχαίους κυβόλιθους

κανείς δεν ξέρει
ποιον άλλο κόσμο θα συνθέσουν
κανείς δεν τις αναγνωρίζει
καθώς στη νέα τους διάσταση
χαμογελούν
αδιόρατα, ανεπαίσθητα
αινιγματικά

Μια κιμωλία στον μαυροπίνακα

 Τόλης Νικηφόρου


     

Παρασκευή 26 Απριλίου 2013

Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο


Το "Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο" είναι ένα βιβλίο που πολλοί θα ήθελαν να διαβάσουν λίγοι όμως έχουν διαβάσει κάποιον από τους τόμους και ακόμη λιγότεροι έχουν ολοκληρώσει το πολύτομο αυτό λογοτεχνικό έργο. Εύκολα όμως κάποιος θα το κατάτασσε στα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ακόμη κι εκείνος που δεν το έχει διαβάσει. Ο Προυστ ξεκίνησε να δημιουργεί το έργο του το 1909 και αναγκάστηκε να σταματήσει την επεξεργασία του το 1922 εξαιτίας της ασθένειας του.
Σε πέντε μεγάλου μεγέθους τόμους έχει εκδοθεί από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας (που δεν έχει πια βιβλιοπωλείο) και σε δεκαπέντε είχε πρωτοεκδοθεί από τον Ηριδανό. Την έκδοση αυτή εντόπισα στη βιβλιοθήκη και πήρα την απόφαση να δανειστώ το πρώτο μέρος του πρώτου τόμου υπό τον υπότιτλο "Από τη μεριά του Σουάν".
Η ανάγνωση δυσκολεύεται από τις πολυσέλιδες περιγραφές που δίνουν με κάθε λεπτομέρεια όλες τις αναμνήσεις του συγγραφέα από την παιδική του ηλικία και από την πυκνογραμμένη γραφή που εύκολα μπορεί να παγιδεύσει τον αναγνώστη σε ένα λαβύρινθο κινούμενων λέξεων.
Σίγουρα το έργο αυτό απαιτεί έναν ξεκούραστο αναγνώστη με χρόνο και διάθεση για ονειροπόληση.
Από την πρώτη σελίδα φανερώνεται η αγάπη του ήρωα για την ανάγνωση.
Το πολύτομο, πυκνογραμμένο αριστούργημα ξεκινά με αυτές τις λέξεις:

"Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς. Μερικές φορές, μόλις έσβηνα το κερί, τα μάτια μου έκλειναν τόσο γρήγορα, ώστε δεν πρόφταινα ν' αναλογιστώ: "Με παίρνει ο ύπνος". Και, μισή ώρα αργότερα, η σκέψη πως καιρός ήταν πια ν' αναζητήσω τον ύπνο με ξυπνούσε˙ ήθελα να ακουμπήσω το βιβλίο που νόμιζα πως κρατούσα ακόμη στα χέρια μου και να σβήσω το φως˙ δεν είχα πάψει, όσο κοιμόμουν, να κάνω συλλογισμούς πάνω σ' ό,τι είχα μόλις διαβάσει, οι συλλογισμοί όμως αυτοί είχαν ακολουθήσει έναν κάπως παράξενο δρόμο˙ είχα την εντύπωση πως ήμουν εγώ ο ίδιος αυτό για το οποίο μιλούσε το βιβλίο: μια εκκλησία, ένα κουαρτέτο, ο ανταγωνισμός του Φραγκίσκου 1ου και του Καρόλου Κουίντου."

Μια ακόμη αναπόληση:

"Όσο η παραμαγείρισα (...) σερβίριζε καφέ που, καθώς έλεγε η μαμά, δεν ήταν παρά ζεστό νερό, κι ύστερ' ανέβαζε στα δωμάτια μας ζεστό νερό που ήταν μόλις χλιαρό, εγώ ξάπλωνα στο κρεβάτι μου, μ' ένα βιβλίο στο χέρι, στο δωμάτιό μου προστάτευε τρεμουλιάζοντας τη διάφανη κι εύθραυστη δροσιά του από τον απογευματινό ήλιο πίσω απ' τα σχεδόν κλειστά πατζούρια του, από μια ανταύγεια της μέρας είχε ωστόσο βρει τρόπο να περάσει τα κίτρινα φτερά της, και στεκόνταν ακίνητη ανάμεσα στα ξύλο και στο τζάμι, σε μια γωνιά, σαν καθισμένη πεταλούδα. Έφεγγε μόλις για να διαβάσω, και την αίσθηση της μεγαλοπρέπειας του φωτός μου την έδιναν μόνο τα χτυπήματα του Καμύ (...), καθώς χτυπούσε στην οδό του Πρεσβυτερείου, τα σκονισμένα κιβώτια (...)"

Το έργο (το λίγο αυτό που διάβασα) θα μπορούσε να αποτελεί μεταξύ των άλλων και έναν ύμνο για τη φύση. Οι περιγραφές των κάμπων, των λουλουδιών είναι τόσο ζωντανές που καθώς τις διαβάζεις θες να ταξιδέψεις σε ένα δάσος με πυκνή βλάστηση και να μείνεις ώρες παρατηρώντας ένα χρωματισμό λουλούδι σαν ένας άλλος Προυστ.

Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

Ένας αλλιώτικος θαμώνας βιβλιοθηκών:

Είναι βραδάκι, βάρδια στο γραφείο, λίγος κόσμος, ησυχία, το φως υποχωρεί στον ερχομό του σκοταδιού, όπως σε εκείνη την εικόνα μιας νεαρής γυναίκας με μακριά σκούρα ίσια μαλλιά που ανεμίζει ένα μαύρο πέπλο στο ουράνιο πέρασμά της. Μας σκεπάζει, μας αγκαλιάζει, κατά κάποιο τρόπο μας προστατεύει. Έτσι έρχεται η νύχτα, όχι γιατί αλλάζουν οι θέσεις των πλανητών και των δορυφόρων του ηλιακού μας συστήματος με την διαρκή σταθερή και αδιόρατη κίνηση που μας επιτρέπει να στεκόμαστε όρθιοι στην επιφάνεια της στρογγυλής γης. Καθόμαστε, «για πες τι νέα;». Τι νέα να ειπωθούν τώρα; Η γκρίνια και η μιζέρια εδώ και καιρό τώρα περισσεύουν. Έχουν καταντήσει μια αδιέξοδη επανάληψη που έχει χάσει και τον εκτονωτικό της χαρακτήρα. Τα προσωπικά είναι προσωπικά, έχουν την στιγμή τους. Η καθημερινότητα μοιρασμένη άρα ήδη γνωστή και σχολιασμένη. Τι νέα τώρα; Νέα είναι το βιβλίο που έχω μισοδιαβασμένο δεν ξέρω το τέλος, δεν έχω την ιστορία ολόκληρη. Μα δεν πειράζει, «πες». Είναι Η Οδύσσεια του πλαστογράφου Κωνσταντίνου Σιμωνίδη: η περιπετειώδης ιστορία του Έλληνα που ξεγέλασε την Ευρώπη και παράλληλα εφηύρε την Αρχαιότητα, του Rudiger Schaper, σε μετάφραση Νατάσας Σεχίδου (εκδόσεις Νεφέλη, Οκτώβριος 2012, 260 σ.). Ο Κωνσταντίνος Σιμωνίδης υπαρκτό πρόσωπο γεννημένο την δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα ή στην Σύμη ή στην Ύδρα, δεν είναι γνωστό με βεβαιότητα. Όπως πολλά δεν είναι γνωστά για αυτόν. Σαν το πέπλο της νύχτας να σκέπασε και τα δικά του περάσματα. Γεγονός που δίνει την ευκαιρία στον συγγραφέα να υποθέτει, να χρησιμοποιεί την φαντασία του προκειμένου να συμπληρώσει τα κενά που άφησε η προσεκτική και επίμονη έρευνά του.

Ένα βιβλιοβιβλίο με τα όλα του, μιλά για χειρόγραφα (δεν έχει σημασία αν είναι αυθεντικά εξάλλου το ζήτημα της αυθεντικότητας τοποθετείται σε άλλες διαστάσεις, την ιστορική και την φιλοσοφική), για βιβλιοθήκες (εδώ κυρίως μοναστηριακές, του Αγίου Όρους, της Μονής του Σινά) που κατείχαν και έσωσαν πολύτιμα τεκμήρια από τις οποίες κλέβονται, αρπάζονται, ή και αγοράζονται, δανείζονται. Αναφέρεται στην αναζήτηση των πηγών του παρελθόντος για να ανασυσταθεί με τους όρους της σύγχρονης επιστήμης, για το ενδιαφέρον περί τα φιλολογικά, περί τα θεολογικά. Εκεί στο Όρος η κρυψώνα είναι εντυπωσιακό θέαμα, κύλινδροι περγαμηνών, έγγραφα, σχέδια, κατάλογοι, μέσα σε καλάθια και τσουκάλια, φύρδην μίγδην στο χώμα, στοίβες, μούχλα. Βιβλιοθήκες που επιθυμούν να δημιουργήσουν πολύτιμες συλλογές, όπως του Βρετανικού Μουσείου (παράλληλα με την απόκτηση αρχαιοτήτων), της Οξφόρδης. Αναφέρεται σε βιβλιοσυλλέκτες που κατά κανόνα εντοπίζουν, συγκεντρώνουν, φυλούν αλλά δεν διαβάζουν απαραιτήτως «Έχουν βιβλία και τα βιβλία τους κατέχουν» (σ. 164-165). Η εκπαίδευση του Σιμωνίδη στα μοναστήρια στην αντιγραφή, την επεξεργασία των υλικών, τα κείμενα. Οι πλαστογραφίες του γίνονται αντικείμενο πολεμικής, δημιουργίας στρατοπέδων υποστηρικτών και πολεμίων. Ο Τύπος ασχολείται με το θέμα, η αντιπαράθεση γίνεται μέσα από τις στήλες των εφημερίδων που δημοσιεύουν επιστολές ειδικών, εμπειρογνωμόνων, σχόλια και θέσεις των εκδοτών. Ο Σιμωνίδης ηττάται κατά κράτος, στην Αθήνα, την Γερμανία, την Αγγλία, αποχωρεί από την σκηνή αφού έχει διαθέσει πολλά χειρόγραφα, αυθεντικά και πλαστά δικά του δημιουργήματα. Υπερασπιστής των έργων του διατύπωνε ότι αν το ζητούμενο ήταν η αλήθεια και μόνο η αλήθεια, δεν θα έπρεπε να τυπώνονται ούτε ο Όμηρος ούτε ο Ηρόδοτος, καθώς «ως γνωστόν περιέχουν πολλές αναλήθειες». Δήλωση αληθινή γιατί η πραγματικότητα και η αλήθεια κυκλοφορούν σφιχτά μαζί με άλλες ιδιότητες, όπως για παράδειγμα τις προσωπικές εντυπώσεις, τις ζωηρές αισθήσεις, τις αντιλήψεις και τις προϋπάρχουσες απόψεις, τα μυστήρια κίνητρα και ένα σωρό τέτοιας τάξης πράγματα που όλα μαζί φτιάχνουν πραγματικότητες, ανάλογα με την γωνία του φωτός που πέφτει πάνω τους. Όμως το αίτημα της υψηλής επιστημονικότητας και της σοβαρότητας ήταν πιεστικό τον 19ο αιώνα. Οι επιστήμες του ανθρώπου έπρεπε να αποκτήσουν εργαλεία, μεθόδους και κριτήρια αντίστοιχα των θετικών επιστημών. Η ιστορία του Σιμωνίδη είναι μια αφήγηση με πολλαπλές αναζητήσεις, της ζωής και διαδρομής του, της σκέψης του μέσα στην ρευστότητα της εποχής του, της διάκρισης μεταξύ σοβαρότητας και μη, της αλήθειας, της γνησιότητας, των παγωμένων ορίων μεταξύ του αληθούς και ψευδούς. «Από τη ζωή και το έργο του μαθαίνουμε πώς γίνεται η Ιστορία, επειδή η Ιστορία είναι πάντοτε κάτι κατασκευασμένο, ηθελημένο, καταπιεσμένο, υπερτονισμένο, κατευθυνόμενο. Υπάρχει πολλή αλήθεια στις πλαστογραφίες» (σ. 253), υποστηρίζει ο συγγραφέας που έχει καταγαπήσει τον Έλληνα πλαστογράφο.

Παρασκευή 19 Απριλίου 2013

Οι ιστορίες φιλαναγνωσίας συνεχίζονται




είναι μερικά αποσπάσματα από το παιδικό βιβλίο Μισώ το διάβασμα! που ανακάλυψα εντελώς τυχαία στη βιβλιοθήκη. Στο ίδιο ράφι υπήρχαν κι άλλα τρία παιδικά βιβλιοβιβλία, αυτά όμως ήταν παλαιότερες ανακαλύψεις.
Για την ακρίβεια, εντελώς τυχαία ανακαλύπτω συνεχώς βιβλία που έχουν ως σκοπό να καλλιεργήσουν το αίσθημα της φιλαναγνωσίας στους μικρούς αναγνώστες.
Ξεχασμένο σε ένα χαρτοπωλείο, βγαλμένο από μια άλλη εποχή, βρήκα ένα βιβλιοβιβλίο που μου υπενθύμισε πόσο παλιό είναι το 2000. Ο τίτλος του είναι Η γιορτή του βιβλίου και μέσω των σελίδων του προσπαθεί ή μάλλον προσπαθούσε στα παιδιά εκείνης της εποχής να καλλιεργήσει την αγάπη για το βιβλίο και το σχολείο.


Στις παλαιότερες εκδόσεις προστίθενται συνεχώς και νέες.
Μία από αυτές είναι οι ιστορίες φιλαναγνωσίας ένα βιβλίο που εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Εννέα συγγραφείς υπογράφουν ιστορίες γεμάτες βιβλιοθήκες, βιβλία και ανάγνωση. Διαφορετικές ιστορίες που το μόνο κοινό τους είναι το βιβλίο και η ποιότητά τους αφού πραγματικά είναι δύσκολο να αποφασίσεις πια ιστορία είναι καλύτερη.
Ο βιβλιοπόντικας ο αγαπημένος ήρωας του Βαγγέλη Ηλιόπουλου που μέχρι τώρα τον είχα συναντήσει στη μικρή σειρά του Πατάκη Βιβλία για Παιδιά και για Νέους: Χωρίς Σωσίβιο βρέθηκε σε σκληρόδετο μεγάλου σχήματος βιβλίου με τον τίτλο ο θησαυρός του βιβλιοπόντικα. Η τσιμπημένη του τιμή έμεινε η μισή και έτσι άλλη μια ιστορία του βιβλιοπόντικα περιμένει να διαβαστεί μαζί με τη μουσική και τα τραγούδια που περιλαμβάνει.
Μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καλειδοσκόπιο ένα ξεχωριστό βιβλιοβιβλίο που μυρίζει ακόμη φρεσκοτυπωμένο μελάνι. Με λίγες λέξεις και με πολλά χρώματα ο Lane Smith εξηγεί την απόλαυση που μπορεί να προσφέρει ένα βιβλίο με το οποίο μπορεί να μην μπορείς να τουιτάρεις, να σκρολάρεις, να μπλογκάρεις, να χρησιμοποιήσεις ποντίκι, να δεις βίντεο μπορείς όμως να αφεθείς και να ταξιδέψεις γιατί είναι βιβλίο.


Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

Ποίηση για την ποίηση

Ποιητικό Υστερόγραφο

Τα ποιήματα δεν μπορούν πια
να 'ναι ωραία
αφού η αλήθεια έχει ασχημύνει.
Η πείρα είναι τώρα
το μόνο σώμα των ποιημάτων
κι όσο η πείρα πλουταίνει
τόσο το ποίημα τρέφεται και ίσως δυναμώνει.
Πονάν τα γόνατά μου
και την Ποίηση δεν μπορώ πια να προσκυνήσω,
μόνο τις έμπειρες πληγές μου
μπορώ να της χαρίσω.
Τα επίθετα μαράθηκαν·
μόνο με τις φαντασιώσεις μου
μπορώ τώρα την Ποίηση να διανθίσω.
Όμως πάντα θα την υπηρετώ
όσο βέβαια εκείνη με θέλει
γιατί μόνο αυτή με κάνει λίγο να ξεχνώ
τον κλειστό ορίζοντα του μέλλοντος μας.

Από την Ανορεξία της ύπαρξης

Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ


Πέμπτη 11 Απριλίου 2013

Ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες

Στα χρόνια της αφθονίας οι ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες της χώρας κατάφεραν και πήραν ένα μέρος από εκείνα που τους αναλογούσαν, δεν θα μπορούσα να πω το ίδιο και για τις δημόσιες βιβλιοθήκες που άργησαν να μπουν στο παιχνίδι.
Το αποτέλεσμα είναι να υπάρχουν γύρω μας αξιόλογες ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες που μοσχομυρίζουν καινούριο μαρτυρώντας τις προσπάθειες των περασμένων ετών για αναβάθμιση. Προσπάθειες που έγιναν και μετά αφέθηκαν στη μοίρα τους, κάτι η κρίση, κάτι ο ελλιπής σχεδιασμός και η αδιαφορία, όλα λίγο πολύ έχουν μερίδιο ευθύνης.
Η κεντρική βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας στεγάζεται σε ένα πανέμορφο τετραώροφο κτίριο πρόσφατα ανακαινισμένο.
Το νεοκλασικό αυτό κτίριο κτίστηκε το 1925 και άνηκε στην Τράπεζα Αθηνών.
(Τι εξαιρετική ιδέα, όλες οι τράπεζες να γίνουν βιβλιοθήκες!)
Πριν από δέκα περίπου χρόνια το κτίριο σουλουπώθηκε γέμισε βιβλιοθήκες και ράφια, τραπέζια και καρέκλες για ανάγνωση, γέμισε και με τους υπολογιστές της εποχής και δόθηκε στους φοιτητές, στους καθηγητές τους και στους κατοίκους του Βόλου.
Έτσι γεμάτο βιβλία παραμένει ακόμη και σήμερα, μόνο που είναι λιγότερα από ό,τι είχε σχεδιαστεί να έχει και σαν να έχουν λίγο παλιώσει από την πολλή χρήση. Όμως είναι εκεί και περιμένουν τους αναγνώστες τους, το ίδιο και τα τραπέζια δίπλα στα μεγάλα παράθυρα που χύνουν άπλετο φως και σε προκαλούν να κάτσεις να διαβάσεις σιωπηλά μαζί με τους φοιτητές.
Και οι υπολογιστές είναι εκεί και όλα τα μηχανήματα που είχαν τοποθετήσει για να φαίνεται μια εκσυγχρονισμένη βιβλιοθήκη, τηλεδιάσκεψη, φωτοτυπικό κέντρο και αίθουσα υπολογιστών, όλα εκεί, μόνο που από τραγική ειρωνεία αυτά έχουν ένα χαρτάκι πάνω τους που γράφει με κεφαλαία δεν λειτουργεί.
Κι έτσι η βιβλιοθήκη αντί για ένα μουσείο με βιβλία, όπως κάποιοι έχουν προβλέψει, έγινε ένα μουσείο υπολογιστών που δεν λειτουργούν και παρέμεινε βιβλιοθήκη με ζωντανά βιβλία.









Συνεχίζω την ανάρτηση μετά από χρόνια.
Η ίδια εικόνα και στη βιβλιοθήκη του ΤΕΙ Καλαμάτας ή Πελοποννήσου, μιας που τα ονόματα αλλάζουν. Ολόφρεσκο κτίριο γεμάτο φως που μπαίνει από παντού, τραπέζια και υπολογιστές που χωράνε όλοι οι φοιτητές, οι οποίοι δείχνουν να την προτιμούν μάλλον για να βγάζουν φωτοτυπίες και για να εκτυπώνουν σκονάκια παρά για να χρησιμοποιούν το υλικό της. Άλλωστε και τα βιβλία στα ράφια είναι παλιά και ξεπερασμένα. Τα καινούρια στοιβάζονται ακαταλογογράφητα.
Ένας και μοναδικός ο βιβλιοθηκονόμος για όλους τους ρόλους, που να προφτάσει.
Όταν έχτιζαν τα κτίρια (όχι στο μακρινό παρελθόν αλλά πριν μερικά χρόνια) δεν υπολόγισαν θέσεις εργασίας, μόνο τοίχους.


Κυριακή 7 Απριλίου 2013

Τα 60 χρόνια του εκδοτικού οίκου Μέλισσα

Η παράδοση είναι ένα περίεργο πράγμα στην χώρα μας, ίσως και αλλού, γενικά μάλλον είναι ένα θέμα δύσκολο. Άλλοτε την επικρίνουμε και την απορρίπτουμε συνολικά και άκριτα, προκειμένου να ακολουθήσουμε άλλα παραδείγματα, κατά την γνώμη μας πιο επιτυχημένα. Άλλοτε πάλι, γραπωνόμαστε πάνω της με νύχια και με δόντια και δεν παρεκκλίνουμε ούτε χιλιοστό, την υπερασπιζόμαστε με λόγια μεγάλα πλην όμως κενά πια και παρωχημένα. Στα άκρα κινούμενοι, εξαιρώντας την διαδικασία της αναλυτικής, της συνθετικής και εντέλει της κριτικής σκέψης. Της σκέψης που επιτρέπει κρατάμε εκείνα που μας ταιριάζουν και μέσα από τα οποία μπορούμε να εκφραστούμε στον σύγχρονο κόσμο και να αφήνουμε στην άκρη, χωρίς να λησμονούμε ή να περιφρονούμε τα άλλα που δεν μας χωράνε πια, μας στενεύουν σαν ρούχο παλιό, πολυφορεμένο και άβολο. Να γνωρίζουμε ανά πάσα στιγμή την πορεία μας, την διαδρομή που ακολουθήσαμε την συγκεκριμένη στιγμή και συγκυρία, να μπορούμε να την διατρέξουμε και να εξηγήσουμε τους ίδιους τους εαυτούς. Να ξέρουμε το σκεπτικό μας και να είμαστε σε θέση να κάνουμε διορθωτικές κινήσεις, μικρές καθημερινές μα και πιο μεγάλες στρατηγικής βάθους χρόνου. Γίνονται κουβέντες για επετείους συμπλήρωσης ικανού χρόνου λειτουργίας, αν πρέπει, ενδείκνυται, αξίζει να εορτασθούν και με ποιον τρόπο θα πρέπει να γίνει αυτό. Όλο και πυκνώνουν τα λευκώματα, οι μελέτες, οι παρουσιάσεις θεσμών, οργανισμών, ιδρυμάτων του δημόσιου χώρου και εταιρειών και συλλογικών οργάνων και πρωτοβουλιών του ιδιωτικού. Έχει διανυθεί η απόσταση που το επιτρέπει. Στο πλαίσιο της κίνησης του επετειακού έχουν κινηθεί και εκδοτικοί οίκοι και, τι καλά, υπάρχουν αρκετοί. Ανάμεσά τους και ένας σπουδαίος τόσο για την ποιότητα του περιεχομένου, των πρωτοποριακών εκδοτικών θεματικών επιλογών του (ιστορία, λαϊκή τέχνη, παγκόσμια και ελληνική εικαστική τέχνη, πολιτισμός, αρχιτεκτονική, αρχαιολογία) και για την εικαστικότητά του, για το τυπογραφικό αποτέλεσμα που προκύπτει από την χρήση των τεχνολογικών εξελίξεων της τυπογραφικής. «60 χρόνια στο χώρο του βιβλίου» πορεύεται ο εκδοτικός οίκος Μέλισσα που το υπογραμμίζει με ένα λεύκωμα σεμνό κρυμμένο στο σχήμα βιβλίου, εξαιτίας της νέας παραμέτρου που βάζουν τα χρόνια του μνημονίου, φαντάζομαι. Προτάσσονται λίγα λόγια του οίκου με ευχαριστίες όπου διαφαίνεται μια συλλογικότητα πνεύματος. Ακολουθεί ένα δουλεμένο κείμενο του ιστορικού Σπύρου Ι. Ασδραχά «Ιχνηλατώντας μια 60χρονη πορεία: εκδοτικός οίκος Μέλισσα (1953-2013)». Λόγια για τον Γιώργο Ραγιά «Για έναν άνθρωπο ζυμωμένο με αγνά υλικά» γραμμένο από τον Άγγελο Δεληβορριά τον Οκτώβριο 2010, «Η φιλία μου και η συνεργασία μου με τον Γιώργο Ραγιά» από τον Στέλιο λυδάκη τον Απρίλιο 2009, «Η Μέλισσα στα πρώτα της βήματα» από τον Χρίστο Γ. Ντούμα, «Ο Γιώργος Ραγιάς: σύντομη αναφορά στον άνθρωπο και την εποχή του» από τον Δημήτρη Παλαιολογόπουλο, «Γιώργος Ραγιάς, ένας άνθρωπος του βιβλίου» από τον Βασίλη Παναγιωτόπουλο, και «Για τα βιβλία αρχιτεκτονικής της Μέλισσας» από τον Δημήτρη Φιλιππίδη τον Μάιο 2009. «Ζητείτε πάντοτε τις εκλεκτές εκδόσεις ‘Μέλισσα’ από τα βιβλιοπωλεία και τους πλασιέ» παρακινεί η διαφήμιση που ξεκινά την επόμενη ενότητα η οποία παρουσιάζει αναλυτικά τις εκδόσεις. Παρουσίαση ζωντανή σε χρονολογικό περίγραμμα. Μια μεζούρα χρονολογική μεσιάζει τα σαλόνια που ακολουθούν και πάνω της με βέλη οδηγούν στα εξώφυλλα των βιβλίων με επεξηγήσεις, και παρεμβάλλονται συμπληρωματικά μικρά διακοσμητικά, σκίτσα, δείγματα χειρογράφου, φωτοτυπίες από τον Τύπο, χάρτες, φωτογραφίες μέσα από τα βιβλία, διαφημίσεις, φωτογραφίες από την ζωή, τις συναντήσεις, τις βραβεύσεις, την συμμετοχή σε εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, τις παρουσιάσεις και τις μεταστεγάσεις της Μέλισσας, τα γραφεία του βιβλιοπωλείου, το βιβλιοπωλείο και του τυπογραφείου, η φωτιά του 1984, η σπασμένη βιτρίνα τον Δεκέμβριο 2008. Εκδόσεις βαριές από όλες τις απόψεις. Ο οίκος εισήγαγε και καθιέρωσε την έννοια του λευκώματος ουσιαστικού σε περιεχόμενο υψηλής αισθητικής αξίας. Ανέδειξε ομορφιά και πολιτισμό μέσα και έξω από τα σύνορα μιας και πολλές εκδόσεις μεταφράστηκαν και σε άλλες γλώσσες, εκπαίδευσε το μάτι και τις αισθήσεις. Ακόμα, ξεκίνησε το περιοδικό Τα Ιστορικά τον Σεπτέμβριο 1983. Με την ευκαιρία των 60 χρόνων εγκαινίασε κύκλο ανοικτών συναντήσεων στην Αθήνα και την Θεσσαλονίκη με θέμα «Η αρχαιολογία σε διάλογο με τις άλλες επιστήμες και τέχνες». Όλα αυτά ορίζουν παράδοση στο πεδίο του ελληνικού βιβλίου, παραδοχή και αποδοχή. Η παράδοση κουβαλάει μαζί της το βάρος του παρελθόντος και φέρει ευθύνη για το μέλλον.

Τρίτη 2 Απριλίου 2013

Παγκόσμια ημέρα παιδικού βιβλίου


Με την ευκαιρία της σημερινής ημέρας ταξιδεύω πίσω στο χρόνο κάνοντας μια προσπάθεια να θυμηθώ τα βιβλία της παιδικής μου ηλικίας.
Τα πρώτα και τα παλιότερα που μου έρχονται στο μυαλό είναι οι Μύθοι του Αισώπου και κόμικς.  Θυμάμαι τους μύθους του Αισώπου ένα βιβλίο με λίγη εικονογράφηση (αδύνατον να θυμηθώ εκδότη, αμυδρά μόνο ένα ροζ χρώμα στο εξώφυλλο) να το κρατάω και να περιμένω να μου το διαβάσουν.
Ξανά και ξανά τις ίδιες ιστορίες και κάθε φορά η ίδια απόλαυση από την αρχή.
Τα κόμικς όμως ήταν μεγάλη αγάπη. Κάθε καλοκαίρι (το καλοκαίρι ήταν η περίοδος της ανάγνωσης) διάβαζα ξανά και ξανά τα ίδια κόμικς που για κάποιο λόγο υπήρχαν στο σπίτι, Λούκυ Λουκ (μεγάλη αγάπη, αργότερα συγκέντρωσα όλα τα τεύχη, συλλογή που ακόμη κρατώ), Τεν Τεν, Ιζνογκούντ,Τιραμόλα, Μίκυ Μάους, Κάσπερ και εκείνη την ασπόμαυρη γάτα που είχε ένα πολυγωνικό κεφάλι (αδύνατον να θυμηθώ όνομα). Αργότερα προστέθηκε η ασπρόμαυρη Μαφάλντα που από αντίδραση που ήταν ασπρόμαυρη με ξυλομπογιές έκανα κάθε εικόνα έγχρωμη.
Το βιβλίο εκείνο που με ώθησε στην ανάγνωση ήταν
Η καλύβα του μπάρμπα-Θωμά,
είναι το βιβλίο που μνημονεύω ως το πρώτο βιβλίο που διάβασα.
Θυμάμαι επίσης τις Μεγάλες Προσδοκίες, ίσως από τις εκδόσεις Αστήρ γιατί κάτι σαν να μου θυμίζει το εξώφυλλο τώρα που το βλέπω, τις Μικρές Κυρίες και τους Άθλιους σε παιδική έκδοση. Αγαπημένη σειρά τα Πέντε Λαγωνικά που με αγωνία έψαχνα να βρω τη λύση στο μυστήριο. Δυστυχώς όλα τα βιβλία αυτά, σε μια προσπάθεια εξοικονόμησης χώρου, τα έδωσα στο παλαιοβιβλιοπωλείο της γειτονιάς (το παλαιοβιβλιοπωλείο που αργότερα πέρασε στα χέρια του Ν. Χρυσού).
Ένα λάθος που ακόμη μου στοιχίζει.
Από την ηλικία των 12 και μετά τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα αφού είχα ξεκινήσει να σημειώνω τους τίτλους που διάβαζα σε έναν κατάλογο που αργότερα τον ονόμασα "Ψυχής Ιατρείον", συνήθεια που δυστυχώς σταμάτησα 10 χρόνια μετά.
Στην ηλικία εκείνη, λοιπόν, ήρθε στα χέρια μου το Ένα παιδί μετράει τ' άστρα σε δερματόδετη μπορντό έκδοση (δεν μπορώ να φατναστώ βιβλιοθήκη που να μην περιλαμβάνει δερματόδοτες εκδόσεις είναι σαν να πηγαίνει κάτι στραβά). Ο Μέλιος και η Αγράμπελη συντρόφευαν τις ώρες μου και σιγά σιγά απέκτησα όλα τα βιβλία του Λουντέμη, βιβλία που φυλάω σαν θησαυρό. Ένα από αυτά ήταν το πρώτο βιβλίο δώρο από αγαπημένο πρόσωπο με χειρόγραφη αφιέρωση. Ακόμη διάβασα Π. Δέλτα, Κ. Σίνου, Ε. Μπροντέ κι ένα ακόμη αγαπημένο βιβλίο την Ελεωνόρα του Σωτήρη Πανταζή σε δερματόδετη έκδοση, το μόνο βιβλίο μέχρι σήμερα που έχω διαβάσει τρεις φορές.
Στα 13 μου ο κατάλογος μεγαλώνει αρκετά και περιλαμβάνει από κοινού παιδικά βιβλία με βιβλία που σε καμία περίπτωση δεν θεωρούνται παιδικά: Ζ. Σαρή, Ε. Αλεξίου,  Α. Παπαδιαμάντη, Λ. Ζωγράφου, Β. Ουγκώ, Τζ. Στάιμπεκ, Ο. Φαλλάτσι, Ε. Φρομ (Η τέχνη της αγάπης, έχω σημειώσει ότι το άφησα στη μέση και θυμάμαι καλά ότι δεν είχα καταλάβει τίποτα).
Είχα ήδη γίνει πια ένας συστηματικός αναγνώστης κι ας διάβαζα μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες, προλάβαινα και διάβαζα πάνω από 30 βιβλία.
Οι κατάλογοι των επόμενων ετών δεν περιλαμβάνουν καθόλου πια παιδικά βιβλία.

Οι καλύτερες στιγμές της παιδικής ηλικίας είναι σίγουρα τα παιδικά βιβλία που αναμφισβήτητα μελλοντικά γίνονται σπάνιες και δυσεύρετες εκδόσεις.
Μια επίσκεψη στη συλλογή του ΕΛΙΑ, γεμάτη βιβλία και παιχνίδια, θα θυμίσει σε όλους τα χρόνια εκείνα τα παλιά.

Δευτέρα 1 Απριλίου 2013

Ερημικό τριήμερο για το βιβλίο

Με την προτροπή της Librarian να πάω να δω, να ακούσω και να μεταφέρω, μπήκα στον χώρο του κινηματόγραφου-θεάτρου Τριανόν στο ύψος της Πατησίων 101. Μια αφίσα Α4 κολλημένη στην πόρτα ήταν το μόνο σημάδι ότι η εκδήλωση γινόταν εκεί. Ήθελα να πάω την Πέμπτη πρώτη μέρα του συνεδρίου του Συνδέσμου Εκδοτών Βιβλίου αλλά είχε κλείσει το κέντρο εξαιτίας διαμαρτυριών, χωρίς μέσα κυκλοφορίας. Πάει λοιπόν η Πέμπτη χωρίς εικόνα. Παρασκευή στις 2.00 μμ ήμουν εκεί. Η αίθουσα, πώς να το πω, εντελώς άδεια. Ούτε δέκα άνθρωποι καθισμένοι στις άκρες. Στο φωτισμένο τραπέζι επί σκηνής σε φόντο μαύρο, οι ομιλητές. Προσπάθησα να βγάλω φωτογραφίες αλλά δεν βγήκαν καλά, πολύ σκοτεινές, μαύρες. Μακρύς, περιγραφικός και μάλλον πομπώδης, με ένα ερώτημα ο τίτλος του συνεδρίου για το βιβλίο «Κανόνες πλοήγησης στο πέλαγος του βιβλίου. Από τον Όμηρο στον Γουτεμβέργιο και από εκεί στο ηλεκτρονικό βιβλίο. Τι κάνουμε τώρα;» Έχασα λοιπόν την πρώτη μέρα με τις 13 παρουσιάσεις. Οι παρεμβάσεις των θεσμικών, πρώην θεσμικών, προέδρων, αντιπροέδρων, πρώην και επίτιμων προέδρων, επώνυμων, συγγραφέων και εκδοτών γέμιζαν το πρόγραμμα μα όχι και την αίθουσα. Η Παρασκευή προέβλεπε 12 παρεμβάσεις και με απαντοχή άκουσα τις δυο ενότητες, που περιλάμβανε τις «θέσεις των κομμάτων για την σημερινή κατάσταση του βιβλίου». Με κείμενο και από στήθους οι εκπρόσωποι μίλησαν και εκ μέρους των κομμάτων και από προσωπική αντίληψη. Όλοι ήξεραν όλους. Γνωρίζονταν μεταξύ τους και με αβρότητα απεύθυναν τον λόγο ο ένας στον άλλον, μιλούσαν σε ενικό πρόσωπο με το μικρό τους όνομα. Όλοι ήξεραν τα θέματα του βιβλίου, τις πτυχές των μόνιμων εμποδίων και δυσκολιών. Ήξεραν τις αιτίες και τι πρέπει να γίνει για να αντιμετωπιστούν. Οι προτάσεις τους ήταν λύσεις αλλά για κάποιον μυστηριώδη λόγο δεν, τίποτα δεν… Όλοι ξέρουν, εξηγούν και αναλύουν αλλά τίποτα δεν γίνεται, τίποτα δεν αλλάζει, παραμένει, φθίνει και κλείνει. Να, όπως η ιστορική Εστία, έτσι για να στενεύουν οι ορίζοντες, να χάνονται τα γνωστά. Είναι φανερό ότι δεν αποκόμισα θετικά από το όλον.