Με αφορμή προηγούμενης ανάρτησης με ένα άρθρο του Κ.
Ουράνη, έφτασα - με την πολύτιμη βοήθεια του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου στο
βιβλίο Αποχρώσεις. Εκεί λοιπόν, κάπως
άτσαλα θαρρώ, συγκεντρώνονται τα αρθράκια που είχε δημοσιεύσει. Νιώθω τυχερή
που εντόπισα το βιβλίο στα ράφια της βιβλιοθήκης, μιας που έχει από καιρό
εξαντληθεί. Ψάχνοντας – για τι άλλο – τα άρθρα του που αναφέρονται, σχολιάζουν
και δίνουν πληροφορίες για τη βιβλιοπαραγωγή της εποχής του, έπεσα πάνω σε ένα
άρθρο που μου θύμισε την οδύνη και την ηδονή των αναμνήσεων που
φυλάσσονται-στοιβάζονται στα προσωπικά μας αρχεία. Το μοιράζομαι:
«Μη βάζετε ποτέ σε τάξη τα παλιά συρτάρια, όπου κείτονται
παλιά χαρτιά, σωρευμένα από χρόνια! Μην τ’ αγγίζετε! Κοιμάται, μέσα κει, μια
βασκανία που μπορεί να σας είναι θανάσιμη.
Τα παλιά συρτάρια είναι σαν τα παλιά μπουκάλια, τα
ξεχασμένα σ’ άχρηστα κι αραχνιασμένα ράφια, τα μισογεμάτα θολά και γλοιώδη υγρά
με μυστηριώδη χρώματα – που δε θυμάστε πια αν είταν αρώματα ή δηλητήρια. Ναι,
δεν πρέπει να τ’ αγγίζετε…
Νομίζετε πως κλείνουν πράγματα που σας ανήκουν, που
αποτελούν μέρος του εαυτού σας. Τι πλάνη! Τα πράγματα αυτά όχι μόνο σας είναι
ξένα, αλλά σχεδόν πάντα κ’ εχθρικά. Ναι, υπήρξαν κάποτε χρόνια σας και στιγμές σας,
περιστατικά και πράξεις σας, αλλά που τ’ αφήσατε… Κ’ εκείνα έμειναν, ενώ εσείς
τα προσπεράσατε και γι’ αυτό, φυλακισμένα, ξεχασμένα σας κρατούν κακία και
μηρυκάζουν εκδίκηση.
Κάτω από το σωρό τους είναι κουλουριασμένες, σα φίδια
κάτω από πέτρες, παλιές τύψεις έτοιμες να δαγκάσουν κ’ οι παλιές ευτυχίες θα
τριφτούν στα χέρια σας σαν ξερά φύλλα χωρίς άρωμα. Κανένα ιερογλυφικό δε θα σας
φανεί πιο μυστηριώδες από τη βιαστική σημείωση που θα πέσει στα μάτια σας – τη
γραμμένη ωστόσο κάποτε από το ίδιο σας το χέρι. Και, βλέποντας να χαμογελάει
ακόμα σε μια φωτογραφία μια γυναίκα που είταν κάποτε δική σας και πια δεν
είναι, που έμεινε ωραία, ενώ εσείς γεράσατε, θα νιώσετε να σας πληγώνει το
χαμόγελο αυτό σαν πρόκληση και σαν ειρωνεία…
Ω, ναι! Αφήστε τα όπως είναι τα παλιά συρτάρια, τα γεμάτα
παλιά, ξεθωριασμένα χαρτιά… Ένας άλλος, ένας ξένος, θα ‘βρισκε μέσα κει,
ζωντανή, μια ολόκληρη ζωή – τη ζωή σας. Ο ίδιος όμως εσείς δε θα βρείτε παρά
σκόνη και λήθη και θλίψη θανάτου – ενός θανάτου απείρως παγερότερου από το φυσικό
θάνατο. Γιατί θα δείτε νεκρό στη ζωή ακόμα τον εαυτό σας, την ψυχή σας, την
ιστορία της ψυχής σας – κι όλα τα περασμένα σαν να μην είναι τίποτ’ άλλο από
ένας σωρός άχρηστα και ακατανόητα και σε σας τον ίδιο χαρτιά…»