Από το γράψιμο πίσω πάλι στην ανάγνωση. Σε αναλογία με εκείνους που δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς το γράψιμο υπάρχουν και εκείνοι που δεν το μπορούν χωρίς την ανάγνωση. Υπάρχουν και εκείνοι που δεν μπορούν ούτε χωρίς να διαβάζουν ούτε χωρίς να γράφουν και να ζουν σε όλους τους χρόνους –πραγματικούς κυριολεκτικούς, και νοερούς μυθοποιητικούς– και σε ένταση. Είδη αναγνώσεων πολλά, πάμπολλα και όσοι νομίζουν ότι η ανάγνωση είναι παθητική ενέργεια κάνουν λάθος, μέγα. Είναι μια συνέργια, μια συνύπαρξη, ένα ερέθισμα πολύτροπο.
Για όσους πάλι ασχολούνται με την έρευνα, με την ιστορία και τα περασμένα χρόνια, το διάβασμα των πηγών είναι συγχρόνως η δουλειά τους. Διαβάζουν συστηματικά, συνέχεια, ψάχνουν, βάζουν ερωτήματα (πώς, πότε, ποιος, τι και το κορυφαίο γιατί) κάνουν σκέψεις, θεμελιώνουν ερμηνευτικές θεωρίες πάνω σε αυτά που διαβάζουν. Ως πηγή νοείται κάθε είδους γραπτό κείμενο (σε πέτρα, μάρμαρο, κεραμίδι, χαρτί, ηλεκτρονικό χαρτί, όπου τέλος πάντων και κάθε περιεχομένου) μα συμπεριλαμβάνονται και άλλου τύπου τεκμήρια, αντικείμενα, τέχνης και καθημερινότητας. Κάνουν συνδυασμούς, συμπληρώνουν ψηφιδωτές πληροφορίες από εδώ και από εκεί. Σήμερα, όλα τα γραπτά μπορούν να αποτελούν δεξαμενές ιχνηλασίας. Η ανάγνωση-μελέτη προσφέρει ξεχωριστές ικανοποιήσεις παρ’ όλες τις δυσκολίες της και εντέλει, καταλήγει σε μια συγγραφή. Κάνει έναν κύκλο δηλαδή.
Κείμενα γραμμένα στον καιρό τους για να υπηρετήσουν έναν συγκεκριμένο σκοπό, τώρα διαρρέουν και άλλες πληροφορίες με τις χρήσεις των λέξεων, τους αριθμούς, τις εικόνες τους, τα σχέδια και όσα δεν λένε (έννοιες και πράγματα) άθελά τους γιατί δεν υπήρχαν καν ή δεν είχαν σημασία τότε ή εξεπιτούτου για λόγους πολιτικής, στρατηγικής, απαγόρευσης, φόβου, ισορροπιών (όπως μου λένε τελευταία, τάχα πειστική δικαιολογία).
Ένα λογοτεχνικό κείμενο γραμμένο για να τέρψει τις αισθήσεις αφήνει στο διάβα του παραστάσεις και αφηγήσεις, αυτονόητες στην εποχή του, γεμάτο κενά κατανόησης για τις επερχόμενες μεταγενέστερες. Συμβαίνει και στους οικονομικούς απολογισμούς και σε ένα σωρό κείμενα επίσης. Στα μεσοδιάστιχα κρύβονται οι σκιές των λέξεων που μόλις διασχίσαμε και αφήνουν επιπρόσθετα νοούμενα. Απόηχοι, αυτό που ονομάστηκε context και ελληνικά αποδόθηκε με τον όρο το παρακείμενο, εκείνο που αποδεσμεύει παρακειμενικά διαφυγόντα. Που επιτρέπει νοήσεις αλλά και παρανοήσεις, εκδοχές ανάλογα με τις συλλογικές και ατομικές μας παραστάσεις. Τα κείμενα μιλάνε το ίδιο με και για βεβαιότητες και αβεβαιότητες. Έχουν υφές και χροιές, τόνους και αποχρώσεις. Οι αλληγορίες τους εφαρμοσμένες σε πραγματικότητες οδηγούν σε αντανακλάσεις, αντιδιαστολές, κρυμμένα και κρυφά, ομολογημένα και μη. Τα κείμενα έτσι με αυτόν τον τρόπο φέρουν στα μέσα τους και άλλα, πολλαπλασιάζουν την αξία τους και το ενδιαφέρον τους. Ο πλούτος τους προκαλεί μια και δυο και περισσότερες φορές. Πόσες κινηματογραφικές ταινίες δεν το δείχνουν με τους χάρτες θησαυρού, με μελάνια που φανερώνονται υπό ειδικές συνθήκες!
Έτσι και οι άνθρωποι αναμεταξύ τους, μιλάνε με λόγια και συζητήσεις, μιλάνε και με τις σιωπές τους, μέσα από αυτά που επιλέγουν να μην πουν και αυτά που αφήνουν να σέρνονται με μισόλογα, αναλογίες, αδιόρατες εκφράσεις του προσώπου, σωματικές κινήσεις, άηχους κώδικες άλλοτε έχοντας συναίσθηση και συνείδηση άλλοτε όχι, αλλά πάντα συμβαίνει. Οι συνομιλητές πρέπει να είναι σε συνεχή εγρήγορση.
Πριν κλείσω, ξαναδιαβάζω, προσπαθώ να μπω στις σιωπές μου και να χωθώ στις αράδες μου, μα τα έκανα τόσο πυκνόσφιχτα που δυσκολεύομαι, ίσως και να μην θέλω. Μην μπείτε τώρα στον κόπο. Κλείνω και την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια.
Αύριο όλοι μας θα διαβάσουμε τις σιωπές των εκλογών, μέσα από τα ψηφοδέλτια…