Οι Βολτίτσες αγαπούν να γυρνοβολούν στα λόγια των συγγραφέων όταν αναφέρονται στο πώς γράφουν, τι έχουν διαβάσει, από τι εμπνέονται, πώς είναι το γραφείο τους, τι τους συγκινεί και τους κινητοποιεί, γιατί γράφουν, μπορούν να ζήσουν ή δεν μπορούν χωρίς την πένα τους, χωρίς δημοσιότητα και άλλα τέτοια παρόμοια. Δείτε με τα μάτια σας πολλές προηγούμενες αναρτήσεις. Συγγραφείς όλων των λογιών για να εξηγήσουν τα γιατί τους ανατρέχουν στην παιδική τους ηλικία, τις σπουδές τους, τις προσωπικές και κοινωνικές συνθήκες που μεγάλωσαν και αναπτύχθηκαν. Πολλοί, μάλιστα, από τα παλιά έως και σήμερα έχουν προσπαθήσει να απαντήσουν με γραπτά κείμενα στα ερωτήματα που τους θέτουν διάφοροι αλλά και εκείνα που βάζουν οι ίδιοι για το πώς βλέπουν τους εαυτούς τους μέσα στην κοινωνία, τα απόνερά της ή τον μοναχικό άλλων ρυθμών βυθό της. Ο Ιταλός Εντοάρντο Νέζι από το Πράτο της Τοσκάνης παράλληλα με την φροντίδα της οικογενειακής επιχείρησης (μάλλινα και άλλα υφάσματα) η οποία έγκαιρα (πριν καταχρεωθεί και καταρρεύσει παρασύροντας ανθρώπους, περιουσίες, στάσεις και αντιλήψεις ζωής όπως όλες της περιοχής του) πουλήθηκε, γράφει, μυθιστορήματα. Το τελευταίο του γραμμένο το 2010, όταν η κρίση χτυπούσε βροντερά τα πορτοπαράθυρα της γειτονιάς μας, ξεχώρισε και τον έκανε γνωστό. Του δόθηκε και το ιταλικό βραβείο Strega του 2011, το πιο έγκυρο λογοτεχνικό βραβείο της χώρας του.
Ο μεταφρασμένος στα ελληνικά τίτλος του είναι Οι δικοί μου άνθρωποι (Καστανιώτης, 2012, 141 σ.), στα ιταλικά το λέει Storia della mia gente. Παρελαύνουν οι γενικότερες ανησυχίες του, οι αναζητήσεις του σε χώρους μελέτης, τα διαβάσματά του που απλώνονται και στην αμερικανική ήπειρο. Χωρίς καμιά μυστικοπάθεια περιγράφει τους συνειρμούς εικόνων, αναγνώσεων και προσωπικών σκέψεων. Οι συνειρμοί, εκτός από τα βιβλία, είναι εμπλουτισμένοι και τρέφονται από κινηματογραφικά κάδρα. και πλοκές της μεγάλης οθόνης. Από την μια περιγράφει εκείνη την σκηνή από την ταινία Χ, σαν να έχουμε τις οδηγίες του σκηνοθέτη και τα λόγια των ηθοποιών, και από την άλλη αναπαριστά μια κατάσταση της ζωής του που θα μπορούσε να γυριστεί σε ταινία και να που σκηνοθετεί τον εαυτό του, λεκτικά πάντως. Το σινεμά λειτούργησε καταλυτικά, τον ενέπνευσε με πολλούς τρόπους, γνωριμία με άλλους κόσμους και συμπεριφορές, ατάκες που πέρασαν στον μύθο, συνθηματικοί κώδικες, φανεροί και άρρητοι, χρώματα, σχέδια και μοτίβα για τα υφάσματά παραγωγής της οικογενειακής επιχείρησης που διέκοψε την λειτουργία της. Και εκεί που πάει να κορυφωθεί η διήγηση, μόλις δύο σελίδες πριν από το τέλος, και να καταλήξει σε ένα άλλο επίπεδο συνειδητοποίησης ο E. Nesi, διατυπώνει άποψη για την γραφή, την επινόηση, την μυθοπλασία σε σχέση με την πραγματικότητα. Παραθέτω επακριβώς με τα δικά του λόγια: «… ανακαλύπτω πόσο δύσκολο μπορεί να είναι να γράφει κανείς για την αληθινή ζωή αντί να επινοεί ιστορίες˙ πόσο στυφό είναι να μπορείς να σκάβεις αργά μέσα σου και να θρυμματίζεσαι, όπως κάνει το νερό με το τσιμέντο και την πέτρα˙πόσο μπορεί ένα μυθιστόρημα να είναι κάτι παραπάνω από ένα βιβλίο και να γίνεται τόσο πραγματικό ώστε να σε βασανίζει καθημερινά, και οι χαρακτήρες σου να αποκτούν σάρκα και αίμα και πρόσωπο και σώμα και φωνή και […] τελικά να γίνεσαι όμηρος φαντασμάτων που δεν θα σε αφήσουν ποτέ, ακριβώς επειδή είναι δικά σου. Τα δημιούργησες εσύ. Είναι εσύ.» (σ. 138). Από εκεί που γεννήθηκε να επιχειρεί, να είναι επιχειρηματίας, αφεντικό του παρόντος του και του μέλλοντός του σύμφωνα με όσα σκέφτηκαν και σχεδίασαν οι παλαιότεροι πριν από αυτόν και χωρίς να τον ρωτήσουν, και βίαια ξέγινε μέσα στις νέες συνθήκες, δηλώνει δημόσια φωναχτά γραπτά ποιο είναι το κάλεσμά του. Ανακοινώνει ότι ξέρει. Ξέρει ότι είναι «υπηρέτης των βιβλίων» αλλά και της οικογένειάς του. Όσον αφορά τα βιβλία κοινοποιεί πως το πεπρωμένο του είναι να γράφει «Όσο θα μπορεί.» (σ. 141). Δεσμεύεται δηλαδή στην γραφή.
Ο μεταφρασμένος στα ελληνικά τίτλος του είναι Οι δικοί μου άνθρωποι (Καστανιώτης, 2012, 141 σ.), στα ιταλικά το λέει Storia della mia gente. Παρελαύνουν οι γενικότερες ανησυχίες του, οι αναζητήσεις του σε χώρους μελέτης, τα διαβάσματά του που απλώνονται και στην αμερικανική ήπειρο. Χωρίς καμιά μυστικοπάθεια περιγράφει τους συνειρμούς εικόνων, αναγνώσεων και προσωπικών σκέψεων. Οι συνειρμοί, εκτός από τα βιβλία, είναι εμπλουτισμένοι και τρέφονται από κινηματογραφικά κάδρα. και πλοκές της μεγάλης οθόνης. Από την μια περιγράφει εκείνη την σκηνή από την ταινία Χ, σαν να έχουμε τις οδηγίες του σκηνοθέτη και τα λόγια των ηθοποιών, και από την άλλη αναπαριστά μια κατάσταση της ζωής του που θα μπορούσε να γυριστεί σε ταινία και να που σκηνοθετεί τον εαυτό του, λεκτικά πάντως. Το σινεμά λειτούργησε καταλυτικά, τον ενέπνευσε με πολλούς τρόπους, γνωριμία με άλλους κόσμους και συμπεριφορές, ατάκες που πέρασαν στον μύθο, συνθηματικοί κώδικες, φανεροί και άρρητοι, χρώματα, σχέδια και μοτίβα για τα υφάσματά παραγωγής της οικογενειακής επιχείρησης που διέκοψε την λειτουργία της. Και εκεί που πάει να κορυφωθεί η διήγηση, μόλις δύο σελίδες πριν από το τέλος, και να καταλήξει σε ένα άλλο επίπεδο συνειδητοποίησης ο E. Nesi, διατυπώνει άποψη για την γραφή, την επινόηση, την μυθοπλασία σε σχέση με την πραγματικότητα. Παραθέτω επακριβώς με τα δικά του λόγια: «… ανακαλύπτω πόσο δύσκολο μπορεί να είναι να γράφει κανείς για την αληθινή ζωή αντί να επινοεί ιστορίες˙ πόσο στυφό είναι να μπορείς να σκάβεις αργά μέσα σου και να θρυμματίζεσαι, όπως κάνει το νερό με το τσιμέντο και την πέτρα˙πόσο μπορεί ένα μυθιστόρημα να είναι κάτι παραπάνω από ένα βιβλίο και να γίνεται τόσο πραγματικό ώστε να σε βασανίζει καθημερινά, και οι χαρακτήρες σου να αποκτούν σάρκα και αίμα και πρόσωπο και σώμα και φωνή και […] τελικά να γίνεσαι όμηρος φαντασμάτων που δεν θα σε αφήσουν ποτέ, ακριβώς επειδή είναι δικά σου. Τα δημιούργησες εσύ. Είναι εσύ.» (σ. 138). Από εκεί που γεννήθηκε να επιχειρεί, να είναι επιχειρηματίας, αφεντικό του παρόντος του και του μέλλοντός του σύμφωνα με όσα σκέφτηκαν και σχεδίασαν οι παλαιότεροι πριν από αυτόν και χωρίς να τον ρωτήσουν, και βίαια ξέγινε μέσα στις νέες συνθήκες, δηλώνει δημόσια φωναχτά γραπτά ποιο είναι το κάλεσμά του. Ανακοινώνει ότι ξέρει. Ξέρει ότι είναι «υπηρέτης των βιβλίων» αλλά και της οικογένειάς του. Όσον αφορά τα βιβλία κοινοποιεί πως το πεπρωμένο του είναι να γράφει «Όσο θα μπορεί.» (σ. 141). Δεσμεύεται δηλαδή στην γραφή.
2 σχόλια:
Ήθελα να σου πω ότι έχω παρατηρήσει τώρα τελευταία ότι τα εξώφυλλα των βιβλίων που μου αρέσουν είναι μουντά γκρίζα, μαύρα, ασπρόμαυρα. Σαν οι εκδότες να βάζουν όλα τα χρώματα σε εκείνες τις ιστορίες που με τίποτα δεν θα διάβαζα.
Ε αυτό ήταν ένα βιβλίο με χαρούμενα χρώματα στο εξώφυλλο που από την πρώτη στιγμή μου έκανε εντύπωση!
Εύχομαι να έχεις μια όμορφη μέρα!
Ναι θα συμφωνήσω εντελώς είναι ένα χαρούμενο και πολύ επιτυχημένο εξώφυλλο που συνδέεται με το περιεχόμενο άμεσα.
Καλό Σαββατοκύριακο!
Δημοσίευση σχολίου