Είναι που έλεγα να παραμείνω στην περιοχή της βιογραφίας και αυτοβιογραφίας και μια σειρά από κουβέντες και συμπτώσεις συνηγόρησαν. Ένα γενικό πλαίσιο για αρχή. Η βιογραφία ανήκει στον κλάδο της Ιστορίας, είναι εργαλείο της, και της το ανταπέδωσε βελτιώνοντας το ύφος του ιστορικού γραψίματος. Στον Μεσαίωνα πολύ δημοφιλείς ήταν οι βιογραφίες αγίων και κυβερνητών. Λειτουργούσαν σαν πρότυπα μαθήματα μα μεγάλη ώθηση γνώρισε το είδος μετά το 1579, οπότε μεταφράστηκαν στα αγγλικά οι Παράλληλοι Βίοι του Πλούταρχου. Η μετάφραση γνώρισε μεγάλη επιτυχία και διαβάστηκε ευρύτατα. Οι βιογραφίες και αυτοβιογραφίες διαχώριζαν την θέση τους από την μυθιστορηματική αφήγηση που άρχιζε να αναπτύσσεται ραγδαία στον σαξονικό και δυτικό κόσμο. Τώρα στο επίκεντρο της βιογραφίας δεν βρίσκονταν μόνο οι άγιοι, οι μάρτυρες, οι βασιλείς και κυβερνήτες αλλά και κοινοί άνθρωποι που ξεχώρισαν ή ακόμα έζησαν ζωές καθημερινές, κοινές. Όσο για την αυτοβιογραφία μπορούσε να πάρει τις μορφές της πνευματικής εξομολόγησης, των απομνημονευμάτων (που οφείλει πολλά στην γαλλική επιστολογραφία του 17ου αιώνα) και του αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος. Ωπα, φτάνει, μέχρι εδώ το πλαίσιο της θεωρίας της λογοτεχνίας.
Το έφεραν έτσι τα πράγματα (ώρα με ανάμεικτα αισθήματα) και συναντήθηκα με βιβλία μου εγκιβωτισμένα για χρόνια. Ήρθε η ώρα και ελευθερώθηκαν, ξανασκαρφάλωσαν στα ράφια, επιδεικνύοντας τις όμορφες ράχες τους, φτιάχνοντας έναν αυθαίρετο, χρωματικό πίνακα. Ένα ένα τα τράβηξα από τα δυο ταλαίπωρα κιβώτια, τα έπιασα για να τα ξεσκονίσω και το καθένα, κυρίως λογοτεχνία μα όχι μόνο, μου χαμογέλασε από κάτι, μια μνήμη, μια αίσθηση διαφορετικής διαβάθμισης. Ανάμεσά τους μια σειρά τριάντα τόμων, λεπτά λευκώματα, βιογραφιών σημαντικών ανθρώπων του κόσμου από όλους του χώρους: βασιλείς, στρατηγοί, μουσικοί, ζωγράφοι, επιστήμονες, φιλόσοφοι, στοχαστές (η σειρά απαρίθμησης βγαίνει αυτόματα αλλά ξαναδιαβάζοντάς την περιέχει στοιχεία αξιολόγησης. Δεν την αλλάζω, το κρατώ όμως πόσο βαθιά είναι ριζωμένη αυτή η ιεράρχηση αξιών. Γιατί οι στοχαστές να μην αναπηδήσουν πριν από τους βασιλείς;;).
Ανοίγω μερικούς, ναι θυμάμαι, ατέλειωτες ώρες βρίσκονται εκεί. Οι εικόνες ζωντανεύουν ταξίδια. Μερικές ράχες είναι χάλια, σπασμένες πάνω ή κρέμονται χαλαρά πια στο βιβλίο, σημάδι πυκνής χρήσης. Έτσι ο αριθμός 1, ο Μέγας Ναπολέων. Έκπληξη μου κάνει μα η εξήγηση βρίσκεται σε έναν πίνακα. Ιππεύει ο Ναπολέων, τα μαλλιά του κυματίζουν ορμητικά. Άλογο και καβαλάρης κοιτούν κατάματα τον θεατή. Είναι το μάτι του αλόγου που με τραβά δυνατά: έντονο, υγρό, ατίθασο. Η ράχη σε χειρότερη κατάσταση αντιστοιχεί στον Γαλιλαίο. Γιατί; γιατί το τηλεσκόπιό του το έστρεψε σε όλες τις γωνίες, ίσια μα βασικά ψηλά προς τα πάνω. Μάκρυνε την ματιά του στο βάθος του ουράνιου σκότους, πρώτος αυτός, τολμώντας, ηγαίνοντας αντίθετα με τα κατεστημένα, με κίνδυνο της ζωής του που χειρίστηκε διπλωματικά, για αυτό.
Τώρα τυχαίο δεν μπορεί να είναι ότι, την ίδια ακριβώς ημέρα, πέφτω, κυριολεκτικά, πάνω σε ένα κεφάλαιο για βιογραφίες «Πρόσωπα αληθινά και πρόσωπα πλασματικά», φτιαχτά, στο εξομολογητικό βιβλιοβιβλίο του Jacques Bonnet, Βιβλιοθήκες γεμάτες φαντάσματα (μετάφραση Βάνα Χατζάκη, Αθήνα, εκδόσεις Άγρα, 2010, 172 σ.). Ο Ζακ Μπονέ άνθρωπος μέσα στον παγκόσμιο σκηνικό της τέχνης του λόγου και της εικόνας, ιδρυτής εκδόσεων, επιμελητής, συνεργάτης εκδοτικών οίκων, συντάκτης και αρχισυντάκτης περιοδικών. Θα περιοριστώ σε αυτό το έβδομο κεφάλαιο του κατά τα άλλα απολύτως ρουφηχτικού βιβλίου με θέματα ολόγυρα στα βιβλία, τις βιβλιοθήκες, τα βιβλιοπωλεία, τις αναγνώσεις και όλα.
Η ανατροπή του Μπονέ είναι ότι θεωρεί και επιχειρηματολογεί εκτεταμένα πάνω στην σύλληψη ότι πραγματικά, αληθινά, με την ζωή που τους δόθηκε είναι τα πρόσωπα, οι πρωταγωνιστές των βιβλίων και αντίστροφα οι συγγραφείς είναι άγνωστοι στην ουσία τους, εξαφανισμένοι, χωρίς βεβαιότητες. Οι βιογραφίες, λέει, βασίζονται σε στοιχεία ασυνεχή, αποσπασματικά. Ιστορικά πρόσωπα παρουσιάζονται καλύτερα μέσα από την λογοτεχνία γιατί ο δημιουργός τους έχει «προσδώσει μια πραγματικότητα πολύ λιγότερο επισφαλή απ’ ότι ένα ιστορικό πορτρέτο που φιλοδοξεί να εμφανίζεται ακριβές.» (σ. 120). Οι αυτοβιογραφίες, λέει πάλι, δεν είναι «παρά μια ολέθρια παραλλαγή του μυθιστορηματικού λόγου.» (σ. 113), «όπου συμφύρονται βιώματα και φαντασιώσεις.» (σ. 124).
Είναι καταπέλτης, φέρνει το ένα διάβασμα μετά το άλλο με σκοπό να στεριώσει το αναποδογυριστικό επιχείρημά του, του ποιος είναι πιο αληθινός, ο δημιουργός ή το δημιούργημα, στην πραγματικότητά μας, τι ξέρουμε στα αλήθεια, τι είμαστε σε θέση να ξέρουμε για τον συγγραφέα και τα πλάσματά του.
Δεν θα προσπαθήσω να ανατρέψω το σκεπτικό του Μπονέ, ούτε καν να κουβεντιάσω τώρα το θέμα των ορίων πραγματικότητας και μύθων, της επιβίωσης, χρήσης και έκφρασης ιδεών. Λυπάμαι, και πάλι, συμπέρασμα δεν έχει, μόνο ένα τηλεσκόπιο που γυρνάει (ίσως αχόρταγα ίσως απελπισμένα) προς κάθε διεύθυνση που μπορεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου