Και επειδή δεν ταίριαξε η ανάρτηση της Καθαρής Δευτέρας είπα να ταιριάζει, κάπως να είναι στο πλαίσιο, με την εθνική γιορτή της 25ης Μαρτίου 1821 η επόμενη ανάρτηση. Προσφέρουν οι γιορτές την αφορμή να σκεφτούμε, να θυμηθούμε και να δούμε τα πράγματα με νέα οπτική. Να παρακολουθήσουμε την πορεία του περιεχομένου του εορτασμού μέσα στο χρόνο. Ακόμα, να βάλουμε νέες παραμέτρους και διαστάσεις, σκεπτικισμό και αναθεώρηση. Μας δίνουν την ευκαιρία να ανατοποθετηθούμε απέναντι στο παρελθόν σε σχέση με το παρόν. Όλα αυτά και άλλα. Θρησκευτικές και μη γιορτές δεν τις θεσμοθετούμε απλά για να επαναλαμβάνουμε τα ίδια και τα ίδια, να αναμασάμε τα τσιμεντοποιημένα στερεότυπα που προκύπτουν, συμπεριφορές και ιδέες που κάποτε βρίσκονταν σε αρμονία με τις επιταγές άλλων καιρών. Γιατί τότε οι γιορτές, όχι μόνον χάνουν το ενδιαφέρον τους, γίνονται βαρετές επαναλήψεις αλλά ακόμα στέκονται εμπόδιο για εκείνη την νέα αυτογνωστκή συλλογική αντίληψη που μας οδηγεί στο μέλλον.
Ροκανίζω, αργά είναι αλήθεια τα βιβλία του παζαριού της πλατείας Κοτζιά.
Μεταξύ άλλων, προς το ποσό των τριών ευρώ, με τράβηξε μια προσεγμένη ανατύπωση του 1991 από τις εκδόσεις Εκάτη, χωρίς άλλες προσθήκες, σχόλια, πρόλογο, επεξηγηματικές σημειώσεις και τα παρεμφερή των επανεκδόσεων, του βιβλίου του Δ. Βικέλα, με τίτλο Από Νικοπόλεως εις Ολυμπίαν. Επιστολές που απεύθυνε στον Γάλλο φίλο του Πολ Όλλεντορφ κατά την διάρκεια ταξιδιού στην Ελλάδα την Άνοιξη του 1884, και ο ντε Σεν Ιλέρ τον παρακίνησε να δημοσιεύσει και στα ελληνικά. Εξήντα γεμάτα χρόνια μετά την Ελληνική Επανάσταση και σύσταση του νέου ελληνικού κράτους, ο Βικέλας κάνει συγκρίσεις, παρατηρεί με ενδιαφέρον τις αλλαγές συμπεριφορών, καταγράφει τα σημάδια ανάπτυξης στους τομείς των μεταφορών, της γεωργίας, του εμπορίου, των τεχνών και επιστημών. Από τον θεματικό πλούτο των αναφορών, όπως όλοι στο σημείο αυτό καταλαβαίνουμε, επικεντρώνομαι σε μνείες για βιβλιοθήκες. Ναι, υπάρχουν και βιβλιοθήκες ή μάλλον καλύτερα ευχή δημιουργίας βιβλιοθηκών. Φαίνεται, λοιπόν, ότι γινόταν μια κουβέντα για τις ανασκαφές και τα ευρήματά τους σε όλη την Ελλάδα. Μια μερίδα υποστήριζε ότι τα αρχαιολογικά ευρήματα θα έπρεπε να συγκεντρώνονται στην Αθήνα, κυρίως για λόγους ασφαλείας. Στον αντίποδα, η άλλη μερίδα διατεινόταν πως θα έπρεπε να παραμένουν στους χώρους τους και εκεί επιτόπου να δημιουργούνται μουσεία και παραθέτω «δεν θα είναι ο εις έκαστον Μουσείον σχηματισμός βιβλιοθήκης, περιεχούσης ικανά βοηθήματα διά τας πρώτας των αρχαιολογούντων μελέτας» (σ. 157). Οι βιβλιοθήκες των μουσείων θα αποτελούσαν κίνητρο για τους επιστήμονες ώστε να επιθυμούν να πηγαίνουν και να παραμένουν στους τόπους των ανασκαφών, εφόσον θα μπορούσαν να εργαστούν με σύγχρονες συνθήκες έρευνας. Ιδέα λογική και χρήσιμη και ίσως να είχε αποδώσει αν είχε εφαρμοστεί. Αφορμή για την πρόταση του Βικέλα ήταν η επίσκεψή του στους χώρους της Ολυμπίας. Σπουδαίες και περίφημες είναι οι βιβλιοθήκες των ξένων αρχαιολογικών σχολών στην Αθήνα, της Γαλλικής και της Βρετανικής αλλά και των μεταγενέστερων, με κορυφαία την πλούσια και αυστηρή Γεννάδειο Βιβλιοθήκη που είναι ανοικτή με ευρύτατο ωράριο και στους Έλληνες μελετητές. Δανείζομαι τα υπερήφανα και συγκινητικά λόγια του Βικέλα για το τέλος της ανάρτησης και μέσα στο πνεύμα της επετείου του ’21 «Το κατ’ εμέ, θα αποθάνω με πίστιν ακλόνητον εις το μέλλον της Ελλάδος. Δεν αρνούμαι ότι ζηλεύω τους μετά πεντήκοντα εκατόν έτη συμπολίτας μου (δηλαδή εμάς!!), αλλ’ όταν σκέπτωμαι πώς οι πατέρες των πατέρων ημών διεβίωσαν, εν τω μέσω της αδημονίας και της πικρίας δουλικών ημερών, παρηγορούμαι ότι ανήκω εις την πρώτην γενεάν των επί της γης ελευθέρας γεννηθέντων Ελλήνων.» (σ. 200).
Ροκανίζω, αργά είναι αλήθεια τα βιβλία του παζαριού της πλατείας Κοτζιά.
Μεταξύ άλλων, προς το ποσό των τριών ευρώ, με τράβηξε μια προσεγμένη ανατύπωση του 1991 από τις εκδόσεις Εκάτη, χωρίς άλλες προσθήκες, σχόλια, πρόλογο, επεξηγηματικές σημειώσεις και τα παρεμφερή των επανεκδόσεων, του βιβλίου του Δ. Βικέλα, με τίτλο Από Νικοπόλεως εις Ολυμπίαν. Επιστολές που απεύθυνε στον Γάλλο φίλο του Πολ Όλλεντορφ κατά την διάρκεια ταξιδιού στην Ελλάδα την Άνοιξη του 1884, και ο ντε Σεν Ιλέρ τον παρακίνησε να δημοσιεύσει και στα ελληνικά. Εξήντα γεμάτα χρόνια μετά την Ελληνική Επανάσταση και σύσταση του νέου ελληνικού κράτους, ο Βικέλας κάνει συγκρίσεις, παρατηρεί με ενδιαφέρον τις αλλαγές συμπεριφορών, καταγράφει τα σημάδια ανάπτυξης στους τομείς των μεταφορών, της γεωργίας, του εμπορίου, των τεχνών και επιστημών. Από τον θεματικό πλούτο των αναφορών, όπως όλοι στο σημείο αυτό καταλαβαίνουμε, επικεντρώνομαι σε μνείες για βιβλιοθήκες. Ναι, υπάρχουν και βιβλιοθήκες ή μάλλον καλύτερα ευχή δημιουργίας βιβλιοθηκών. Φαίνεται, λοιπόν, ότι γινόταν μια κουβέντα για τις ανασκαφές και τα ευρήματά τους σε όλη την Ελλάδα. Μια μερίδα υποστήριζε ότι τα αρχαιολογικά ευρήματα θα έπρεπε να συγκεντρώνονται στην Αθήνα, κυρίως για λόγους ασφαλείας. Στον αντίποδα, η άλλη μερίδα διατεινόταν πως θα έπρεπε να παραμένουν στους χώρους τους και εκεί επιτόπου να δημιουργούνται μουσεία και παραθέτω «δεν θα είναι ο εις έκαστον Μουσείον σχηματισμός βιβλιοθήκης, περιεχούσης ικανά βοηθήματα διά τας πρώτας των αρχαιολογούντων μελέτας» (σ. 157). Οι βιβλιοθήκες των μουσείων θα αποτελούσαν κίνητρο για τους επιστήμονες ώστε να επιθυμούν να πηγαίνουν και να παραμένουν στους τόπους των ανασκαφών, εφόσον θα μπορούσαν να εργαστούν με σύγχρονες συνθήκες έρευνας. Ιδέα λογική και χρήσιμη και ίσως να είχε αποδώσει αν είχε εφαρμοστεί. Αφορμή για την πρόταση του Βικέλα ήταν η επίσκεψή του στους χώρους της Ολυμπίας. Σπουδαίες και περίφημες είναι οι βιβλιοθήκες των ξένων αρχαιολογικών σχολών στην Αθήνα, της Γαλλικής και της Βρετανικής αλλά και των μεταγενέστερων, με κορυφαία την πλούσια και αυστηρή Γεννάδειο Βιβλιοθήκη που είναι ανοικτή με ευρύτατο ωράριο και στους Έλληνες μελετητές. Δανείζομαι τα υπερήφανα και συγκινητικά λόγια του Βικέλα για το τέλος της ανάρτησης και μέσα στο πνεύμα της επετείου του ’21 «Το κατ’ εμέ, θα αποθάνω με πίστιν ακλόνητον εις το μέλλον της Ελλάδος. Δεν αρνούμαι ότι ζηλεύω τους μετά πεντήκοντα εκατόν έτη συμπολίτας μου (δηλαδή εμάς!!), αλλ’ όταν σκέπτωμαι πώς οι πατέρες των πατέρων ημών διεβίωσαν, εν τω μέσω της αδημονίας και της πικρίας δουλικών ημερών, παρηγορούμαι ότι ανήκω εις την πρώτην γενεάν των επί της γης ελευθέρας γεννηθέντων Ελλήνων.» (σ. 200).
Πάρα πολύ ενδιαφέρον! Θ' αναζητήσω το βιβλίο. Όσο για το τέλος που διάλεξες, τελικά η ζωή κύκλους κάνει...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚατερίνα γελαστή γεια! Τι ωραία που το βρήκες ενδιαφέρον! Έχει πολλά σημεία που σε κάνουν να σκέφτεσαι τι ήθελαν οι άνθρωποι και τελικά τι κατάφεραν... Μια συνεχής προσπάθεια.
ΑπάντησηΔιαγραφή