Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα

Αυτό το βιβλίο συγκεντρώνει όλα όσα θα ήθελα να περιέχει ένα βιβλίο: μύθο, ιστορία, αληθινά γεγονότα, ταξίδι. Παρέμενε χρόνια τώρα στη λίστα με τα βιβλία που θα ήθελα να διαβάσω μέχρι που το εντόπισα σε μια ιδιαιτέρως χαμηλή τιμή στους πάγκους του περιπτέρου που βρίσκεται Ακαδημίας και Ασκληπίου και που εξελίσσεται σιγά σιγά σε ένα μοναδικό βιβλιοπωλείο με βιβλία δεύτερο χέρι.
Πρόκειται για την ιστορία της ζωής του όχι γνωστού Γιάνκου Δανιηλόπολου, ο οποίος γεννήθηκε το 1899 σε ένα χωριό της Ανατολικής Θράκης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, το Βασιλικό. Το μεγάλο ταξίδι της ζωής του ξεκινά το 1910 όταν αφήνει τον τόπο που γεννήθηκε για να μάθει γράμματα στη Μεγάλη του Γένους Σχολή της Κωνσταντινούπολης. Τα σχολικά του χρόνια τα αφηγείται με μια αίσθηση νοσταλγίας, ενώ οι αναμνήσεις του από καθηγητές και τάξεις περιγράφονται τόσα ζωντανά που τολμώ να πω ότι είναι ό,τι πιο όμορφο έχω διαβάσει. Ο τρόπος που εκείνοι οι εκπαιδευτικοί εκείνα τα χρόνια δίδασκαν την ελληνική ιστορία σε ένα μέρος που δεν ήταν Ελλάδα εν μέσω των Βαλκανικών Πολέμων ξεχωρίζει στη σκέψη αυτού του πολυταξιδεμένου ανθρώπου.
Μετά το τέλος των πολέμων, το χωριό του ανήκει πια στη Βουλγαρία, τα σύνορα άλλαξαν και η νέα πρωτεύουσα απείχε πολλά χιλιόμετρα χωρίς δρόμους επικοινωνίας. Οι πόλεμοι των ανθρώπων όμως δεν τελειώνουν έτσι απλά και ο Γιάνκος Δανιηλόπουλος θα αναγκαστεί να γίνει επτά φορές πρόσφυγας, να ταξιδέψει πολύ, να αλλάξει αναρίθμητα επαγγέλματα, να χάσει πολλές φορές την περιουσία του και οτιδήποτε με κόπους είχε κτίσει αυτός και η οικογένειά του.
Με δύναμη, πείσμα και ευφυΐα και καθόλου μιζέρια και γκρίνια θα ξαναρχίσει πάλι από την αρχή τη ζωή του πολλές φορές ώσπου να καταλήξει το 1950 να αφήσει για πάντα τη Μαύρη Θάλασσα και το εμπόριο και να εγκατασταθεί στο ρουμανοπροσφυγικό καταυλισμό του Λαυρίου και να ασχοληθεί για πρώτη φορά με αγροτικές δουλειές.
Μέσα από την αφήγηση των ταξιδιών της ζωής του ζωντανεύει ένα κομμάτι ιστορίας του παρευξείνιου ελληνισμού που εμπλουτίστηκε με ιστορικό και φωτογραφικό υλικό από την εξαιρετική Μαριάννα Κορομηλά. Ο μοναδικός αυτός συνδυασμός εξιστόρησης βιωμάτων και προσθηκών υπό το πρίσμα ενός ιστορικού, δίνουν έναν εντυπωσιακό αποτέλεσμα που σε κανένα βιβλίο Ιστορίας δεν μπορεί να βρεθεί.
Ως αναγνώστρια αισθάνομαι ευγνώμων για την έκδοση αυτού του βιβλίου.
Κλείνοντας το βιβλίο μένω εντυπωσιασμένη από τη ζωή ενός ανθρώπου, ο οποίος αψηφώντας διωγμούς και ξεριζωμούς κατάφερε να παραμείνει ευτυχισμένος και να ζήσει μια πλούσια ζωή κοντά σε ανθρώπους αγαπημένους.

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

Βιβλιαγορές και σκέψεις του Σαββάτου


Η Bιβλιοθήκη της Ακαδημίας Αθηνών, η τρίτη μεγαλύτερη και σημαντικότερη βιβλιοθήκη της Ελλάδας, μετά την Εθνική Βιβλιοθήκη και τη Βιβλιοθήκη της Βουλής, κάνει για πρώτη φορά στην ιστορία της άνοιγμα στο ευρύ κοινό με σκοπό να γίνουν γνωστοί οι θησαυροί που φυλάσσει στα βιβλιοστάσιά της.
Ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να δει το σπουδαίο αυτό κτήριο της Ακαδημίας Αθηνών να θαυμάσει την εξαιρετική και καλοδιατηρημένη αρχιτεκτονική και τα στολίδια που κοσμούν το εσωτερικό του κτηρίου, ενώ παράλληλα να γνωρίσει το σπάνιο υλικό της σπουδαίας αυτής βιβλιοθήκης. Την καλοστημένη έκθεση του σπάνιου αυτού υλικού επιμελήθηκε η Χρύσα Μαλτέζου, η τέως Διευθύντρια του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας, του μοναδικού ελληνικού επιστημονικού ινστιτούτου που υπάρχει στο εξωτερικό.
Παράλληλα με την έκθεση πραγματοποιήθηκε βιβλιαγορά εκδόσεων της Ακαδημίας Αθηνών με σκοπό την ενίσχυση της «Ιακωβάτειου Βιβλιοθήκης» στο Ληξούρι Κεφαλλονιάς που υπέστη ζημιές από τους πρόσφατους σεισμούς. Εχτές, η τελευταία μέρα της βιβλιαγοράς, είχαν μείνει ελάχιστοι τόμοι γεγονός που με χαροποίησε και ας μην βρήκα τίποτα να αγοράσω. Όμως είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ την έκθεση που ενώ είχε ανακοινωθεί ότι δεν θα ήταν ανοιχτή Σάββατο ήταν ορθάνοιχτη γεμάτη κόσμο και με ξενάγηση.
Με μεγάλο εντυπωσιασμό είδα τις αλλαγές που έχουν γίνει στη βιβλιοθήκη τα τελευταία δέκα χρόνια που έχω να την επισκεφθώ, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό έγιναν χάρις στους ανθρώπους που δουλεύουν και προσέχουν τις συλλογές της και είναι σε θέση σήμερα να εκθέτουν τους θησαυρούς της.





Στη συνέχεια κατευθύνθηκα σε μία άλλη βιβλιαγορά αυτή που διοργάνωνε η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, η βιβλιοθήκη της Αμερικάνικης Σχολής Κλασικών Σπουδών. Διαβαίνοντας μέσα από το Κολωνάκι πέρασα από την πλατεία Δεξαμενής και βρέθηκα μπροστά σε μια παντελώς άδεια και αραχνιασμένη ανταλλακτική βιβλιοθήκη. Αυτή η όμορφη ιδέα της ανταλλαγής βιβλίων κατάντησε ένα άδειο μεταλλικό ντουλάπι που ασχημαίνει την πλατεία των λογοτεχνών της Γενιάς του '30. Οι ευθύνες βαραίνουν κυρίως αυτούς που είχαν την ιδέα και αφού την υλοποίησαν την άφησαν στη μοίρα της.  
Όταν έφτασα στον κήπο της Γενναδείου αντίκρισα τραπέζια ντυμένα στα λευκά γεμάτα με βιβλία προς πώληση. Προσαρμόστηκα γρήγορα την ανακατωσούρα που επικρατούσε εξαιτίας της πληθώρας των τίτλων και ξεκίνησα το κυνήγι του θησαυρού. Πραγματικό κυνήγι καθώς οι τιμές κυμαίνονταν από 1 έως 5 ευρώ και δεν άργησα να καταλάβω ότι οι τίτλοι κάθε άλλο παρά αδιάφοροι ήταν.
Εντύπωση μας προκάλεσαν οι ιδιόχειρες αφιερώσεις των συγγραφέων στις λευκές σελίδες των βιβλίων. Αφιερώσεις που δεν απευθύνονταν σε ανώνυμα πρόσωπα αλλά σε πλέον επώνυμα, όπως τον Κ. Στεφανόπουλο τέως Πρόεδρο Δημοκρατίας αυτή της τόσο δημοκρατικής χώρας που οι πολιτικοί δωρίζουν τα βιβλία που τους δώρισαν σε ιδιωτικές βιβλιοθήκες και οι βιβλιοθήκες αυτές αψηφούν τις ιδιόχειρες αφιερώσεις και επιλέγουν να τα πουλήσουν. Προφανώς, θέλω να πιστεύω πως ήταν βιβλία που είχαν κι άλλα αντίτυπά τους και προφανώς ήταν ένας τρόπος για να ενισχύσουν τα ταμεία τους που είναι σίγουρα πιο γεμάτα από τα ταμεία των δημόσιων βιβλιοθηκών.
Παρόλα αυτά, εμείς, κοινοί θνητοί, επωφεληθήκαμε της ευκαιρίας να αποκτήσουμε βιβλία με ιδιόχειρες αφιερώσεις ίσως και σπουδαίων συγγραφέων που απευθύνονται σε ανθρώπους με σπουδαίους τίτλους ένα ζεστό Σάββατο του Οκτώβρη στον κήπο της Γενναδείου.

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

Η χρησιμότητα του πολιτισμού

Διαβάζοντας μία συνέντευξη του νέου διευθυντή της Εθνικής Βιβλιοθήκης στην οποία αναφερόταν στην ελλειπή κρατική χρηματοδότηση και στα διάφορα οικονομικά προβλήματα της μεγαλύτερης και σημαντικότερης βιβλιοθήκης αυτής της χώρας, στην τελευταία πρόταση προέτρεπε την ανάγνωση ενός βιβλίου με τον τίτλο Η χρησιμότητα του αχρήστου. Ένα εξαιρετικό βιβλίο που αν δεν είχα διαβάσει αυτή τη συνέντευξη ίσως να μην είχα καταλάβει περί τίνος πρόκειται. Το λιτό εξώφυλλό του δεν μαρτυρεί τίποτα από το περιεχόμενό του κι ας είναι ένα βιβλίο που φιγουράρει στις βιτρίνες και στις προβολές των μεγάλων βιβλιοπωλείων, δεν θα μου είχε κινήσει το ενδιαφέρον.
Ο Ιταλός ακαδημαϊκός Νούτσιο Όρντινε με τρόπο απλό παρουσιάζει την χρησιμότητα των ουμανιστικών γνώσεων που τείνουν να θεωρηθούν άχρηστες καθώς δεν φέρνουν κέρδος στα ακαδημαϊκά ιδρύματα αφού η έρευνα στις ανθρωπιστικές επιστήμες κάθε άλλο παρά κερδοφόρες είναι σε αντίθεση με την έρευνα στις τεχνολογικές ή στις θετικές επιστήμες. Παράλληλα, αναφέρεται στη χρησιμότητα των υπηρεσιών πληροφόρησης, των μουσείων, των βιβλιοθηκών και των αρχείων αλλά και γενικότερα της τέχνης για την ανάπτυξη του ανθρώπινου πνεύματος και την ολοκλήρωση της καλλιέργειας του νου. Παραθέτοντας δεκάδες αποσπάσματα από κείμενα των σημαντικότερων εκπροσώπων του πνεύματος ανά τους αιώνες, τεκμηριώνει τη χρησιμότητα της λογοτεχνίας και αποσυνδέει την κουλτούρα και τον πολιτισμό από το χρηματικό κέρδος.
"Η ζωή ενός μουσείου ή μιας αρχαιολογικής ανασκαφής, όπως επίσης αυτή ενός αρχείου και μιας βιβλιοθήκης, είναι ένας θησαυρός που η κοινότητα οφείλει να συντηρεί με κάθε κόστος" ακόμη και αν από αυτή δεν βγάζει κάποιο άμεσο χρηματικό κέρδος.
Σε μια κοινωνία που κρίνει ως χρήσιμο οτιδήποτε κερδοφόρο ο Όρντινε χρησιμοποιεί τα λόγια λογοτεχνών, φιλοσόφων και επιστημόνων, χρησιμοποιεί δηλαδή την παγκόσμια σοφία, για να θυμίσει ότι ο πολιτισμός δεν λειτουργεί με τους νόμους των επιχειρήσεων, το ίδιο και τα πανεπιστήμια.
Εξαιρετική μελέτη που δεν θα έπρεπε να λείπει από καμία βιβλιοθήκη.

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

Η μηχανή του σφάλματος

Ο Μαραμπού διάβασε ένα πολύ ιδιαίτερο δοκίμιο που μιλά για τη χαρά της ανάγνωσης, μπαίνει στο μυαλό του αναγνώστη και αφηγείται τι συμβαίνει εκεί και φυσικά έστειλε εντυπώσεις:

Πόσες και πόσες φορές, αναγνώστες δεν στοχάστηκαν πάνω στα βιβλία που διάβασαν; Δεν είναι αναγκαίο να γίνει, είναι όμως θεμιτό. Πολλές φορές θέλεις να πας την ανάγνωση ένα βήμα παραπέρα, να σκεφτείς τους λόγους για τους οποίους ο συγγραφέας επέλεξε μια συγκεκριμένη αφηγηματική τεχνική, να μαντέψεις ποια πρόσωπα μπορεί να κρύβονται πίσω από τα “πρόσωπα”, ή τουλάχιστον να ψέξεις με την ησυχία σου τον συγγραφέα για τα μύρια όσα σφάλματα στα οποία υπέπεσε, αναθεματίζοντας την φήμη που τον τυλίγει, όταν εσύ θα μπορούσες να γράψεις σαφώς πολύ καλύτερα από αυτόν!
Ο Μάριο Λαβατζέτο, Ιταλός θεωρητικός της λογοτεχνίας, γνωρίζοντας προφανώς, ότι σπανίως μια ανάγνωση αρχίζει και τελειώνει στα στενά όρια της αναγνωστικής απόλαυσης, ξεκινά ν' αναπλάσει την ιστορία μιας ανάγνωσης, συνεπικουρούμενος (εδώ, η επίδραση του μεγάλου Καλβίνο γίνεται αντιληπτή με ένα φευγαλέο βλεφάρισμα του νου!) από έναν φανταστικό αναγνώστη, “αρκεί να είναι υπομονετικός και να μην αφήνει κατά μέρος όλα όσα ξεφεύγουν από τη λογική της γραμμικής διαδοχής των γεγονότων”. Στοχεύουν λοιπόν τον Μπαλζάκ και το διήγημά του “La Grande Breteche”, το οποίο υπέστη πολλές επεμβάσεις από το συγγραφέα του και πολλές “μετακινήσεις” μέσα στην πελώρια Ανθρώπινη κωμωδία του, κατά τη διάρκεια των επανεκδόσεων. Γιατί συνέβη αυτό, φανταστικέ αναγνώστη;
Ο φανταστικός αναγνώστης αφού διαβάσει (μαζί με μας) την ιστορία της “Grande Breteche”, αναλαμβάνει να δώσει λύση στα ερωτήματα που ανακύπτουν, ελάχιστα σίγουρος για τις απαντήσεις.
(...) πίσω από κάθε συνείδηση αναγνώστη – ακόμα και από την πιο οξυδερκή και συνετή – υπάρχει μια ερευνητική ροπή που την αυξάνει το ρεαλιστικό κείμενο, καθώς ξεδιπλώνει όλους τους μηχανισμούς των ιστορικών ή ψευδο-ιστορικών αναφορών. Οι λέξεις προβάλλουν την πραγματικότητα σαν σκιά, ταυτόχρονα όμως παραπέμπουν οι ίδιες σε μια πραγματικότητα, σε ένα σύνολο “πραγμάτων”˙ έχουν μια προέλευση, ή τουλάχιστον κουβαλούν μέσα τους την πληθωρική μνήμη της προέλευσής τους.
Ξεκινάει λοιπόν, μια “αστυνομική έρευνα” προς διαλεύκανση του μυστηρίου: ερευνώνται πηγές, τα χειρόγραφα του συγγραφέα για τυχόν σβησίματα ή τρεμουλιάσματα και δισταγμούς του
χεριού και του μυαλού, αναζητούνται στοιχεία μέσα στην αλληλογραφία με τους συγγενείς του, οτιδήποτε θα ενοχοποιήσει τον αδίστακτο δημιουργό. Θα κοροϊδέψει εμάς ο Μπαλζάκ, σκεφτόμαστε χαιρέκακα, παρασυρμένοι από την αλαζονεία του φανταστικού αναγνώστη, λησμονώντας φαίνεται ότι,
(...) το λογοτεχνικό κείμενο είναι από τη φύση του “σπογγώδες” και απορροφά, στη διάρκεια της μακρόχρονης ύπαρξής του, μια μεγάλη ποσότητα σημασιών που δεν είχαν προβλεφθεί στην “γραφή” του (ή και που είναι αρχικά “ξένες” προς αυτή), χωρίς να είναι δυνατόν να το αποκαταστήσουμε στην πρωτογενή μορφή του απλώς στύβοντάς το ή στεγνώνοντάς το στον ήλιο.
“Η μηχανή του σφάλματος” είναι ένα όμορφο δοκίμιο για όσα, λίγο ή πολύ, σκέφτεται κάθε βιβλιόφιλος ύστερα από μία ανάγνωση. Συνταιριάζει πολλά και διαφορετικά είδη γραφής, περιέχει πολλά αποσπάσματα από κείμενα του Μπαλζάκ (συμπεριλαμβανομένης και της ιστορίας της “Grande Breteche”), αλληλογραφία, βιογραφία και φυσικά δοκιμιακό λόγο, στιβαρό και ουσιώδη, κάτι που αποδεικνύεται και από τις πολλές σελίδες βιβλιογραφικών αναφορών για ένα βιβλίο σχετικά μικρής έκτασης. Μπορεί να μην τρέξετε στα βιβλιοπωλεία για να το αγοράσετε, αν όμως πέσει τυχαία στα χέρια σας, σίγουρα θα το διαβάσετε ως το τέλος, απολαμβάνοντας παράλληλα τρεις διαδοχικές αρωματικές κούπες καφέ – προς τιμήν του σπουδαίου Μπαλζάκ, που έπινε πενήντα καφέδες την μέρα, για να μπορεί να γράψει όλα αυτά τα σπουδαία, που εμείς οι τωρινοί αναγνώστες, ερχόμαστε να αποδομήσουμε σε μια πρωινή συνάντησή μας σε ένα βιβλιοπωλείο-καφέ!

Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

Ένα βιβλίο για βιβλία ακόμη


Ένα ακόμη βιβλίο για βιβλία, από αυτά που μας αρέσει να διαβάζουμε εδώ, κυκλοφόρησε πριν από μερικούς μήνες από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Η ιδέα της έκδοσης, αλλά εν μέρει και της συγγραφής, ανήκει σε έναν άνθρωπο που περιτριγυρίζεται από βιβλία, ζει και εργάζεται μαζί τους, αγοράζει και πουλάει παλαιά βιβλία. Το παλαιοβιβλιοπωλείο αυτό της Ιπποκράτους (πριν αλλάξει διεύθυνση και μεταφερθεί στην Χαριλάου Τρικούπη), το θυμάμαι από τότε που άνηκε στον προηγούμενο ιδιοκτήτη. Θυμάμαι ένα γκριζομάλλη γεράκο, στον οποίο είχα πάει ως μαθήτρια για να πουλήσω τα παιδικά μου βιβλία, με σκοπό να ελευθερώσω ράφια για τα επόμενα και φυσικά για να αποκτήσω χρήματα για να πάρω άλλα. Τη στιγμή εκείνη τη θυμάμαι ακόμη, γιατί με αυτήν την κίνηση έχασα τα βιβλία εκείνα που με ώθησαν στην ανάγνωση, εκδόσεων που δεν υπάρχουν πια.
Και γιατί μπορεί να είχα αποκτήσει χώρο στη βιβλιοθήκη, χρήματα όμως δεν είχα αποκτήσει, το αντάλλαγμα για μια σακούλα βιβλία ήταν να διαλέξω ένα βιβλίο από τα ράφια του παλαιοβιβλιοπωλείου. Δεν μου είχε φανεί πολύ δίκαια η ανταλλαγή, αλλά την είχα δεχτεί γιατί ήμουν αποφασισμένη να ξεφορτωθώ αυτά τα βιβλία που ήταν πια παιδικά για εμένα.
Όμως δεν ξανά πήγα στο βιβλιοπωλείο αυτό.
Μέχρι που μια μέρα εντελώς τυχαία γνώρισα το νέο ιδιοκτήτη. Φοιτήτρια πια, συμπάθησα αμέσως το μουσάτο κύριο με την πίπα που μιλούσε για τα βιβλία με το ίδιο πάθος που μιλούσε για φαγητό, κρασί και ταξίδια.
Ο μουσάτος αυτός κύριος, λοιπόν, που είναι ο Νίκος Χρυσός, είχε την ιδέα να προτείνει σε 24 συγγραφείς, να γράψουν ιστορίες για βιβλία και να τις δημοσιεύσει στην ιστοσελίδα του παλαιοβιβλιοπωλείου του. Για αρκετές εβδομάδες ανέβαιναν αυτές οι ιστορίες, αλλά ποτέ δεν διάβασα καμία. Παρόλο που γνώριζα την ιδέα, παρόλο που ήξερα ότι θα μου αρέσουν, άνοιγα το link, διάβαζα τον τίτλο, σκρόλαρα και έβλεπα την έκταση της ιστορίας κι ύστερα έκλεινα το παράθυρο λέγοντας πως θα τη διαβάσω κάποια άλλη φορά. Ποτέ δεν διάβασα καμία. 
Αλλά όταν έμαθα ότι όλες οι ιστορίες θα εκδοθούν σε ένα βιβλίο, ανυπομονούσα να κρατήσω στα χέρια μου τις Ιστορίες βιβλίων.
Και να τες λοιπόν, 24 ιστορίες γεμάτες βιβλιοφιλικά επεισόδια. Οι πιο πολλές αναφέρονται στη συγγραφή, αναμφίβολα εξαιτίας το πάθος των δημιουργών τους. Άλλες γραμμένες απλά, τόσο απλά που βαριέσαι, άλλες γραμμένες με ένταση που σου καρφιτσώνονται στη μνήμη, άλλες σου γνωρίζουν καλούς συγγραφείς, αλλά όλες μαζί σου υπενθυμίζουν τη δύναμη των βιβλίων και των λέξεων, του χάρτινου κόσμου που συνεχίζει να δίνει νόημα στις στιγμές που όλα μοιάζουν μάταια.