Σάββατο 19 Ιουλίου 2014

Η Μονεμβασιά του Ρίτσου

Σε ένα από τα πιο όμορφα μέρη της Ελλάδας, σε μια ιστορική πόλη που μένει ανέπαφη από τα χρόνια που έχουν περάσει, γεννήθηκε ένας σπουδαίος ποιητής. Το σπίτι του στην αρχή της πόλης, σφραγισμένο καλά να αφήνει απέξω τα αδιάκριτα σαν τα δικά μου μάτια, ξεχωρίζει εξαιτίας ενός μπρούτζινου αγάλματος που μένει να κοιτά τη θάλασσα.
Άραγε γεννιέσαι ποιητής ή γίνεσαι μεγαλώνοντας με αυτές τις εικόνες;








Φεύγοντας ἀπ᾿ τὴ Μονοβασιά
Πανάρχαιες ἐλιές, κούφιοι κορμοὶ συστραμμένοι·
τὸ δύστυχο σταχτί· τὸ καπνισμένοι κίτρινο·
ἴσκιοι τῶν σύννεφων στοὺς ἀπέναντι λόφους.
Ἔρχεται ὑπάκουο τὸ μακρινό, σὲ κοιτάει ἀπ᾿ τὸ πλάι·
ξεχνᾶς ἐκεῖνο πού ῾θελες νὰ τοῦ ζητήσεις· τὸ χέρι σου
ἀφηρημένο περπατᾶ στὴ μαλακιὰ ράχη τοῦ ζώου.
Ἦταν αὐτό; Καὶ τί ἦταν; Ἀντεστραμμένος χρόνος;
Οἱ γριὲς τυλίγουνε τὰ πόδια τους μ᾿ ἐφημερίδες,
τὰ δένουνε μὲ σπάγκους. Προφυλάξεις, προφυλάξεις, -
ὦ, σιωπηλὴ διάρκεια· καθόμαστε χάμου στὸ χῶμα
μ᾿ ἕνα καλάθι φραγκόσυκα, μὲ τό ῾να παπούτσι τοῦ δρομέα, -
κι αὐτὴ ἡ ἐπίμονη γυναίκα, ἡ ἀποστεωμένη, ἡ ἄγρια,
κάτω ἀπ᾿ τὸ δέντρο, μέσ᾿ στὴν πεισμωμένη λάμψη,
κρατώντας στὰ δύο χέρια της τὸ ἀπαρηγόρητο βρέφος.
Τότε ἀκριβῶς ἦταν ποὺ μάθαμε πὼς τίποτα δὲν εἶχε χαθεῖ.

Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

Πώς θα πείσεις κάποιον που δεν διαβάζει να διαβάσει


Είναι ωραίο να δουλεύεις σε ένα βιβλιοπωλείο.
Ειδικά σε εκείνα τα βιβλιοπωλεία τα μεγάλα, τα super markets όπως τα αποκαλούν μερικοί
(βέβαια τα κακά είναι περισσότερα, αλλά ας μιλήσω για τη ρομαντική πλευρά αυτής της εργασίας).
Σε αυτά τα βιβλιοπωλεία υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες εύρεσης εργασίας καθώς τα μικρά συνήθως τα δουλεύουν αυτοί που τα έχουν και γιατί σε αυτά τα μεγάλα βιβλιοπωλεία μπαινοβγαίνει πολύς κόσμος και έτσι έχεις την ευκαιρία να συνομιλήσεις με κάθε τύπου αναγνώστη και όχι μόνο με τους ψαγμένους ή τους πιο φανατικούς. Συνεπώς, αποκτάς μια σφαιρική εικόνα για το αναγνωστικό κοινό αυτής της χώρας που σίγουρα δεν αποτελείται από έμπειρους αναγνώστες αλλά κυρίως από περιστασιακούς. Κι εκεί είναι το μεγάλο δέλεαρ, πώς θα καταφέρεις να κάνεις αυτούς τους περιστασιακούς να κολλήσουν, να μπαίνουν στο βιβλιοπωλείο και να ψάχνουν το επόμενο προς ανάγνωση βιβλίο.
Διαβάζοντας μια σχετική ανάρτηση στο Διαβάζοντας μου ήρθαν στο μυαλό χίλιες σκέψεις και χίλιες εικόνες. Κυρίως οι στιγμές αμηχανίες που μου δημιουργούσαν κάποιοι που μου έλεγαν "η κόρη μου (πιο σπάνια ο γιος μου και πιο δύσκολη περίπτωση) δεν διαβάζει καθόλου βιβλία, ποιο βιβλίο θα πρότεινες να της πάρω για να την κάνω να αγαπήσει το διάβασμα;".
Η πρώτη απάντηση που μου έρχονταν στο μυαλό είναι "ψήσε την κόρη σου να έρθει στο βιβλιοπωλείο και να ρωτήσει εκείνη, θα έχεις κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσες".
Αλλά αυτή η απάντηση δύσκολα λέγεται γιατί ο οποιοσδήποτε μπορεί να σε κατηγορήσει ότι διώχνεις πελάτη.
Οπότε άρχιζα τις ερωτήσεις για να καταλάβω για ποιον αναζητώ βιβλίο. Ποια είναι τα ενδιαφέροντα της, η ηλικία, με τι ασχολείται, τι ταινίες βλέπει, τι μουσική ακούει, μια σωστή ανάκριση δηλαδή.
Η πιο συνηθισμένη απάντηση ενός έμπειρου αναγνώστη είναι να προτείνει κάποιο από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, τα βιβλία εκείνα που έχει διαβάσει και τον έχουν στιγματίσει, τον έχουν διαμορφώσει ως άνθρωπο, αλλά ξεχνά μια μικρή αλλά σπουδαία παράμετρο, απαντά ως έμπειρος αναγνώστης και μάλιστα ενός σπάνιου για τα δεδομένα της χώρας αναγνώστη.
Η κλασική λογοτεχνία είναι πάντα μια εύκολη απάντηση, όμως πολύ σπάνια έφηβοι που μπαίνουν σε ένα βιβλιοπωλείο προσεγγίζουν βιβλία κλασικής λογοτεχνίας, πιο συχνά τέτοιου είδους βιβλία τα θεωρούν ξεπερασμένα και βαρετά, τα απορρίπτουν από το εξώφυλλο και μόνο.
Και πράγματι γιατί να θέλουν να διαβάσουν βιβλία του 19ου αιώνα;
Τους προσελκύουν περισσότερο τα πιο σύγχρονα βιβλία με θέμα ανάλογο με τη μόδα της εποχής (π.χ. με βρικόλακες και λυκανθρώπους ή μάγους και μάγισσες).


Για κάποιον έμπειρο αναγνώστη τα εμπορικά βιβλία είναι παράδειγμα προς αποφυγή.
Εγώ όμως δεν ξεχνώ πως πρώτα διάβασα Κοέλιο και μετά Ντοστογιέφσκι.
Γι' αυτό θεωρώ ότι για κάποιον που δεν διαβάζει πιο σωστή είναι η επιλογή ενός βιβλίου από τα best sellers παρά από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Εξάλλου ακόμη και στα best sellers υπάρχουν διαβαθμίσεις στην ποιότητα.

Το κακό στην υπόθεση είναι ότι αυτή η ερώτηση απευθύνεται σε ανθρώπους που εργάζονται σε βιβλιοπωλεία ενώ είναι ερώτηση που αρμόδια για να δώσει απάντηση είναι η τοπική βιβλιοθήκη, μία σύγχρονη βιβλιοθήκη που θα περιλαμβάνει νέες εκδόσεις και ενημερωμένους βιβλιοθηκονόμους.
Γιατί το να βοηθήσεις έναν αναγνώστη στα πρώτα του βήματα ονομάζεται αναγνωστική πολιτική και δεν πρέπει να έχει σχέση ούτε με οικονομικά συμφέροντα ούτε με υπαλλήλους που φοράν σκάνερς για να ελέγχονται οι ημερήσιες πωλήσεις τους...

Είναι ωραίο να δουλεύεις σε ένα βιβλιοπωλείο, είναι καλύτερο να έχεις το δικό σου βιβλιοπωλείο και ακόμα καλύτερο να εργάζεσαι σε μια βιβλιοθήκη.

Πέμπτη 10 Ιουλίου 2014

Μαρκοβάλντο, οι εποχές στην πόλη

Ο Μαραμπού προσπαθεί να μας πείσει ότι ο Ι. Καλβίνο είναι συγγραφέας που μπορεί να διαβαστεί από κάποιον που δεν ασχολείται με την ανάγνωση. Η κουβέντα ξεκινάει από μία ανάρτηση της Κ. Μαλακατέ στο Διαβάζοντας, πάνω στην οποία θα αναφέρω μερικές σκέψεις, όταν καταφέρω να αναπνεύσω.
 
Μετά τον ντόρο που προκλήθηκε σχετικά με τον Καλβίνο και το κατά πόσο αποτελεί σοφή επιλογή για έναν νεοφώτιστο αναγνώστη, έρχομαι σαν ανύπαρκτος ιππότης προς υπεράσπισή του και θα προσπαθήσω να γκρεμίσω το κάστρο των διασταυρωμένων (αναγνωστικών) πεπρωμένων.
Το βιβλίο του “Μαρκοβάλντο” είναι 20 υπέροχα διηγήματα με κοινό άξονα τις εποχές στην πόλη, οι ιστορίες του διατρέχουν 5 συμπληρωμένους εποχικούς κύκλους. Ο Μαρκοβάλντο, ένας φτωχός αποθηκάριος σε μια μεγάλη εταιρία, ασφυκτιά στην πόλη που ζει και ψάχνει μικρές ενδείξεις της φύσης στα πιο απίθανα μέρη, μιας φύσης που τα παιδιά του δεν γνώρισαν και έτσι συμμετέχουν ενθουσιωδώς μαζί με τον πατέρα τους, στα εκάστοτε αναπάντεχα αποκαλυπτήρια που συμβαίνουν στο αστικό τοπίο.
Οι ιστορίες του Καλβίνο είναι όμορφες, αστείες και αισιόδοξες παρά την διαρκή φτώχεια και συνεχή βιοπάλη του ήρωά τους. Όμως, στο τέλος σχεδόν κάθε ιστορίας, δεν λείπει μια νότα μελαγχολίας που σηματοδοτεί τις ματαιωμένες επιθυμίες του ανθρώπου της πόλης να αναπαράγει παραστάσεις της φύσης που έχει διαφυλάξει η μνήμη του ή έχει καλλιεργήσει η φαντασία του για να αντεπεξέλθει στην ασφυκτική αστική ατμόσφαιρα. Όπως, τα μανιτάρια που φύτρωσαν στον κορμό ενός δέντρου και έστειλαν στο νοσοκομείο μια ολόκληρη γειτονιά˙ η προσπάθεια του Μαρκοβάλντο να κοιμηθεί στο ήσυχο παγκάκι του πάρκου, που αναχαιτίζεται διαδοχικά από ένα ερωτευμένο ζευγάρι που τσακώνεται για ώρα, από τον εκνευριστικό σηματοδότη που του κλείνει το μάτι κατάμουτρα και από την πρωινή ψυχρολουσία των ποτιστικών συστημάτων˙ η επιθυμία του μεγάλου γιου να ακολουθήσει ένα κοπάδι αγελάδες που διασχίζει την πόλη με σκοπό να γνωρίσει τα αχανή λιβάδια που παρότι πλέον κοντά του, πάλι παραμένουν άπιαστα και αόρατα ύστερα από εξαντλητικές ώρες σκληρής κτηνοτροφικής εργασίας˙ ή ακόμα, η επιθυμία όλων των παιδιών να ζήσουν στον κοντινό λόφο της πόλης, ύστερα από την συνάντησή τους με κάποιους κομψούς κυρίους που άφησαν την πόλη για χάριν της υγείας τους, περιδιαβαίνοντας ολημερίς τα στενά όρια του σανατορίου!
Η γραφή του είναι εύκολη και μπορεί να διαβαστεί από διαφορετικού επιπέδου αναγνώστες χωρίς να προκαλέσει δυσφορία. Όπως διερωτάται (η πάντα καλή μεταφράστρια) Έφη Καλλιφατίδη, μήπως πρόκειται για ένα βιβλίο όπου ο συγγραφέας, μέσα από την οθόνη απλούστατων αφηγηματικών δομών, εκφράζει τη δική του περίπλοκη και διερευνητική σχέση με τον κόσμο; Μάλλον έτσι είναι, προσωπικά πιστεύω ότι με τον Καλβίνο πάντα έτσι ήταν!  Ο Καλβίνο είναι απλός αλλά όχι απλοϊκός, μου θυμίζει έντονα τον Έρμαν Έσσε όπου τα βιβλία του ανέδιναν το ίδιο περίπου αίσθημα, μπορούσες εύκολα να διαβάσεις τον Λύκο της Στέπας, χωρίς να σε πιέζει να καταλάβεις παραπάνω από όσα άντεχαν οι δυνάμεις σου. Αν μη τι άλλο, σου έμενε το κατακάθι μιας αναγνωστικής απόλαυσης. Κατά την γνώμη μου, ο Καλβίνο είναι κλάσεις ανώτερος του Έσσε, αλλά αυτά είναι προσωπικά γούστα και ενδεχομένως, ουδεμία σχέση έχουν με τα δικά σας!
Τα βιβλία του Καλβίνο επανεκκινούν ένα λειτουργικό σύστημα που έχει μπλοκάρει από τις πιεστικές (βιβλιο)ενημερώσεις που αδυνατεί να φορτώσει και τα (αναγνωστικά)προγράμματα που αδυνατεί να εγκαταστήσει στο λογισμικό του, με διαρκή τον κίνδυνο να κρασάρει ανά πάσα στιγμή – το λειτουργικό σύστημα του μυαλού μου.

Τετάρτη 2 Ιουλίου 2014

Το φυλαχτό και το βιβλίο

Ο Μπολάνιο είναι ένας συγγραφέας που συμπαθώ χωρίς να έχω διαβάσει τίποτα δικό του.
Συμπέρασμα δίχως λογική.
Το εξώφυλλο ήταν η αφορμή να θέλω να αποκτήσω το τελευταίο βιβλίο που κυκλοφόρησε στα ελληνικά. 
Ανάμεσα σε διάσπαρτες πιτσιλιές από μελάνι ποζάρει ένα ασημένιο φυλαχτό που απεικονίζει ένα βιβλίο.
Δελεαστικότατο.
Την ευκαιρία ανάγνωσης αυτού του βιβλίου μου έδωσε η Εφημερίδα των Συντακτών που εδώ και καιρό προσφέρει εβδομαδιαίως δωρεάν βιβλία. Συμμετέχω φανατικά σε κάθε διαγωνισμό κι είχα την τύχη να κερδίσω αυτό το βιβλίο που σε κάθε βιβλιοπωλείο χάζευα αλλά δίσταζα να αγοράσω. Το δώρο μου το παρέλαβα την εβδομάδα εκείνη που οι εκδόσεις Άγρα είχαν το καθιερωμένο τους μπαζάρ και έτσι είχα την ευκαιρία να επισκεφτώ τους πάνω ορόφους του νεοκλασικού τους στη Ζωοδόχου Πηγή και να βρω βιβλία των εκδόσεων σε εξαιρετικές τιμές.  
Το Φυλαχτό είναι ένα πολύ ιδιαίτερο βιβλίο, εξαιρετικά καλογραμμένο που όμως δεν κατάφερε να με απορροφήσει τόσο όσα θα ήθελα. Δύο ήταν οι λόγοι, η κάπως ιδιαίτερη υπόθεσή του και η συνεχής αναφορά σε γεγονότα και συγγραφείς του Μεξικού που δεν γνώριζα και δεν κατάφερα να κατανοήσω. Η κεντρική ηρωίδα του έχει κάτι το ανθρώπινο αλλά και κάτι το αέρινο, είναι η μητέρα της ποίησης του Μεξικού. Βρίσκεται κλεισμένη στις γυναικείες τουαλέτες της Σχολής Φιλοσοφίας και Φιλολογίας ενώ η αστυνομία έχει καταλάβει το κτίριο αλλά παράλληλα ταξιδεύει παντού, θυμάται ανθρώπους, συμμετέχει σε λογοτεχνικές συζητήσεις, γνωρίζει συγγραφείς και καλλιτέχνες. 
Αν και έχει διάσπαρτες αναφορές σε βιβλία και σε λογοτεχνικά έργα δεν θα το κατέτασσα ακριβώς στην κατηγορία βιβλία για βιβλία όπως το εξώφυλλο με το βιβλιοφυλαχτό με είχε κάνει να πιστεύω. 
Όμως η εξαιρετική γραφή του Μπολάνιο και το ιδιαίτερο ύφος του επιβεβαιώνουν την αρχική μου άποψη και με κάνουν να θέλω να διαβάσω κι άλλα του έργα και κυρίως το πολυπόθητο 2666.
Αφήνω εδώ εκείνες τις σειρές τις γεμάτες βιβλία:

"Αουξίλιο, μου έλεγαν, πάψε να σκαλίζεις το πάτωμα, Αουξίλιο, άσε ήσυχα αυτά τα χαρτιά, βρε παιδάκι μου, η σκόνη ταιριάζει πάντα με τη λογοτεχνία. Κι εγώ στεκόμουν και τους κοίταζα και σκεφτόμουν πόσο δίκιο έχουν, σκόνη πάντοτε, και λογοτεχνία πάντοτε, και τότε εγώ, που αναζητούσα διαρκώς λεπτομέρειες, έπιανα να φαντάζομαι διάφορες παράδοξες και μελαγχολικές καταστάσεις, φανταζόμουν βιβλία ήσυχα στα ράφια και φανταζόμουν όλη τη σκόνη του κόσμου που έμπαινε στις βιβλιοθήκες, σιγά σιγά, επίμονα, ακατάπαυστα, και τότε καταλάβαινα ότι τα βιβλία ήταν εύκολο θήραμα της σκόνης (το καταλάβαινα αλλά αρνιόμουν να το αποδεχτώ), έβλεπα ανεμοστρόβιλους σκόνης να αποκτούν υλική υπόσταση μέσα σε μια πάμπα που υπήρχε στα βάθη της μνήμης μου, και τα σύννεφα προχωρούσαν ώσπου έφταναν στην Πόλη του Μεξικού, τα σύννεφα της ιδιωτικής μου πάμπας που ήταν η πάμπα όλων παρότι πολλοί αρνούνταν να τη δουν, και τότε η σκόνη σκέπαζε τα πάντα, τα βιβλία που είχα διαβάσει και τα βιβλία που σκόπευα να διαβάσω, και δεν μπορούσα τίποτα πια να κάνω, όσο κι αν χρησιμοποιούσα τη σκούπα και το ξεσκονόπανο η σκόνη δεν θα έφευγε ποτέ, διότι αυτή η σκόνη αποτελούσε συστατικό στοιχείο των βιβλίων και με τον τρόπο τους εκεί ζούσαν ή αυτοσχεδίαζαν κάτι παρόμοιο με τη ζωή".

Ακριβώς αυτό: σκόνη, χαρτιά, βιβλία και καλή λογοτεχνία. Κάπου εκεί βρίσκομαι.