Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013

Η τιμή του βιβλίου


Η τιμή του βιβλίου είναι υψηλή, η τιμή του ψωμιού είναι υψηλή και
της ελευθερίας το ίδιο.
Όλα είναι ακριβά σε μια χώρα που οι μισθοί μόνο είναι φθηνοί.
2,80 ευρώ την ώρα, τόσο αξιολογούνται οι γνώσεις, τα χέρια, ο χρόνος.
Αυτό είναι το σημερινό νόμιμο καθαρό ωρομίσθιο.
Άμα σ' αρέσει, αν όχι μπορείς να παραμείνεις στο μακρύ κατάλογο των ανέργων που ολοένα και μακραίνει.
2,80 €.
Ικανά να θίξουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Και την θίγουν.

Η γενιά των 700 ευρώ μας έλεγαν κάποτε, σε εκείνο το μακρινό παρελθόν του 2007.
Τώρα; Η γενιά των ανέργων; Η γενιά των 500, των 250 ευρώ;
Αύριο;
Όχι αγαπητοί εκδότες, δεν θα αγόραζα ένα βιβλίο που θα έκρινα ακριβό κι ας το ήθελα.
Δεν δύναμαι.
Ούτε εγώ, ούτε οι υπόλοιποι της γενιάς αυτής που περιγράφω.
Τα εκδίδετε για όσους μπορούν να τα διαθέσουν; Σωστή σκέψη.
Αλλά ποια είναι η πλειοψηφία των βιβλιόφιλων σε αυτή τη χώρα; Η μικρή αυτή πλειοψηφία σε μια χώρα που προτιμά τον καφέ από το βιβλίο, σήμερα ανέρτησε μια επιστολή. Την προσυπογράφω γιατί συμφωνώ όπως θα συμφωνούσα σε οποιαδήποτε επιστολή που θα ζητούσε τη μείωση των τιμών ή την αύξηση των μισθών.
Σύμφωνοι σίγουρα θα είναι και όλοι αυτοί που σπεύδουν να αγοράσουν τις προσφορές.

Χαίρομαι γι' αυτή τη συζήτηση που ξεκίνησε σε δύο blogs, στο Βιβλιοκαφέ και στο Degas. Χαίρομαι γιατί ξεκίνησε ένα διάλογο στον οποίο όλος ο χώρος του βιβλίου έχει δικαίωμα λόγου από το συγγραφέα ως τον αναγνώστη.
Σέβομαι απόλυτα την άποψη του Γιάννη Μακριδάκη και όλων των υπολοίπων συγγραφέων που την ενστερνίζονται, και την αναφέρω εδώ. Θεωρεί ότι οι νέες εκδόσεις θα μειωθούν σύντομα σε αριθμό σχεδόν μονοψήφιο διότι το νέο φορολογικό νομοσχέδιο προβλέπει ότι για να μπορεί κάποιος συγγραφέας, μεταφραστής, επιμελητής να εισπράτει τα ετήσια δικαιώματα των πωλήσεων θα πρέπει να κάνει έναρξη ασκήσεως επαγγέλματος, να πληρώνει ΤΕΒΕ, λοιπές ετήσιες φορολογίες και τέλη.
Υπάρχει και μία παλαιότερη άποψη με πολλή συζήτηση του Δημήτρη Μεγαπάνου των εκδόσεων Ωκεανίδα για την τιμή των βιβλίων. Το θέμα τότε είχε συζητηθεί πολύ και από άλλα site.

Θέλω να ακούσω και άλλες απόψεις.

Η ανοιχτή επιστολή των βιβλιόφιλων μπλόγκερς υπάρχει σε διάφορα μπλογκς.
Παραθέτω εδώ την ανάρτηση της Βιβής για όποιον δεν τη διάβασε:

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

Παιδικά βιβλία

Υπάρχουν κάποια παιδιά, τυχερά παιδιά, που γεννιούνται έχοντας ένα βιβλιοπωλείο. Δηλαδή οι γονείς τους έχουν, αλλά αυτά έχουν την πολυτέλεια να περιπλανιούνται στα ράφια του μαγαζιού της μαμάς, να χαζεύουν ράχες, να παρακολουθούν τους υπαλλήλους πώς δουλεύουν και να βοηθάνε κι αυτά όπου μπορούν τις ημέρες εκείνες που δεν έχουν σχολείο. Το σημαντικότερο όλων είναι ότι όποιο βιβλίο τους γυαλίσει μπορούν να το πάρουν, να το πάνε στο σπίτι, να το διαβάσουν προσεχτικά προσεχτικά, μην τσακίσει η ράχη, μην τσαλακωθεί σελίδα, να ταξιδέψουν μαζί του και ύστερα να το επιστρέψουν, όσο πιο σύντομα γίνεται, στο ράφι του μαγαζιού της μαμάς. Πριν το επιστρέψουν πρέπει να πουν δυο λόγια για την υπόθεση και κυρίως αν ήταν καλό, να το προτείνουμε σε κανέναν άνθρωπο ή να το στείλουμε πίσω από εκεί που ήρθε.

Υπάρχουμε βέβαια και όλοι εμείς που μπορεί να μην είχαμε τέτοια τύχη ως παιδιά αλλά έχουμε την τύχη να αναγνωρίζουμε την αξία των παραμυθιών και ως μεγάλοι να εξακολουθούμε να τα διαβάζουμε για να ξέρουμε. Κι είναι εύκολα, διαβάζονται γρήγορα, σε όποιο βιβλιοπωλείο κι αν σταθείς, με ένα απλό ξεφύλλισμα έχεις ονειρευτεί, το καλύτερο δώρο.
Το δώρο της παπλωματούς ένα παραμύθι ξεχωριστό γιατί μιλάει για τα βάσανα της απληστίας και τη χαρά της προσφοράς. Έτσι είναι ο βασιλιάς, άπληστος που θέλει όλο δώρα, να τα παίρνει όλα από τους υπηκόους του αλλά να μην ευχαριστιέται. Και από την άλλη η παπλωματού, η κυρία αυτή που με τα πιο όμορφα και ζεστά χρώματα φτιάχνει παπλώματα και τα δίνει σε εκείνους που τα χρειάζονται. Βιβλίο δικαίως πολυβραβευμένο τόσο για το περιεχόμενο όσο για την εικόνα.
Το Κάτι άλλο είναι ένα πλασματάκι διαφορετικό, προσπαθεί να μοιάσει στους άλλους αλλά δεν τα καταφέρνει και μένει συνέχεια μόνο του μέχρι που εμφανίζεται το Κατιτί και επιτέλους έχει κάποιον να κάνει παρέα.
Από την άλλη υπάρχει η πιο παράξενη ιστορία του κόσμου που όποιος δεν την έχει διαβάσει δεν έχει διαβάσει τίποτα. Μια παράξενη ιστορία που περιγράφει ένα μουσείο που συγκεντρώνει αντικείμενα  παραμυθιών, όπως το γοβάκι της σταχτοπούτας, το μήλο της χιονάτης, τον καθρέφτη της κακιάς μάγισσας και άλλα πολλά.
Αλλά ο ραφτάκος των λέξεων είναι μοναδικός γιατί κάνει ένα επάγγελμα που κανείς δεν μπορεί να το μιμηθεί. Ράβει κασκόλ, παλτά και πουλόβερ για το χειμώνα και καπέλα για το καλοκαίρι από λέξεις ζεστές και δροσερές αντίστοιχα. Τι κι αν τα μεγάλα πολυκαταστήματα ανοίξουν γύρω του και αυτός ξεχαστεί, θα έρθει κάποια στιγμή ένας κρύος χειμώνας που θα θυμίσει στους κατοίκους αυτής της πόλης ότι μόνο ένα παλτό μπορεί να τους ζεστάνει εκείνο που έχει ραφτεί με λέξεις όπως αγκαλιά, αγάπη...

Αυτά είναι μόνο μερικά από τα παιδικά βιβλία που διάβασα τις τελευταίες μέρες.
Μα όσο τα διαβάζω, σε ένα μόνο καταλήγω, δεν υπάρχει πιο μεγάλη αδικία από το να στερούμε στα παιδιά το δικαίωμα στον παραμυθένιο κόσμο.

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013

Ο άνθρωπος στον καθρέφτη του βιβλίου


"Η Εθνική Βιβλιοθήκη, που στεγαζόταν σε ένα κτίριο του 1901, αρχικά είχε σχεδιαστεί  για να στεγάσει την υπηρεσία του εθνικού λαχείου. Με μια επιβλητική πρόσοψη  σε ένα στενό δρόμο, δεν διέθετε κάτι που να τις προσδίδει ιδιαίτερο κύρος. Στο εσωτερικό, η μαρμάρινη σκάλα που ανέβαινε στριφογυριστή στα γραφεία του πρώτου ορόφου, κοσμούταν από τα γλυπτά σύμβολα της τύχης, που μαρτυρούν ακόμη τον λόγο της ύπαρξης του κτιρίου. Ανάμεσα όμως στις κολόνες του προθάλαμου υπήρχε ένα εντυπωσιακό αναγνωστήριο με έδρανα, ενώ οι ψηλοί τοίχοι ήταν γεμάτοι βιβλία, από πάνω μέχρι κάτω. Ανάμεσα στα ράφια ήταν σκαλισμένα τα ονόματα των μεγάλων συγγραφέων - του Δάντη, του Σαίξπηρ και του Καλδερόν.
Η πολλαπλή χρησιμότητα ενός πρώην βιβλιοθηκάριου, που απολύθηκε από μια κυβέρνηση και αποκαταστάθηκε από μια άλλη, ως υπεύθυνου τεράστιων αιθουσών που φτιάχτηκαν πρώτα για να στεγάσουν ένα λαχείο και κατόπιν μια βιβλιοθήκη, πρέπει να γοήτευε τον Μπόρχες. Ακόμη πιο εντυπωσιακό ήταν το γεγονός ότι ένας από τους προηγούμενους διευθυντές, ο Πωλ Γκρουσάκ, συγκαταλεγόταν ανάμεσα στους ήρωες του Μπόρχες και ήταν τυφλός. Η τυφλότητα και η Εθνική Βιβλιοθήκη φαίνεται να συμβαδίζουν στο Μπουένος Άιρες. Ο συγγραφέας Χοσέ Μάρμολ, διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης έως το 1871, είχε επίσης χάσει την όραση του.
Τη σύμπτωση χαιρέτισε ο Μπόρχες γράφοντας ένα ποιήμα, όταν πλέον είχε εδραιωθεί η θέση του στη βιβλιοθήκη και είχε συνειδητοποίησει ότι η αναπηρία του ήταν μόνιμη. Στο "Ποίημα των Δώρων" ευχαριστεί το Θεό,

που με εξαίσια ειρωνεία
μου χαρίζει ταυτόχρονα το σκοτάδι και τα βιβλία...
Είτε είμαι ο Γκρουσάκ είτε ο Μπόρχες, κοιτάζω
τούτο το αγαπημένο σύμπαν που παραμορφώνεται και σβήνει,
και γίνεται χλομό και ακαθόριστο γκρίζο
που μοιάζει με όνειρο και με τη λησμονιά.

Σε ένα ψηλό και απομονωμένο γραφείο του πρώτου ορόφου ο Μπόρχες έστησε τον θρόνο του."

Στο κτίριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Αργεντινής που έζησε και εργάστηκε ο Μπόρχες δημιούργησε το τελευταίο του έργο ο γάλλος καλλιτέχνης Christian Boltanski που εργάζεται εδώ και δύο χρόνια στο Μπουένος Άιρες, καλεσμένος της Diana Wechsler, έφορος του Museo de la Universidad Nacional de Tres de Febrero.
Το έργο ονομάζεται «Ιπτάμενα βιβλία — προς τιμήν του Χ.Λ. Μπόρχες».
Περίπου 600 βιβλία αιωρούνται στο αίθριο της πρώην Εθνικής Βιβλιοθήκης του Μπούενος Άιρες.
Το μαγικό αποτέλεσμα έρχεται σε ειρωνική αντίθεση με τα άδεια ράφια του κτιρίου που, ποιος ξέρει, μπορεί να στεγάσει την υπηρεσία του εθνικού λαχείου...



Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013

Βιβλιοπάζαρο

"Παζάρι-Εκποίηση βιβλίου, Πλατεία Κοτζιά 25/1-13/2/2013" είναι τυπωμένο πάνω στην σακούλα που βάζουν οι επισκέπτες την βιβλιολεία τους βγαίνοντας από την λευκή σήραγγα που τέμνει ασύμμετρα, κάπως αδέξια, την πλατεία. «Βιβλία σε προσφορά» θα προτιμούσα να ονομάτιζαν την βιβλιαγορά. Την σακούλα και την σταθερή πρωτοβουλία του παζαριού υπογράφουν ο Σύνδεσμος Εκδοτών Βιβλίου (Σ.ΕΚ.Β.) και το Επαγγελματικό Σωματείο Εκδοτών (Ε.Σ.Ε.Β.Ε.). Και αν ξεκινώ από την φαινομενικά αδιάφορη πλαστική τσάντα είναι γιατί οι σακούλες βιβλιοπωλείων και παρόμοιων εκθέσεων εκδηλώσεων αποτελούν το νέο μου αντικείμενο συλλεκτικής αξίας. Με άλλα λόγια άρχισα να τις μαζεύω γιατί είναι μέσο κατατεθέν, αποτυπώνουν πληροφορίες τόπου, στοιχείων αλλά ίσως και μια ορισμένη αισθητική. Νόμιζα, λάθος βέβαια, ότι καταλαμβάνουν λίγο χώρο και δεν θα επιβάρυναν το οικιακό σκηνικό. Άσε που σε λίγο, όταν περάσουν τις 50, θα χρήζουν και πιο συστηματικής ταξινόμησης και θα προκύψουν θέματα φύλαξης. Βιβλιολεία γιατί ήταν κάτι σαν πόλεμος. Ένα συνεχές βουητό, κουβέντες, φωνές «είδες τούτο, είδες εκείνο, το ήθελα, ααα το ξέρω, αυτό θα άρεσε στον έτσι ή στην αλλιώς, θα του το πάρω». Κόσμος να σπρώχνεται να μπει και να βγει. Είχε και κομμάτια ανάσας, λιγότερο πυκνά. Πού να τολμήσει κανείς να χρησιμοποιήσει την λέξη συνωστισμός. Έχει αποκτήσει τέτοια φόρτιση που θα της πάρει τουλάχιστον δέκα χρόνια να την αποτινάξει. Τέλος πάντων, Σάββατο μεσημεράκι μέσα στο σώμα του τούνελ είχε πολύ κόσμο σκυμμένο στους πάγκους να βλέπει πάνω από τον ώμο του μπροστινού, ανάμεσα στα απλωμένα χέρια, να προσπαθεί να ψηλαφίσει, να πιάσει το βιβλίο που κέρδισε την προσοχή του, να το ξεφυλλίσει, να το γυρίσει ανάποδα εκεί που αναγράφεται η τιμή ευκαιρίας, για να αποφασίσει αν εντέλει θα το αποσπάσει από τις ντάνες για πάντα. Αν θα το πάρει σπίτι του, αν θα ο εντάξει με κάποιον τρόπο στα οικεία του πράγματα. Πρόσωπα όλων των ηλικιών, ανοικτά και πιο κλειστά. Παιδιά σε καρότσια και πιασμένα από χέρια, πιο μεγάλα να τεντώνονται στις μύτες των μικρών ποδιών τους ίσα να φτάνει η μύτη στο όριο του επίπεδου ορίζοντα με τα παιδικά. Τα μάτια τεντωμένα.
Πάγκοι ξέχειλοι, κρυφά ράφια κάτω από τους πάγκους, καλάθια και αγκαλιές βιβλίων, καρότσια τροφοδοσίας να πηγαινοέρχονται από τους παράπλευρους χώρους αποθήκευσης. Όλων των ειδών έντυπα, και περιοδικά, ακόμα και των αρχών του 0ού αιώνα, για γούστα και ενδιαφέροντα διαφορετικά μεταξύ τους, ένα γύρο ανά εκδοτικό οίκο, χωρίς ιδιαίτερη λογική και την τάξη των βιβλιοπωλείων. Εκδότες που χρόνια τώρα συμμετέχουν και εκδότες που για πρώτη φορά εμφάνισαν τα βιβλία τους σε πάγκους μαζικής θέασης και κατανάλωσης. Γνωστοί οίκοι αλλά και πολλοί μικροί με μικρότερη διάχυση και πρόσβαση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Λευκώματα, μελέτες και δοκίμια, ιστορία λαογραφία, πολιτική, ελληνική και ξένη λογοτεχνία, κλασική και σύγχρονη, βιβλία γνώσης, παιδικά, άτλαντες, μαγειρικές, θρησκευτικά, μεταφυσικά, τέχνες. Βιβλία που παρουσιάζουν αντίθετες θέσεις, ιδέες και στάσεις ζωής, ειρωνικά να στέκονται δίπλα δίπλα, να παρελαύνουν οι ψαχτικές ματιές στα εξώφυλλά τους πάνω, από το ένα κολλητά στο άλλο.
Φορτώθηκα περισσότερα βιβλία από όσα είχα συμφωνήσει με τον εαυτό μου. Για μια ακόμα φορά, εντελώς προβλέψιμα, υπέκυψα (για αυτό άλλωστε πήγα κοντά στο τέλος για να μην μου δώσω την ευκαιρία πολλαπλών επισκέψεων). Όλο και κάτι υπάρχει για τα διάφορα ενδιαφέροντα, τα βιβλιοθηκονομικά, την φιλαναγνωσία, την τυπογραφία (μέσα στις σελίδες ενός παιδικού κυριαρχεί ως εφεύρεση της Αναγέννησης η τυπογραφία, τα μολύβια από γραφίτη, τα κινητά στοιχεία του Γουτεμβέργιου), τον 19ο αιώνα και την ιστορία του, λογοτεχνία, κλπ. Πολλά υπάρχουν για να καλύψουν ενδιαφέροντα φίλων. Προσέθεσα και ορισμένα βιβλιοδώρα. Δέχθηκα και ένα, ευγενικό δώρο γνωριμιάς, από τον ΑΚΑΜΑ. Πρώτη φορά έγινε στην πλατεία Κοτζιά το παζάρι. Όπως είναι γνωστό έως τώρα τόπος του ήταν η πλατεία Κλαυθμώνος, στην βάση του μνημείου της Συμφιλίωσης. Μοιάζει να μην βρήκε την γενική αποδοχή η νέα τοποθεσία. Επισκέπτες και διοργανωτές εξέφρασαν την γνώμη τους, ότι προτιμούν την προηγούμενη και όχι από συνήθεια και ξεβόλεμα αλλά για συγκεκριμένους λόγους, ευκολίας πρόσβασης, ασφάλειας, κ.ά. Αν κάτι δουλεύει καλά και αποδοτικά, έχει βρεθεί «η σωστή συνταγή» (που για τόσα άλλα θέματα μας προβληματίζει) την ακολουθούμε και την βελτιώνουμε, δεν επεμβαίνουμε καταλυτικά και την ταλαιπωρούμε. Αν πάλι το ζήτημα είναι η αναβάθμιση της περιοχής του Δημαρχείου, δεν χρειάζεται να ξεριζωθεί το βιβλιοπαζάρι που έχει διανύσει τόσο δρόμο με προσπάθεια, ας σκεφτούμε πιο δημιουργικά.

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2013

Γιούλα Ζουμπουλάκη

Χρησιμοποιώ αυτόν τον τίτλο γιατί σχεδόν σίγουρα αυτό θα ήθελε και ο συγγραφέας.

Το βιβλίο Η αδερφή μου του Σταύρου Ζουμπουλάκη το διάβασα για έναν και μόνο λόγο: όλοι όσοι το πήραν μου είπαν ότι έχουν διαβάσει καλές κριτικές.
Δεν είχε τύχη να διαβάσω κάποια, αλλά προτίμησα να δω τι έχει να μου πει το ίδιο.
Βιβλίο 69 σελίδων, σα να μη χρειάζονται πολλές σελίδες για να πεις κάτι τόσο μεγάλο.
Αυτοβιογραφικό κείμενο στη μνήμη της αδερφής του συγγραφέα, λύτρωση για τον ίδιο το συγγραφέα που εναποθέτει στο χαρτί σκέψεις και συναισθήματα χρόνων.
Το κύριο πρόσωπο της ιστορίας πάσχει από μία βαριάς μορφής επιληψία, γεγονός που η οικογένεια προσπαθεί να κρατά κρυφό από τον έξω κόσμο. "Δε μιλάμε, δε συζητάμε για όσα μας πονάνε" κίνηση που ο συγγραφέας τερματίζει δείχνοντας ότι ποτέ δεν κατάφερε να δεχτεί την αντίληψη της οικογένειάς του. Λύτρωση.
Λιτό και περιεκτικό ξεφεύγει από μια απλή αυτοβιογραφική εξομολόγηση και οδηγείται στο πλαίσιο του φιλοσοφικού στοχασμού απέναντι στα καίρια ζητήματα της ζωής την αρρώστια, τον πόνο, το θάνατο.
Ο πόνος του αδερφού που διστάζει να χαρεί τις χαρές της ζωής νιώθοντας ότι ένα μέλος της οικογένειας του, ένας άνθρωπος για τον οποίο τρέφει τα πιο τρυφερά συναισθήματα, υποφέρει και ζει καταδικασμένο από μια ανίατη αρρώστια.
Μέσα από τον πόνο, όμως, ο άνθρωπος καταφέρνει τελικά να αντιληφθεί το βαθύτερο νόημα της ζωής.
Το βλέμμα της Γιούλας στη φωτογραφία του εξωφύλλου συντροφεύει κάθε λέξη που περιέχει το μικρό αυτό βιβλίο. Παρόντα και τα διαβάσματα του συγγραφέα και η αγάπη του για τα βιβλία που τον συντρόφευαν όλα τα προηγούμενα χρόνια.

Μερικές από τις κριτικές που αναφέρουν όσοι το αγοράζουν συγκεντρώνονται εδώ.

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013



Καλή εβδομάδα! Είχα πει (μέσα μου, στον εαυτό μου) ότι μέσα στο Σαββατοκύριακο που μας πέρασε θα επισκεπτόμουν το παζάρι βιβλίου στην πλατεία Κοτζιά, όπου γίνεται για πρώτη φορά σε αυτήν την πλατεία, με την φωτογραφική μου μηχανή. Εμμμ δεν τα κατάφερα για αυτό βάζω κάτι άλλο στο ίδιο πνεύμα, ίσως πιο χαλαρό. Ένα βιβλιοπωλείο όπου άνθρωποι διατρέχουν, κοιτούν, φυλλομετρούν, διαβάζουν όρθιοι πάνω από τους πάγκους υποψήφια βιβλία. Η ατμόσφαιρα αποπνέει μια αναζήτηση, μια εσωτερικότητα αν και πολλοί άνθρωποι βρίσκονται συγκεντρωμένοι. Αυτά έως ότου πραγματοποιηθεί η επίσκεχη στην πλατεία Κοτζιά.