Έψαξα αρκετά γι’ αυτό το βιβλίο. Περιπλανήθηκα στα μεγάλα και μικρά βιβλιοπωλεία των Αθηνών, ελπίζοντας ότι θα υπάρχει σε κάποιο σκονισμένο ράφι. Έφταιγε ο τίτλος του. Παντού ίδια απάντηση: εξαντλημένο. Που ξέρεις, σκεφτόμουν, ίσως και πολτοποιημένο, όπως τόσοι τίτλοι, όσους χωράει όλος ο κατάλογος των Ελληνικών Γραμμάτων. Τι ιδέα και αυτή να τα πολτοποιήσουν όλα, ενώ τόσες βιβλιοθήκες πεινάνε. Η φρίκη των ημερών μας διακρίνεται παντού. Η αλήθεια είναι ότι δεν πήγα από τα παλαιοβιβλιοπωλεία, αν και εκεί είχα περισσότερες πιθανότητες να το βρω, έχω καιρό να περάσω από εκείνη τη γειτονιά. Και τελικά βρέθηκε, για φαντάσου, βρέθηκε στη δημόσια βιβλιοθήκη του νησιού μου. Πόσο χαζή νιώθω όταν καμιά φορά υποτιμώ την αξία των βιβλιοθηκών κι ας ρίχνω το φταίξιμο σε άλλους παράγοντες.
Γκαρσονιέρα για παλιά βιβλία (μα τι τίτλος, πως γίνεται να μη θες να το δεις;), του Δημήτρη Μιχαηλίδη, από τις εκδόσεις Καστανιώτη, που εξαιτίας τους το βιβλίο αυτό δεν κυκλοφορεί. Αλήθεια το 1996, χρονιά που
κυκλοφόρησε, είναι τόσο μακριά από το σήμερα;
Περιλαμβάνει εννιά διηγήματα και τον τίτλο του τελευταίου δανείστηκε ολόκληρο το βιβλίο, υποθέτω πως αυτό είναι και το πιο δυνατό. Μέσα σε 14 σελίδες συγκεντρώνεται όλη η αγάπη του δημοσιογράφου, συγγραφέα αλλά και εκδότη Δ. Μιχαηλίδη για τα βιβλία. Καμιά φορά δεν χρειάζεται πολύ χώρος για να εκφράσεις ένα συναίσθημα. Μόνο που τότε κάθε λέξη, κάθε σημείο στίξης έχει νόημα και τελειώνοντας μένει η γλυκιά αίσθηση του «θέλω κι άλλο».
Ξαφνικά έγινα ο ήρωας του διηγήματος. Ξύπνησα μετά από 40 χρόνια σε μια άλλη ζωή, στο γραφείο ενός δικού μου σπιτιού γεμάτο με σκονισμένα ράφια. Κάθε βιβλίο και μία ιστορία, της δικής μου ζωής ιστορία. Από κάποια θέλω να απαλλαγώ, ίσως απλά και μόνο για να ξεχάσω ή για να κάνω χώρο, πρακτικό και θεωρητικό, ώστε να μη γκρινιάζουν οι υπόλοιποι που ζουν μαζί μου. Να τα πετάξω, να τα χαρίσω, να τα πουλήσω ή να ακολουθήσω το δρόμο των Ελληνικών Γραμμάτων και να τα πολτοποιήσω; Αδύνατον! Κι έτσι επιλέγω ένα διαφορετικό δρόμο, να νοικιάσω μια γκαρσονιέρα, να σαν κι αυτή που μένω τώρα, και να τα μεταφέρω όλα εκεί, να πηγαίνω όταν θα θέλω να ξεφύγω και να συναντήσω τα φαντάσματα του παρελθόντος που με στοιχειώνουν.
Σίγουρα σε όποια ηλικία κι αν βρεθώ θα θέλω να ξε-φεύγω και να μένω μόνη, μακριά από φασαρία και ρουτίνα και να αναπολώ κοιτώντας μία μία τις χρωματιστές ράχες των βιβλίων της ζωής μου.
«Μόλις άναψε το φως, πραγματικά ένιωσε έκπληξη. Άδειο, όπως το είχε νοικιάσει, του φαινόταν μια τρύπα. Τώρα σαν να ήταν πιο μεγάλο και στον ένα τοίχο του σαλονιού μια βιβλιοθήκη με όλα του τα βιβλία, βέβαια ακατάστατα και ανακατωμένα, αλλά ήταν τα βιβλία του. Κάθισε σε μια πολυθρόνα και τα έβλεπε σαν υπνωτισμένος και σκέφτηκε αρκετά συγκινημένος: Αυτά τα βιβλία είναι η ζωή μου. Εξορισμένα σ’ ένα μικρό κρυφό διαμέρισμα, στην ψυχή μου».
Έτσι ακριβώς.
Να ευχηθώ κι εγώ με τη σειρά μου καλό υπόλοιπο καλοκαιριού συντροφιά με όμορφες σκέψεις.