Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

Πίσω στα παιδικά βιβλιοβιβλία

Περνάω από το βιβλιοχαρτοπωλείο της γειτονιάς, δεν κοντοστέκομαι καν, δεν θέλω να μπω σε κανέναν πειρασμό, έχω πολλά διαβάσματα, στοίβες σε διάφορα σημεία και άλλες τόσες δουλειές διαβαστογραφερές. Προσπαθώ, πάντως προσπάθησα μα η άκρη του ματιού μου πιάνει ένα μεγάλο, φωτεινό, χαρούμενο, παιδικό βέβαια, βιβλίο με ένα ζούδι να διαβάζει ευχάριστα απορροφημένο στην μπανιέρα του και ολόγυρα ράφια με βιβλία και χάμω άλλα σε ντάνες και ένα πλατιά ανοιγμένο. Εεε πάει πολύ, αυτόματη στροφή, κάρφωμα, είσοδος, απτική επαφή, άνοιγμα, εικονογράφηση που κόβει την ανάσα και οι δυο πρώτες αράδες: «Ο Ατσίδας είναι πάντα μ’ένα βιβλίο στο χέρι./Όπου σταθεί και όπου βρεθεί διαβάζει.»
Είναι δυνατόν να μην το πάρω εδώ και τώρα, άμεσα, χωρίς άλλη σκέψη, αναβολή, χρονοτριβή. Όχι, δεν είναι! Παίρνω επ’ ευκαιρία και τρία άλλα.
Με την σακούλα και την λεία και μικρές ενοχές αλλά και ανυπόμονη χαρά βιάζομαι να επιστρέψω, να πιάσω, να φυλλομετρήσω χαλαρά, να πάρω τις πρώτες εντυπώσεις, να σχεδιάσω τον χρόνο που θα τους βυθιστώ.
Η ταυτότητα του βιβλίου: τίτλος Ο Ατσίδας και ο κλέφτης, συγγραφέας ο Ζαν-Μπατπίστ Μπαρονιάν, εικονογράφος ο Λ. Λοράνς, μεταφραστής ο Βαγγέλης Τασιόπουλος, εκδόσεις οι Σύγχρονοι Ορίζοντες. Πρωταγωνιστής ο Ατσίδας, η κυρία Αίγα, υπεύθυνη της δημόσιας βιβλιοθήκης, η παρέα από τα διαβαστερά ζώα και ο Μαυροκόρακας. Η υπόθεση απλή: ένα βιβλίο λείπει από ψηλό ράφι, επικρατεί αναστάτωση από την απώλεια, βασικός ύποπτος εξαιτίας του ύψους της η καμηλοπάρδαλη, όμως τα ίχνη οδηγούν κάτω από την σκεπή και τον βυθισμένο στην ανάγνωση Μαυροκόρακα «Μου γυάλισε το εξώφυλλο» λέει σαν γνήσιος μαυροκόρακας «κι ήθελα να το διαβάσω. Δεν είμαι κλέφτης. Θα το βάλω πάλι στη θέση του.», διαβεβαιώνει ο ένοχος. Κατάληξη και ποινή του η ανάγνωση να διαβάσει δυνατά σε όλους την ιστορία του βιβλίου. Βιβλιομανία από μικρή ηλικία, φροντίδα για τα βιβλία και η ανάγνωση μια δραστηριότητα ανοικτή, που μοιράζεται.

Μυστήριο για βιβλία που εξαφανίζονταν από την βιβλιοθήκη λύνει και ο Ζαχαρίας σε μια από τις περιπέτειές του, Το μυστήριο της Βιβλιοθήκης, συγγραφέας-εικονογράφος ο Δημήτρης Κερασίδης, εκδόσεις Μαλλιάρης παιδεία. Βιβλιοβιβλίο που περίμενε στο ράφι την κατάλληλη στιγμή να ωριμάσει, να έρθει να ταιριάξει και έχει να κάνει με χαμένα βιβλία. Σε αυτήν την περίπτωση ο ποντικοΖαχαρίας θα πρέπει να κερδίσει σε ένα διαγωνισμό γνώσεων την πάνσοφη ομάδα των αρουραίων προκειμένου να απαλλάξει τους εγκυκλοπαιδικά ηττημένους ποντικούς από το να τους πληρώνουν τυρί. Ο ποντικός μπάρμπα-Λάμπρος μαθαίνει τρώγοντας σελίδες μα αρρωσταίνει, ο Ζαχαρίας μαθαίνει διαβάζοντας τρεις μήνες και τελικά κερδίζει στον διαγωνισμό. Τα βιβλία δεν εξαφανίζονται πια και ας αναρωτιούνται πώς έγινε αυτό ο βιβλιοθηκάριος κύριος Ραφοθέτης και ο αστυνόμος Ψάχνος.

Δυο παιδικά αστυνομικά με φόντο δράσης βιβλιοθήκες, οι χώροι με τους δαιδαλώδεις διαδρόμους, τις γωνιές, την επιβεβλημένη ησυχία, την υποβλητική ατμόσφαιρα και αντικείμενα αναζήτησης πολύτιμα βιβλία που κλείνουν γνώσεις προσφέρεται. Ήρωες από τον κόσμο των ζώων. Τρία βασικά χαρακτηριστικά: παιδικά, μυστήριο και βιβλιοθήκες με βιβλία που εξαφανίζονται.
Καλή εβδομάδα που μόλις εμφανίστηκε!.

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009

Κομμάτια ιστορίας

Για την ιστορία του βιβλίου και της τυπογραφίας έχουμε ακούσει, για την ιστορία του ελληνικού βιβλίου επίσης, ακόμη και για την ιστορία της ανάγνωσης. Για τη σύγχρονη εκδοτική ιστορία της Ελλάδας όμως τίποτε. Η ιστορία δηλαδή των εκδοτικών οίκων, των επιχειρήσεων εκείνων που σχεδιάζουν ένα εκδοτικό πρόγραμμα, οργανώνουν εκδοτικές σειρές επιλέγοντας τίτλους και συγγραφείς και ξεκινούν εν ολίγοις να παράγουν, να διακινούν και να προωθούν το ελληνικό βιβλίο κάτω από συνθήκες δύσκολες. Εξαιτίας αυτών των δύσκολων συνθηκών όλες οι προσπάθειες που γίνονταν, γίνονταν με μεράκι, όρεξη και από λίγους τολμηρούς που είχαν το θάρρος να ξεκινήσουν να καλύψουν ένα κενό. Η ιστορία αυτή ξεκινά πολύ αργότερα σε σχέση με άλλες χώρες αλλά σε αυτήν την αρχή οφείλουμε την ανάπτυξη της εκδοτικής παραγωγής που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας.

Όταν μιλούν οι άνθρωποι της εποχής εκείνης εμείς μόνο να σωπαίνουμε μπορούμε για να μαθαίνουμε ποια ήταν η αρχή όλων. Και σε αυτό το βιβλίο πράγματι μιλούν.
Πρόκειται για ένα ανθολόγιο κειμένων που συγκεντρώθηκαν μέσα από το χρόνο από εφημερίδες και περιοδικά (όπως το περιοδικό Φωνή του βιβλίου που ξεκίνησε το 1931 και ήταν το πρώτο περιοδικό που αφορούσε αποκλειστικά στο βιβλίο) με απώτερο σκοπό να μας δώσουν ένα κομμάτι ιστορίας για τον ελληνικό εκδοτικό χώρο. Ο ιστορικός Βάσιας Τσοκόπουλος και οι Αγγελική Πασσιά και Γιάννης Χρυσοβέργης συγκέντρωσαν για λογαριασμό του ΕΚΕΒΙ τα κείμενα αυτά που γράφτηκαν κυρίως τις τέσσερις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι. Βιβλιακές συζητήσεις, προβληματισμοί και ανησυχίες ανθρώπων που ενδιαφέρονταν για το βιβλίο, όπως οι Δροσίνης, Νιρβάνας, Ξενόπουλος, Ουράνης, Παράσχος και οι εκδόσεις Φέξη, Κολλάρου, Ελευθερουδάκη, Σιδέρη.

Το ανθολόγιο ξεκινά με ένα απόσπασμα του Δροσίνη που γράφτηκε το 1885 στο οποίο αναφέρει τη λαχτάρα του για να εντοπίσει εκδότη που θα εκδώσει τα ποιήματά του. Ακολουθούν κείμενα που προτείνουν λύσεις στο πρόβλημα των λίγων αναγνωστών όπως το να εκδίδονται βιβλία τσέπης που προτείνει ο Παύλος Νιρβάνας, την ίδρυση δημόσιων βιβλιοθηκών, τη δημιουργία καλλιτεχνικών εκδόσεων όπως αναφέρει ο Μάρκος Τσιριμώκος, την έκδοση ποιοτικότερων ελληνικών βιβλίων, η «Εβδομάς του Ελληνικού Βιβλίου» τη δημιουργία δηλ. εκθέσεων βιβλίου όπου οι αναγνώστες θα μπορούν να παίρνουν σε καλύτερη τιμή βιβλία που προτείνει ο εκδότης Σαλίβερος. Κείμενο του Νάσου Δετζώρτζη που αναφέρει την επιτυχία που είχε η πρώτη «Εβδομάς του Ελληνικού Βιβλίου» που πραγματοποιήθηκε στις 16-27 Απριλίου 1932 με πρωτοβουλία της Ελένης Ψημένου. Κείμενα που γράφτηκαν κατά την οικονομική κρίση για την κρίση του βιβλίου από ανθρώπους όπως τον Παν. Καλλογερόπουλο διευθυντή της Βιβλιοθήκης της Βουλής και τον ακαδημαϊκό Γρ. Καμπούρογλου. Κείμενα που αποτυπώνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ εφημερίδων και βιβλίων.
Κείμενα, κείμενα, κείμενα κομμάτια μιας ιστορίας που λίγοι γνωρίζουμε και πόσα ακόμη κείμενα μένουν τυπωμένα και χαμένα σε παλιές κιτρινισμένες σελίδες περιμένοντας να ενωθούν για να αποφέρουν γνώση…

Πώς να ξεκινήσουμε να μιλάμε για το σήμερα χωρίς να ξέρουμε το πριν, την αρχή;

Δύσκολο να εντοπιστεί το βιβλίο και ας εκδόθηκε σχετικά πρόσφατα. Καλό μεγάλο μας έκανε όποιος σκέφτηκε να το ψηφιοποιήσει και να το ανεβάσει στη σελίδα του ΕΚΕΒΙ γιατί τέτοιες έρευνες που μόνο προβληματισμό και γνώση μπορούν να φέρουν, πρέπει να υπάρχουν για να τις ξέρουν όλοι.


Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2009

Πού πάει ο αγράμματος συγγραφέας....

Όλη την εβδομάδα που πέρασε αμφιταλαντεύομαι πάλι τι να γράψω, για ετούτο το θέμα ή για εκείνο το βιβλίο. Δεν μπορώ να καταλήξω σε έναν ειρμό, πάω και έρχομαι σε διχοστασία. Τίποτα δεν ωριμάζει εντελώς, όλα κρέμονται μισογινομένα, να αργοπορούν. Πέφτω και κοιμάμαι τα βράδια, σηκώνομαι το πρωί και η αυτόματη διεργασία δεν προκρίνει κανένα θέμα. Και όμως επιθυμώ να τα εκφράσω όλα, στην σειρά τους δεν μπορώ να τα βάλω. Στο ράφι με τα βιβλιοβιβλία, λοιπόν, αποφασίζω να καταπιαστώ με τον αγράμματο συγγραφέα που πάει διακοπές (Γιώργος Σωτηρέλλος, Ο αγράμματος συγγραφέας πάει διακοπές, Scooter Books, Αθήνα 2008, 125 σ.), βιβλίο που κοπίασα να το βρω, δεν το είχε ο ένας, δεν το είχε ο άλλος, θα ρωτούσαν, να ξαναπεράσω, γιατί πολύ μου άρεσε και καλή συντροφιά μου κράτησε. Βέβαια ο αγράμματος συγγραφέας δεν είναι ο καμηλιέρης που ονειρευότανε να πάει στην πόλη, να γράψει. Ίσως να ήταν και αυτός μα όχι μόνον αυτός. Υπάρχουν και άλλοι...


65 μικρά κείμενα, ριχτές ματιές σε σκέψεις, αυθόρμητες αντιδράσεις, απορίες, επιστολές προς κάποιον που δεν γνωρίζουμε ή φανταζόμαστε αλλά θα θέλαμε να του πούμε κάτι, ή που τον ξέρουμε αλλά βγαίνει πιο εύκολα έτσι, βλέμματα που περιφέρονται και κοντοστέκονται, προτάσεις-σχεδόν τσιτάτα που κολλάνε και λέγονται σε όλες ακόμα και άσχετες περιστάσεις, που τελικά παίρνουν ιδιαίτερη σημασία, περίπατοι που καταργούν τον χρόνο και φτιάχνουν μια ενιαία εντύπωση, ωδίες και παρωδίες, ειρωνείες και ειρωνικότητες. Από όλα κρατώ τα βιβλιοκειμενόπουλα που είναι και αρκετά.

" Προσχέδιο συγγραφής μυθιστορήματος" το πρώτο πρώτο. Αρχίζω το διάβασμα, τέλειο, θα πάρω και άλλο. Πρόσωπα ένας βιβλιοθηκάριος και ένας φαροφύλακας. Ο βιβλιοθηκάριος στην οργανωμένη βιβλιοθήκη του χωριού, καρφωμένος στην απόλυτη ερημιά, στο πουθενά, χωρίς αναγνώστες, χρήστες τους λέμε τώρα, γράφει ένα εγκιβωτισμένο μυθιστόρημα που δεν τελειώνει αν και έχει φτάσει αισίως στην σελίδα είκοσι πέντε χιλιάδες. Είναι ογδόντα ετών και το μυθιστόρημά του λειτουργεί κάπως σαν το υφαντό της Πηνελόπης. Εκείνη όταν το τελειώσει θα πρεέπι να διαλέξει ποιον μνηστήρα να παντρευτεί (για αυτό και τις νύχτες το ξηλώνει κρυφά), ο βιβλιοθηκάριος "διαισθανόταν ότι στο τέλος της συγγραφής τον περίμενε ο θάνατος" και έτσι δεν το τελειώνει, είναι ο λόγος του να ζει μιας και είναι λησμονημένος από τους ανθρώπους.
¨Έκανα λάθος για την Ιαπωνία" επιστολή προς τον Βικέντιο που έγραψε νέο βιβλίο, κρίσεις, σχόλια για τα είδη γραφής και την μίξη τους, την παρατήρηση των ανθρώπων από μακριά (κουτσομπολιό το λένε μερικοί αλλά δεν είναι), τα σενάρια που φτιάχνονται και αναιρούνται και ξαναφτιάχνονται για τις ζωές και τις σχέσεις και ένα σενάριο για την τεράστια επιτυχία του βιβίου στην Ιαπωνία, χώρα των χαϊκού (μου θύμισε το γαλλικό βιβλίο Είμαι ένα Ιάπωνας συγγραφέας γραμμένο από Τζαμαϊκανό, παλιότερη ανάρτηση εδώ).
"Το ποίημα" με τις απείθαρχες λέξεις που δραπετεύουν προς πάσα κατεύθυνση, λύση προσφέρει ένα αγαπημένο χαϊκού. "Το βιβλίο της Ιστορίας" με αφορμή το γνωστό σχολικό εγχειρίδιο με σχόλιο ετεροχρονισμένο. Το "Επίμετρο" έρχεται σε συνέχεια του "Στο τρόλέϊ" για να αναρωτηθεί πάνω στο θέμα της διαχρονικότητας της λογοτεχνίας. 'Το γράμμα" μιλάει για έναν συγγραφέα που ενώ έχει αποσυρθεί ώστε να γράψει το βαθύ του μυθιστόρημα ήθελε με αγωνία να λάβει μια επιστολή που θα του αποδείκνυε ότι κάποιος τον θυμήθηκε. "Τα βιβλιοδέντρα" που καλλιεργούν ανεξαιρέτως όλοι από μόδα με τόση μανία που η υπερπαραγωγή οδηγεί τους βιβλιοκαρπούς σε σάπισμα και δυσοσμία. "Η Εστία", η εφημερίδα που διατηρεί το παρελθόν ζωντανό με την αμετακίνητη μορφή και την παρουσίαση των ειδήσεων για αυτούς που δυσκολεύονται να προσαρμοστούν, τους δίνει σιγουριά, μια προστασία στο άγνωστο και την μοναξιά.

Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει μια βιβλιογραφία δυόμιση σελίδων. Δεν συνηθίζεται τα λογοτεχνικά κείμενα να συνοδεύονται από βιβλιογραφία, σε αντίθεση με τα επιστημονικά που καλούνται να τεκμηριώσουν τα γραφόμενά τους, να παρέχουν ακριβείς αποδείξεις, πού εντοπίστηκε η συγκεκριμένη πληροφορία, ποιος είπε τι και πότε, πώς το στήριξε. Τα λογοτεχνικά είναι δεοντολογικά ελεύθερα να κυκλοφορούν χωρίς τεκμηριώσεις και σημειώσεις, κανείς δεν περιμένει να αποκαλύπτουν τις πηγές έμπνευσής τους. Ίσα ίσα χαίρονται οι κριτικοί και ερμηνευτές να παίζουν το παιχνίδι της αναζήτησης και της ανάλυσης. Οι συγγραφείς στις βιογραφίες τους λένε όπως εκείνο επιλέγουν τα συστατικά τους, τις εμπειρίες και τα διαβάσματά τους. Ο αγράμματος, αντίθετα, έχει κλείσει με βιβλιογραφία των τριών τελευταίων δεκαετιών, ελληνική, μεταφράσεις προς τα ελληνικά, αγγλικά κυρίως και δύο γαλλικά βιβλία και τελευταίο ένα ιταλικό όπως μου κάνει. Δίνει αδίστακτα και απροκάλυπτα τα κείμενα με τα οποία έχει συνομιλήσει, που τον κέντρισαν και του έβγαλαν μια σκέψη, μιαν αντίδραση, φορές μιαν απορία. Αποκαλύπτεται με απλότητα, παίρνει το μυστήριο μακριά και δείχνεται πολυποίκιλος αναγνώστης με δίχτυα που αλιεύουν σε κλασικά και όχι τόσο νερά.
Εντυπωσιάζομαι και που το κάνει και που θυμάται, σημειώνει τις διαδρομές του μπρος πίσω.

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2009

Dalibros

Αν το καλοσκεφτείς όλα και όλοι τελικά μπορούν να συνδεθούν με τον κόσμο του βιβλίου.

Μια αόρατη γραμμή που μαγικά ενώνει.

Για να φτιαχτεί ένα παζλ όλα τα κομμάτια χρειάζονται, αν λείπει έστω και ένα το αποτέλεσμα σίγουρα θα απέχει από την τελειότητα.

Λόγος για την έκθεση με τίτλο «Ο Νταλί και τα βιβλία» που παρουσιάζεται στη Θεσσαλονίκη στα 44α Δημήτρια, στην μεγάλη αυτή πολιτιστική γιορτή.

Μια έκθεση, χωρισμένη σε τρία μέρη, για τον αγαπημένο Dali ως αναγνώστη, ως συγγραφέα, ως εικονογράφο. Όχι οι πίνακες του, αλλά τα βιβλία από την προσωπική του βιβλιοθήκη καθώς και η φωτογραφίες του μαζί τους, οι ζωγραφιές στα λευκά περιθώρια των σελίδων, γραμμές μέσα από τις λέξεις, μαγεία.

Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες απεικονίζουν τον Dali και την αγαπημένη του Gala να ποζάρουν διαβάζοντας, αγαπημένη συνήθεια που είχε από την εφηβική του ηλικία. Η συνήθεια αυτή καλλιεργήθηκε τόσο από τα βιβλία που έπαιρνε από τον θείο του Ανσέλμ Ντομένεκ, ένας πολύ σημαντικός βιβλιοπώλης της Βαρκελώνης, όσο και από την προσωπική βιβλιοθήκη του πατέρα του. Αργότερα ως φοιτητής στην Καλών Τεχνών στη Μαδρίτη σύχναζε στη βιβλιοθήκη της Φοιτητικής Εστίας, όπου έμενε μαζί με τους συγγραφείς Ραφαέλ Αλμπέρτι και Φεδερίκο Γκαρσία Λόρκα.

Ο ίδιος αυτοχαρακτηρίζεται ως άναρχος και ανοργάνωτος αναγνώστης. Δεν ακολουθούσε καμία σειρά όταν ερχόταν η στιγμή να επιλέξει τι θα διαβάσει. Τα 4.337 βιβλία της προσωπικής του βιβλιοθήκης φυλάσσονται στο Κέντρο Μελετών για τον Νταλί στη Φιγκέρες. Τα 228 από αυτά περιέχουν σκίτσα και σημειώσεις του. Η προσωπική του βιβλιοθήκη είχε την τύχη να γλιτώσει από τυχόν διασπάσεις, επιζεί ως σύνολο, σαν ένα κομμάτι του καλλιτέχνη και δικαίως θεωρείται πηγή πληροφοριών για τη ζωή και το έργο του.

Ιδιαίτερα αξιόλογο είναι και το συγγραφικό του έργο που λίγοι γνωρίζουν. Ο ίδιος προβληματιζόταν για το αν θα έπρεπε να αφιερωθεί στη συγγραφή ή στη ζωγραφική. Δυστυχώς η συγγραφή του αντιμετωπίζεται σήμερα ως υποδιαίστερη της ζωγραφικής του. Κι όμως τα άρθρα του, οι διακηρύξεις του, τα βιβλία του, αυτοβιογραφικά, λογοτεχνικά, ποίηση και θεατρικά έχουν κάτι ιδιαίτερο όπως και οι πίνακές του. Είναι οι κανόνες (γραμματικοί, συντακτικοί, ορθογραφικοί) που γι’ αυτόν δεν έχουν κανένα νόημα και καμία ουσία.

Η ιδιαίτερη σχέση του με τα βιβλία και την ανάγνωση διαφαίνεται και στις εικονογραφήσεις του. Πληθώρα βιβλίων και περιοδικών έχουν την υπογραφή του ως εικονογράφου. Κλασικά βιβλία (όπως η εξαιρετική εικονογράφηση του Δον Κιχώτη του Θερβάντες που βρίσκεται και στην ελληνική έκδοση), βιβλία υψηλών πωλήσεων, βιβλία μικρών εκδοτικών οίκων και βιβλία δικά του συνοδεύονται από τα σχέδια του.

Η έκθεση θα έρθει και στην Αθήνα αλλά σίγουρα δεν θα φιλοξενηθεί σε ομορφότερο χώρο από το κτίριο Casa Bianca το γεμάτο ιστορία. Δεν μπορούσα να μην την επισκεφτώ κι ας έπρεπε να ταξιδέψω δύο φορές μέχρι τη Casa Bianca για να πετύχω την έκθεση ανοιχτή. Αναμφισβήτητα μόνο κερδισμένη βγήκα.

Ήταν λες κι αυτή η έκθεση δημιουργήθηκε για να μπει σε αυτό το blog.

Ιδιαίτερα σημαντικός και ο κατάλογος την έκθεσης, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για όλα αυτά, για να μη χαθούν οι πληροφορίες και αυτό το σπάνιο φωτογραφικό υλικό που δε συναντάς συχνά.

Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2009

Βιβλιοθηκοχρώμα


Και επειδή η προηγούμενη ανάρτηση δεν είχε καμιά εικόνα και καθόλου χρώμα, ήρθε η σειρά για ζωντανές φωτογραφίες. Οι φωτογραφίες είναι από ένα πανεπιστημιακό πολυκέντρο που αποτελείται από βιβλιοθήκη, κέντρο πληροφορικής και βάσεων και άλλα. Βρίσκεται περίπου μια ώρα έξω από το Βερολίνο και το μέρος λέγεται Cottbus, ένα τυπικό γερμανικό χωριό που έχει και πανεπιστήμιο. Δεν θα πω πολλά λόγια για να μιλήσουν οι παραστάσεις.
Συναντά κανείς το κτήριο στα δεξιά του πάνω σε ένα μικρό πράσινο ύψωμα. Ξεχωρίζει από μακριά και δίνει το στίγμα του στον περιβάλλοντα χώρο. Το χρώμα του σε τόνους του γκρι που πιάνει και το ασημί και μια αίσθηση του διάφανου. Δένει με φόντο τον ουρανό. Το σχήμα του δίνει την εντύπωση του ρευστού, του κυματιστού και η είσοδος κρυμμένη. Το ύψος του μεγάλο, επιβλητικό, δεσπόζει. Σου μπαίνει η ιδέα ότι ίσως να υπάρχει ένα γραπτό κείμενο πάνω στους τζαμένιους τοίχος που είναι δυνατόν να διαβαστεί, να γράφει κάτι μεγάλο. Μα όχι, θυμίζουν γράμματα στην ευρεία τους έννοια, δεν είναι συγκεκριμένα ενός αλφαβήτου γράμματα.
Μπαίνεις μέσα και σε πιάνει το χρώμα από τα μούτρα. Πολλά, παντού, κυρίως φούξια και λαχανί, κίτρινο, ηπιότερο πράσινο. Οι φόρμες που κυριαρχούν με στρογγυλάδα, κυκλικές, περιστρέφονται ολόγυρα. Το φυσικό φως να εισβάλει από όλες τις μεριές, το όποιο, το όσο. Οκτώ όροφοι και η κεντρική σκάλα, χιτσκοκική σπείρα που στροβιλίζεται στριφογυριστά.

Η πρόσβαση στα ράφια και τα βιβλία ανοιχτή. Σήμανση να καθοδηγεί, να απαντάει στις ερωτήσεις πού, ποια, τι, πριν καν τεθούν. Εξοπλισμός ο καλύτερος, ο τελειότερος, ο πιο φρέσκος και σύγχρονος, σε υπολογιστές, σε σαρωτές, σε αναγνωστικά μηχανήματα μικροταινιών, σε υποδομή να φέρεις τα δικά σου μέσα. Τα καθίσματα, ποικίλες εκδοχές, δίνουν άνετο σχήμα στο σώμα ανάλογα με την ανάγνωση, της συγκέντρωσης και μάθησης, της γραφής, της χαλαρής σχόλης.
Ο αριθμός των τεκμηρίων που δανείζονται φτάνει τα 60, η διάρκεια δανεισμού τέσσερις εβδομάδες με λιγοστές εξαιρέσεις. Τεκμήρια είναι, φυσικά τα βιβλία, αλλά περιλαμβάνονται περιοδικά (ακόμα και τα εβδομαδιαία ευρείας κυκλοφορίας), CD-ROM με μουσική και ταινίες κινηματογραφικές, ή άλλα θέματα, ακουστικά βιβλία (έχουν μεγάλη τράβηξη και κυκλοφορία και είναι πολύ δημοφιλή).
Μια πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη και κέντρο πληροφόρησης που συνομιλεί και με την τοπική κοινωνία. Ανακοινώσεις για όλα και για εκδηλώσεις καλύπτουν τουλάχιστον τρεις επιφάνειες αφιερωμένες στην ενημέρωση. Προθήκες που ακολουθούν θεματικά εκθέσεις που φιλοξενούνται σε άλλα σημεία της πόλης, και λειτουργούν διασυνδεμένες συμπληρωματικά. Ένα κέντρο που δεν κοιμάται, δεν μένει στατικό στην αποστολή του, προσαρμόζεται και συμβαδίζει με τα αιτήματα όπως διαμορφώνοναι, έχει βέβαια και τους κανόνες του.
Τα είδα με τα μάτια μου, τα βλέπετε και εσείς…

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2009

Διαβάζοντας τις σιωπές

Από το γράψιμο πίσω πάλι στην ανάγνωση. Σε αναλογία με εκείνους που δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς το γράψιμο υπάρχουν και εκείνοι που δεν το μπορούν χωρίς την ανάγνωση. Υπάρχουν και εκείνοι που δεν μπορούν ούτε χωρίς να διαβάζουν ούτε χωρίς να γράφουν και να ζουν σε όλους τους χρόνους –πραγματικούς κυριολεκτικούς, και νοερούς μυθοποιητικούς– και σε ένταση. Είδη αναγνώσεων πολλά, πάμπολλα και όσοι νομίζουν ότι η ανάγνωση είναι παθητική ενέργεια κάνουν λάθος, μέγα. Είναι μια συνέργια, μια συνύπαρξη, ένα ερέθισμα πολύτροπο.
Για όσους πάλι ασχολούνται με την έρευνα, με την ιστορία και τα περασμένα χρόνια, το διάβασμα των πηγών είναι συγχρόνως η δουλειά τους. Διαβάζουν συστηματικά, συνέχεια, ψάχνουν, βάζουν ερωτήματα (πώς, πότε, ποιος, τι και το κορυφαίο γιατί) κάνουν σκέψεις, θεμελιώνουν ερμηνευτικές θεωρίες πάνω σε αυτά που διαβάζουν. Ως πηγή νοείται κάθε είδους γραπτό κείμενο (σε πέτρα, μάρμαρο, κεραμίδι, χαρτί, ηλεκτρονικό χαρτί, όπου τέλος πάντων και κάθε περιεχομένου) μα συμπεριλαμβάνονται και άλλου τύπου τεκμήρια, αντικείμενα, τέχνης και καθημερινότητας. Κάνουν συνδυασμούς, συμπληρώνουν ψηφιδωτές πληροφορίες από εδώ και από εκεί. Σήμερα, όλα τα γραπτά μπορούν να αποτελούν δεξαμενές ιχνηλασίας. Η ανάγνωση-μελέτη προσφέρει ξεχωριστές ικανοποιήσεις παρ’ όλες τις δυσκολίες της και εντέλει, καταλήγει σε μια συγγραφή. Κάνει έναν κύκλο δηλαδή.
Κείμενα γραμμένα στον καιρό τους για να υπηρετήσουν έναν συγκεκριμένο σκοπό, τώρα διαρρέουν και άλλες πληροφορίες με τις χρήσεις των λέξεων, τους αριθμούς, τις εικόνες τους, τα σχέδια και όσα δεν λένε (έννοιες και πράγματα) άθελά τους γιατί δεν υπήρχαν καν ή δεν είχαν σημασία τότε ή εξεπιτούτου για λόγους πολιτικής, στρατηγικής, απαγόρευσης, φόβου, ισορροπιών (όπως μου λένε τελευταία, τάχα πειστική δικαιολογία).
Ένα λογοτεχνικό κείμενο γραμμένο για να τέρψει τις αισθήσεις αφήνει στο διάβα του παραστάσεις και αφηγήσεις, αυτονόητες στην εποχή του, γεμάτο κενά κατανόησης για τις επερχόμενες μεταγενέστερες. Συμβαίνει και στους οικονομικούς απολογισμούς και σε ένα σωρό κείμενα επίσης. Στα μεσοδιάστιχα κρύβονται οι σκιές των λέξεων που μόλις διασχίσαμε και αφήνουν επιπρόσθετα νοούμενα. Απόηχοι, αυτό που ονομάστηκε context και ελληνικά αποδόθηκε με τον όρο το παρακείμενο, εκείνο που αποδεσμεύει παρακειμενικά διαφυγόντα. Που επιτρέπει νοήσεις αλλά και παρανοήσεις, εκδοχές ανάλογα με τις συλλογικές και ατομικές μας παραστάσεις. Τα κείμενα μιλάνε το ίδιο με και για βεβαιότητες και αβεβαιότητες. Έχουν υφές και χροιές, τόνους και αποχρώσεις. Οι αλληγορίες τους εφαρμοσμένες σε πραγματικότητες οδηγούν σε αντανακλάσεις, αντιδιαστολές, κρυμμένα και κρυφά, ομολογημένα και μη. Τα κείμενα έτσι με αυτόν τον τρόπο φέρουν στα μέσα τους και άλλα, πολλαπλασιάζουν την αξία τους και το ενδιαφέρον τους. Ο πλούτος τους προκαλεί μια και δυο και περισσότερες φορές. Πόσες κινηματογραφικές ταινίες δεν το δείχνουν με τους χάρτες θησαυρού, με μελάνια που φανερώνονται υπό ειδικές συνθήκες!
Έτσι και οι άνθρωποι αναμεταξύ τους, μιλάνε με λόγια και συζητήσεις, μιλάνε και με τις σιωπές τους, μέσα από αυτά που επιλέγουν να μην πουν και αυτά που αφήνουν να σέρνονται με μισόλογα, αναλογίες, αδιόρατες εκφράσεις του προσώπου, σωματικές κινήσεις, άηχους κώδικες άλλοτε έχοντας συναίσθηση και συνείδηση άλλοτε όχι, αλλά πάντα συμβαίνει. Οι συνομιλητές πρέπει να είναι σε συνεχή εγρήγορση.
Πριν κλείσω, ξαναδιαβάζω, προσπαθώ να μπω στις σιωπές μου και να χωθώ στις αράδες μου, μα τα έκανα τόσο πυκνόσφιχτα που δυσκολεύομαι, ίσως και να μην θέλω. Μην μπείτε τώρα στον κόπο. Κλείνω και την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια.
Αύριο όλοι μας θα διαβάσουμε τις σιωπές των εκλογών, μέσα από τα ψηφοδέλτια…